Κύπρος , Φραγκοκρατία
|
ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ Η βυζαντινή περίοδος της Ιστορίας της Κύπρου τερματίζεται με μια ακόμη αποσχιστική ενέργεια, το 1185, και την κατάληψη του νησιού από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο το βασιλιά της Αγγλίας, το 1191. Το 1185 έφτασε στην Κύπρο ο Ισαάκιος Κομνηνός, γόνος της ίδιας οικογένειας των Κομνηνών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Με πλαστά, όπως αναφέρεται, έγγραφα, κατέλαβε την εξουσία ως κυβερνήτης του νησιού και αμέσως μετά ανακήρυξε τον εαυτό του ως ανεξάρτητο μονάρχη και ηγεμόνα της Κύπρου. Ο Ισαάκιος ήταν ανεψιός του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180). Είχε διοριστεί το 1185 στρατιωτικός διοικητής της Ταρσού της Κιλικίας (Μικρά Ασία, απέναντι από την Κύπρο), όπου απέτυχε σε στρατιωτική επιχείρηση κατά των Αρμενίων και πιάστηκε αιχμάλωτος. Με λύτρα που καταβλήθηκαν από τους Κυπρίους, με τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α' (1183-1185), αφέθηκε ελεύθερος. Αντί τότε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπως είχε διαταχτεί, ήρθε στην Κύπρο με μικρή δύναμη μισθοφόρων που είχε στρατολογήσει και κατέλαβε την εξουσία στο νησί. Το Βυζάντιο, αντιδρώντας στη στατιστική ενέργεια του Ισαακίου, έστειλε εναντίον του στρατιωτική δύναμη από 70 πλοία το 1186. Με βοήθεια από τη Σικελία, ο Ισαάκιος απέκρουσε το βυζαντινό στράτευμα και σταθεροποίησε τη θέση του ως ανεξάρτητος ηγεμόνας της Κύπρου. Όχι όμως για πολύ. Κυβέρνησε το νησί τυραννικά για λίγα μόνο χρόνια, μέχρι το 1191. Ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, που βρισκόταν στη ζωή αυτή ακριβώς την περίοδο, σε ένα κείμενό του (επιστολή) με τίτλο "Περί των κατά την χώραν Κύπρου σκαιών", αφηγείται με δραματικό τρόπο τα γεγονότα. Αναφερόμενος στη διακυβέρνηση του νησιού από τον Ισαάκιο, που αυτοαποκαλούνταν "βασιλεύς" της Κύπρου, ο άγιος Νεόφυτος αναφέρει ότι αυτός "εκάκωσε την χώραν", "διήρπασε τους βίους των πλουσίων", τυράννησε δε τους άρχοντες, ακόμη και τους φίλους του, "ώστε πάντας εν αμηχανία διάγειν". Το 1191, στο πλαίσιο της τρίτης σταυροφορίας προς τους Αγίους Τόπους, πέρασε από την Κύπρο ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος (το χαρακτηρισμό "Λεοντόκαρδος" τον κέρδισε λίγο αργότερα στους Αγίους Τόπους όπου, ωστόσο, απέτυχε). Αφού δεν κατόρθωσε να συνεννοηθεί με τον Ισαάκιο, ο Ριχάρδος τον πολέμησε, τον νίκησε, τον κυνήγησε και τελικά τον συνέλαβε και αιχμάλωτο. Έτσι η Κύπρος περιήλθε στην κατοχή του Άγγλου βασιλιά. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος δεν επιθυμούσε να διατηρήσει μόνιμα υπό τη δική του εξουσία την Κύπρο. Αφού το νησί λεηλατήθηκε και "απέδωσε" όσους θησαυρούς ήταν δυνατό να αρπαγούν, ο Άγγλος βασιλιάς τέλεσε το γάμο του με τη Βερεγγάρια στη Λεμεσό (η παράδοση θέλει το γάμο αυτό να έχει συμβεί στο κάστρο της Λεμεσού, πράγμα που δεν είναι σωστό γιατί το κάστρο κτίστηκε λίγα χρόνια αργότερα), και στη συνέχεια αναχώρησε για τον τελικό του προορισμό, τους Αγίους Τόπους. Εφόσον όμως είχε καταλάβει την Κύπρο, θέλησε να την εκμεταλλευτεί ακόμη περισσότερο για προσωπικό όφελος και άρχισε ν' αναζητά αγοραστές. Οι αγοραστές βρέθηκαν σύντομα και ήταν οι Ναΐτες ιππότες. Οι Ναΐτες, γνωστοί και με την ονομασία Τεμπλάροι, δηλαδή Ιππότες του Ναού (ή του Τέμπλους), ή όπως τους αποκαλεί ο μεσαιωνικός Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, Τεμπλιώτες, αποτελούσαν ισχυρότατο θρησκευτικό στρατιωτικό τάγμα του Μεσαίωνα. Η πλήρης ονομασία του τάγματος ήταν: Πτωχοί ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντος. Το τάγμα των Ναϊτών ιδρύθηκε το 1118 από λίγους Γάλλους σταυροφόρους ιππότες στα Ιεροσόλυμα, που βρίσκονταν τότε υπό την κατοχή των σταυροφόρων της Δύσης. Επικεφαλής της μικρής αυτής ομάδας ήταν ο ιππότης Ούγος ντε Παγιέν (de Payens) και σκοπός της ήταν η προστασία των Ιεροσολύμων αλλά και των Χριστιανών προσκυνητών. Ο τότε βασιλιάς του βασιλείου των Ιεροσολύμων Βαλδουίνος Β' παραχώρησε στον πρώτο αυτό πυρήνα του τάγματος ως στέγη μια πτέρυγα του παλατιού του, που θεωρούνταν ότι ήταν κτισμένη πάνω στα ερείπια του περίφημου ναού του Σολομώντα, από όπου προήλθε και η ονομασία Ναΐτες. Συγκεκριμένα τους είχε παραχωρηθεί ο χώρος όπου βρισκόταν το τέμενος Κουβάτ ες-Σάχρα που πιστευόταν ότι είχε διαδεχτεί το ναό του Σολομώντα. Αργότερα ο αριθμός των Ναϊτών ιπποτών άρχισε να πληθαίνει, ιδίως μετά την προπαγάνδα, υπέρ του τάγματος, του αγίου Βερνάρδου του Κλερβό ο οποίος διατύπωσε σε τυπικό και τους κανόνες διαβίωσης των μελών του τάγματος. Έτσι, σε σχετικά σύντομο διάστημα το τάγμα των Ναϊτών έγινε ένα πολύ ισχυρό στρατιωτικό σώμα που συγκέντρωσε και τεράστιο πλούτο και απέκτησε κτήματα και άλλες περιουσίες σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Στην απόκτηση της τεράστιας δύναμής του συνέβαλε αποφασιστικά η παπική εύνοια. Ο πάπας, με βούλα του, είχε καταστήσει το τάγμα ανεξάρτητο που δεν υπαγόταν στην εξουσία κανενός εκκλησιαστικού αξιωματούχου παρά ήταν υπόλογο μόνο στον ίδιο. Του παραχώρησε ακόμη και άλλα σημαντικά προνόμια, όπως το δικαίωμα να διατηρεί δικούς του εξομολογητές. Το απάλλαξε, επίσης, από κάθε είδους φορολογία. Η οργάνωση του τάγματος ήταν αυστηρά ιεραρχημένη και επικεφαλής ήταν ο λεγόμενος μέγας μάγιστρος, με βαθμό ηγεμόνα. Το 1260 η δύναμη του τάγματος έφτανε στους 20.000 ιππότες. Η έδρα του τάγματος ήταν στα Ιεροσόλυμα, αφού κύριος σκοπός του, εκτός από το μοναχικό βίο, ήταν σύμφωνα με το καταστατικό που συντάχτηκε το 1128, η δια των όπλων υπεράσπιση του Αγίου Τάφου μπροστά στην απειλή από τους μη Χριστιανούς. Όμως μετά τον εκτοπισμό των Χριστιανών από τη Συρία και την Παλαιστίνη και την επικράτηση και πάλι των Μωαμεθανών, εκτοπίστηκαν από εκεί και οι Ναΐτες που το 1291 μετέφεραν την έδρα του τάγματός τους στην Κύπρο. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Δ' ο Ωραίος, φοβούμενος πιθανώς την ισχύ των Ναϊτών, αποφάσισε να τους καταστρέψει. Αφού κατόρθωσε να εξασφαλίσει και τη συμπαράσταση του πάπα Κλήμεντα Ε', πέτυχε το τάγμα να τεθεί υπό απαγόρευση το Μάρτη του 1308. Εναντίον του τάγματος διατυπώθηκαν σοβαρές κατηγορίες που περιελάμβαναν την ειδωλολατρία, τις μυστικές ιεροτελεστίες και την ασέλγεια. Ο τότε αρχηγός του τάγματος Ζακ ντε Μολάν που είχε συλληφθεί στο Παρίσι, το 1307, κάηκε στην πυρά ως αιρετικός (11.3.1314) και τελικά το τάγμα διαλύθηκε. Πολλά μέλη του εκτελέστηκαν, ενώ άλλα διέρρευσαν σε άλλα τάγματα ή οργανώσεις (όπως την οργάνωση των Ελευθεροτεκτόνων). Οι Ναΐτες ιππότες, όταν ακόμη το τάγμα τους δεν ήταν τόσο πολύ ισχυρό, ήταν οι πρώτοι που εγκαθίδρυσαν δυτικού τύπου διοίκηση στην Κύπρο, το 1191. Το χρόνο αυτό, αφού το νησί κατακτήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο που τερμάτισε οριστικά τη βυζαντινή κυριαρχία νικώντας τον ηγεμόνα της Κύπρου Ισαάκιο Κομνηνό, και αφού λεηλατήθηκε άγρια, πουλήθηκε στους Ναΐτες στην τιμή των 100.000 βυζαντίων. Το τάγμα των Ναϊτών έστειλε τότε στην Κύπρο μικρή δύναμη ιπποτών του, υπό την αρχηγία του Αρνό ντε Μπουχάρ. Υπολογίζεται ότι η μικρή αυτή στρατιωτική δύναμη του τάγματος είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα Λευκωσία, χρησιμοποιώντας ως έδρα της το κάστρο των βυζαντινών που όμως δε γνωρίζουμε που ακριβώς βρισκόταν. Η διοίκηση, την οποία επέβαλαν στην Κύπρο, ήταν ιδιαίτερα σκληρή και καταπιεστική απέναντι στο ντόπιο πληθυσμό. Προφανώς προσπάθησαν, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσουν από το υστέρημα του λαού το μεγάλο χρέος τους στο Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο από τον οποίο είχαν αγοράσει το νησί και στον οποίο είχαν προκαταβάλει 40.000 βυζάντια και χρωστούσαν τις υπόλοιπες 60.000. Η σκληρότητά τους δεν άργησε να οδηγήσει το λαό σε εξέγερση, βασικά το λαό της Λευκωσίας που φαίνεται ότι είχε ενισχυθεί και από άλλους από τις γύρω περιοχές. Οι Ναΐτες κλείστηκαν στο κάστρο της Λευκωσίας όπου και πολιορκήθηκαν από το λαό. Το Πάσχα όμως του 1192 (5 Απρίλη) και ύστερα από ολονύκτιες ιεροτελεστείες, οι Ναΐτες έκαναν έξοδο κι έπεσαν στο πλήθος. Οι Κύπριοι είχαν υποτιμήσει τη μικρή δύναμη των Ναϊτών και πολλοί είχαν, εξάλλου, γλεντήσει και μεθύσει εκείνη την ημέρα του Πάσχα. Έτσι ο λαός της Λευκωσίας αιφνιδιάστηκε και σκορπίστηκε. Οι σιδερόφρακτοι Ναΐτες έπεσαν πάνω στους συγκεντρωμένους και σε ολόκληρη την πόλη συνέβη τρομερή σφαγή, τόση ώστε το αίμα έρεε στον ποταμό Πεδιαίο, όπως γράφει ο Φλώριος Βουστρώνιος. Ακολούθησε η λύπη και το κλάμαν, όπως γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς. Οι ολιγάριθμοι Ναΐτες κατόρθωσαν να επιβληθούν. Ήταν όμως φανερό ότι δε θα μπορούσαν πια με τις μικρές τους δυνάμεις να κρατήσουν για πολύ την Κύπρο. Και γιατί το μίσος του λαού πολλαπλασιάστηκε και γιατί δε θα μπορούσε να πετύχει ξανά ένας αιφνιδιασμός και γιατί ήταν αδύνατο να ελέγχεται ολόκληρο το νησί και γιατί μεταξύ αυτών και του λαού υπήρχε τώρα ποταμός αίματος. Δεν μπόρεσαν, λοιπόν, να κρατήσουν την Κύπρο ούτε για ένα χρόνο από τότε που την είχαν αγοράσει. Αμέσως ακύρωσαν τη συμφωνία τους με το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο και του επέστρεψαν το νησί. Έτσι, ο Άγγλος βασιλιάς αναζήτησε άλλο αγοραστή. Ο δεύτερος που βρέθηκε ήταν ο Γάλλος ευγενής Γκι (Γουΐδος) ντε Λουζινιάν, ο οποίος και είχε συμβάλει τον προηγούμενο χρόνο στην κατάληψη της Κύπρου. Ο Γκι ντε Λουζινιάν αγόρασε την Κύπρο στην ίδια τιμή (100.000 χρυσά βυζάντια), πληρώνοντας ως προκαταβολή 40.000 (ποσό που επιστράφηκε στους Ναΐτες) κι αναλαμβάνοντας έναντι του Ριχάρδου το υπόλοιπο χρέος των 60.000. Το χρέος πληρώθηκε στα επόμενα χρόνια από τον ίδιο το Γκι και τον αδελφό του Αμορί. Ο Γκι ντε Λουζινιάν είναι ο ιδρυτής της δυναστείας των Λουζινιανών βασιλιάδων της Κύπρου που κυβέρνησαν το νησί για τους επόμενους τρεις περίπου αιώνες, κατά την περίοδο δηλαδή που είναι γνωστή ως φραγκοκρατία (1192-1489). Ωστόσο ο ίδιος ο Γκι ντε Λουζινιάν δεν έγινε βασιλιάς της Κύπρου επειδή πέθανε δύο μόνο χρόνια αργότερα, το 1194, πριν προλάβει να οργανώσει το νησί σε βασίλειο. Ο Γκι, που το 1180 είχε γίνει κόμης της Γιάφφα και της Ασκαλώνας, είχε στεφτεί βασιλιάς των Ιεροσολύμων το 1186, αλλά έχασε το βασίλειο εκείνο το 1192, οπότε και αγόρασε την Κύπρο. Έτσι, αν και οι απόγονοί του έγιναν βασιλιάδες του νησιού, ο ίδιος πρόλαβε να πάρει μόνο τον τίτλο του κυρίου της Κύπρου. Την Κύπρο οργάνωσε σε βασίλειο ο αδελφός του Αμορί, που επίσημα αναγνωρίστηκε ως τέτοιο το 1197. Ο κατάλογος των βασιλιάδων της Κύπρου κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας έχει ως εξής:
Μερικοί ξένοι ιστορικοί ισχυρίστηκαν ότι η περίοδος της φραγκοκρατίας αποτέλεσε τη "χρυσή εποχή" της κυπριακής ιστορίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ολωσδιόλου αβάσιμος σε σχέση με το ντόπιο πληθυσμό δηλαδή τους ίδιους τους Κυπρίους, που περιήλθαν υπό καθεστώς έσχατης δουλείας. "Χρυσή" ήταν, πράγματι, η εποχή για τους ξένους κυρίαρχους, που ήταν:
Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από πλούτο και χλιδή για τους ξένους, από εξαθλίωση και ανέχεια για τους ντόπιους, από δύναμη και πολεμικές περιπέτειες, αλλά και από έριδες, δολοπλοκίες, πάθη, συνωμοσίες και φόνους.
Η Κύπρος οργανώθηκε σε βασίλειο δυτικοευρωπαϊκού τύπου, και προκειμένου η βασιλική οικογένεια να αποκτήσει δύναμη, ενίσχυση και δυνατότητα απόλυτης κυριαρχίας στον τοπικό πληθυσμό, κλήθηκαν να έρθουν για μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο Ευρωπαίοι ευγενείς (και τυχοδιώκτες), που τους δόθηκαν τιμάρια (μεγάλες εκτάσεις γης και χωριά περιλαμβανομένου του πληθυσμού τους, όπου ασκούσαν απόλυτη εξουσία). Έτσι, η Κύπρος διαχωρίστηκε σε πολλά φέουδα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός χωριών παρέμεινε ως περιουσία της βασιλικής οικογένειας. Μαζί με τους ξένους φεουδάρχες εγκαταστάθηκε στην Κύπρο και η Λατινική Εκκλησία, ευρισκόμενη υπό τη δικαιοδοσία του πάπα, που απέκτησε πλούτο σε βάρος της ντόπιας Ορθόδοξης Εκκλησίας και μεγάλη ισχύ. Στο νησί έφτασαν από την αρχή και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη και αρκετά δυτικά εκκλησιαστικά τάγματα που εγκατέλειψαν τους Αγίους Τόπους (Αυγουστινιανοί, Βενεδικτίνοι, Καρμηλίτες, Καρθουσιανοί, Κιστερκιανοί, Δομινικανοί, Φραγκισκανοί, Οψερβαντίνοι, Ιωαννίτες, Ναΐτες κ.ά.). Μερικά από τα τάγματα αυτά ήταν στρατιωτικά (Ναΐτες, Ιωαννίτες). Εκτός από αυτά, και εξαιτίας των ευνοϊκών προοπτικών, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, όπου και απέκτησαν ισχύ υποστηριζόμενοι από τις δυνατές μητροπόλεις τους, και πολλοί έμποροι: Βενετοί, Γενουάτες, Καταλανοί κ.ά. Παρά την (συνήθως) ανώμαλη κατάσταση που εξακολουθούσε να επικρατεί στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής κατά τη διάρκεια της περιόδου, εξαιτίας της μόνιμης στρατιωτικής αντιπαράταξης των δυτικών Χριστιανών με τους ανατολικούς μη Χριστιανούς, ωστόσο απεριόριστες δυνατότητες παρουσίαζε ο σημαντικός τομέας του εμπορίου. Η μεγάλη ζήτηση στην Ευρώπη των εξωτικών προϊόντων της Ανατολής, γενικότερα δε το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, διεξαγόταν κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος του μέσω της Κύπρου. Τα ατέλειωτα καραβάνια που έφταναν από τα βάθη της Ασίας στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου συναντιόνταν εκεί με τους στόλους των Ευρωπαίων, που διακινούνταν μέσω των κυπριακών λιμανιών. Ιδιαίτερα το λιμάνι της Αμμοχώστου έγινε ένα από τα σπουδαιότερα με αποτέλεσμα να συσσωρευτεί στην πόλη αυτή αμύθητος πλούτος. Ο Λεόντιος Μαχαιράς περιγράφει, στο Χρονικόν του, μια δεξίωση που έδωσε ένας έμπορος της Αμμοχώστου, κατά τη διάρκεια της οποίας προσφέρθηκαν στο βασιλιά και στους λοιπούς προσκεκλημένους σωροί από πολύτιμα πετράδια, όσα μπορούσε ο καθένας να μεταφέρει. Κυρίαρχη ήταν η τάξη των ευγενών, με επικεφαλής το βασιλιά, "πρώτο μεταξύ ίσων". Ακολουθούσε η τάξη των ιπποτών και των αρχόντων, των εκκλησιαστικών και των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων και ερχόταν ύστερα η τάξη των αστών. Η μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού ήταν δουλοπάροικοι και ακτήμονες, σκλάβοι στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, των ευγενών και των αρχόντων. Λίγοι μόνο από αυτούς κατόρθωσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και ακόμη πιο λίγοι κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν κι ένα κομμάτι γης για να σχηματίσουν, μαζί με αρκετούς ξένους τεχνίτες (Σύριους, Αρμένιους κ.ά.), μια μικροαστική τάξη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, το μόνο ίσως σώμα που θα μπορούσε να εργαστεί για κάποια, έστω, δικαιώματα του ντόπιου πληθυσμού, βρέθηκε και αυτή υπό σκληρό διωγμό. Η Λατινική Εκκλησία εγκατέστησε στην Κύπρο τέσσερις επισκοπές, από τις οποίες η πρώτη (αρχιεπισκοπή) έδρευε στη Λευκωσία και οι υπόλοιπες στην Αμμόχωστο, στη Λεμεσό και στην Πάφο. Οι δεκατέσσερις Ορθόδοξες επισκοπές του νησιού ελαττώθηκαν και αυτές σταδιακά σε τέσσερις, με το να μην επιτρέπεται η εκλογή επισκόπου μετά το θάνατο κάποιου από αυτούς με αποτέλεσμα την κατάργηση της έδρας του. Αλλά και οι τέσσερις που απέμειναν τελικά, εκδιώχθηκαν από τις πόλεις και κατέφυγαν η μεν αρχιεπισκοπή στη Σολιά και οι υπόλοιπες στην Καρπασία, στα Λεύκαρα και στην Πόλη Χρυσοχούς (Αρσινόη). Πέρα από την οικονομική και άλλου είδους καταπίεση, χαρακτηριστικό δείγμα των διωγμών που υπέστησαν οι Ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί του νησιού είναι η καταδίκη, το μαρτύριο και ο θάνατος στην πυρά, το 1231, των δεκατριών μοναχών της Καντάρας που αρνήθηκαν να αποδεχτούν μερικές δοξασίες της Δυτικής Εκκλησίας. Στο μεταξύ άρχισαν να γίνονται σε ολόκληρη την Κύπρο, ιδιαίτερα δε στην Αμμόχωστο και στην πρωτεύουσα Λευκωσία, πολλά λαμπρά έργα. Οι πόλεις οχυρώθηκαν και κτίστηκαν πολυτελή παλάτια τόσο βασιλικά όσο και ιδιωτικά. Ένας μεγάλος αριθμός μοναστηριών κτίστηκαν στη Λευκωσία αλλά και αλλού, εξαίρετο δε δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής αποτελεί το σωζόμενο αβαείο του Πέλλα Παΐς. Από τους πολλούς ναούς στη Λευκωσία, λαμπρότερος ήταν ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας, στον οποίο γίνονταν οι τελετές στέψης των βασιλιάδων της Κύπρου και οι γάμοι τους. Μεταξύ δε των επίσης πολλών εκκλησιών της Αμμοχώστου, μεγαλοπρεπέστερος ήταν ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου στον οποίο οι Κύπριοι βασιλιάδες στέφονταν και βασιλιάδες των Ιεροσολύμων, αφού κληρονόμησαν και τον τίτλο αυτό, όχι όμως και το ίδιο το βασίλειο που είχε ανακαταληφθεί από τους Μωαμεθανούς. Τις ισχυρότερες οχυρώσεις απέκτησαν η Αμμόχωστος η Λευκωσία και η Κερύνεια, ενώ ενισχύθηκαν και τα τρία βυζαντινά φρούρια του Πενταδακτύλου. Στις άλλες πόλεις κτίστηκαν επίσης κάστρα ενώ πύργοι και οχυρωματικά έργα έγιναν και σε αρκετά άλλα μέρη που αποτελούσαν είτε έδρες ταγμάτων (όπως το Κολόσσι) είτε φέουδα (όπως η Επισκοπή Λεμεσού και τα Κούκλια Πάφου). Η ελληνική γλώσσα εξακολούθησε να βρίσκεται σε χρήση στην Κύπρο, πολλές φορές μάλιστα και ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου, κυρίως στις διπλωματικές και άλλες επαφές του με την Ανατολή. Υπήρχε όμως τεράστιο ζήτημα εκπαίδευσης, εξαιτίας της άθλιας θέσης του πληθυσμού, που σταδιακά συνέτεινε στο να νοθευτεί η ελληνική γλώσσα με πλήθος ελληνοποιημένες γαλλικές και ιταλικές λέξεις. Όπως εξάλλου σημειώνει και ο Λεόντιος Μαχαιράς:...και πήραν τον τόπον οι Λαζανιάδες (=Λουζινιανοί) και από τότες αρκέψα να μαθάνουν φράνγκικα και βαρβαρίσαν τα ρωμαίκα, ως γοιόν και σήμερον, και γράφομεν φράνγκικα και ρωμαίκα ότι εις τον κόσμον δεν ηξεύρουν ίντα συντυχάννομεν...
Σαν φράγκικο βασίλειο, η Κύπρος έγινε το προπύργιο της φεουδαρχικής Ευρώπης στην Ανατολή. Μετά δε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (το 1204) το βασίλειο της Κύπρου εξαρτούσε ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό την ασφάλειά του από τη βοήθεια των ευρωπαϊκών δυνάμεων έναντι της απειλής από την Ανατολή, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι μετά τις νίκες των Οθωμανών επί των Χριστιανών, όλα τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι σταυροφόροι στην Ανατολή είχαν και πάλι σταδιακά χαθεί και η Κύπρος περιβαλλόταν, από τη Μικρά Ασία μέχρι και την Αίγυπτο, από μη χριστιανικές (άρα εχθρικές) δυνάμεις. Προς τις δυνάμεις αυτές το βασίλειο της Κύπρου βρισκόταν πολύ συχνά σε αντιπαράθεση, δεχόταν δε αλλά και διενεργούσε επιδρομές. Ήδη επί Ούγου Α' (1205-1218) επιδιώχτηκε η κατάληψη της Αττάλειας και της Κωρύκου στη Μικρά Ασία. Ο ανήλικος διάδοχος του Ούγου Α', ο βασιλιάς Ερρίκος, βρισκόταν υπό την κηδεμονία του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β', ο οποίος θέλησε να καταλάβει την Κύπρο, προφασιζόμενος ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του κηδεμονευομένου του. Κατά των δυνάμεων του Γερμανού αυτοκράτορα αντιστάθηκαν με επιτυχία οι Ιβελίνοι (ντ' Ιμπελέν, μεγάλη μεσαιωνική οικογένεια της Κύπρου) που κατατρόπωσαν και εκδίωξαν το 1229-31 τα στρατεύματα του Φρειδερίκου. Αγώνες κατά των Μωαμεθανών στις απέναντι της Κύπρου ακτές διεξήγαγε και ο βασιλιάς Ούγος Γ' (1267-1284), που στέφτηκε και βασιλιάς των Ιεροσολύμων στην Τύρο. Δεν κατόρθωσε όμως να απελευθερώσει το βασίλειο των Ιεροσολύμων. Ο γιος του Ερρίκος Β' (1285-1324), αντιμετώπισε ένα πραξικόπημα που είχε ως προσωρινό αποτέλεσμα τον εκθρονισμό και την αιχμαλωσία του στην Αρμενία, οπότε την εξουσία ανέλαβε ως αντιβασιλιάς, Ο Ερρίκος Β' διεξήγαγε επίσης πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Σαρακηνών της Αιγύπτου και της Συρίας και των Τούρκων της Μικράς Ασίας. Στο εσωτερικό, εκτός από το πραξικόπημα, αντιμετώπισε και προβλήματα με τους Γενουάτες, ενώ παραχώρησε εμπορικά προνόμια στους Βενετούς. Αξιόλογος ηγεμόνας αποδείχτηκε ο βασιλιάς Ούγος Δ' (1324-1359) στον οποίο ο Βοκκάκιος αφιέρωσε το ποίημά του Γενεαλογία των Θεών. Ο Ούγος Δ' μετείχε σε ελάχιστες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία κατά των Τούρκων, μαζί με δυνάμεις του πάπα και των ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη. Ακόμη πιο αξιόλογος ήταν ο γιος και διάδοχός του Πέτρος Α' (1359-1369) που προσπάθησε να συνενώσει όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις σε αγώνα κατά των Μωαμεθανών. Για το σκοπό αυτό πραγματοποίησε μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη, όπου όμως δε βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση. Εντούτοις μόνος του διεξήγαγε αρκετούς νικηφόρους αγώνες και, μεταξύ άλλων, κατόρθωσε να καταλάβει την Αττάλεια και την Κώρυκο στη Μικρά Ασία, καθώς και την ίδια την Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο. Όμως δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το έργο του γιατί περιπλέχτηκε σε εσωτερικές έριδες και αντιζηλίες, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί μέσα στον κοιτώνα του ανακτόρου του το 1369, σε ηλικία 40 χρόνων. Ο νεαρός γιος και διάδοχός του, Πέτρος Β', άπειρος και βρισκόμενος κάτω από την επιρροή της δυναμικής μητέρας του βασίλισσας Ελεονόρας, έχασε τις κτήσεις στη Μικρά Ασία. Στις μέρες του (1369-1382) προκλήθηκε στρατιωτική εισβολή των Γενουατών στην Κύπρο (το 1373-74) που την αντιμετώπισαν οι θείοι του πρίγκιπες Ιωάννης και Ιάκωβος (ο δεύτερος ήταν ο μελλοντικός βασιλιάς Ιάκωβος Α'). Οι Γενουάτες κατέλαβαν την Αμμόχωστο, την οποία και κράτησαν για αρκετά χρόνια, και από την εποχή αυτή άρχισε η παρακμή της. Κατέλαβαν επίσης την πρωτεύουσα Λευκωσία και την Κερύνεια, τελικά όμως ήρθαν σε συμφωνία με του Λουζινιανούς που δέχτηκαν να τους καταβάλλουν υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις. Η καταστροφή που προκλήθηκε στην Κύπρο ήταν μεγάλη, η δε Αμμόχωστος αποτέλεσε ένα είδος "κράτους" μέσα στο κράτος των Λουζινιανών για ένα σχεδόν αιώνα. Την απώλεια της Αμμοχώστου αναπλήρωσε για τους Λουζινιανούς η Λάρνακα, που δεν μπόρεσε όμως να αποκτήσει την αίγλη και τη φήμη της πρώτης. Ο βασιλιάς Ιανός (1398-1432) αντιμετώπισε μεγάλη εισβολή των Μαμελούκων της Αιγύπτου στην Κύπρο, το 1426. Ηττήθηκε όμως σε μεγάλη μάχη στη Χοιροκοιτία και πιάστηκε αιχμάλωτος. Στάλθηκε δέσμιος στο Κάιρο, από όπου απελευθερώθηκε αργότερα με την καταβολή λύτρων. Οι εισβολείς έφτασαν μέχρι την πρωτεύουσα Λευκωσία, την οποία και λεηλάτησαν, προξένησαν δε εκτεταμένες καταστροφές και σε πολλά άλλα μέρη της Κύπρου, ιδίως στις νοτιοανατολικές ακτές. Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου υποχρέωσαν επίσης το βασίλειο της Κύπρου σε καταβολή ετήσιου φόρου, ο οποίος καταβαλόταν μέχρι το τέλος της φραγκοκρατίας, ακόμη δε και αργότερα, στα χρόνια της Βενετικής κατοχής. Στις ημέρες του Ιανού, και αμέσως μετά την εισβολή των Μαμελούκων, έγινε η μεγάλη εξέγερση των Κυπρίων δουλοπαροίκων που είχαν αρχηγό το ρήγα (= Βασιλιά) Αλέξη, επίσης δουλοπάροικο. Το κίνημα κατά των Φράγκων ήταν εκτεταμένο και κράτησε δέκα περίπου μήνες, καταπνίγηκε δε με ευρωπαϊκή βοήθεια. Ιωάννης Β' Ο διάδοχος του Ιανού, ο βασιλιάς Ιωάννης Β' (1432-1458) και τις δύο φορές που παντρεύτηκε πήρε συζύγους Ελληνίδες, της οικογένειας των Βυζαντινών Παλαιολόγων. Πρώτη του σύζυγος ήταν η Μήδεια η Μομφερρατική (Παλαιολογίνα) που πέθανε νωρίς και δεύτερη η Ελένη Παλαιολογίνα, αξιόλογη όσο και δυναμική βασίλισσα. Επιβλήθηκε σύντομα στο σύζυγό της και στην ουσία αυτή κυβέρνησε το βασίλειο. Υποστήριξε την Ορθόδοξη Εκκλησία του νησιού σε βάρος της Λατινικής, γενικότερα δε το ελληνικό στοιχείο της Κύπρου, κατατροπώνοντας τους δυτικούς αντιπάλους της. Ήταν ανεψιά του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και στις μέρες της έμελλε να αλωθεί η Κωνσταντινούπολη (1453). Τότε πολλοί φυγάδες, εκκλησιαστικοί και άλλοι, βρήκαν καταφύγιο στην Κύπρο και βοήθεια από την Ελένη. Ο βασιλιάς Ιωάννης Β' είχε και ερωμένη επίσης Ελληνίδα, τη Μαριέτα της Πάτρας (ή Πατρινή), με την οποία και απέκτησε ένα γιο, τον Ιάκωβο. Ο Ιάκωβος, αποκαλούμενος Νόθος, προέβαλε αξιώσεις για το θρόνο μετά το θάνατο του Ιωάννη το 1458 και την άνοδο στην εξουσία της ετεροθαλούς αδελφής του (νόμιμης κόρης του Ιωάννη) Καρλότας. Παρά την υποστήριξη της Καρλότας, εξαιτίας του γάμου της, από τη Σαβοΐα, ο ικανός Ιάκωβος κατόρθωσε να υπερισχύσει, βοηθούμενος και από το σουλτάνο της Αιγύπτου με τον οποίο συμμάχησε. Αφού βασίλεψε δύο περίπου χρόνια, η Καρλότα εκδιώχτηκε το 1460. Ο Ιάκωβος Β' ο Νόθος (1460-1473) ήταν εκείνος, απ' όσους προσπάθησαν, που κατόρθωσε να εκδιώξει τους Γενουάτες από την Αμμόχωστο και ν' ανακαταλάβει την πόλη. Οι πολλές ικανότητές του δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως γιατί πέθανε πρόωρα, το 1473, σε ηλικία μόνο 33 χρόνων. Ο θάνατός του πιστεύεται ότι οφειλόταν σε δολοφονία, που διαπράχθηκε από τους Βενετούς. Οι Βενετοί, φίλοι και υποστηρικτές αρχικά του Ιακώβου Β', αύξησαν σημαντικά τη δύναμή τους στο νησί μετά την εκδίωξη των κυριότερων από τους αντιπάλους τους, των Γενουατών. Κατόρθωσαν να πείσουν τον Ιάκωβο να νυμφευθεί μια Βενετσιάνα αρχόντισσα, την Αικατερίνη Κορνάρο και λίγο μετά το γάμο ο Ιάκωβος δολοφονήθηκε. Έτσι το βασίλειο παρέμεινε στα χέρια της Αικατερίνης και ήταν πια ευκολότερο να υπαχθεί ολοκληρωτικά στους Βενετούς. Η Αικατερίνη όμως γέννησε λίγο αργότερα ένα παιδί, που ονομάστηκε επίσης Ιάκωβος και αυτό σήμαινε πως τώρα υπήρχε νόμιμος διεκδικητής και διάδοχος του θρόνου. Εξουδετερώθηκε όμως και το παιδί, που πέθανε τον επόμενο χρόνο. Η Αικατερίνη Κορνάρο ανέλαβε έτσι την εξουσία, το 1474, και παρά τους εκβιασμούς που ήταν συνεχείς και σκληροί, αρνήθηκε να παραδώσει το βασίλειό της στους Βενετούς. Στην προσπάθειά της μάλιστα να εξασφαλίσει υποστήριξη, προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με το βασιλιά της Νεάπολης. Οι Βενετοί όμως αγρυπνούσαν, εξουδετερώνοντας κάθε τέτοια περίπτωση. Τελικά η Αικατερίνη ενέδωσε κι εκχώρησε την Κύπρο στη Βενετία το 1489. Το 1456 ήρθε από την Πορτογαλία ο πρίγκιπας Ιωάννης της Κόιμβρας για να νυμφευτεί την Καρλότα, κόρη του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β' (1432-1458), ύστερα από συνοικέσιο. Ο γάμος έγινε σύντομα, αλλά και σύντομα άρχισε η σύγκρουση του Ιωάννη της Κόιμβρας με την πεθερά του, την Ελληνίδα βασίλισσα της Κύπρου Ελένη Παλαιολογίνα. Ο Ιωάννης αυτός είχε επιλεγεί από τους Λατίνους ως σύζυγος της Καρλότας, προκειμένου ν' αντιμετωπιστεί η Ελένη Παλαιολογίνα, που εθεωρείτο ικανότατη εχθρά τους, παρά το ότι πάντοτε ήταν ασθενική. Ο Ιωάννης συγκρούστηκε προς την Ελένη και, παίρνοντας τη σύζυγό του Καρλότα, έφυγε από το βασιλικό παλάτι κι εγκαταστάθηκε στο μέγαρο του Πέτρου ντε Λουζινιάν, κόμητα της Τρίπολης, που ήταν θείος του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη και νονός της Καρλότας. Σύντομα ξεσηκώθηκαν μοναχοί του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών, θρησκευτικοί εχθροί της Ελένης Παλαιολογίνας, κι έγιναν στη Λευκωσία επεισόδια. Ο τζαμπερλάνος Θωμάς, αξιωματούχος του βασιλείου κι έμπιστος της Ελένης Παλαιολογίνας, ξεσήκωσε τότε το λαό κατά του Πορτογάλου πρίγκιπα. Λίγες μέρες αργότερα ο Πορτογάλος πρίγκιπας πέθανε (μάλλον δηλητηριασμένος από τους ανθρώπους της Ελένης Παλαιολογίνας), κι η νεαρή Καρλότα, διάδοχος του θρόνου της Κύπρου, παρέμεινε χήρα πολύ σύντομα μετά το γάμο της. Η Καρλότα, πικραμένη από τον πρόωρο χαμό του συζύγου της, ζήτησε τη βοήθεια του ετεροθαλή αδελφού της Ιακώβου, γνωστού και ως Αποστόλε. Ο Ιάκωβος ήταν νόθος γιος του βασιλιά Ιωάννη Β' και της Ελληνίδας ερωμένης του Μαριέτας της Πατρινής, ήταν τότε 17 μόλις χρόνων, και κατείχε το υψηλό αξίωμα του Λατίνου αρχιεπισκόπου της Λευκωσίας στο οποίο είχε προωθηθεί από το βασιλιά πατέρα του, χωρίς όμως ο διορισμός του να έχει επικυρωθεί από τον πάπα. Θεωρώντας ως υπαίτιο της δολοφονίας του συζύγου της Καρλότας το Θωμά, ο Ιάκωβος τον επισκέφτηκε στο σπίτι του, όπου και τον σκότωσε δια χειρός δυο Σικελών μπράβων του. Ο θάνατος του Θωμά σήμαινε εκδίκηση για την Καρλότα, αλλά και σημαντική απώλεια για τη μητέρα της Ελένη Παλαιολογίνα. Ο βασιλιάς Ιωάννης Β' βρέθηκε τότε να αντιμετωπίζει μια σοβαρή κρίση εξαιτίας της δολοφονίας του Θωμά και σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα αφαίρεσε την Αρχιεπισκοπή Λευκωσίας (και τις μεγάλες προσόδους της) από τον Ιάκωβο. Ο τελευταίος προσπάθησε με μεσολαβητές να επανακτήσει την Αρχιεπισκοπή, όμως δεν πέτυχε τίποτε. Αντίθετα είχε ν' αντιμετωπίσει την οργή της Ελένης. Φοβούμενος και για την ίδια τη ζωή του, κατόρθωσε μαζί με μερικούς έμπιστους ανθρώπους του να φύγει κρυφά από την πρωτεύουσα Λευκωσία και από την Κύπρο. Κατέφυγε στη Ρόδο, έδρα των Ιωαννιτών ιπποτών, όπου και βρήκε άσυλο. Στη Ρόδο ήρθε να συναντήσει το νεαρό Ιάκωβο κι ο αδελφός Γουλιέλμος Γονέμης, του τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου, που το προσκολλήθηκε. Ο ιερωμένος αυτός, που είχε εκδιωχτεί από τη Λευκωσία επειδή είχε πέσει σε δυσμένεια, επρόκειτο αργότερα να σταθεί πολύτιμος βοηθός και σύμβουλος του Ιακώβου. Μετά από 5 μήνες παραμονής στη Ρόδο, ο Ιάκωβος μάζεψε μερικούς ανθρώπους, ναύλωσε δυο καράβια και, μαζί με τον αδελφό Γουλιέλμο, ήρθε στην Κερύνεια. Απ' εκεί ήρθε κρυφά και μεταμφιεσμένος, μαζί με τους οπλισμένους ανθρώπους του, στη Λευκωσία. Μπήκε στην πόλη και, ως πρώτη του ενέργεια, πήγε στο σπίτι ενός επίφοβου εχθρού του, του αστυνόμου Ιακώβου Γούρι, τη νύκτα, και τον σκότωσε. Σκοτώθηκαν επίσης, την ίδια νύκτα, και μερικοί άλλοι εχθροί του Ιακώβου, ενώ από άλλους, κυρίως Καταλανούς, βρήκε υποστήριξη. Το πρωί έγιναν γνωστά τα επεισόδια αυτά οπότε οι ευγενείς συγκεντρώθηκαν στο παλάτι για να δουν πώς θ' αντιμετώπιζαν τον Ιάκωβο, ενώ αυτός οχυρώθηκε, μαζί με τους άντρες του κι άλλους οπαδούς του και ιερωμένους, στην Αρχιεπισκοπή. Νέα και μεγαλύτερη κρίση αντιμετώπισε ο βασιλιάς Ιωάννης Β', που αγαπούσε το νόθο γιο του Ιάκωβο, αλλά δεν μπορούσε να μείνει και αδρανής μπροστά στα γεγονότα. Έγιναν όμως διαπραγματεύσεις προς αποφυγή μεγαλύτερης αιματοχυσίας, που κατέληξαν στην αποδοχή του Ιακώβου ως αρχιεπισκόπου Λευκωσίας και στη συμφιλίωση του με το βασιλιά πατέρα του. Ο Ιάκωβος απόκτησε όμως θανάσιμους εχθρούς που όχι μόνο τον συκοφαντούσαν συνεχώς, αλλά δοκίμασαν κιόλας να τον δολοφονήσουν. Στο μεταξύ συζητιόταν νέο συνοικέσιο και προοπτική νέου γάμου της Καρλότας με ένα συγγενή του πάπα. Όμως τελικά επιλέχτηκε ως νέος σύζυγός της ο Λουδοβίκος της Σαβοΐας πρώτος ξάδελφός της. Στο γάμο αυτό αντιτάχτηκε σφοδρά η μητέρα της Ελένη Παλαιολογίνα, που όμως λίγο αργότερα πέθανε (στις 11.4.1458). Ο θάνατος της Ελένης ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη θέση του Ιακώβου, ενώ προωθήθηκε κι ο γάμος της Κάιρο, Καρλότας με τον ξάδελφό της. Όμως πολύ σύντομα πέθανε κι ο βασιλιάς Ιωάννης Β' (26.7.1458, τρεις περίπου μήνες μετά το θάνατο της συζύγου του Ελένης). Τότε η νόμιμη κόρη του, η Καρλότα, ανακηρύχτηκε βασίλισσα της Κύπρου σε διαδοχή του πατέρα της. Πρώτος και καλύτερος ο Ιάκωβος έσπευσε να ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στη νέα βασίλισσα. Ωστόσο, με τις νέες εξελίξεις, οι εχθροί του Ιακώβου προσπάθησαν ξανά να τον δολοφονήσουν, αλλά χωρίς επιτυχία και πάλι. Εξάλλου η νέα Αυλή (της Καρλότας) αποτελούνταν από ευγενείς που μισούσαν τον Ιάκωβο, ο οποίος βρέθηκε τώρα σε πολύ δύσκολη θέση. Σύντομα μάλιστα συκοφαντήθηκε ότι επιδίωκε το θάνατο της Καρλότας και αυτή διέταξε τη σύλληψή του. Όμως αυτός είχε οχυρωθεί στην Αρχιεπισκοπή, μαζί με τους υποστηρικτές του, χρησιμοποιώντας και την ηθική και άλλη δύναμη της Εκκλησίας. Γνωρίζοντας όμως ότι η ζωή του εξακολουθούσε να βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, για άλλη μια φορά έφυγε κρυφά από τη Λευκωσία και από την Κύπρο. Μάλιστα μόλις είχε προλάβει να φύγει, πριν οι εχθροί του μπουν στην Αρχιεπισκοπή. Λίγες μέρες αργότερα έφτασε η είδηση πως ο Ιάκωβος είχε καταφύγει στο σουλτάνο της Αιγύπτου, στο Κάιρο, προς το οποίο το βασίλειο της Κύπρου κατέβαλλε (από το 1426 οπότε οι Μαμελούκοι είχαν εισβάλει στην Κύπρο) ετήσιο φόρο υποτελείας. Η είδηση έλεγε ότι ο Ιάκωβος ζητούσε τη βοήθεια του σουλτάνου για να καταλάβει το βασίλειο της Κύπρου, πράγμα που σοβαρά ανησύχησε την Αυλή στη Λευκωσία. Στο μεταξύ μέσα στο 1459 η Καρλότα παντρεύτηκε στη Λευκωσία τον ξάδελφό της Λουδοβίκο της Σαβοΐας. Από τη Λευκωσία στάλθηκαν ειδικοί απεσταλμένοι στο Κάιρο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του σουλτάνου προς την Καρλότα, νόμιμη κάτοχο του θρόνου της Κύπρου. Όμως τελικά, με τη διπλωματική ικανότητα και του αδελφού Γουλιέλμου, ο σουλτάνος αποφάσισε να υποστηρίξει τον Ιάκωβο, προς τον οποίο μάλιστα παρέδωσε σιδηροδέσμιους και τους απεσταλμένους της Καρλότας. Έτσι, το Σεπτέμβρη του 1459 ο Ιάκωβος επέστρεψε στην Κύπρο με τους ανθρώπους του, αλλά και με στρατιωτική βοήθεια από Μαμελούκους της Αιγύπτου που του είχε δώσει ο σουλτάνος, με 80 συνολικά καράβια. Μόλις η δύναμη αυτή αποβιβάστηκε κοντά στην Αμμόχωστο (η πόλη εξακολουθούσε από το 1373 να κατέχεται από τους Γενουάτες), πολλοί Κύπριοι έσπευσαν να ταχτούν με το μέρος του Ιακώβου τον οποίο κι αναγνώρισαν ως νέο βασιλιά της Κύπρου. Η δύναμή του συνεχώς μεγάλωνε και στις 26.9.1459 ο Ιάκωβος έφτασε με το στρατό του στη Λευκωσία. Η Καρλότα με το σύζυγο και τους οπαδούς της κατέφυγε στην Κερύνεια. Αλλά σύντομα ο Ιάκωβος έφτασε μέχρι εκεί και πολιόρκησε την πόλη αυτή. Οι υποστηρικτές της Καρλότας προσπάθησαν, αλλά μάταια, να χαλάσουν τη συμμαχία Ιακώβου - Αιγυπτίων. Ωστόσο επειδή ερχόταν χειμώνας και κινδύνευαν στη θάλασσα τα καράβια τους, οι Μαμελούκοι αποχώρησαν, παρά τις διαμαρτυρίες του Ιακώβου, κι έφυγαν για την Αίγυπτο αφήνοντάς του μόνο μικρή στρατιωτική βοήθεια. Παρά το γεγονός αυτό, ο Ιάκωβος συνέχισε τον αγώνα κατά της Καρλότας με τις λίγες δυνάμεις του και ταυτόχρονα κυνήγησε τους διάφορους σημαντικούς υποστηρικτές της σε ολόκληρη την Κύπρο. Κατέλαβε επίσης την Πάφο, τη Λεμεσό, τις Αλυκές (Λάρνακα) και πολλά άλλα μέρη. Ενώ η πολιορκία της Κερύνειας συνεχιζόταν, ο Ιάκωβος έκανε και μια προσπάθεια, στις 22.3.1461, να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Αμμόχωστο που βρισκόταν κάτω από την κατοχή των Γενουατών, αλλά απέτυχε. Λίγο αργότερα πολιόρκησε και την πόλη αυτή. Παρά το ότι αντιστέκονταν η Κερύνεια (κατεχόμενη από την Καρλότα) και η Αμμόχωστος (κατεχόμενη από τους Γενουάτες), ο Ιάκωβος ήταν πλέον βασιλιάς κι είχε επιβάλει την εξουσία του σε όλο το υπόλοιπο νησί. Οι δυο πόλεις που πολιορκούνταν (Κερύνεια και Αμμόχωστος) ήταν λιμάνια και μπορούσαν ν' ανεφοδιάζονται εύκολα, αφού ο Ιάκωβος δεν είχε ισχυρό ναυτικό για να παρεμποδίζει κάτι τέτοιο. Ωστόσο ο Ιάκωβος συνέχιζε να στρατολογεί τυχοδιώκτες, κυρίως ναυτικούς που έφταναν στο νησί με καράβια, που τους έδινε κτήματα κι άλλα ωφελήματα και τους ενέτασσε στις δυνάμεις του. Η Καρλότα προσπάθησε να βρει ενισχύσεις. Προς τούτο πήγε, μαζί με το σύζυγό της, στη Ρόδο, αλλά οι Ιωαννίτες ιππότες, που ήταν κάτοχοι τεράστιας κτηματικής περιουσίας στην κυπριακή ύπαιθρο (που βρισκόταν στο έλεος του Ιακώβου) προτίμησαν να μην αναμειχτούν. Επίσης μερικές άλλες προσπάθειές της δεν απέδωσαν. Έτσι, το 1463 η Κερύνεια βρισκόταν σε πολύ δεινή θέση. Η Καρλότα έφυγε μαζί με το σύζυγό της για την Ευρώπη, ενώ οι πολιορκημένοι κατέληξαν να τρώνε και σκύλους και γάτους. Όταν τέλειωσαν κι αυτοί, ο διοικητής της Κερύνειας Σορ ντε Νάβες δοκίμασε να διαπραγματευτεί με τον Ιάκωβο. Ο Ιάκωβος έδωσε αξιώματα στον ευγενή αυτόν, τον οποίο μάλιστα νύμφευσε με μια συγγενή του, κι έτσι τελικά η Κερύνεια του παραδόθηκε. Έκτοτε, παρά τις συνεχείς προσπάθειές της, η Καρλότα δεν μπόρεσε να επιστρέψει ποτέ πια στην Κύπρο και οριστική ήταν γι' αυτήν η απώλεια του θρόνου. Ο Ιάκωβος ήταν τώρα πλέον ο αδιαμφισβήτητος κύριος του νησιού. Μάλιστα τον επόμενο χρόνο, το 1464 (στις 29 Αυγούστου), είχε κι άλλη μεγάλη επιτυχία: κατέλαβε και την Αμμόχωστο, που για 90 τόσα χρόνια (από το 1373) κατεχόταν από τους Γενουάτες. Ο πόλεμος είχε πλέον λήξει. Όμως το 1469 μια θεομηνία κατέστρεψε ολοκληρωτικά τη γεωργική παραγωγή, ενώ το 1470 ήρθε επιδημία που κράτησε δυο και μισό χρόνια κι αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Κύπρου. Το 1471 ο Ιάκωβος έστειλε απεσταλμένους στον πάπα για να εξασφαλίσουν αναγνώρισή του ως βασιλιά της Κύπρου, ενώ έκανε και διευθετήσεις για γάμο του με μια Ελληνίδα, τη Ζωή Παλαιολογίνα (κόρη του Θωμά Παλαιολόγου, δεσπότη του Μοριά). Το συνοικέσιο ευνοούσε ο πάπας, που αντιμετώπιζε όμως δυσκολίες στο ν' αναγνωρίσει τον Ιάκωβο ως βασιλιά, εξαιτίας των πιέσεων της νόμιμης κληρονόμου Καρλότας στην Ευρώπη. Λόγω των περιπλοκών αυτών, δεν προωθήθηκε ούτε το συνοικέσιο με τη Ζωή. Τότε οι Βενετοί, που είχαν μεγάλα εμπορικά και γενικότερα οικονομικά συμφέροντα στην Κύπρο (βασικό διαμετακομιστικό σταθμό στο εμπόριο Δύσης - Ανατολής), πρότειναν γάμο του Ιακώβου με μια Βενετσιάνα νεαρή αριστοκράτισσα, την Αικατερίνη Κορνάρο. Το συνοικέσιο αυτό κατέληξε σε συμφωνία. Την Αικατερίνη "υιοθέτησε" και προικοδότησε η Δημοκρατία της Βενετίας, και την έστειλε με τιμές στην Κύπρο όπου το 1472 παντρεύτηκε τον Ιάκωβο στην Αμμόχωστο. Τον επόμενο χρόνο, το 1473, ο Ιάκωβος αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε στην Αμμόχωστο σε ηλικία μόλις 33 χρόνων. Νέα πρόσωπα είχαν εμφανιστεί ήδη στο πολιτικό προσκήνιο της Κύπρου, Βενετοί συγγενείς της Αικατερίνης Κορνάρο, όπως ο Αντρέας Κορνάρο κι ο Μάρκος Μπέμπο. Οι δυο αυτοί, μαζί με άλλους που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Βενετίας, κατηγορήθηκαν ότι είχαν δολοφονήσει με δηλητήριο το βασιλιά Ιάκωβο. Την κατηγορία υιοθέτησε κι αυτός ο πάπας Σίξτος Δ'. Στο μεταξύ η Αικατερίνη Κορνάρο ήταν ήδη έγκυος και λίγο αργότερα, μέσα στον ίδιο χρόνο (1473), γέννησε ένα γιο στον οποίο δόθηκε το όνομα του πατέρα του Ιακώβου, που πέθανε την ίδια χρονιά, κι ο οποίος αναγνωρίστηκε ως ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου του, ως βασιλιάς Ιάκωβος Γ'. Πεθαίνοντας ο Ιάκωβος Β' άφησε διαθήκη με την οποία όριζε κληρονόμο του το παιδί του που επρόκειτο να γεννηθεί. Μέχρι την ενηλικίωσή του όμως, άφηνε το βασίλειο στην Αικατερίνη Κορνάρο: Εάν το νόμιμο παιδί του πέθαινε, θα κληρονομούσαν τα νόθα παιδιά του. Επίσης όρισε 7μελή επιτροπή που θα διαχειριζόταν προσωρινά τα ζητήματα του βασιλείου, απαρτιζόμενη από τους: Ιωάννη Ταφούρ, κόμητα της Τρίπολης και διοικητή της Αμμοχώστου, Ιωάννη Πέρεζ Φαμπρέκ κόμητα της Ιόππης και της Καρπασίας και διοικητή του στόλου, Μόρφου ντε Γκρινιέρ, κόμητα ντε Ρουχάς, Αντρέα Κορνάρο, θείο της Αικατερίνης κι ένα από τους δολοφόνους του, Ιωάννη Αρονιόν, Ρίτζο ντι Μαρίνο, τυχοδιώκτη αξιωματούχο και βοηθό του, και Πέτρο ντ' Άβιλα, κοντοσταύλη της Κύπρου. Μετά το θάνατο του Ιακώβου δημιουργήθηκε μια πολύπλοκη κατάσταση από τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις και προς τέσσερις διαφορετικούς στόχους:
Όμως πολύ σύντομα ο νεογέννητος κληρονόμος του θρόνου Ιάκωβος Γ' εξαφανίστηκε και φαίνεται ότι δολοφονήθηκε από πράκτορες της Βενετίας. Η Βενετία, μετά τη δολοφονία του Ιακώβου Β', δεν επιθυμούσε την ύπαρξη κληρονόμων γιατί έτσι θα προωθούσε τις πάνω στην Κύπρο βλέψεις της. Εύκολα επίσης η Βενετία εξουδετέρωσε και τις ενέργειες της Καρλότας, προς την οποία μάλιστα σαφώς αρνήθηκε να προσφέρει την ζητούμενη βοήθεια. Τα πράγματα δεν έγιναν όμως λιγότερο πολύπλοκα, γιατί τώρα ο λαός και αρκετοί ευγενείς αναγνώρισαν την νεαρή Αικατερίνη ως βασίλισσα της Κύπρου. Μάλιστα τοπικοί λαϊκοί ηγέτες, όπως ο Στέφανος Κουδουνάς, ξεσήκωσαν το λαό υπέρ της βασίλισσας.
Οι αντίπαλοι των Βενετών πάλι, ιδίως οι Καταλανοί (από την Καταλανία της Ισπανίας) και μερικοί Σικελοί που ζούσαν στην Κύπρο, προσπάθησαν να ματαιώσουν τα σχέδια των Βενετών προωθώντας δικά τους σχέδια μέσω ενός συνοικεσίου. Το κόμμα των Καταλανών ήταν τότε πολύ ισχυρό στην Κύπρο, μ' επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Λουδοβίκο Πέρεζ Φαμπρέκ, τον αδελφό του Ιωάννη Πέρεζ Φαμπρέκ, τον τυχοδιώκτη Ρίτζο ντι Μαρίνο, τον επίσης τυχοδιώκτη Ιάκωβο Ζαπλάνα, το Λουδοβίκο Αλμπερίκο και άλλους. Όλοι αυτοί είχαν προσφέρει πιο πριν τη βοήθειά τους στον Ιάκωβο Β' κι είχαν προωθηθεί απ' αυτόν σε υψηλά αξιώματα με αποτέλεσμα να γίνουν πολύ ισχυροί. Το καταλανικό κόμμα, προκειμένου να ματαιώσει τις επιδιώξεις των Βενετών, προώθησε σχέδιο για νέο γόμο της Αικατερίνης Κορνάρο με ένα γιο του βασιλιά της Νεάπολης Φερδινάνδου. Με το γάμο αυτό η Κύπρος θ' αποκτούσε βασιλιά (το νέο σύζυγο της Αικατερίνης) και θα εξασφάλιζε την υποστήριξη του βασιλείου της Νεάπολης. Η Αικατερίνη, που φαίνεται ότι συνειδητοποίησε ότι είχε χρησιμοποιηθεί από την ίδια την πατρίδα της ως όργανο για κατάληψη της Κύπρου, άρχισε να προσανατολίζεται στην ιδέα να κρατήσει το θρόνο και το βασίλειο με το να συνάψει ένα νέο και κατάλληλο γάμο. Στο μεταξύ όμως δημιουργήθηκε μια νέα επιπλοκή: η αντίδραση αρκετών Κυπρίων ευγενών κατά της Αικατερίνης. Μέχρι την Καρλότα και τον Ιάκωβο Β', όλοι οι βασιλιάδες της Κύπρου ήταν της δυναστείας των Λουζινιάν και ήταν γαλλικής καταγωγής, τώρα όμως στο θρόνο βρισκόταν μια Ιταλίδα, η Βενετσιάνα Αικατερίνη κι ότι κι αν συνέβαινε μέσω αυτής, η δυναστεία των Γάλλων διακοπτόταν. Αυτό δεν ικανοποιούσε μια μερίδα ευγενών που ήταν γαλλικής καταγωγής. Αυτοί θα υποστήριζαν την Αικατερίνη εάν ζούσε ο γιος της που ήταν Λουζινιάν. Αλλά αυτός είχε εξουδετερωθεί ήδη. Στο μεταξύ όμως, πριν από την εξουδετέρωση του νεογέννητου Ιακώβου Γ', οι Καταλανοί έκαναν μια βεβιασμένη και μοιραία γι' αυτούς κίνηση και νέα συγκλονιστικά γεγονότα συνέβησαν. Ο Ιάκωβος Γ' γεννήθηκε στην Αμμόχωστο (όπου διέμενε η Αικατερίνη) στις 28 Αυγούστου του 1473. Στις αρχές του Νοέμβρη διαβάστηκε δημόσια στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία ένα γράμμα του πάπα Σίξτου Δ' με το οποίο αυτός κατηγορούσε μερικούς εξέχοντες Βενετούς ως δολοφόνους του Ιακώβου Β': τους Αντρέα Κορνάρο, Μάρκο Μπέμπο, Παύλο Ζάππε και το γιατρό Γαβριήλ Τζεντίλε. Δημιουργήθηκε τότε ένα κλίμα έντονης αντίδρασης κατά των Βενετών, το οποίο θεώρησαν καλό να εκμεταλλευτούν αμέσως οι ηγέτες του καταλανικού κόμματος προς εξουδετέρωση των αντιπάλων τους. Έτσι, στις 13.11.1473, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο και άλλοι του καταλανικού κόμματος δολοφόνησαν στην Αμμόχωστο τους εξέχοντες Βενετούς που προαναφέρθηκαν, από τους οποίους οι δύο πρώτοι ήταν μάλιστα στενοί συγγενείς της βασίλισσας Αικατερίνης. Η δολοφονία των Βενετών αυτών πρόσφερε στην ίδια την Βενετία την ευκαιρία να επέμβει. Κινητοποίησε τους δικούς της στην Κύπρο, ενώ απέστειλε εσπευσμένα κι άλλη δύναμη. Οι ηγέτες του καταλανικού κόμματος προσπάθησαν να σταθεροποιηθούν περισσότερο, δοκιμάζοντας μάλιστα να καταλάβουν ισχυρές θέσεις όπως το κάστρο της Κερύνειας, όμως πλέον η αντίδραση της Βενετίας δεν μπορούσε ν' ανακοπεί. Είχαν επίσης προχωρήσει σε ένα βεβιασμένο συνοικέσιο αρραβωνιάζοντας το Νοέμβρη τη νόθα κόρη του Ιακώβου, την Κάρλα, με ένα νόθο γιο του βασιλιά Φερδινάνδου της Νεάπολης. Μάλιστα ο τελευταίος υποσχέθηκε να βοηθήσει την Κύπρο, συντηρώντας δύναμη από 20 γαλέρες και 300 πολεμιστές που θα αποστελλόταν στο νησί σε περίπτωση ανάγκης. Ωστόσο τέτοιες ενέργειες δεν ήταν πλέον δυνατό να προλάβουν τους Βενετούς που ήδη είχαν στείλει στην Κύπρο δύναμη του στόλου τους της Ανατολής. Έτσι, την πρωτοχρονιά του 1474, οι ηγέτες του καταλανικού κόμματος ναύλωσαν κρυφά ένα καράβι κι έφυγαν από την Κύπρο. Μαζί τους συναποκόμισαν κοσμήματα (της Αικατερίνης) και άλλα πολύτιμα αντικείμενα μεγάλης αξίας. Η φυγή των ηγετών του καταλανικού κόμματος από την Κύπρο τους έσωσε τη ζωή. Όμως τώρα οι Βενετοί παρέμεναν η πιο ισχυρή δύναμη στο νησί. Από δω και μπρος, η βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο θα ελεγχόταν σχεδόν απόλυτα από Βενετούς αξιωματούχους. Ουσιαστικά η Βενετία ανέλαβε πλέον τη διακυβέρνηση της Κύπρου έστω κι αν η Αικατερίνη Κορνάρο θα παρέμενε βασίλισσα μέχρι το 1489. Οι Βενετοί προχώρησαν τότε, σταδιακά μεν αλλά σταθερά, σε παραπέρα ενέργειες που σταθεροποίησαν πλήρως τη θέση τους στην Κύπρο. Αριθμό Κυπρίων ευγενών, που αντιδρούσαν στη βασιλεία της Αικατερίνης Κορνάρο, συνέλαβαν κι εξόρισαν. Συνέλαβαν επίσης και φυλάκισαν αρκετά βασικά στελέχη του καταλανικού κόμματος που είχαν παραμείνει στην Κύπρο. Σε θέσεις κλειδιά (όπως φρούραρχοι στις διάφορες πύλες και στα διαμερίσματα του νησιού) τοποθετήθηκαν Βενετοί που αντικατέστησαν Κυπρίους ή και άλλους. Καθαιρέθηκαν επίσης από τα αξιώματα τους και αντικαταστάθηκαν διάφοροι άλλοι αξιωματούχοι, όπως ο διοικητής της εις Κύπρον Μεγάλης Κομμανταρίας των Ιωαννιτών ιπποτών. Άλλοι, που κρίθηκε ότι ίσως γίνονταν επίφοβοι, αφοπλίστηκαν. Των φυγάδων και πολλών άλλων υποστηρικτών ή συνεργατών τους κατασχέθηκαν οι περιουσίες. Αφού έγιναν όλα αυτά, και πέρασε καιρός, η επόμενη ενέργεια των Βενετών ήταν ν' αποδυναμώσουν πλέον την ίδια τη βασίλισσα και να εξαφανίσουν κάθε άλλο πιθανό διεκδικητή του θρόνου της Κύπρου. Έτσι, στράφηκαν κατά των θερμών υποστηρικτών της Αικατερίνης, όπως ο Κύπριος λαϊκός ηγέτης Στέφανος Κουδουνάς, που με διάφορες προφάσεις συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, τελικά δε απομακρύνθηκαν και από την Κύπρο (στάλθηκαν στη Βενετία όπου και χάθηκαν πλέον τα ίχνη τους). Συνελήφθησαν επίσης και εστάλησαν στη Βενετία η μητέρα του νεκρού βασιλιά Ιακώβου Β', η Μαριέτα από την Πάτρα, καθώς και τα νόθα παιδιά του (πιθανοί διεκδικητές του θρόνου). Ακόμη, πολλοί Κύπριοι ευγενείς συνελήφθησαν και στάλθηκαν στην εξορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι το εγχείρημα των Βενετών για κατάληψη της Κύπρου δεν ήταν τόσο εύκολο. Για να μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμο, έπρεπε η ίδια η βασίλισσα της Κύπρου να προχωρήσει σε εκχώρηση του βασιλείου της στη Βενετία. Γι' αυτό και οι Βενετοί, αφού πάντρεψαν την Αικατερίνη με τον Ιάκωβο Β', προχώρησαν σε λίγο στη δολοφονία του. Έπρεπε τότε να ενισχύσουν την Αικατερίνη ώστε να κρατηθεί στην εξουσία, πράγμα που κατόρθωσαν. Αφού ύστερα εξουδετέρωσαν κάθε πιθανό κληρονόμο του θρόνου, περιλαμβανόμενου του παιδιού της Αικατερίνης, άρχισαν να την πιέζουν ώστε να προχωρήσει σε εκχώρηση της Κύπρου. Υπήρχαν βέβαια και γενικότερες επιπλοκές και αντιδράσεις, που η Βενετία αντιμετώπισε με διπλωματικές ενέργειες. Σοβαρότερο τέτοιο πρόβλημα ήταν η αντίδραση του σουλτάνου της Αιγύπτου που είχε συμφέροντα στην Κύπρο την οποία και θεωρούσε υποτελή του. Πράγματι, η Κύπρος συνέχιζε να πληρώνει στο σουλτάνο ετήσιο φόρο υποτελείας από το 1426, όταν οι Μαμελούκοι είχαν εισβάλει στο νησί και νικήσει τον τότε βασιλιά Ιανό. Οι Βενετοί δεν ήθελαν να έρθουν σε ρήξη και αντιπαράθεση με το σουλτάνο γιατί η βασικότερη δραστηριότητά τους, το εμπόριο, στηριζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στις καλές σχέσεις μαζί του. Ωστόσο η Βενετία έστειλε επανειλημμένα πρέσβεις της στο Κάιρο που τελικά κατόρθωσαν να πείσουν το σουλτάνο να μη εναντιωθεί σε εκχώρηση της Κύπρου στη Βενετία. Του δόθηκε η διαβεβαίωση (που τηρήθηκε) ότι ο ετήσιος φόρος της Κύπρου θα εξακολουθούσε να καταβάλλεται και του προσφέρθηκαν κι άλλα ανταλλάγματα. Εντούτοις η Αικατερίνη αντιδρούσε. Προσπάθησε να κρατήσει το βασίλειο στου οποίου το θρόνο βρέθηκε τόσο αναπάντεχα. Οι Βενετοί συνέχισαν να την πιέζουν. Συνέχισαν επίσης τη δραστηριότητά τους και μερικοί από τους φυγάδες του καταλανικού κόμματος. Ένας απ' αυτούς, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο, ήρθε πάλι κρυφά στην Κύπρο μαζί με έναν Κύπριο φυγάδα ευγενή, τον Τριστάν ντε Γκιμπλέτ, το 1488. Δρούσαν κι οι δύο εκ μέρους του βασιλιά της Νεάπολης Φερδινάνδου, μάλιστα ο ντε Γκιμπλέτ κατόρθωσε να φτάσει μεταμφιεσμένος μέχρι την πρωτεύουσα Λευκωσία και να συναντηθεί με τη βασίλισσα, προτείνοντάς της γάμο με το δον Αλόνσο, γιο του Φερδινάνδου. Τελικά όμως επισημάνθηκαν κι ο ντε Γκιμπλέτ κι ο ντι Mαρίνο από τους αγρυπνούντες πράκτορες των Βενετών και συνελήφθησαν. Ο ντε Γκιμπλέτ αυτοκτόνησε με δηλητήριο, ενώ ο σύντροφός του στάλθηκε σιδηροδέσμιος στη Βενετία όπου χάθηκαν πλέον τα ίχνη του. Η ενέργεια όμως αυτή των δύο ανθρώπων του Φερδινάνδου της Νεάπολης θορύβησε τις αρχές της Βενετίας. Πιθανότατα πολύ περισσότερο τους θορύβησαν οι προθέσεις της Αικατερίνης που δέχτηκε την κρυφή συνάντηση με το ντε Γκιμπλέτ και που μάλλον είχε δεχτεί και την πρότασή του να παντρευτεί το δον Αλόνσο της Νεάπολης. Γιατί ένας γάμος της Αικατερίνης θα σήμαινε μια νέα κατάσταση, με νέο βασιλιά της Κύπρου, νέους διαδόχους, νέες συμμαχίες και γενικότερα νέες επιπλοκές που θα εξουδετέρωναν, ενδεχομένως, τις βλέψεις της Βενετίας. Γι' αυτό η Δημοκρατία της Βενετίας πήρε την απόφαση να επισπεύσει τα πράγματα. Πίεσε στο μέγιστο βαθμό την Αικατερίνη, επιστρατεύοντας προς τούτο και στέλνοντας στην Κύπρο και τη μητέρα και τον αδελφό της. Στο τέλος η Αικατερίνη ενέδωσε. Το 1489 εκχώρησε την Κύπρο στη Βενετία. Την 1η του Μάρτη του χρόνου αυτού αναχώρησε από την Κύπρο μέσα σε μια ατμόσφαιρα θλίψης και θρήνου. Η Βενετία, όπου κι έφτασε την δέχτηκε με τις ύψιστες τιμές. Της παραχώρησε δε το πριγκιπάτο του Άσολο, κοντά στη Βενετία, όπου κι έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της περιστοιχισμένη από καλλιτέχνες και διανοούμενους. Πέθανε το 1510. Ύψιστες τιμές κι αξιώματα απονεμήθηκαν και σε μέλη της οικογένειάς της. Την επίσπευση της κατάληψης της Κύπρου από τους Βενετούς επέβαλε σ' αυτούς και η απειλή του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ. Η Βενετία βρισκόταν σε ρήξη με αυτόν κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου πολέμου του προς τους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Ο Βαγιαζήτ συχνά απειλούσε να καταλάβει την Κύπρο, μάλιστα την άνοιξη του 1488 είχε επιτεθεί κατά της Αμμοχώστου. Η προσπάθειά του αυτή αποκρούστηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση μοίρας 25 πλοίων του Βενετικού στόλου. Ο Βαγιαζήτ είχε προσπαθήσει και πιο πριν ν' αποκτήσει λιμενικές διευκολύνσεις για τα καράβια του στην Κύπρο, που όμως δεν του παραχωρήθηκαν γιατί τέτοια ενέργεια θα στρεφόταν κατά των Μαμελούκων της Αιγύπτου. Η ύψωση της σημαίας του Αγίου Μάρκου στο νησί θα αποτελούσε σαφή προειδοποίηση προς το σουλτάνο Βαγιαζήτ και προς κάθε άλλον για την αποφασιστικότητα της ίδιας της Βενετίας να υπερασπιστεί την Κύπρο, που το Μάρτη του 1489, με την αναχώρηση της Αικατερίνης, καταλήφτηκε και τυπικά από το γενικό ναύαρχο της Βενετίας Φραγκίσκο Πριούλι. Η προστασία της Κύπρου από τους Οθωμανούς αποτελούσε και καλή δικαιολογία της Βενετίας προς την Ευρώπη για την κατάληψή της. Στην Κύπρο επιβλήθηκε τότε ένα ακόμη πιο σκληρό καθεστώς, που κατέστησε το λαό του νησιού πλήρως εχθρικό προς τους νέους κατακτητές. Το νησί δεν ήταν πλέον ανεξάρτητο βασίλειο αλλά μια ακόμη αποικία της Βενετίας. Και ως αποικία, είχε την ανάλογη ιδιαίτερα σκληρή εκμετάλλευση αλλά και καθόλου βοήθεια για ανάπτυξη και πρόοδο. Η Βενετία ενδιαφέρθηκε μόνο στο ν' απομυζήσει από την Κύπρο όσα περισσότερα μπορούσε να προσφέρει το νησί με την αδιάκοπη σκληρότατη εργασία των κατοίκων του, που περιέπεσαν σε κατάσταση έσχατης δουλείας. Τόσο σκληρό ήταν το καθεστώς και τόσο μεγάλη η εκμετάλλευση, ώστε οι Κύπριοι έφτασαν μέχρι το σημείο να στείλουν κρυφά εκπροσώπους τους στο σουλτάνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ζητώντας του να επιτεθεί κατά των Βενετών και να καταλάβει την Κύπρο. Την παλαιά φιλοδοξία του σουλτάνου Βαγιαζήτ πραγματοποίησε ο σουλτάνος Σελίμ Β' με την εισβολή και κατάληψη της Κύπρου το 1570 - 71. Ας δούμε όμως κάπως λεπτομερέστερα τους θεσμούς που ίσχυσαν στην Κύπρο κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας κατά την οποία το νησί αποτέλεσε ανεξάρτητο μεσαιωνικό βασίλειο. ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ: Σ' όλη την περίοδο της φραγκοκρατίας, η Κύπρος αποτελούσε ενιαίο και δυνατό βασίλειο, με εξαρτήσεις από τη Δύση. Η επιρροή του πάπα ήταν πολύ ισχυρή, υπήρχαν δε συγγενικοί ή άλλοι δεσμοί με βασιλικούς οίκους κι ευγενείς φεουδάρχες της Ευρώπης. Δεσμοί υπήρχαν επίσης με γειτονικά βασίλεια (όπως εκείνο της Μικρής Αρμενίας στη νότια Μικρά Ασία, καθώς κι εκείνο των Ιεροσολύμων) καθώς και ηγεμονίες, κομητείες και βαρονίες που είχαν εγκαθιδρυθεί από τους Σταυροφόρους στην Ανατολή. Σύντομα όμως η Ανατολή (Άγιοι Τόποι, Συρία) άρχισε ξανά να απλώνεται σταδιακά και να υποκύπτει στους Μουσουλμάνους, οπότε οι δεσμοί αυτοί των χωρών εκείνων με την Κύπρο άρχισαν ένας-ένας να αποκόπτονται. Η ανακατάληψη, από τους Μουσουλμάνους, της Συροπαλαιστίνης ολοκληρώθηκε το 1291 με την πτώση του τελευταίου προπυργίου των Χριστιανών, που ήταν η Άκκρα (Πτολεμαΐδα). Με την πτώση της Άκκρας, το 1291, η Κύπρος κατακλύστηκε από χιλιάδες Λατίνους πρόσφυγες, ευγενείς και εκκλησιαστικούς, που διέφυγαν στην Κύπρο όπου κι εγκαταστάθηκαν. Έτσι, η Κύπρος ενισχύθηκε περισσότερο και αποτέλεσε πια το ύστατο φυλάκιο του χριστιανισμού στην Ανατολή. Το νησί βρέθηκε τώρα στη πρώτη γραμμή αντιπαράθεσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων, με τις ανάλογες συνέπειες. Θεμελιακοί θεσμοί του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου ήταν οι δύο Αυλές: η λεγόμενη Υψηλή Αυλή που ήταν συνέλευση όλων των ιπποτών και ευγενών, καθώς και η Χαμηλή Αυλή που ήταν συνέλευση των αστών. Οι δύο Αυλές είχαν εξουσίες στις ανάλογες τάξεις που εκπροσωπούσαν, η μεν υψηλή σε θέματα των ευγενών, η δε χαμηλή των μη ευγενών. Η εξουσία (κυβέρνηση) βρισκόταν στα χέρια της Υψηλής Αυλής της οποίας την προεδρία κατείχε ο βασιλιάς, ως "πρώτος μεταξύ ίσων" (primus inter pares). Παρά το ότι τυπικά η εκλογή του βασιλιά διενεργούνταν από την Υψηλή Αυλή, ωστόσο ο θρόνος ήταν κληρονομικός. Ανεξάρτητο σώμα ήταν και η χαμηλή Αυλή (Αυλή των Αστών), της οποίας οι αρμοδιότητες κάλυπταν κάθε ποινική και αστική υπόθεση των μη ευγενών, καθώς και υποθέσεις ευγενών με αστούς. Όλες όμως οι υποθέσεις μεταξύ των ιδίων των ευγενών, αποτελούσαν αρμοδιότητα μόνο της Υψηλής Αυλής. Εκτός από τον ανώτατο άρχοντα, το βασιλιά, υπήρχαν και μια σειρά ανώτατα και ανώτερα αξιώματα που διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: εκείνα του βασιλείου, όπως λέγονταν, και εκείνα της Κύπρου. Τα κυριότερα αξιώματα ήταν:
Οι κυριότεροι αξιωματούχοι της Κύπρου ήταν:
Μεταξύ των άλλων διοικητικών αξιωματούχων, ήταν ο εμπαλής ή τζιβιτάνος (διοικητής διοικητικού διαμερίσματος ή επαρχίας), ο βισκούντης (αστυνομικός διοικητής πόλης που προέδρευε και της Χαμηλής Αυλής (των Αστών) και είχε και την ευθύνη είσπραξης μερικών φόρων, ο μουκτασίπης (άμεσος βοηθός του βισκούντη και υπεύθυνος τήρησης της τάξης μέσα στην πόλη).
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ Μια από τις ενδιαφέρουσες μορφές της περιόδου της Φραγκοκρατίας ήταν, ασφαλώς, η Ελληνίδα βασίλισσα της Κύπρου Ελένη Παλαιολογίνα, κατά το 15ο αιώνα. Η Ελένη υπήρξε βασίλισσα της Κύπρου από το 1441 μέχρι το 1458 που πέθανε. Ήταν μέλος της γνωστής μεγάλης οικογένειας των Παλαιολόγων του Βυζαντίου, κόρη του Θεοδώρου Β', δεσπότη του Μοριά, από μητέρα Ιταλίδα και ανεψιά του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Η Ελένη έγινε βασίλισσα της Κύπρου αφού παντρεύτηκε το βασιλιά του μεσαιωνικού κυπριακού βασιλείου Ιωάννη Β' (1432-1458) το Φεβρουάριο του 1441. Ήταν η δεύτερη σύζυγος του Ιωάννη, μετά τη Μήδεια Παλαιολογίνα, κόρη του Ιωάννη Παλαιολόγου, μαρκησίου του Μοντφεράτ. Η Μήδεια ντε Μοντφεράτ παντρεύτηκε τον Ιωάννη τον Ιούλη του 1440 αλλά λίγο αργότερα, το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, πέθανε στη Λευκωσία και θάφτηκε στην εκκλησία του μοναστηριού του Αγίου Δομινίκου. Νωρίς τον επόμενο χρόνο διευθετήθηκε νέος γάμος του βασιλιά Ιωάννη, με την πριγκίπισσα Ελένη Παλαιολογίνα. Η τελευταία έφτασε στην Κύπρο από το Μυστρά στις 2.2.1441 και τέλεσε το γάμο της με τον Ιωάννη στις 4.2.1441. Ο γάμος έγινε στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία. Η Ελένη Παλαιολογίνα πέθανε στη Λευκωσία στις 11 Απρίλη του 1458 και θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Δομινίκου. Λίγο αργότερα, στις 24 Ιούλη του 1458, πέθανε και ο βασιλιάς Ιωάννης, τον αυτόν χρόνον όπου εκοιμήθην η συμβία του (Μαχαιράς, Χρονικόν). Ο Στέφανος Λουζινιανός σημειώνει ότι η Ελένη Παλαιολογίνα είχε φέρει μαζί της στην Κύπρο πολλούς Έλληνες και ότι κάτω από τη δική της επιρροή ο ελληνικός τρόπος ζωής είχε προωθηθεί στην Κύπρο σε βάρος του λατινικού. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει στο ίδιο έργο του ότι η Ελένη ήταν ωραία αλλά και δυναμική γυναίκα και ότι συγκέντρωσε στα χέρια της όλες τις εξουσίες. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της το ελληνικό κόμμα της Κύπρου απέκτησε μεγάλη ισχύ, ενώ η ίδια η βασίλισσα είχε ιδιαίτερα αυξημένη πολιτική δύναμη. Πλήγμα τεράστιο, ωστόσο, για την ίδια αλλά και για την Κύπρο, αποτέλεσε η πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Τούρκων το Μάη του 1453, οπότε, κατά το Μαχαιρά, εποίκεν μεγάλην λύπην η άνωθεν ρήγαινα εις την Κύπρον... Μετά την άλωση της Πόλης, ήλθαν εις την Κύπρον πολλοί καλοί άνδρες... και πολλοί καλογήροι, και δια να τους αναπάψη (η Ελένη) επήρεν τον Άγιον Γεώργιον επονομαζόμενον Μάγκανα και έκτισεν και εποίκέν τους μοναστήριν, και εχάρισεν χωργιά και πολλές ρέντες, δια να μνημονεύγεται... (Μαχαιράς, Χρονικόν). Το αναφερόμενο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, το οποίο έκτισε ή μάλλον ανοικοδόμησε η Ελένη Παλαιολογίνα, βρισκόταν στις παρυφές της Λευκωσίας, πιθανώς στις ανατολικές, και ήταν ένα από τα οικοδομήματα που κατεδάφισαν οι Βενετοί το 1567, προκειμένου να δημιουργήσουν νέες οχυρώσεις για την πρωτεύουσα. Το πλήθος των μοναχών, των λογίων και άλλων προσφύγων που έφτασε στην Κύπρο από την Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της (29.5.1453) βοηθήθηκε από τη βασίλισσα και θα πρέπει να διοχετεύτηκε και σε άλλα μοναστήρια και μέρη της Κύπρου. Μεταξύ αυτών ήταν πολλοί αξιόλογοι λόγιοι που οι δραστηριότητές τους συνέβαλαν ουσιαστικά στη διάδοση και αντιγραφή ελληνικών χειρογράφων και γενικά στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου του τόπου. Ο Γεώργιος Βουστρώνιος, που αρχίζει τη δική του Διήγηση από την εποχή της βασιλείας της Ελένης Παλαιολογίνας (από το 1456), τη χαρακτηρίζει ως πολλά φρόνιμη αλλά και πάντα αστηνεμένη (=ασθενική). Αναφέρει ακόμη ο Βουστρώνιος ότι τζαμπερλάνος του βασιλείου της Κύπρου αυτή την εποχή ήταν ο Θωμάς, άνθρωπος της Ελένης, ένας από τους πολλούς που είχε φέρει μαζί της. Ο Θωμάς αυτός ήταν γιος της παραμάνας της, προς την οποία η Ελληνίδα βασίλισσα της Κύπρου έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Ο Θωμάς τιμήθηκε με τίτλους και αξιώματα και απέκτησε μεγάλη δύναμη. Η Ελένη, δραστήρια και έξυπνη, κατόρθωσε πολύ σύντομα να επιβληθεί στο ράθυμο βασιλιά και σύζυγό της, τον οποίο και απάλλαξε από όλες τις διοικητικές του ασχολίες. Εκτός από τη διακυβέρνηση του βασιλείου, η Ελένη ενίσχυσε και προστάτεψε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, που μέχρι τότε καταπιεζόταν από τη Λατινική, και αποδείχτηκε δεινή αντίπαλος των Λατίνων. Ο Αινείας Σύλβιος (ο μετέπειτα πάπας Πίος Β') την περιγράφει ως ευφυή και θαρραλέαν, εντριβή περί την ελληνικήν απιστίαν, εχθράν των Λατίνων ιερωμένων και αντίπαλων της Λατινικής Εκκλησίας. Η σφοδρότερη ίσως σύγκρουση της Ελένης με τη Δυτική Εκκλησία έγινε το 1442, όταν ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ούγος, θείος του βασιλιά Ιωάννη, πέθανε. Τότε η Ελένη θέλησε να πληρώσει τον κενό θρόνο με δικό της άνθρωπο, όμως ο πάπας Ευγένιος Δ' αντέδρασε πολύ γρήγορα, διορίζοντας στη σημαντική αυτή θέση το Γελάσιο ντε Μοντολίφ. Η βασίλισσα εξοργίστηκε με την απόφαση του πάπα, συνέλαβε δε και φυλάκισε τον απεσταλμένο του, τον οποίο λέγεται ότι σκόπευε να θανατώσει, αν με τη βοήθεια άλλων Λατίνων δεν κατόρθωνε έγκαιρα να αποδράσει. Ωστόσο η βασίλισσα εξακολουθούσε να μην αποδέχεται τη συνεργασία με το Γελάσιο, ο οποίος διορίστηκε προσωρινά από τον πάπα ως αρχιεπίσκοπος Καισάρειας, ενώ στη Λευκωσία στάλθηκε άλλος ιερωμένος ο Ιάκωβος Μπενεδέττο, πρώην επίσκοπος Οβριέτου. Το όλο ζήτημα παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι το 1446 οπότε με τη μεσολάβηση του μεγάλου μαγίστρου της Ρόδου Ιωάννη ντε Λαστίκ, που έδρασε ενώ η Ελένη απουσίαζε από τη Λευκωσία, ο βασιλιάς αποδέχτηκε την κατάληψη του αρχιεπισκοπικού αξιώματος από το Γελάσιο. Ο τελευταίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στη Λευκωσία, μερικούς όμως μήνες αργότερα πέθανε. Διαδόθηκε ότι πέθανε δηλητηριασμένος από έμπιστους της Ελένης. Οι Λατίνοι, που φοβούνταν υπερβολικά την Ελένη (σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε αρκετοί από αυτούς να θέλουν ν' ασπαστούν την Ορθοδοξία), έπεισαν το βασιλιά Ιωάννη να παντρέψει τη μοναχοκόρη του Καρλότα (βασίλισσα αργότερα της Κύπρου) με κάποιο δυτικό πρίγκιπα ώστε η Ελένη να βρει στο πρόσωπο του μέλλοντος γαμπρού της έναν ικανό αντίπαλο. Ως σύζυγος της Καρλότας επιλέχτηκε ο Ιωάννης, δούκας της Κοΐμβρας, εγγονός του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Α'. Ο γάμος του με την Καρλότα έγινε το 1456 και ο δούκας σύζυγος της Καρλότας πήρε και τον τίτλο του πρίγκιπα της Αντιόχειας. Πραγματικά, ο γαμπρός της Ελένης αποδείχτηκε δεινός αντίπαλός της, έπληξε το ελληνικό κόμμα της πενθεράς του και αποκατέστησε την ισχύ και το κύρος της Λατινικής Εκκλησίας στην Κύπρο. Δεν έζησε όμως για πολύ, γιατί δολοφονήθηκε (ίσως με δηλητηρίαση από ανθρώπους της Ελένης) το 1457, ένα μόνο χρόνο μετά το γάμο του. Ο Στέφανος Λουζινιανός αποδέχεται την εκδοχή της δηλητηρίασής του από τους πολιτικούς φίλους της βασίλισσας. Μετά το θάνατο του Πορτογάλου πρίγκιπα, έφτασε στην Κύπρο, από τη Ρόδο όπου είχε καταφύγει, ο ετεροθαλής αδελφός της Καρλότας Ιάκωβος (αργότερα βασιλιάς της Κύπρου με την επωνυμία Νόθος, που στο χρονικό του Βουστρώνιου αναφέρεται και ως Αποστολές (από το postule)). Ο Ιάκωβος ήταν νόθος γιος του βασιλιά Ιωάννη, που τον απέκτησε με μια Ελληνίδα ερωμένη του, τη Μαρία από την Πάτρα της Πελοποννήσου. Με τη Μαρία αυτή αναφέρεται ότι η Ελένη είχε ένα μεγάλο καβγά στο παλάτι, με παρουσία και του βασιλιά. Σύζυγος και ερωμένη συγκρούστηκαν άγρια, με νικήτρια τελικά τη βασίλισσα Ελένη. Στον καβγά αυτό η Ελένη απέκοψε τη μύτη της Μαρίας, που παρέμεινε έκτοτε γνωστή ως Κοψομούταινα. Ο Ιάκωβος ο Νόθος, στον οποίο είχε απευθυνθεί για συμπαράσταση η Καρλότα, ενισχυμένος από τους πολιτικούς αντιπάλους της Ελληνίδας βασίλισσας, άρχισε να αποκτά δύναμη στο νησί, σε σημείο μάλιστα ώστε να υποβάλλει όρους στο παλάτι, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να καταδιώκει τους ισχυρούς φίλους της Ελένης, όπως το Θωμά και τον Ιάκωβο Γούρη, Βισκούντη της Λευκωσίας. Η μεγάλη αναμέτρηση του Ιακώβου με την Ελένη δεν έγινε, επειδή η βασίλισσα αρρώστησε βαριά και πέθανε στις 11 Απρίλη του 1458. Λέγεται ότι επιθυμία της ήταν να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, το οποίο η ίδια είχε ευνοήσει, όμως οι Λατίνοι την έθαψαν στον Άγιο Δομίνικο. Μετά το θάνατο του πρώτου συζύγου της Καρλότας, ο βασιλιάς Ιωάννης θέλησε να την παντρέψει ξανά με τον ξάδελφό της Λουδοβίκο της Σαβοΐας (γιο της θείας της Άννας Λουζινιανής), πράγμα που εξόργισε την Ελένη. Η τελευταία, όντας ετοιμοθάνατη, φώναξε την κόρη της και, σύμφωνα προς το Βουστρώνιο, εβαλέν την εις ευχήν και εις κατάραν να μην θελήση να πάρη τον πρώτον της ανηψιόν άντραν, και αν τον πάρη νάχη την κατάραν της, και θέλειν χάσειν και το ρηγάτον... Ύστερα από το θάνατο της Ελένης Παλαιολογίνας, η Καρλότα παντρεύτηκε, παρά την κατάρα της μητέρας της, τον ξάδελφό της. Ανέβηκε στο θρόνο τον ίδιο χρόνο, αλλά εκθρονίστηκε από τον Ιάκωβο το 1460, έχασε το βασίλειο και έφυγε από την Κύπρο το 1461. Η παρουσία στο θρόνο της Κύπρου της Ελένης Παλαιολογίνας, όχι μόνο Ελληνίδας αλλά και ιδιαίτερα δυναμικής γυναίκας ταυτόχρονα, ήταν σημαντικό γεγονός για το νησί σε μια εποχή κατά την οποία το ελληνικό του στοιχείο βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση και κάτω από συνεχείς διωγμούς και καταπιέσεις. Ήταν, ταυτόχρονα, μια τελευταία αναλαμπή στις μακρές ιστορικές και άλλες σχέσεις της Κύπρου με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη έμελλε να αλωθεί στις μέρες της Ελένης. Μια άλλη δυναμική όσο και σημαντική γυναικεία παρουσία, ήταν η Ισπανίδα βασίλισσα της Κύπρου Ελεονόρα. Υπήρξε βασίλισσα της Κύπρου και των Ιεροσολύμων από το 1359 μέχρι το 1369, γνωστή και ως Ελεονόρα της Αραγονίας. Καταγόταν από τη βασιλική οικογένεια του βασιλείου της Αραγονίας (Ισπανία) και ήταν κόρη του πρίγκιπα Πέτρου της Αραγονίας, τέταρτου γιου του βασιλιά Ιακώβου Β' της Αραγονίας. Η Ελεονώρα παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Πέτρο Λουζινιανό, δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ' (1324-1359). Ήταν η δεύτερη σύζυγος του Πέτρου. Πρώτη ήταν η Εχίβη ντε Μοντφόρντ με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Με την Ελεονόρα, ο Πέτρος απέκτησε τρία παιδιά από τα οποία πρωτότοκος ήταν ο κατοπινός βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Β' (1369- 1382) που γεννήθηκε το 1354. Όταν πέθανε ο βασιλιάς Ούγος Δ' το 1359, ο Πέτρος και η Ελεονόρα στέφτηκαν βασιλείς της Κύπρου στη Λευκωσία (17 Οκτώβρη του 1360). Όπως γράφει ο μεσαιωνικός χρονογράφος:...ο ποίος ρε Πιέρ αρμάστην (= νυμφεύθηκε) μίαν όμορφην κόρην από την Καταλονίαν και εκράζαν την Λιενόραν τ' Αραγγούν° και εστέφθη μετά του ρηγός η αυτή ρήγαινα... (Μαχαιράς, Χρονικόν). Η Ελεονόρα ήταν δυναμική βασίλισσα και το όνομά της συνδέεται με έρωτες και πάθη, ζήλειες και συγκρούσεις, δολοφονίες και συνωμοσίες, καθώς και με την εισβολή των Γενουατών στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου και την κατάληψη από αυτούς της Αμμοχώστου. Όπως διασώζει ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο βασιλιάς Πέτρος ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε όταν έφυγε για ένα μακρόχρονο ταξίδι στην Ευρώπη, πήρε μαζί του ένα νυχτικό της Ελεονόρας, ο δε υπηρέτης του είχε εντολή να το τοποθετεί κάθε βράδυ στο στρώμα του βασιλιά, ώστε όντα νάππεσεν ο ρήγας να κοιμηθή, αγγάλιζεν το αυτόν αποκάμισον και εκοιμάτον... και ήτζου επορεύγετον πολλύν καιρόν... Ωστόσο, παρά τη μεγάλη του αγάπη προς την Ελεονόρα, ο Πέτρος δεν απέφευγε να έχει και ερωμένες. Μια από αυτές ήταν η ευγενής Ιωάννα λ' Αλεμάν, με την οποία η Ελεονόρα συγκρούστηκε και την οποία βασάνισε άγρια. Οι σχέσεις Ελεονόρας- Πέτρου- Ιωάννας έδωσαν αφορμή να συνδεθούν τα πρόσωπα αυτά με το περίφημο δημοτικό κυπριακό ποίημα της Αροδαφνούσας. Από την άλλη πλευρά πάλι όταν ο βασιλιάς Πέτρος απουσίαζε στην Ευρώπη, η ίδια η Ελεονόρα συνδέθηκε ερωτικά με έναν Κύπριο ευγενή, τον Ιωάννη ντε Μόρφου, γεγονός που δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα στο βασίλειο: Ένας έμπιστος του βασιλιά, ο Ιωάννης Βισκούντης, που είχε εντολή από τον Πέτρο να τον ενημερώσει για όλα όσα συνέβαιναν στην απουσία του, έγραψε στον κύριό του στην Ευρώπη για τις σχέσεις Ελεονόρας και ντε Μόρφου. Όταν ο Πέτρος επέστρεψε στην Κύπρο, θέλησε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, με αποτέλεσμα να έρθει σε σύγκρουση με τους ευγενείς του βασιλείου. Οι τελευταίοι, αν και γνώριζαν όλη την αλήθεια, πρόταξαν πολιτικές σκοπιμότητες και έλαβαν υπόψη ότι, αν τιμωρούνταν η Ελεονόρα, θα οδηγούνταν το βασίλειο της Κύπρου σε σύγκρουση με το (ισχυρό) βασίλειο της Αραγονίας με σοβαρές επιπτώσεις. Έτσι αποφάσισαν ότι η βασίλισσα ήταν απόλυτα πιστή στο βασιλιά και ότι ο Βισκούντης είχε πει ψέματα. Γι' αυτό, ο τελευταίος συνελήφθη και ρίχτηκε στη φυλακή όπου και πέθανε. Ο βασιλιάς Πέτρος, που γνώριζε ότι ο αθώος Βισκούντης είχε γράψει την αλήθεια υποχρεώθηκε να υπακούσει στην απόφαση των ευγενών. Ένιωσε όμως γι' αυτούς τέτοιο μίσος, ώστε θέλησε να τους εκδικηθεί και τους εκδικήθηκε πλαγιάζοντας με τις δικές τους συζύγους διαδοχικά. Τα πάθη αυτά οδήγησαν τελικά στη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου από τους ευγενείς, στο υπνοδωμάτιό του, όπου βρισκόταν μαζί με μια από τις ερωμένες του, τη λαίδη Εχίβη. Από τα γεγονότα αυτά εμπνεύστηκε ο Γιώργος Σεφέρης το ποίημά του "Ο Δαίμων της Πορνείας". Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου Α' (στις 17 Γενάρη του 1369), νέος βασιλιάς της Κύπρου ανακηρύχτηκε ο γιος του Πέτρος Β'. Επειδή όμως αυτός ήταν ακόμη ανήλικος (15 χρόνων), καθήκοντα αντιβασιλιά ανατέθηκαν στο θείο του Ιωάννη Λουζινιανό, πρίγκιπα της Αντιόχειας. Η Ελεονόρα, θέλοντας να εκδικηθεί τη δολοφονία του συζύγου της, ζήτησε τη βοήθεια της ισχυρής Γένουας. Οι Γενουάτες, που είχαν σημαντικά εμπορικά-οικονομικά συμφέροντα στην Κύπρο, στο έδαφος της οποίας τα συμφέροντά τους αυτά συγκρούονταν με τα αντίστοιχα των μεγάλων τους ανταγωνιστών, των Βενετών, ανταποκρίθηκαν στην έκκληση της Ελεονόρας και ετοίμασαν στόλο που τον έστειλαν στην Κύπρο με αρχηγό τον Πέτρο Φρεγόζο, τον Απρίλη του 1373. Οι Γενουάτες κατέλαβαν με δόλο την Αμμόχωστο (η οποία άρχισε από τότε να παρακμάζει) και συνέλαβαν αιχμαλώτους το νεαρό βασιλιά Πέτρο Β' και την ίδια την Ελεονόρα. Στη συνέχεια λεηλάτησαν αρκετά μέρη, κατέλαβαν τη Λεμεσό και την Πάφο και σκότωσαν πολλούς ευγενείς αφού έφτασαν μέχρι και τη Λευκωσία. Κατά των Γενουατών πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση (κυρίως στις κορφές του Πενταδάκτυλου, στον Άγιο Ιλαρίωνα και στην Κερύνεια) ο πρίγκηπας Ιωάννης Λουζινιανός και, ιδίως, ο κοντοστάβλης της Κύπρου αδελφός του και θείος επίσης του Πέτρου Β', ο Ιάκωβος Λουζινιανός. Τελικά επήλθε συμφωνία, με βάση την οποία οι Γενουάτες σταθεροποίησαν την παρουσία τους στην Κύπρο και κράτησαν υπό την κατοχή τους τη σημαντικότερη πόλη του νησιού, την Αμμόχωστο. Ο Ιάκωβος συνελήφθηκε από τους Γενουάτες με δόλο και στάλθηκε αιχμάλωτος στη Γένουα. Αργότερα έγινε βασιλιάς της Κύπρου (1382-1398). Παρά το ότι με την εισβολή των Γενουατών η Ελεονόρα κατόρθωσε να εκδικηθεί τους φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας του συζύγου της, ωστόσο δεν ικανοποιήθηκε. Οι δολοφόνοι του Πέτρου Α, Φίλιππος ντ Ιμπελέν, Ερρίκος ντε Γιβλέτ και Ιωάννης ντε Γκορέλ, εκτελέστηκαν δημόσια από τους Γενουάτες με αποκεφαλισμό στις 22.11.1373 δια να πάρη βεντέτταν η ρήγαινα, όπως σημειώνει ο Μαχαιράς, ενώ ένας ντελάλης διαλαλούσε το λόγο τη τιμωρίας τους και προειδοποιούσε μηδέν ήνε κανένας απότορμους να βάλη το χέριν του εις τον αφέντην του... Ωστόσο η Ελεονόρα θεωρούσε υπεύθυνο για τη δολοφονία του Πέτρου και τον αδελφό του, τον πρίγκιπα Ιωάννη. Ο τελευταίος ήταν κλεισμένος, κατά την εισβολή των Γενουατών, στο ισχυρό κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, έχοντας μαζί του φρουρά από Βούλγαρους πολεμιστές. Με δόλο η Ελεονόρα κατόρθωσε να τον αποδυναμώσει από τη φρουρά του, αφού του έστειλε γράμματα με τα οποία αποκάλυπτε δήθεν συνωμοσία των Βουλγάρων μισθοφόρων. Οι Βούλγαροι, χωρίς να γνωρίζουν τίποτα, εξολοθρεύτηκαν όλοι αφού ο Ιωάννης τους γκρέμισε στο βάραθρο από το κάστρο του. Αργότερα η Ελεονόρα προσκάλεσε σε γεύμα τον ανυποψίαστο πρίγκηπα Ιωάννη και αφού έφαγαν, του παρουσίασε άξαφνα το ματωμένο νυκτικό που φορούσε ο σύζυγός της και αδελφός του όταν δολοφονήθηκε. Αμέσως όρμησαν οι άνθρωποι της Ελεονόρας και δολοφόνησαν τον Ιωάννη, και εγίνην μέγαν κλάμαν και μεγάλη λύπη... (Μαχαιράς). Μετά το τέλος του πολέμου με τους Γενουάτες, η Ελεονόρα εξακολουθούσε να αναμειγνύεται ενεργά στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Σύντομα ήρθε σε ρήξη και με τη νύφη της, σύζυγο του βασιλιά Πέτρου Β', τη βασίλισσα Βαλεντίνα (η τελευταία παντρεύτηκε τον Πέτρο το 1377). Οι συνεχείς αναμείξεις της στις δολοπλοκίες και στη διακυβέρνηση του βασιλείου, καθώς και η σύγκρουσή της με τη Βαλεντίνα αλλά και οι συνεχιζόμενες επαφές της με τους Γενουάτες, οδήγησαν το γιο της βασιλιά Πέτρο Β' και τους ευγενείς στην απόφαση να την απελάσουν από το βασίλειο της Κύπρου. Παρά τη θέλησή της, την επιβίβασαν σε καράβι, τον Οκτώβρη του 1380, και την έστειλαν στην πατρίδα της την Ισπανία. Πέθανε στη Βαρκελώνη 37 χρόνια αργότερα, το 1417. Από την πλευρά των τοπικών προσωπικοτήτων, μια ιδιαίτερα αξιόλογη μορφή της περιόδου της φραγκοκρατίας ήταν ο Κύπριος δουλοπάροικος και επαναστάτης Αλέξης, που αποκαλέστηκε ρε Αλέξης (= βασιλιάς Αλέξης). Υπήρξε ο ηγέτης επανάστασης των Κυπρίων χωρικών και δουλοπαροίκων κατά των Φράγκων κυριάρχων. Βασική πηγή για το ρήγα Αλέξη (ή ρε Αλέξη) και το κίνημά του είναι ο Λεόντιος Μαχαιράς, που λέει ότι αυτόςήτον αγελάρχης του εφφικίου της τζάμπρας του ρηγός, πάροικος απέ το χωργιόν της Κατωμηλίας που ήταν πιθανώς το σημερινό χωριό Μια Μηλιά, κοντά στη Λευκωσία, ή η Μηλιά Αμμοχώστου. Τη λέξη αγελάρχης ή αελάρχης που χρησιμοποιεί ο Μαχαιράς για το επάγγελμα του Αλέξη στην υπηρεσία του βασιλιά Ιανού, την αποδίδουν οι Σακελλάριος και Σάθας ως ταχυδρόμο και ο Ντώκινς, στην αγγλική απόδοση του κειμένου την μεταφράζει ως courier = αγγελιοφόρος. Έχουμε, λοιπόν, συγκεντρωμένα στην παραπάνω φράση του Μαχαιρά μερικά στοιχεία για τον Αλέξη: ήταν χωριάτης, και μάλιστα δουλοπάροικος, καταγόταν από το χωριό Κατωμηλιά και βρισκόταν στην υπηρεσία του βασιλιά ως μέλος του σώματος των αγγελιοφόρων του. Στη θέση αυτή φαίνεται πως είχε υπηρετήσει μέχρι το 1426, χρονιά σοβαρότατων γεγονότων στην Κύπρο. Τη χρονιά αυτή είχαν εισβάλει στο νησί από την Αίγυπτο οι Σαρακηνοί (Μαμελούκοι), είχαν κατανικήσει το στρατό του βασιλιά Ιανού σε μεγάλη μάχη στη Χοιροκοιτία, είχαν μάλιστα πιάσει αιχμάλωτο και τον ίδιο το βασιλιά, και είχαν λεηλατήσει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, περιλαμβανομένης της Λευκωσίας. Τον ίδιο χρόνο είχε εκδηλωθεί και το κίνημα του Αλέξη, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε, όπως φαίνεται, το χάος από την αποδιοργάνωση του βασιλείου, που ακολούθησε την ήττα στη Χοιροκοιτία, τις λεηλασίες των Σαρακηνών και την απουσία του ίδιου του βασιλιά Ιανού, που είχε μεταφερθεί αιχμάλωτος στο Κάιρο, από όπου επέστρεψε τον επόμενο χρόνο, αφού εξαγόρασε την ελευθερία του. Ο Μαχαιράς, γράφοντας για τα γεγονότα που ακολούθησαν την εισβολή των Σαρακηνών, λέει: Και άνταν επήγεν το παράνομον φουσάτον (των Σαρακηνών), εσηκώθησαν τα σπιτία τους λας, και εποίκαν κούρση και φόνους πολλούς. Ομοίως ένας σορδάτος του ρηγός ονόματι Σφόρτζα εκούρτζεψεν όσον έσσωννεν, και ήθελε να κρατήση την αφεντιάν με τους Σπανιόλιδες εις την Πάφον. Έβαλαν οι χωργιάτες καπετάνον εις την Λεύκαν, άλλον καπετάνον εις την Λεμεσόν, άλλον εις την Ορεινήν, και εις την Περιστερόναν άλλον, και εις του Μόρφου καπετάνον, και εις το Λευκόνικον ρήγαν Αλέξην, και όλοι οι χωργιάτες εδόθησαν εις την 'πόταξίν του. Και αννοίξαν τες αποθήκες και εκουβαλούσαν τα κρασία τους καλοπίχερους, έτεροι επαίραν το ψουμίν από τ' αλώνια, άλλοι τα ζαχάριτα και τα προδέλοιπα πράγματα τους καλούς λας... Ο Λεόντιος Μαχαιράς που, ας σημειωθεί, αφηγείται εδώ γεγονότα σύγχρονά του, ο ίδιος μάλιστα ήταν παρών στη μάχη της Χοιροκοιτίας ενώ ο αδελφός του Πέτρος Μαχαιράς είχε πάρει μέρος στην καταστολή του κινήματος του ρήγα Αλέξη, είναι λιγόλογος μεν αλλά σαφής: το κίνημα του λαού εκδηλώθηκε αφού αναχώρησε από το νησί το παράνομον φουσάτον, και τούτο θα πρέπει να ήταν οργανωμένο αλλά και θα πρέπει να είχε ευρεία απήχηση στις μάζες, αφού οι επαναστάτες κατόρθωσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλο μέρος της Κύπρου, περιλαμβανομένων και σημαντικών αστικών και αγροτικών κέντρων, και να διορίσουν δικούς τους διοικητές στη Μόρφου, Λεμεσό, Λεύκα, Περιστερώνα, Ορεινήν και, βέβαια, στο Λευκόνοικο. Στο Λευκόνοικο βρισκόταν όπως φαίνεται, το αρχηγείο του Αλέξη, ο οποίος ανακηρύχθηκε από τους επαναστάτες βασιλιάς (ρήγας), και όλοι οι χωργιάτες εδόθησαν εις την 'πόταξίν του. Φαίνεται ότι η επανάσταση είχε επιβληθεί στην ύπαιθρο. Όσο για τις πόλεις με την ισχυρή οχύρωση και τις δυνατές φρουρές, η μεν Αμμόχωστος δεν ανήκε τότε στο βασίλειο της Κύπρου αλλά ήταν ήδη κατειλημμένη από τους Γενουάτες από το 1373, η Κερύνεια ήταν πολύ ισχυρή και σε αυτήν είχαν καταφύγει οι ευγενείς από πριν, όταν οι Μαμελούκοι έφτασαν μέχρι τη Λευκωσία, η Λεμεσός βρισκόταν ήδη στα χέρια των επαναστατών, και η Πάφος είχε και αυτή καταληφθεί από κάποιον Σφόρτζα, Ιταλό μισθοφόρο, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει εκεί δικό του βασίλειο με τη βοήθεια Ισπανών και μερικών Κυπρίων. Δεν είναι σαφές αν και η Λευκωσία, που λίγο πιο πριν είχε καταληφθεί και λεηλατηθεί από τους Μαμελούκους, είχε πέσει και αυτή στα χέρια των επαναστατών. Θα πρέπει, βέβαια να δόθηκαν μάχες μεταξύ επαναστατών και Φράγκων κυριάρχων, όμως οι πηγές απέφυγαν να δώσουν λεπτομέρειες. Ο Στέφανος Λουζινιανός, ο Φλώριος Βουστρώνιος, ο Αμάτι, προτίμησαν να αγνοήσουν την επανάσταση των χωρικών και δούλων, ακόμη και ο Μαχαιράς που ήταν Κύπριος αλλά στην υπηρεσία των Φράγκων, δε δίνει πολλές λεπτομέρειες, αντίθετα, ονομάζει τους επαναστάτες κλέφτες, καταραμένους, ανθρώπους που διέπραξαν κούρση και φόνους πολλούς... και πολλά κακά εποίκασιν, και ο θεός δεν τα 'βάσταξεν. Μιλά όμως και για το άνοιγμα των αποθηκών που πρέπει να βρίσκονταν στα μεγάλα τσιφλίκια των αρχόντων, από τις οποίες πήραν τα κρασιά, τα σιτηρά, τη ζάχαρη και όλα τα άλλα. Μιλά ακόμη ο Μαχαιράς για φουσάτον του ρε Αλέξη, δηλαδή για στράτευμα, πράγμα που φανερώνει ότι το κίνημα είχε καλά οργανωθεί και οι επαναστάτες είχαν οργανώσει δικό τους στρατό. Οι Φράγκοι κυρίαρχοι, προκειμένου να καταστείλουν την επανάσταση του Αλέξη, επιστράτευσαν το Φρε Άγγελον του Σπιταλλίου, δηλαδή τον αρχηγό του ομώνυμου Τάγματος των Ιωαννιτών που έδρευε στην Κύπρο, καθώς και τον Αντωνίε τα Μιλά (Μιλάνο), πράγμα που φανερώνει ότι ζητήθηκε ξένη βοήθεια, συνεπώς η επανάσταση είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε από μόνες τους οι δυνάμεις του βασιλείου δεν ήταν σε θέση να την αντιμετωπίσουν. Εξάλλου η επανάσταση δεν πνίγηκε στο αίμα παρά μόνο ύστερα από 10 περίπου μήνες. Γράφει ακόμη ο Μαχαιράς: Γροικώντα ο γαρδηνάλλης τες απιστίες και κακά τα επολεμούσαν οι κλέφτες και χωργιάτες, ωρδινίασεν κουβερνούρην τον σιρ Πατή τε Νόρες τον μαριτζάν των Ιεροσολύμων, και τον σιρ Χαρρήν τε Ζιπλέτ, τον Περρήν Μαχαιρά τον βαχλιώτην του ρηγός, με φουσάτον, και ήλθαν και επιάσαν την Λευκουσία. Και εδιαλάλησεν, πάσα άνθρωπος να κάτζη φρόνιμα και να πολεμούν τες δουλείες τους, ως γοιόν ήσαν μαθημένοι, και τινάς μηδέν τορμήση να ποίση καμίαν αγανάκτησιν, απάνω εις το κορμίν του. Ο γαρδινάλλης (καρδινάλιος) ήταν ο Ούγος ντε Λουζινιάν, αδελφός του αιχμάλωτου βασιλιά Ιανού, που διόρισε κυβερνήτη τον Μπατίν ντε Νόρες για αντιμετώπιση των επαναστατών με το στράτευμα του βασιλείου και με τη βοήθεια Ευρωπαίων ηγεμόνων, που καταθορυβήθηκαν επειδή θεώρησαν τις εξελίξεις στην Κύπρο σαν κακό παράδειγμα προς μίμηση στη φεουδαρχική Ευρώπη. Και επήγαν και ηύραν τους καπετάνους του Μόρφου και της Λεύκας και έτερους, που πρέπει να τους νίκησαν στη μάχη με την υπεροπλία και την πείρα τους στα πολεμικά, και τους μεν εφουρκίσαν (=απαγχόνισαν), τους δε εκόψαν τες μούττες τους, και άλλοι εφύγαν. Και έπαψεν η κακοσύνη τους καταραμένους χωργιάτες. Και... εποίκασιν κρίσες (=δίκες)... και άλλοι εφύγαν. και έπαψεν η κακοσύνη τους καταραμένους χωργιάτες. Και...εποίκασιν κρίσες (=δίκες)... και ετέρ' επιάσαν τον ρε Αλέξην και εφέραν τον εις την Λευκωσίαν. Και εκρεμμάσον τον εις την φούρκαν τη δευτέρα εις τας ιβ' μαγίου, αυκζ' Χριστού (12.5.1427), την ίδια μέρα που έφτασε στη Λευκωσία η είδηση πως ο βασιλιάς Ιανός που είχε στο μεταξύ αφεθεί ελεύθερος, είχε φτάσει από την Αίγυπτο στην Πάφο. Η κυπριακή και ελλαδική ιστοριογραφία δεν έχει μέχρι τώρα ερευνήσει αρκετά και σε βάθος την προσωπικότητα του ρε Αλέξη και την εποχή του, καθώς και τα αίτια και τη φύση των αντιδράσεων των διαφόρων κοινωνικών τάξεων του κυπριακού λαού στο κίνημά του. Σ' αυτό φταίει σε κάποιο βαθμό και η πενιχρότητα των σχετικών πηγών. Από άποψη εκκλησιαστική, αναφέρθηκε ήδη πιο πάνω ότι η Λατινική Εκκλησία, δια των εκπροσώπων της στην Κύπρο, είχε προβεί σε μεγάλους διωγμούς των Ορθοδόξων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου κατόρθωσε να επιβιώσει μόνο με συνεχή αγώνα, με αδιάκοπη αντίσταση και με πολλές και μεγάλες θυσίες. Το συγκλονιστικότερο γεγονός αντίστασης των Ορθοδόξων ενάντια στους Λατίνους, είναι το μαρτύριο των 13 μοναχών του μοναστηριού της Παναγίας στην Καντάρα. Ο θάνατός τους, ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, τοποθετείται στις 19 Μάη του 1231 και ακριβώς η 19η του Μάη είναι η μέρα κατά την οποία τιμά τη μνήμη τους η Εκκλησία, που τους ανακήρυξε αγίους. Οι δεκατρείς μοναχοί - άγιοι ήταν: 01. Ιωάννης (ηγούμενος) 02. Κόνωνας 03. Ιερεμίας 04. Μάρκος 05. Κύριλλος 06. Θεόκτιστος 07. Βαρνάβας 08. Μάξιμος 09. Θεόγνωστος 10. Ιωσήφ 11. Γεννάδιος 12. Γεράσιμος 13. Γερμανός Ως άγιοι, είναι άγνωστοι στους Κυπρίους χρονογράφους. Λεπτομέρειες, ωστόσο, για τους ίδιους και το μαρτύριό τους απαντώνται σε σχετικό κείμενο που φέρει τίτλο Διήγησις των αγίων τριών και δέκα οσίων πατέρων των δια πυρός τελειωθέντων παρά των Λατίνων εν τη νήσω Κύπρω εν τω αψλθ' έτει. Διήγησις σώθηκε σε δύο χειρόγραφα, του 14ου αιώνα το ένα (βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού) και του 1426 το δεύτερο (αρ. 575 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Το δεύτερο αυτό χειρόγραφο δημοσιεύτηκε αρχικά από τον Κ. Σάθα [Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β', Βενετία,1873, σσ.20-39]). Από τα χειρόγραφα αυτά αντλούμε και τις ακόλουθες πληροφορίες: Η πρώτη σύγκρουση με τους Λατίνους κληρικούς της Κύπρου θα πρέπει να έγινε το 1228. Ήταν μια εποχή κατά την οποία οι διωγμοί των Ορθοδόξων από τους Λατίνους στην Κύπρο βρίσκονταν σε έξαρση. Η Λατινική Εκκλησία του νησιού, που πληροφορήθηκε για τη μεγάλη φήμη των μοναχών της Καντάρας, απέστειλε στο μοναστήρι ένα εκπρόσωπό της - τον Ανδρέα - για να ερευνήσει σχετικά με τους μοναχούς που βρίσκονταν εκεί. Οι τελευταίοι τον υποδέχτηκαν και τον φιλοξένησαν, αρχικά δε η όλη συνομιλία τους είχε τόνο φιλικό, μέχρι να γίνει λόγος για το ζήτημα της χρήσης αζύμων, ζήτημα που είχε προκαλέσει μεγάλη διαμάχη μεταξύ της Ορθόδοξης Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Οι μοναχοί της Καντάρας ομολόγησαν ότι στις ιεροτελεστίες χρησιμοποιούσαν ένζυμον άρτον, όπως με επιχειρήματα απέδειχνε η Ορθόδοξη Εκκλησία ότι ήταν το ορθό. (Η διένεξη για τη χρήση, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αζύμου ή ενζύμου άρτου είχε προκύψει επειδή οι Λατίνοι θεωρούσαν ότι ο Μυστικός Δείπνος είχε συμβεί κατά την ημέρα των αζύμων, όπως μαρτυρεί ο ευαγγελιστής Λουκάς. Οι Ορθόδοξοι αντίθετα ισχυρίζονταν ότι οι Εβραίοι αποκαλούσαν "ημέρα των αζύμων" το χρονικό διάστημα από τη δύση του ήλιου κατά τη Μεγάλη Πέμπτη μέχρι τη δύση του ήλιου κατά τη Μεγάλη Παρασκευή. Και λεγόταν έτσι, όχι επειδή κατά το διάστημα αυτό έτρωγαν άζυμα, αλλά επειδή τα ετοίμαζαν. Αφού λοιπόν ο Μυστικός Δείπνος πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, Ο Χριστός θα πρέπει να χρησιμοποίησε ένζυμον άρτον, και όχι ψωμί χωρίς προζύμι, αφού το τελευταίο δεν είχε ακόμη παρασκευαστεί και αφού χρήση του γινόταν την Μεγάλη Παρασκευή). Η μεγάλη διαφορά, λοιπόν, μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων τονίστηκε με οξύ τρόπο και στη συζήτηση μεταξύ του Λατίνου Ανδρέα και των μοναχών της Καντάρας, ο δε πρώτος αναχώρησε οργισμένος από το μοναστήρι. Όπως αναφέρει η Διήγησις, οι μοναχοί της Καντάρας πρότειναν μάλιστα και μια διαδικασία για να αποδειχθεί ποια ήταν η ορθή άποψη για τα άζυμα. Αφού τελέσουν τη λειτουργία και αυτοί (με χρήση ενζύμων) και οι Λατίνοι (με χρήση αζύμων), στη συνέχεια ένας εκπρόσωπος του κάθε δόγματος να πέσει στη φωτιά για να αποδειχθεί ότι το ορθό πρεσβεύει εκείνος από τους δύο που δε θα καεί! Η εισήγηση αυτή δεν έγινε αποδεκτή, και οι μοναχοί διατάχθηκαν να παρουσιαστούν ενώπιον του Λατίνου αρχιεπισκόπου Λευκωσίας για να λογοδοτήσουν. Αφού τέλεσαν αγρυπνία και ολονύκτια λειτουργία στο μοναστήρι τους, οι δεκατρείς μοναχοί ξεκίνησαν την επόμενη μέρα για τη Λευκωσία. Στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων (ή του Αγίου Γεωργίου του Λάμποντος) στη Λευκωσία, όπου έφτασαν, πλήθη Ορθοδόξων συνέρρεαν για να δουν τους μοναχούς της Καντάρας. Στη συνέχεια οι μοναχοί παρουσιάστηκαν ενώπιον του Λατίνου αρχιεπισκόπου Ευστοργίου, ο οποίος περιστοιχιζόταν από μεγάλο αριθμό Λατίνων κληρικών. Ο Ευστόργιος τους ανέκρινε, οι δε μοναχοί με παρρησία υποστήριξαν και ενώπιόν του την άποψη των Ορθοδόξων για τη χρήση ενζύμου άρτου. Τότε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος τους φυλάκισε, αφού πιο πριν τους εξευτέλισε με βασανιστήρια. Στη φυλακή, οι μοναχοί παρέμειναν, σύμφωνα πάντοτε με τη Διήγησιν, τρία χρόνια, πάσαν κάκωσιν υπομένοντες... τη δυσωδία τη ταλαιπωρήσει και τη ετέρα, θλίψει ευχαριστούντες θεω ως ενιαυτόν ένα, άρτου και ύδατος μεταλαβόντες... Στη φυλακή, καταβεβλημένος από τις κακουχίες, πέθανε ο ένας από αυτούς ο Θεόγνωστος (Θεοδώρητος). Το σώμα του κάηκε από τους Λατίνους (5 Απρίλη του 1231). Κατά το διάστημα της φυλάκισής τους, οι μοναχοί ανακρίθηκαν και βασανίστηκαν ξανά και ξανά, χωρίς όμως να ενδώσουν και να αποκηρύξουν τη σχετική με τη χρήση ενζύμων άποψή τους. Τελικά, με εντολή του πάπα, οι μοναχοί αντιμετωπίστηκαν ως αιρετικοί, πράγμα που σήμαινε γι' αυτούς βασανιστήρια και εκτέλεση. Μεταξύ των βασανιστηρίων που υπέστησαν, αναφέρεται στη Διήγησιν ότι δέθηκαν πίσω από άλογα που τους έσερναν σε όλο το μήκος της κοίτης του ποταμού Πηδιά που τότε περνούσε μέσα από τη Λευκωσία (περίπου από την πύλη Πάφου μέχρι την πύλη Αμμοχώστου). Τελικά, μισοπεθαμένοι οι μοναχοί, ρίχτηκαν στην πυρά και κάηκαν (19 Μάη του 1231). Το φοβερό αυτό έγκλημα των Λατίνων προκάλεσε μεγάλη αντίδραση τόσο στην ίδια την Κύπρο όσο και έξω από αυτή, ο δε πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Γερμανός απευθύνθηκε στον πάπα Γρηγόριο Θ' και με επιστολή του, μεταξύ άλλων, ρωτούσε: "Καλά 'γε ταύτα, αγιώτατε και του αποστόλου Πέτρου διάδοχε. Ταύτα παραγγέλλει ο του πράου και ταπεινού τη καρδία Χριστού μαθητής;" Επίσης, ο Γερμανός έγραψε στο Γρηγόριο ότι το μαρτύριο και ο θάνατος των μοναχών της Καντάρας ήταν το τελευταίο γεγονός που χρειαζόταν για να ολοκληρώσει την κατάρα του πολέμου ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες. Στο έγκλημα είχε αναμειχθεί και ο βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος Α', ο οποίος είχε αναγκαστεί από τους Λατίνους ιερωμένους να διατάξει το βασανισμό και το θάνατο των μοναχών. Και τούτο, γιατί οι Λατίνοι εκκλησιαστικοί θεώρησαν ότι οι ίδιοι, ως ιερωμένοι, δεν μπορούσαν να δώσουν τέτοια εντολή! * * * Δώσαμε μερικά παραδείγματα (Ελένη Παλαιολογίνα, Ελεονόρα, ρήγας Αλέξης, Μοναχοί της Καντάρας), για να γίνει καλύτερα κατανοητή η ατμόσφαιρα της τότε εποχής. Κλείνοντας το κεφάλαιο της περιόδου της Φραγκοκρατίας, θα ήταν παράλειψη αν δεν κάναμε ιδιαίτερη αναφορά στους δύο μεγάλους Κυπρίους χρονογράφους της περιόδου αυτής, που ήταν ο Λεόντιος Μαχαιράς και ο Γεώργιος Βουστρώνιος. Για τη ζωή του Λεοντίου Μαχαιρά γνωρίζουμε λίγα μόνο πράγματα, από τις πενιχρές πληροφορίες που δίνει ο ίδιος στο έργο του για τον εαυτό του και την οικογένειά του, και από μερικές αναφορές σε άλλες πηγές. Δε γνωρίζουμε τον τόπο καταγωγής του μερικοί όμως υποθέτουν ότι καταγόταν από τη Λευκωσία. Ο ίδιος γράφει ότι ήταν γιος του Σταυρινού Μαχαιρά. Γεννήθηκε το β' μισό του 14ου αιώνα και πέθανε γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα. Είναι ο συγγραφέας του τόσο γνωστού σήμερα έργου Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου η οποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικόν, ενός από τα πιο σημαντικά κυπριακά μεσαιωνικά κείμενα. Στα σωζόμενα τρία χειρόγραφα του Χρονικού του Λεοντίου Μαχαιρά (Βενετίας, Οξφόρδης και Ραβέννας), που είναι μεταγενέστερα αντίγραφα του (μη σωζομένου) πρωτοτύπου, δεν αναγράφεται το όνομα του συγγραφέα. Μόνο στο αντίγραφο της Βενετίας αναφέρει ο συγγραφέας το όνομά του σε πρώτο πρόσωπο, σε ένα σημείο: "...Και διότι ο αδελφός μου ο σιρ Νικόλ Μαχαιράς ο μεγαλλήτερος και εγώ ο Λεόντιος ήμεστεν γραμματικοί του αυτού σιρ Τζάντε Νόρες..." (Χρονικόν, παρ.631). Εδώ, ο συγγραφέας μας δίνει και την πληροφορία ότι είχε διατελέσει, μαζί με το μεγαλύτερο αδελφό του Νικόλαο, γραμματικός του ευγενή Ιωάννη ντε Νόρες, της γνωστής μεσαιωνικής οικογένειας της Κύπρου ντε Νόρες. Η χρονολογία για την οποία κάνει την αναφορά αυτή είναι το 1402. Σε ένα άλλο σημείο του έργου του, αναφερόμενος στα γεγονότα της μάχης της Χοιροκοιτίας μετά την εισβολή των Μαμελούκων κατά το 1426, στις μέρες του βασιλιά Ιανού, ο συγγραφέας αναφέρεται στον εαυτό του αλλά σε τρίτο πρόσωπο, ως υπεύθυνος για την προμήθεια κρασιών στο στρατόπεδο του βασιλιά: "...Ο μισέρ Πατή τε Νόρες ο μαριτζάς των Ιεροσολύμων ώρισέν με τον Λεόντιον του Μαχαιρά, να μεν δώση τινός κρασίν τοπικού ως όπου να φέρουν..." (Χρονικόν, παρ.679). Η εργασία του αυτή, ως υπεύθυνου για τα κρασιά και τη διανομή τους, ίσως να εντασσόταν στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως γραμματέα της οικογένειας ντε Νόρες, αφού προϊστάμενός του εδώ φαίνεται να είναι άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, ο Μπατίν ντε Νόρες. Από τις αναφορές αυτές που τμηματικά έχουμε παραθέσει, προκύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία: Ο συγγραφέας ήταν γιος του Σταυρινού Μαχαιρά, αμόρφωτου ιερέα αλλά που γνώριζε πολλήν θεολογίαν και είχε αρκετό κύρος στην πρωτεύουσα. Ο ιερέας αυτός είχε και άλλους γιους, το Νικόλαο, τον Πέτρο και τον Παύλο. Ο Λεόντιος Μαχαιράς μπόρεσε να μορφωθεί (πιθανότατα στη Λευκωσία) και, μαζί με τους αδελφούς του, να ξεφύγει από τη χαμηλή τάξη των δουλοπαροίκων στην οποία ανήκε τότε η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Κύπρου. Ακόμη περισσότερο, κατόρθωσε να μπει στη υπηρεσία των Φράγκων κυριάρχων και των ευγενών όχι ως υπηρέτης ή δούλος αλλά ως έμπιστος υπάλληλος. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως γραμματικός της οικογένειας ντε Νόρες, με προσβάσεις μέχρι και το παλάτι. Ήταν παρών το 1426 στη μεγάλη μάχη της Χοιροκοιτίας όπου οι κυπριακές δυνάμεις ηττήθηκαν από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Η άλλη πληροφορία που γνωρίζουμε για το Λεόντιο Μαχαιρά, προέρχεται από το Γάλλο περιηγητή Bertrandon de la Brocquiere και ανάγεται στα 1432. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι το χρόνο αυτό ο Λεόντιος Μαχαιράς είχε αναλάβει και εκτελέσει διπλωματική αποστολή, ως πρεσβευτής του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β' στο μεγάλο καραμάνο Ιμπραχήμ Μπεγκ στη Μικρά Ασία. Σκοπός της αποστολής του ήταν να πετύχει ανανέωση των συνθηκών ειρήνης μεταξύ του Κυπρίου βασιλιά και του ηγεμόνα του Ικονίου. Αυτή είναι και η τελευταία πληροφορία που έχουμε για το συγγραφέα, Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικόν του, υπήρχε στην εποχή του σοβαρό πρόβλημα και εκπαίδευσης και γλώσσας. Ο ίδιος θα πρέπει να έμαθε περισσότερο τη γαλλική γλώσσα (αφού εργάστηκε ως γραμματέας ευγενών), ενώ μιλούσε και έγραφε και την ελληνική που μιλούσε τότε ο λαός στην Κύπρο, δηλαδή τη δημοτική της εποχής του, όπως προκύπτει και από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί στο έργο του. Η γλώσσα αυτή, ζωντανή και γλαφυρή, διανθισμένη σε μερικά σημεία με κάποιους λογιωτατισμούς - προερχόμενους πιθανότατα από τη μελέτη ή χρήση εκκλησιαστικών κειμένων - είναι μια θαυμάσια λαϊκή γλώσσα, νοθευμένη όμως σε αρκετά μεγάλο βαθμό με ξένους όρους και ξένες λέξεις (γαλλικές κυρίως και ιταλικές), συνήθως μεταποιημένες σε "ελληνικούς" τύπους. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί, πάντως, είναι εμπλουτισμένη με πλήθος λέξεις του τοπικού κυπριακού ιδιώματος και το έργο του αποτελεί σήμερα πραγματικό γλωσσικό μνημείο: Ο Λεόντιος Μαχαιράς, μαζί με το Γεώργιο Βουστρώνιο που είναι ο συνεχιστής του, αποτελούν τους δύο μεγάλους Κυπρίους χρονογράφους του Μεσαίωνα που καλύπτουν με τα έργα τους ολόκληρη την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192-1489). Το κείμενο του Μαχαιρά φτάνει μέχρι το 1458. Από ιστορική άποψη το κείμενο του Μαχαιρά αποτελεί σημαντικότατη πηγή της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Ο συγγραφέας έγραψε το έργο του βασισμένος τόσο σε προγενέστερα κείμενα όσο και σε προσωπικές έρευνες και παρατηρήσεις (εξ' αιτίας της θέσης του μάλιστα, μπορούσε να έχει κάποια πρόσβαση και στα κρατικά αρχεία), ενώ περιλαμβάνει σε αυτό και πολλές άλλες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα αφηγήσεις της τοπικής εκκλησιαστικής παράδοσης. Αρχίζει τη διήγησή του από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και την επίσκεψη της αγίας Ελένης στην Κύπρο (4ος μ.Χ. αιώνας) και φτάνει μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα. Τα γεγονότα μέχρι την άνοδο στο θρόνο του βασιλιά Πέτρου Α' (1359) δίνονται περιληπτικά. Μετά, για την εποχή που ο ίδιος έζησε, η αφήγηση γίνεται λεπτομερέστερη. Στην εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας, παρά το γεγονός ότι ήταν Κύπριος, συχνά ταυτίζεται με τους Φράγκους κυρίαρχους. Σε μια μάλιστα περίπτωση, όταν θίγει ιδιαίτερα συνοπτικά την επανάσταση των Κυπρίων χωρικών υπό το ρήγα Αλέξη, φτάνει μέχρι το σημείο να βρίζει τους συμπατριώτες του επαναστάτες κατά των Φράγκων τυράννων. Ο αδελφός του Πέτρος Μαχαιράς, εξάλλου, ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της αντεπίθεσης κατά των επαναστατών, της συντριβής και παραδειγματικής τιμωρίας τους. Σε άλλες όμως περιπτώσεις, ο συγγραφέας δεν αποφεύγει να τονίσει το ελληνικό παρελθόν του νησιού, να υπογραμμίσει την προσήλωση του λαού στην Ορθόδοξη πίστη και να μιλήσει με πικρία ακόμη και για το βαρβαρισμό της ελληνικής γλώσσας στο νησί. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν καταφέρεται κατά των Φράγκων κυριάρχων, ούτε και ψέγει το καθεστώς τους που κρατούσε τον κυπριακό λαό σε κατάσταση φρικτής δουλείας, προφανώς, θεωρώντας φυσιολογική αυτή την τάξη πραγμάτων και ταυτιζόμενος ο ίδιος περισσότερο με τους ξένους αφέντες παρά με τους σκλάβους συμπατριώτες του. Το Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά σώζεται σήμερα σε τρία χειρόγραφα αντίγραφα:
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τριών αυτών αντιγράφων, που ασφαλώς οφείλονται στους αντιγραφείς.
Το έργο του Μαχαιρά εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Σάθα το 1873, με βάση το χειρόγραφο της Βενετίας (Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β', Βενετία, 1873. Ο τόμος περιλαμβάνει και το Χρονικόν του Γεωργίου Βουστρωνίου, καθώς και κείμενα του αγίου Νεοφύτου και άλλα κείμενα). Ο Κ. Σάθας πάλι, μαζί με το Μύλλερ, εξέδωσε το έργο σε γαλλική μετάφραση στο Παρίσι το 1881. Το 1893 το Χρονικόν εκδόθηκε στην ιταλική γλώσσα από το Διομ. Στραμβάλδι, στη Βενετία. Τέλος, το 1932 εκδόθηκε στην Οξφόρδη από το R.M. Dawkins ο οποίος παρέθεσε το πρωτότυπο κείμενο στην ελληνική, αντιπαραβάλλοντας τα Χειρόγραφα Οξφόρδης και Βενετίας, και έδωσε παράλληλα και αγγλική μετάφραση. Σε δεύτερο συμπληρωματικό τόμο, ο Dawkins συγκέντρωσε σχόλια, σημειώσεις, παρατηρήσεις, γλωσσάριο κλπ. Η έκδοση αυτή του Dawkins επανεκδόθηκε πρόσφατα στη Νέα Υόρκη. Στην Κύπρο και την Ελλάδα, το έργο του Μαχαιρά ήταν άγνωστο στους πολλούς, αλλά και απρόσιτο σχεδόν, μέχρι το 1982 που εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Άντρο Παυλίδη σε έκδοση που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό. Παράλληλα με το πρωτότυπο κείμενο (με βάση την έκδοση του Dawkins), ο Α. Παυλίδης έδωσε για πρώτη φορά και μετάφραση όλου του μεσαιωνικού κειμένου στη νέα ελληνική. Μετά το Λεόντιο Μαχαιρά ο Γεώργιος Βουστρώνιος είναι ο δεύτερος σημαντικός Κύπριος μεσαιωνικός χρονογράφος. Το σύγγραμμα, εξάλλου, του Γεωργίου Βουστρωνίου αποτελεί συνέχεια εκείνου του Λεοντίου Μαχαιρά, και τα δύο μαζί καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ο Γεώργιος Βουστρώνιος υπολογίζεται ότι έζησε ανάμεσα στα 1430 και στα 1495 και το Χρονικόν του καλύπτει την περίοδο από το 1456 (δύο χρόνια πριν από το θάνατο του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β' Λουζινιανού), μέχρι το 1489 (οπότε η Κύπρος υποτάχτηκε και τυπικά στη Βενετία και αναχώρησε από το νησί η τελευταία βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρου). Ο Βουστρώνιος, όπως κι ο Μαχαιράς, αφηγείται σύγχρονά του γεγονότα, τα οποία ήταν σε θέση να παρακολουθεί και να γνωρίζει. Ενώ ο Μαχαιράς βρισκόταν στην υπηρεσία των Φράγκων κυριάρχων της Κύπρου, ο Βουστρώνιος ήταν ο ίδιος Καθολικός, φεουδάρχης και φίλος του βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβου Β' (1464-1473), νόθου γιου του Ιωάννη Β'. Στο Χρονικόν του, ο Ιάκωβος φέρει και την ονομασία Αποστόλες. Οι ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, είναι κυρίως όσες αναφέρει για τον εαυτό του ο ίδιος ο Βουστρώνιος στο έργο του. Έτσι, γνωρίζουμε ότι το 1458 είχε αναλάβει την αποστολή να μεσολαβήσει ώστε να ξεπεραστούν διάφορες παρεξηγήσεις μεταξύ του Αποστόλες και της Αυλής της βασίλισσας Καρλότας (1458-1464). Σε άλλο σημείο του έργου του, δίνει την πληροφορία ότι το 1458, μετά τη στέψη της Καρλότας, πήγε στη Λευκωσία για να δηλώσει υποταγή σε αυτήν, και ότι συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα διάστημα, πράγμα που σημαίνει ότι η βασίλισσα τον θεωρούσε αντίπαλό της, ως φίλο του Αποστόλες και υποστηρικτή του. Αργότερα, εξάλλου, δίνει και την πληροφορία ότι καλέστηκε από την Καρλότα σε απολογία, ίσως επειδή συμμετείχε ενεργά στις διάφορες ενέργειες του Αποστόλες κατά της βασίλισσας. Όταν τελικά ο Αποστόλες κατόρθωσε να στεφθεί βασιλιάς, με το όνομα Ιάκωβος Β', ο Βουστρώνιος τάχθηκε στο πλευρό του με 200 οπλισμένους άνδρες του (ήταν τότε διοικητής του διαμερίσματος των Αλυκών, περιοχή σημερινής Λάρνακας). Ο Ιάκωβος Β' τίμησε αργότερα το Γεώργιο Βουστρώνιο και τα μέλη της οικογένειάς του. Στο Χρονικόν του ο Βουστρώνιος ονομάζει τον εαυτό του Τζωρτζή Πουστρούς ή Μπουστρούς. Σύμφωνα με στοιχεία της Βιβλιοθήκης Μαρσιάνα της Βενετίας, που κατέχει τα δύο από τα τρία σωζόμενα αντίγραφα του έργου του Βουστρώνιου, ο πλήρης τίτλος του έργου του είναι: Διήγησις κρόνικας Κύπρου αρχεύγοντα από την εχρονίαν, αυνς. Χριστού (1456) και τελειώννοντα την εχρονίαν, αυπα 'Χριστού (1481) που επήγεν εις την Ιταλίαν η ρήγαινα η Κατερίνα Κορνάρα. Αυτός δεν ήταν, υποχρεωτικά, κι ο αρχικός τίτλος του έργου του Βουστρώνιου. Η δεύτερη χρονολογία που δίνεται στον τίτλο (1481) είναι λανθασμένη, αφού η Αικατερίνη Κορνάρου έφυγε από την Κύπρο για την Ιταλία το 1489. Για το λόγο αυτό, οι δύο τελευταίες παράγραφοι του Χρονικού, που δεν υπάρχουν στα δύο χειρόγραφα της Βενετίας αλλά υπάρχουν σε τρίτο χειρόγραφο που φυλάγεται στο Λονδίνο, και που αφηγούνται γεγονότα μέχρι και το 1501, θεωρούνται μεταγενέστερες προσθήκες. Δεν είναι λοιπόν βέβαιο ότι ο Βουστρώνιος πέθανε μετά το 1501, όπως ισχυρίζονται μερικοί ερευνητές, με βάση τις δύο τελευταίες παραγράφους του έργου. Το Χρονικόν του Βουστρώνιου σώθηκε σε τρία αντίγραφα, που όλα φαίνεται ότι έγιναν στις αρχές του 16ου αιώνα. Τα αντίγραφα είναι περίπου παρόμοια και, τουλάχιστον τα δύο της Βενετίας, πιθανό να είναι έργα του ίδιου αντιγραφέα. Είναι γραμμένα σε φύλλα χαρτιού διαστάσεων 21,4 Χ 15,6 εκ. Η κάθε σελίδα περιέχει 20 γραμμές κειμένου, σε μονή στήλη. Ο αρχαιότερος από τους τρεις αυτούς κώδικες εκείνος της Βενετίας, γνωστός ως Graec, cl. VII, cod. ΧVII, αρχίζει με δύο κενές σελίδες. Το κείμενο αρχίζει στο φύλλο 3 και τελειώνει στο φύλλο 134. Ο Βουστρώνιος αφηγήθηκε τα γεγονότα της εποχής του, γράφοντας στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα που υπήρχε τότε. Έτσι, το έργο του εκτός από σημαντική ιστορική πηγή, είναι και ανεκτίμητο γλωσσολογικό μνημείο της Κύπρου. Τόσο ο Βουστρώνιος όσο και ο Μαχαιράς, έγραψαν στη γλώσσα που μιλούσε τότε ο λαός, που την εμπλούτισαν με πολλές ξένες λέξεις τις οποίες μεταποίησαν σε ελληνικούς τύπους. Και το μεν γράψιμο του Μαχαιρά διακρίνεται από μια πλούσια "αφέλεια", εκείνο δε του Βουστρώνιου από μια φυσική απλότητα, που είναι πλησιέστερη στον προφορικό λόγο. Και των δύο τα κείμενα διακρίνονται από χάρη και ικανότητα αφήγησης. Στα νεότερα χρόνια, πρώτος ο Κωνσταντίνος Σάθας εξέδωσε το κείμενο του Βουστρώνιου στα 1873 (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β'). Ο Σάθας βασίστηκε κυρίως στα δύο χειρόγραφα της Βενετίας, τα οποία αντιπαρέβαλε κι αλληλοσυμπλήρωσε, συνθέτοντας ένα κείμενο. Η πιο πρόσφατη έκδοση του έργου, σε αγγλική μετάφραση, έγινε το 1964 από το R.M. Dawkins και με χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης. Η έκδοση αυτή είναι πληρέστερη γιατί χρησιμοποιήθηκαν και πηγές που δε γνώριζε ο Σάθας. Με βάση και τις δύο αυτές εκδόσεις, αλλά και τα σωζόμενα χειρόγραφα της Βενετίας, το έργο εκδόθηκε το 1989 από τον Άντρο Παυλίδη που, μαζί με το πλήρες μεσαιωνικό κείμενο, παρέθεσε και πλήθος σημειώσεις, σχόλια, ερμηνείες αγνώστων λέξεων και ευρεία περίληψη του έργου στη νεοελληνική.
Τελευταίος βασιλιάς της Κύπρου, της οικογένειας των Λουζινιανών, ήταν ο Ιάκωβος Β' ο Νόθος (1460-1473). Με την προτροπή των Βενετών, που εποφθαλμιούσαν την Κύπρο, ο Ιάκωβος πήρε ως σύζυγό του μια Βενετσιάνα ευγενή, την Αικατερίνη Κορνάρο που προικοδοτήθηκε από τη Δημοκρατία της Βενετίας. Λίγο μετά το γάμο, και ενώ η Αικατερίνη περίμενε το πρώτο της παιδί, ο Ιάκωβος Β' πέθανε ξαφνικά (το 1473), δολοφονημένος από τους Βενετούς που τον δηλητηρίασαν. Λίγο αργότερα η Αικατερίνη Κορνάρο γέννησε διάδοχο του θρόνου, που επίσης ονομάστηκε Ιάκωβος. Όμως σύντομα το βρέφος εξαφανίστηκε, προφανώς δολοφονημένο και αυτό από τους Βενετούς. Έτσι, δεν υπήρξε νόμιμος κληρονόμος του θρόνου, οπότε ανέβηκε σ' αυτόν η Αικατερίνη Κορνάρο. Ωστόσο, παρά το ότι η Αικατερίνη είχε χρησιμοποιηθεί ως όργανο των Βενετών, από τότε που κάθησε στο θρόνο της Κύπρου προσπάθησε πολύ να τον κρατήσει. Ουσιαστικά δεν κυβέρνησε η ίδια, γιατί την εξουσία ασκούσαν οι εκπρόσωποι των Βενετών, των οποίων ήταν σχεδόν αιχμάλωτη. Με παραινέσεις παρακλήσεις, πιέσεις, εκβιασμούς, οι Βενετοί προσπαθούσαν να πείσουν την Αικατερίνη να εκχωρήσει επίσημα την Κύπρο στη Βενετία. Γι' αυτό επιστρατεύτηκαν και στενά μέλη της οικογένειάς της που στάλθηκαν στην Κύπρο από τη Βενετία για να την πείσουν να παραιτηθεί. Προσπαθώντας να κρατήσει την εξουσία, η Αικατερίνη Κορνάρο επιχείρησε να βρει άλλους υποστηρικτές και αποδέχτηκε ακόμη και να συνάψει γάμο σκοπιμότητος με το Φερδινάνδο της Νεάπολης ή το γιο του, το Ντον Αλόνσο. Όμως οι Βενετοί, που αγρυπνούσαν, συνέλαβαν και εκτέλεσαν τους πράκτορες που προσπαθούσαν να πετύχουν τη διευθέτηση αυτή. Θορυβημένη η Βενετία από τέτοια γεγονότα, όπως και από τον κίνδυνο για την Κύπρο που προερχόταν από τη μεριά του σουλτάνου Βαγιαζήτ (που απειλούσε να καταλάβει το νησί και που η Βενετία βρέθηκε σε ρήξη μαζί του), η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου αποφάσισε οριστικά το 1488 να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο στο νησί. Ήδη από το 1486 ο ναύαρχος Φραγκίσκος Πριούλι είχε διαταχθεί και μεταφέρει στην Κύπρο τον στόλο της Βενετίας, για να εξασφαλίσει την προστασία της Κύπρου από τις απειλές του Οθωμανού σουλτάνου. Ο Βαγιαζήτ είχε, πράγματι, δοκιμάσει να καταλάβει την Αμμόχωστο την άνοιξη του 1488, όμως απέτυχε εξ' αιτίας της έγκαιρης επέμβασης μοίρας 25 πλοίων του Βενετικού στόλου. Αποφασίστηκε τότε και η τυπική κατάληψη της Κύπρου από τη Βενετία. Έπρεπε όμως να εξασφαλιστεί γι' αυτό και η έγκριση, ή τουλάχιστον η ανοχή του σουλτάνου του Καΐρου, αφού ο τελευταίος θεωρούσε ότι η Κύπρος του ανήκε και τούτο, επειδή ήδη από το 1426, στα χρόνια του βασιλιά Ιανού, η Κύπρος ήταν φόρου υποτελής στους Μαμελούκους της Αιγύπτου, που είχαν τότε εισβάλει στο νησί. Με επανειλημμένες διπλωματικές αποστολές στο Κάιρο, κι αφού μεταξύ άλλων υποσχέθηκαν ότι ο ετήσιος φόρος θα συνέχιζε να πληρώνεται στην Αίγυπτο, οι Βενετοί ξεπέρασαν το εμπόδιο αυτό. Τότε η Αικατερίνη Κορνάρο εξαναγκάστηκε, θέλοντας και μη, να μεταβιβάσει τα δικαιώματά της στη Δημοκρατία της Βενετίας και να αναχωρήσει από την Κύπρο την 1.3.1489. Η Βενετία υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές την Αικατερίνη, που της εκχώρησε ένα μικρό πριγκιπάτο, το Άσολο (στην επαρχία Τρεβίζο, κοντά στη Βενετία). Εκεί, σε πύργο που σώζεται και σήμερα, η Αικατερίνη πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της περιστοιχιζόμενη από ένα ευρύ κύκλο καλλιτεχνών και λογοτεχνών. Είχε γεννηθεί το 1454, είχε παντρευτεί το βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β' σε ηλικία 18 χρόνων (το 1472), είχε μείνει χήρα στα 19 της, βασίλεψε μόνη της στην Κύπρο συνολικά 16 χρόνια, πέθανε δε το 1510 σε ηλικία 56 χρόνων. Έτσι, το Μάρτη του 1489 τερματίστηκε η περίοδος της Φραγκοκρατίας και καταργήθηκε και ο θεσμός της βασιλείας στην Κύπρο. Ο γενικός ναύαρχος της Βενετίας Φραγκίσκος Πριούλι κατέλαβε και τυπικά το νησί, στα φρούρια του οποίου υψώθηκε η σημαία του Αγίου Μάρκου.
Η κατοχή της Κύπρου από την Βενετία, κράτησε 81 χρόνια: από το 1489 μέχρι το 1570. Πρόκειται για την περίοδο τη γνωστή ως Βενετοκρατία. Κατά την περίοδο αυτή επιβλήθηκε στο νησί ένα ακόμη πιο στυγνό καθεστώς, οι δε κάτοικοί του έχασαν και την ελάχιστη ελευθερία που είχαν αποκτήσει κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια της περιόδου, εξαιτίας της υποστήριξης της Ελένης Παλαιολογίνας και της κόρης της Καρλότας. Τουλάχιστον οι Λουζινιανοί βασιλιάδες του νησιού θεωρούσαν δική τους πατρίδα την Κύπρο, με αποτέλεσμα να αισθάνονται περισσότερο ενδιαφέρον γι' αυτήν. Αντίθετα, οι Βενετοί έβλεπαν το νησί μόνο σαν μια ακόμη κτήση τους και σκόπευαν στην άγρια εκμετάλλευσή της. Οι εξουσίες επί της Κύπρου συγκεντρώθηκαν στα χέρια της ίδιας της αρχής στη Βενετία (Συμβούλιο των Δέκα), το δε νησί διοικιόταν από κρατικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους που στέλνονταν για υπηρεσία δύο, συνήθως, χρόνων. Οι αξιωματούχοι αυτοί ήταν:
Ένας από τους Βενετούς αξιωματούχους που υπηρέτησαν στην Κύπρο ως τοποτηρητές, ήταν ο Κριστόφορο Μόρο (υπηρέτησε το 1505-1506). Αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από το Σαίξπηρ ως πρότυπο στην τραγωδία του "Οθέλλος". Βέβαια ο Μόρο δεν ήταν μαύρος. Αλλά το οικογενειακό επίθετό του (Μόρο) σήμαινε τα μούρα (μάλιστα ο θυρεός του εικόνιζε τρία μαύρα μούρα), όμως σήμαινε και Μαύρος ή και Μαυριτανός. Γι' αυτό ο Σαίξπηρ θέλησε να είναι ο ήρωάς του και μαύρος, πράγμα που εξυπηρέτησε καλύτερα την τραγική υφή του έργου. Η τραγωδία "Οθέλλος" του Σαίξπηρ διαδραματίζεται "σε κάποιο λιμάνι στην Κύπρο", που ο λαός το ταύτισε με την Αμμόχωστο. Μάλιστα το κάστρο της πόλης, που βρίσκεται στο λιμάνι, είναι γνωστό με την ονομασία Πύργος του Οθέλλου.
Στα 81 χρόνια της κατοχής της Κύπρου από τη Βενετία, τα μόνα έργα που έγιναν ήταν στρατιωτικής φύσης. Το καθεστώς ήταν ιδιαίτερα τυραννικό. Η Δυτική Εκκλησία διατήρησε τα προνόμιά της στην Κύπρο, σε βάρος της Ορθόδοξης, ο δε ντόπιος πληθυσμός υπέφερε τα πάνδεινα εξαιτίας της άγριας εκμετάλλευσης των κόπων του. Μόνο ενδιαφέρον των Βενετών, πέρα από την εκμετάλλευση όλων των πλουτοπαραγωγικών πόρων του νησιού, ήταν τα στρατιωτικά ζητήματα, σε μια προσπάθεια να το υπερασπίζονται καλύτερα και αποτελεσματικότερα προκειμένου να το εκμεταλλεύονται για όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο. Ήδη, η αύξηση της δύναμης των Τούρκων αποτελούσε ορατή απειλή κατά της Κύπρου. Εξάλλου τέτοια ήταν η εξαθλίωση του ντόπιου πληθυσμού εξαιτίας των σκληροτέρων συνθηκών που είχαν επιβληθεί και της αβάσταχτης φορολογίας, ώστε επανειλημμένα κυπριακές αντιπροσωπείες απευθύνθηκαν με μυστικές αποστολές στο σουλτάνο του Οθωμανικού κράτους, ζητώντας από αυτόν να καταλάβει την Κύπρο. Για το λόγο αυτό οι Βενετοί δεν εμπιστεύονταν το ντόπιο πληθυσμό, φοβούμενοι δε ότι δε θα μπορούσαν να επανδρώσουν ικανοποιητικά, σε περίπτωση εξωτερικού κινδύνου, όλα τα κάστρα, αποφάσισαν την κατεδάφιση των περισσοτέρων. Έτσι καταστράφηκαν τα τρία φρούρια της οροσειράς του Πενταδακτύλου, το κάστρο της Λεμεσού και άλλα. Εκείνο της Κερύνειας σώθηκε, ενώ οι Βενετοί περιόρισαν την προετοιμαζόμενη άμυνά τους κυρίως στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο. Οι περίφημες οχυρώσεις της Αμμοχώστου ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο. Αντίθετα, οι οχυρώσεις της Λευκωσίας, κατασκευασμένες από τους Λουζινιανούς, κρίθηκαν τώρα ανεπαρκείς. Έτσι κατεδαφίστηκαν και έγιναν νέες οχυρώσεις, καλύπτοντας μικρότερη έκταση. Πολλά σημαντικά οικοδομήματα, όπως εκκλησίες και μοναστήρια, που παρέμειναν έξω από τις νέες οχυρώσεις της πρωτεύουσας, κατεδαφίστηκαν επίσης. Η τουρκική επίθεση αναμενόταν. Ήδη η επέκταση των Τούρκων συνεχιζόταν, και η Ρόδος είχε χαθεί από το 1522. Την απόφαση για κατάληψη της Κύπρου πήρε τελικά ο σουλτάνος Σελίμ Β', που ζήτησε επίσημα από τη Βενετία το 1570 να του παραχωρηθεί το νησί χωρίς αιματοχυσία. Την άρνηση της Βενετίας να δεχτεί την αξίωση αυτή, ακολούθησε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, υπό το Λαλά Μουσταφά. Στη στρατιά του περιλαμβάνονταν, εκτός από τους Τούρκους, και πολλοί άλλοι που έτρεξαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία με την προοπτική του κέρδους από τις αναμενόμενες λεηλασίες. Η αντίσταση των Βενετών, που ήταν ενισχυμένοι και με άλλους Ιταλούς στρατιωτικούς, λίγους Αλβανούς και λίγους Κυπρίους (γενικά οι Κύπριοι δε γίνονταν δεκτοί στο στρατό) περιορίστηκε στην πρωτεύουσα Λευκωσία, της οποίας οι νέες οχυρώσεις δεν είχαν συμπληρωθεί εντελώς, και στην Αμμόχωστο. Οι λοιπές πόλεις, περιλαμβανομένης και της Κερύνειας που είχε καλύτερες οχυρώσεις από τη Λάρνακα, τη Λεμεσό και την Πάφο, παραδόθηκαν αμαχητί στους Τούρκους. Η ανεπαρκής άμυνα των Βενετών στην Κύπρο κατέστη περισσότερο τρωτή εξαιτίας διχογνωμιών μεταξύ των ανωτάτων αξιωματούχων του νησιού. Εξάλλου η αναμενόμενη βοήθεια από την Ευρώπη δεν ήταν τελικά παρά μόνο ελάχιστη. Η κύρια εκστρατευτική δύναμη των Βενετών, ενισχυμένων και από άλλες δυνάμεις, ετοιμάστηκε αργά, αναχώρησε ακόμη πιο αργά, και τελικά περιπλανήθηκε στις θάλασσες φτάνοντας μέχρι την Κρήτη, όπου και διαλύθηκε. Η πρωτεύουσα Λευκωσία άντεξε σε πολιορκία 44 μόνο ημερών και έπεσε στις 9 Σεπτέμβρη του 1570. Οι ισχυρότερες οχυρώσεις της Αμμοχώστου, και η απαράμιλλη γενναιότητα των υπερασπιστών της ανάγκασαν τις πολυάριθμες δυνάμεις του Λαλά Μουσταφά σε μια σκληρότατη όσο και πολύμηνη πολιορκία. Μετά από 11 περίπου μήνες, η πόλη δεν έπεσε στα χέρια των Τούρκων αλλά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί ύστερα από παντελή έλλειψη εφοδίων και εφόσον εξανεμίστηκε κάθε ελπίδα για βοήθεια από τη Δύση. Με την κατάληψη και της Αμμοχώστου, τον Αύγουστο του 1571, ολοκληρώθηκε η τουρκική κατάκτηση της Κύπρου που, φυσικά, είχε ακολουθηθεί από πρωτοφανείς βιαιότητες και εκτεταμένες λεηλασίες. Αξίζει, πιστεύουμε, να γίνει εδώ ιδιαίτερη αναφορά στην άλωση της πρωτεύουσας Λευκωσίας από τους Τούρκους (9.9.1570) καθώς και στην επική και ηρωική αντίσταση της Αμμοχώστου για 11 ολόκληρους μήνες. Mελοποιημένοι στίχοι ενός άγνωστου λόγιου Κύπριου μουσικού, κείμενα γραμμένα μεταξύ του 1546 και του 1570 σε χειρόγραφο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης Απο την LivePedia.gr Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|||
|
|