Κύπρος , Ρωμαϊκή Εποχή


Την Ελληνιστική περίοδο (325-50 π.Χ.), ακολούθησε η Ρωμαϊκή περίοδος (50 π.Χ. - 330 μ.Χ.) . Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν αναίμακτα και χωρίς στρατιωτικές δυνάμεις μάλιστα, την Κύπρο το 58 π.Χ. Είχαν αναθέσει την επιτυχή αυτή αποστολή στο Μάρκο Πόρκιο Κάτωνα. Ως δικαιολογία για την κατάληψη του νησιού προβλήθηκε το ότι η Κύπρος υπέθαλπε και υποβοηθούσε την πειρατεία. Ο ηγεμόνας της Κύπρου τότε, που ήταν ένας ακόμη Πτολεμαίος, δεν πρόβαλε καμιά απολύτως αντίσταση κατά των Ρωμαίων απεσταλμένων. Όταν δε του πρότειναν να διατηρήσει, από το σημείο εκείνο και στο εξής, το αξίωμα του αρχιερέα - μαζί με τα ωφελήματα που συνεπαγόταν - προτίμησε να αυτοκτονήσει.

Όταν όμως, λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιούλιος Καίσαρ βρέθηκε στην Αίγυπτο, σαγηνεύτηκε από τη γοητεία της τελευταίας των Πτολεμαίων, της περίφημης Κλεοπάτρας, στην οποία και χάρισε την Κύπρο. Όμως έτσι κι αλλιώς η παλαιά αίγλη των Πτολεμαίων είχε πια σβήσει όσο και αν προσπάθησε η Κλεοπάτρα να την επαναφέρει. Το πτολεμαϊκό βασίλειο της Αιγύπτου βρισκόταν πια σε παρακμή, ύστερα από τις μακροχρόνιες και συνεχείς φιλονικίες και συνωμοσίες, τα εγκλήματα και την ηθική τους πτώση. Στην πραγματικότητα και η ίδια η Αίγυπτος βρισκόταν ήδη υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων.

Την προσφορά της Κύπρου στην Κλεοπάτρα την Ωραία και στα παιδιά της είχε επαναλάβει, μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα, ο Μάρκος Αντώνιος. Ο τελευταίος, αιχμάλωτος της γοητείας της Κλεοπάτρας, κατηγορήθηκε στη Ρώμη ότι φιλοδοξούσε να ιδρύσει δική του αυτοκρατορία στην Ανατολή και ότι ενεργούσε ενάντια στα ρωμαϊκά συμφέροντα. Η σύγκρουσή του με τη Ρώμη έγινε το 31 π.Χ. στο Άκτιο, όπου ο Οκταβιανός τον νίκησε σε ναυμαχία. Ο Μάρκος Αντώνιος διέφυγε, αλλά η ήττα του ήταν πια οριστική. Και ο ίδιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησαν το 30 π.Χ. Με το θάνατο της Κλεοπάτρας τερματίστηκε και η δυναστεία των Πτολεμαίων Βασιλιάδων της Αιγύπτου. Η Κύπρος ήταν οριστικά, πια, ρωμαϊκή επαρχία.

Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Κύπρο ενδιαφερόμενοι βασικά για τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές και τα προϊόντα της. Ήταν εύφορη όσο κανένα άλλο νησί, όπως σημειώνει και ο Στράβωνας που ζούσε αυτήν ακριβώς την εποχή, παρήγε κρασί, λάδι, ήταν αυτάρκης σε σιτηρά, τα δε μεταλλεία του χαλκού εξακολουθούσαν να είναι αρκετά πλούσια. Έτσι, παρά το ότι οι Κύπριοι υποδέχτηκαν ευνοϊκά τον Κάτωνα (γιατί προτίμησαν να γίνουν φίλοι των Ρωμαίων αντί δούλοι τους, όπως γράφει ο Δίων Κάσσιος), ωστόσο στη συνέχεια η ρωμαϊκή διοίκηση αποδείχτηκε αρκετά σκληρή, η δε από τη μεριά των Ρωμαίων εκμετάλλευση του νησιού υπήρξε άγρια. Πρωτεύουσα εξακολούθησε να είναι η Πάφος, που υπήρξε και η έδρα των Ρωμαίων ανθυπάτων. Το νησί διοικούνταν από ανθυπάτους (κυβερνήτες) που διορίζονταν από τη Ρώμη για σύντομη μόνο υπηρεσία ο καθένας, βοηθούμενοι από διάφορους άλλους αξιωματούχους. Η μη προνομιακή μεταχείριση της Κύπρου από τη Ρώμη οφειλόταν και στο ότι οι Ρωμαίοι θεώρησαν το νησί όχι σύμμαχο χώρα αλλά χώρα που είχε κατακτηθεί. Ωστόσο το Κοινόν Κυπρίων εξακολουθούσε να υπάρχει και να παραμένει αρκετά ισχυρό. Η συμβολή του ήταν σημαντική για την επιτέλεση διαφόρων έργων, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ένα επαρκές οδικό δίκτυο. Η λατρεία των ελληνικών θεοτήτων εξακολουθούσε να ακμάζει, ιδιαίτερα δε της Αφροδίτης. Η κολακεία όμως, την οποία οι Κύπριοι επέδειξαν προς τους Πτολεμαίους τους οποίους και ανακήρυσσαν ως θεούς, επαναλήφθηκε και για μερικούς Ρωμαίους αυτοκράτορες. Λαμπρά οικοδομήματα είχαν ανεγερθεί, όπως οι ρωμαϊκές επαύλεις που αποκαλύπτονται από τις ανασκαφές στην Πάφο. Επίσης, σε χρήση βρισκόταν η ελληνική γλώσσα, που απαντάται και στις πάμπολλες επιγραφές, και στις παραστάσεις των θαυμασίων ψηφιδωτών δαπέδων που κοσμούσαν τις ρωμαϊκές επαύλεις (είναι αξιοσημείωτο ότι και η θεματογραφία των ψηφιδωτών είναι παρμένη βασικά από την ελληνική μυθολογία), ακόμη και στα νομίσματα.

Η κοινωνική ζωή στις κυπριακές πόλεις κυλούσε ομαλά. Οι πόλεις ήταν κοσμημένες με θέατρα, ωδεία, στάδια, ιππόδρόμους, αγορές, γυμνάσια, ναούς και άλλα λαμπρά οικοδομήματα. Στην κυπριακή ύπαιθρο τα πράγματα ήταν χειρότερα και οι κάτοικοι είτε ταλαιπωρούνταν στα μεταλλεία, είτε ιδρωκοπούσαν στα χωράφια. Η Πάφος, παρά τη μεγάλη της αίγλη, σαν πρωτεύουσα, δεν επισκίασε εντελώς την αντίπαλό της Σαλαμίνα που, σε μερικούς τουλάχιστον τομείς (όπως ο πολιτιστικός) φαίνεται ότι εξακολουθούσε να έχει τα πρωτεία, τούτο δε αποδεικνύεται και από τα σημαντικά δημόσια οικοδομήματά της που έχουν αποκαλυφτεί όπως το θέατρό της (χωρητικότητας 15.000 περίπου θεατών) και το γυμνάσιό της, που και τα δύο είναι από τα μεγαλύτερα της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο το 77/78 μ.Χ. τόσο η Σαλαμίνα όσο και η Πάφος και άλλα μέρη του νησιού χτυπήθηκαν από καταστρεπτικούς σεισμούς. Η Πάφος ανοικοδομήθηκε και με βοήθεια του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και του γιου του Τίτου. Ανοικοδομήθηκε επίσης η Σαλαμίνα με αυτοκρατορική βοήθεια (των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού) και κοσμήθηκε λαμπρά. Ο ναός του Δία στη Σαλαμίνα εξακολούθησε να διατηρεί την αίγλη του. Η πόλη όμως αυτή πληγώθηκε και πάλι σοβαρά το 116 μ.Χ. εξαιτίας της εξέγερσης των Εβραίων που ζούσαν σε αυτήν. Η εξέγερση ήταν παράλληλη με εβραϊκές εξεγέρσεις σε άλλα μέρη εκτός Κύπρου. Η Σαλαμίνα έπαθε τρομερές καταστροφές. Αναφέρεται μάλιστα σε μια πηγή ότι οι νεκροί από τις ταραχές ανέρχονταν στον εφιαλτικό αριθμό των 240.000.

Οι ταραχές και οι καταστροφές πιθανότατα είχαν επεκταθεί και πέρα από τη Σαλαμίνα, αφού ισχυρές παροικίες Εβραίων ζούσαν και στις λοιπές πόλεις. Αποτέλεσμα της συμφοράς ήταν η έκδοση διατάγματος που απαγόρευε πια την παρουσία Εβραίων στην Κύπρο, οποιοσδήποτε δε Εβραίος έφτανε στο νησί, έστω και ναυαγός, καταδικαζόταν σε θάνατο. Το διάταγμα όμως αυτό ανακλήθηκε αργότερα. Η Σαλαμίνα, που έπαθε τις πιο εκτεταμένες καταστροφές, ανοικοδομήθηκε με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Αδριανού. Μεταξύ των άλλων κυπριακών πόλεων σημαντικότερες εξακολουθούσαν να είναι το Κίτιον, η Αμαθούς, το Κούριον, οι Σόλοι και η Λάπηθος, δηλαδή οι παραλιακές πόλεις του νησιού.

Το συγκλονιστικότερο γεγονός που συνέβη κατά την περίοδο της κατοχής της Κύπρου από τους Ρωμαίους, εκείνο που έμελλε να έχει βαθύτατη επίδραση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής στο νησί και που έμελλε να διαφοροποιήσει ριζικά για μια ακόμη φορά το χαρακτήρα του, ήταν η διάδοση του Χριστιανισμού. Το μήνυμα της νέας θρησκείας είχε εισαχθεί ήδη από νωρίς στο νησί όπου στις διάφορες πόλεις του υπήρχαν ισχυρές παροικίες Εβραίων. Τη νέα θρησκεία καθιέρωσαν, ωστόσο με τις περιοδείες τους στην Κύπρο κατά τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, συνοδευόμενοι και από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Ιδιαίτερα ο Βαρνάβας θεωρείται και τιμάται ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου και ως ο πρώτος της αρχιεπίσκοπος. Γι' αυτό και η Κυπριακή Εκκλησία αναφέρεται και ως Εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα, ο δε αρχιεπισκοπικός θρόνος της αναφέρεται και ως θρόνος του Αποστόλου Βαρνάβα.

Ο Βαρνάβας ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς αποστόλους και, κατά την αρχαία παράδοση ο κορυφαίος των Εβδομήκοντα. Καταγόταν από εύπορη εβραϊκή οικογένεια της Κύπρου.

Όνομα: Το αρχικό του όνομα ήταν Ιωσής (Πράξεις Αποστόλων,4.36), ή Ιωσήφ (αγ. Επιφάνιος, Κατά Αιρέσεων Α',30.25, μετονομάστηκε δε σε Βαρνάβα από τους αποστόλους, επειδή είχε συνδράμει οικονομικά το αποστολικό τους έργο. Το όνομα Βαρνάβας σημαίνει υιός παρακλήσεως (παρηγοριάς) (Πράξεις, 4.36), από τις λέξεις βάρ (=υιός) και νεβουά (=προφητεία, παράκλησις [παρηγοριά]) .

Η ζωή του: Όπως συνάγεται από διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα, ο απόστολος Βαρνάβας ήταν Κύπριος (Κύπριος τω γένει, αναφέρεται στις Πράξεις,4.36), αλλά Λευίτης. Όπως διευκρινίζει ο άγιος Επιφάνιος (Κατά Αιρέσεων), επειδή ο Βαρνάβας ήταν Κύπριος τούτο δε σημαίνει ότι δεν καταγόταν από το γένος Λευί, από το οποίο καταγόταν και ο απόστολος Παύλος, ο οποίος ήταν από την Ταρσό. Και τούτο γιατί στα χρόνια του Αντιόχου του Επιφανούς και σε άλλες εποχές, πολλοί αιχμάλωτοι είχαν μεταφερθεί σε άλλους τόπους όπου παρέμειναν, μακριά από τη δική τους πατρίδα. Όπως δε αναφέρει και ο Αλέξανδρος ο Μοναχός στο Εγκώμιον εις άγιον Βαρνάβαν τον απόστολον, αυτός καταγόταν από την ευλογημένη φυλή του Λευί, από την οποία κατάγονταν και οι μεγάλοι προφήτες Μωυσής και Ααρών, η οικογένεια δε του Βαρνάβα καταγόταν από τον προφήτη Σαμουήλ. Οι πρόγονοι του Βαρνάβα αναγκάστηκαν, εξαιτίας των πολέμων, να μεταναστεύσουν στην Κυπρίων χώραν, όπου ζούσαν ειρηνικά και πολύ πλούσια, και ήταν αφοσιωμένοι στο Μωσαϊκό Νόμο. Ωστόσο η οικογένεια του Βαρνάβα διατηρούσε μεγάλη περιουσία και στα Ιεροσόλυμα, κοντά δε στην πόλη διέθετε μεγάλο αγρόκτημα. Το αγρόκτημα αυτό πουλήθηκε αργότερα από το Βαρνάβα, όπως αναφέρεται στις Πράξεις, τα δε χρήματα που εισπράχτηκαν δόθηκαν στους αποστόλους.

Στα Ιεροσόλυμα ο Βαρνάβας συνάντησε το Χριστό, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος μοναχός στο Εγκώμιον, που τον είδε να κάνει εκεί θαύματα και "παράδοξα πράγματα" στο ναό. Αμέσως ο Βαρνάβας έπεσε στα πόδια του Ιησού και ζήτησε την ευλογία του.

Ο Βαρνάβας αμέσως μετέδωσε τη δική του πίστη στο Χριστό στη θεία του Μαρία, τη μητέρα του Ιωάννου (Μάρκου) . Αναφέρεται πως ο τελευταίος ήταν ξάδελφος του Βαρνάβα, ενώ ο απόστολος Παύλος ονομάζει τον ευαγγελιστή Μάρκο ανιψιό του Βαρνάβα. Η συγγένεια του Βαρνάβα με τον Ιωάννη Μάρκο δικαιολογεί και τις μεταξύ τους στενές σχέσεις.

Στο σπίτι της μητέρας του Μάρκου, της Μαρίας (χήρας ίσως τότε) φιλοξενήθηκε ο Χριστός αρκετές φορές, μαζί με τους μαθητές του, εκεί δε συνέβησαν μερικά από τα σημαντικά γεγονότα του Ευαγγελίου, όπως ο μυστικός δείπνος και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Η Μαρία συγγενής του Βαρνάβα, διαδραμάτισε επίσης σπουδαίο ρόλο στη ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στα Ιεροσόλυμα.

Σύμφωνα με το Εγκώμιόν του, ο Βαρνάβας ήταν συμφοιτητής του Παύλου στο Γαμαλιήλ, πράγμα που σημαίνει ότι οι δύο απόστολοι γνωρίζονταν από πριν. Η παράδοση αυτή δικαιολογεί τις μεταγενέστερες στενές τους σχέσεις.

Μετά το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ο Βαρνάβας ήταν μεταξύ των μαθητών που ανέπτυξαν σημαντική αποστολική δράση. Το γεγονός ότι στις Πράξεις των Αποστόλων μνημονεύεται μόνο η ενέργεια του Βαρνάβα να πουλήσει το κτήμα του και να διαθέσει τα χρήματα για το αποστολικό έργο, οδηγεί στην ερμηνεία ότι ο Βαρνάβας είχε πρωτοστατήσει στην οργάνωση του κοινοτικού βίου της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας.

Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται στο θάνατο του αποστόλου Βαρνάβα. Όμως όλες οι μεταγενέστερες παραδόσεις συμφωνούν ότι μαρτύρησε στη Σαλαμίνα της Κύπρου, όπου και θάφτηκε.

Το αποστολικό του έργο: Το αποστολικό έργο του Βαρνάβα, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, άρχισε μετά το λιθοβολισμό και θάνατο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Η πρώτη αποστολή που ανατέθηκε σε αυτόν ήταν να πάει από την Ιερουσαλήμ στην Αντιόχεια για διευκρίνιση της είδησης ότι εκεί μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι είχαν κηρύξει για πρώτη φορά το χριστιανισμό σε Έλληνες. Η ανάθεση από τους αποστόλους αυτού του έργου στο Βαρνάβα δεν ήταν τυχαία αφού εκείνοι που είχαν διδάξει στην Αντιόχεια ήταν κυρίως συμπατριώτες του Κύπριοι.

Η αποστολή του Βαρνάβα στην Αντιόχεια, όπως γίνεται συνήθως δεκτό, ήταν αποτέλεσμα αμφιβολιών των αποστόλων για το θεμιτό ή όχι του κηρύγματος της χριστιανικής διδασκαλίας στους Έλληνες (δηλαδή σε μη Εβραίους) . Ο Βαρνάβας πήγε στην Αντιόχεια και αφού ήρθε σε επαφή με τους εκεί πρώτους ελληνιστές Χριστιανούς, ενέκρινε τις ενέργειές τους. Η προθυμία μάλιστα με την οποία ενέκρινε την επέκταση του χριστιανικού κηρύγματος στην Αντιόχεια, ερμηνεύεται ως πράξη που φανερώνει την ευρύτητα πνεύματος του Βαρνάβα και ανάλογης με αυτό αντίκρυσης από τον ίδιο του αποστολικού και χριστιανικού έργου, και ότι ο Βαρνάβας ανήκε στον κύκλο των ελληνιστών. Στην ευρεία αντίληψη του Βαρνάβα γίνεται δεκτό ότι οφείλεται και η μετέπειτα τόσο σημαντική αποστολική δράση του Παύλου, τον οποίο ο Βαρνάβας συνάντησε τότε στην Ταρσό και πήρε μαζί του στην Αντιόχεια. Ο Βαρνάβας επίσης ήταν εκείνος που έφερε σε επαφή τον Παύλο με τους αποστόλους και έπεισε τους τελευταίους να τον δεχτούν, εγκαταλείποντας τη δικαιολογημένη καχυποψία τους από την προγενέστερη αντιχριστιανική δράση του Παύλου. Στην Αντιόχεια, μεταξύ άλλων, οι Βαρνάβας και Παύλος συγκέντρωσαν χρήματα από έρανο μεταξύ των πρώτων Χριστιανών, που τα έστειλαν στη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, ενισχύοντας την.

Στην Αντιόχεια ο Βαρνάβας τέθηκε επικεφαλής ενός σημαντικού κύκλου "διδασκάλων και προφητών", στον οποίο ανήκαν ο Παύλος, ο Νίγερ, ο Λούκιος, ο Κυρηναίος, ο Μαναής και άλλοι. Το Βαρνάβα ακολουθούσε επίσης και ο Ιωάννης Μάρκος. Εκεί στην Αντιόχεια αποφασίστηκε από αυτούς η επέκταση της χριστιανικής διδασκαλίας και από εκεί άρχισαν τις αποστολικές τους περιοδείες οι Βαρνάβας και Παύλος. Στην Αντιόχεια τότε φαίνεται ότι εκχριστιανίστηκαν και ο Μνάσων, μετέπειτα επίσκοπος Ταμασσού, και ο φίλος του Θεωνάς, προφανώς και οι δύο Εβραίοι ελληνιστές, όπως και άλλοι Κύπριοι που κήρυξαν στην Αντιόχεια τότε. Το γεγονός ότι επιλέχτηκε πρώτη η Κύπρος, πατρίδα του Βαρνάβα, για την επέκταση του κηρύγματος των αποστόλων, καθώς και το ότι στις Πράξεις των Αποστόλων το όνομα του Βαρνάβα αναφέρεται συχνότερα πρώτο, φανερώνουν ότι η πρωτοβουλία ανήκε μάλλον σε αυτόν. Εξάλλου, ότι ο Βαρνάβας θεωρούνταν ως ο αρχηγός της αποστολής καταδεικνύεται και από την εντύπωση που σχημάτισαν οι ειδωλολάτρες της Λύστρας, οι οποίοι είδαν το Βαρνάβα ως Δία, το δε Παύλο ως Ερμή.

Από την Αντιόχεια οι δύο απόστολοι ήρθαν στην Κύπρο, περιόδευσαν δε το νησί από τη Σαλαμίνα μέχρι την Πάφο, κηρύττοντας τόσο σε Έλληνες όσο και σε Ιουδαίους. Στη συνέχεια, οι Βαρνάβας και Παύλος (χωρίς το Μάρκο που δείλιασε και αποχώρησε) περιόδευσαν την Παμφυλία (Πέργη, Αττάλεια), την Πισιδία (Αντιόχεια, Ικόνιον) και τη Λυκαονία (Λύστρα, Δέρβη) . Στα μέρη αυτά ίδρυσαν χριστιανικές κοινότητες, τις πρώτες σημαντικές έξω από την Παλαιστίνη, όχι χωρίς μεγάλες δυσκολίες που προέκυψαν κυρίως από την ισχυρή αντίδραση Ιουδαίων εμπόρων.

Με την επιστροφή τους στην Αντιόχεια, οι δύο απόστολοι αντιμετώπισαν το πρόβλημα που προέκυψε σχετικά με τον τρόπο εισδοχής των Εθνικών στη χριστιανική Εκκλησία, κατά πόσο δηλαδή η εισδοχή τους θα έπρεπε να συνεπαγόταν και την τήρηση από αυτούς του Μωσαϊκού Νόμου, πράγμα που θα υποβίβαζε τη χριστιανική διδασκαλία σε απλή αίρεση του Ιουδαϊσμού. Στην αποστολική σύνοδο που ασχολήθηκε με το ζήτημα (47 ή 48 μ.Χ.), οι Βαρνάβας και Παύλος επέβαλαν τις δικές τους φιλελεύθερες απόψεις, σημαντικές για την εξάπλωση του Χριστιανισμού, αν και λίγο αργότερα ο Βαρνάβας τήρησε για ένα διάστημα διαλλακτική στάση (ακολουθώντας το παράδειγμα του Πέτρου), με αποτέλεσμα να επικριθεί έντονα από τον Παύλο.

Ο Παύλος σχεδίασε τότε νέα επίσκεψή τους στις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας και ο Βαρνάβας πρότεινε να πάρουν μαζί τους και τον Ιωάννη Μάρκο. Ο Παύλος αρνήθηκε να συνεργαστεί με το Μάρκο (γιατί ο τελευταίος τους είχε εγκαταλείψει κατά την πρώτη τους περιοδεία στην Παμφυλία), και έτσι οι δύο απόστολοι χώρισαν. Ο Παύλος συνέχισε μόνος το δικό του έργο και ο Βαρνάβας, συνοδευόμενος από το Μάρκο, ήρθε ξανά στην Κύπρο.

Η δεύτερη επίσκεψη του Βαρνάβα στην Κύπρο είναι και η τελευταία σαφής σ' αυτόν αναφορά στην Καινή Διαθήκη. Μια ασαφής αναφορά στη Β' Προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, ίσως σημαίνει και νέα, σύντομη συνεργασία του με το Βαρνάβα γύρω στο 56 μ.Χ.

Μεταγενέστερες αναφορές και παραδόσεις μιλούν για αποστολικό έργο του Βαρνάβα και δράση του στην Κύπρο, στην Αλεξάνδρεια, στο Μεδιόλανον (σημερινό Μιλάνο) και στη Ρώμη. Έτσι, μεταξύ άλλων, τα Κλημέντεια (4ος μ.Χ. αι.) μιλούν για δραστηριότητες του Βαρνάβα στη Ρώμη όταν ακόμη ο Χριστός βρισκόταν στη ζωή, καθώς και στην Αλεξάνδρεια. Επίσης το (αιρετικό) σύγγραμμα Περίοδοι και μαρτύριον Βαρνάβα αναφέρεται στη δράση του αποστόλου στη Σαλαμίνα της Κύπρου και περιγράφει το εκεί μαρτύριό του. Ο Ψευδοδωρόθεος (Κατάλογοι Αποστόλων) και ο Ψευδοϊερώνυμος (Ad Chromatium et Heliodorum) αναφέρονται και σε δραστηριότητα του Βαρνάβα στο Μεδιόλανον. Η Datiana Historia (9ος μ.Χ. αι.) αναφέρει ότι ο Βαρνάβας πήγε στη Ρώμη αμέσως μετά το χωρισμό του από τον Παύλο (48 ή 49 μ.Χ.) και τον θεωρεί ως τον πρώτο που κήρυξε το Χριστιανισμό στην ίδια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.

Η δράση του Βαρνάβα στην Κύπρο

Οι Πράξεις των Αποστόλων καθώς και άλλα μεταγενέστερα εκκλησιαστικά συγγράμματα, αναφέρουν δύο ιεραποστολικές επισκέψεις του Βαρνάβα στην Κύπρο, κατά τις οποίες κηρύχτηκε στο νησί συστηματικά η χριστιανική διδασκαλία και θεμελιώθηκε η Κυπριακή Εκκλησία. Κατά την πρώτη περιοδεία στο νησί, μαζί με το Βαρνάβα ήταν και ο απόστολος Παύλος, τους συνόδευε δε ο ανιψιός του Βαρνάβα ευαγγελιστής Μάρκος. Κατά τη δεύτερη περιοδεία ο Βαρνάβας συνοδευόταν από το Μάρκο.

Οι πρώτες απηχήσεις της νέας θρησκείας είχαν φτάσει στην Κύπρο από το 33 μ.Χ., και σύμφωνα με τις Πράξεις (11.19) ο Χριστιανισμός είχε κηρυχτεί στο νησί: αλλά μόνο σε Ιουδαίους που κατοικούσαν εδώ, από άλλους οι οποίοι μετά το μαρτύριο του Στεφάνου, είχαν διασκορπιστεί στη Φοινίκη, στην Αντιόχεια και στην Κύπρο. Ωστόσο η συστηματική και μεθοδική διδασκαλία του Χριστιανισμού έγινε από το Βαρνάβα και τον Παύλο 15 χρόνια αργότερα.

Κατά την πρώτη τους περιοδεία (άνοιξη του 45 μ.Χ. κ.ε.) οι δύο απόστολοι, συνοδευόμενοι από το Μάρκο, ξεκίνησαν από την Αντιόχεια, πήγαν στη Σελεύκεια, και από εκεί, με καράβι, ταξίδεψαν για την Κύπρο με πρώτο τους σταθμό τη Σαλαμίνα. Στη μεγάλη αυτή πόλη της Κύπρου δίδαξαν αρχικά σε συναγωγές Ιουδαίων και στη συνέχεια, όπως αναφέρεται στις Πράξεις (13.5) δίδαξαν διελθόντες την νήσον άχρι Πάφου. Οι Πράξεις συμπυκνώνουν την πορεία των δύο αποστόλων και του Μάρκου στην Κύπρο, αλλά η κυπριακή παράδοση έχει πολλές εκδοχές που δύσκολα συμβιβάζονται μεταξύ τους. Μια εκδοχή μιλά για διέλευσή τους από τη Σαλαμίνα ακολουθώντας αντίστροφα τον ποταμό Πηδιά προς την Ταμασσό και απ' εκεί στους Σόλους. Άλλη εκδοχή μιλά για πορεία από τη Σαλαμίνα προς το Κίτιον (όπου συνάντησαν τον άγιο Ηρακλείδιο) . Τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι στο Κίτιο οι απόστολοι συνάντησαν και τον άγιο Λάζαρο τον οποίο χειροτόνησαν επίσκοπο της πόλης. Τέταρτη εκδοχή, της περιοχής Πάφου, μιλά για πορεία των αποστόλων μέσω Ολύμπου, προς τα Μέσανα, τη Σαλαμιού, τον Άγιο Ιωάννη, τα Βρέτσια, την Παναγιά και την Πάφο. Πέμπτη εκδοχή αναφέρει διέλευσή τους από την Ταμασσό προς τη Σολιά, το Παλαιοχώρι, τον Αγρό, τον Κάτω Μύλο και τη Λαμπαδού (ή Λαμπαδιστού) όπου συνάντησαν τον άγιο Ηρακλείδιο. Έκτη εκδοχή αναφέρει διέλευσή τους από το Κίτιον, την Ταμασσό, τους Σόλους, τη Μαραθάσα και, τελικά, κατάληξή τους στην Πάφο.

Εκεί που δεν υπάρχει αμφιβολία είναι ότι οι απόστολοι έφτασαν με καράβι στην Σαλαμίνα και αναχώρησαν με καράβι από την Πάφο. Υπάρχουν και άλλες παραλλαγές ως προς την πορεία τους στην Κύπρο και τα μέρη που επισκέφτηκαν, που δείχνουν τη σημασία που απέδωσε ο λαός στην επίσκεψή τους. Το πιο πιθανό είναι ότι οι απόστολοι ακολούθησαν στην Κύπρο διαδρομή του ρωμαϊκού οδικού δικτύου που και αυτό όμως παρέχει πολλές δυνατότητες. Στην Πάφο ο απόστολος Παύλος έκανε το γνωστό θαύμα, τυφλώνοντας προσωρινά το μάγο και ψευδοπροφήτη Βαριησού (ή Ελύμα), με αποτέλεσμα να δεχτεί πια ανεπιφύλακτα τη χριστιανική διδασκαλία ο διανοούμενος Ρωμαίος ανθύπατος (κυβερνήτης) της Κύπρου Σέργιος Παύλος. Έτσι, η Κύπρος υπήρξε η πρώτη χώρα που κυβερνήθηκε από Χριστιανό. Στην Πάφο, η τοπική παράδοση θέλει τον απόστολο Παύλο να έχει υποστεί και το μαρτύριο των "σαράντα παρά ένα" ραβδισμών.

Εκτός από τη Σαλαμίνα και την Πάφο, αναφέρονται επισκέψεις των δύο αποστόλων και σε αρκετά άλλα μέρη της Κύπρου. Στις Περιόδους του Βαρνάβα αναφέρεται ότι οι δύο απόστολοι επισκέφτηκαν την πόλιν Λαμπαδιστού, όπου φιλοξενήθηκαν από τον Τίμωνα. Εκεί συνάντησαν και τον Ηράκλειο, ο οποίος καταγόταν από την Ταμασσό και που είχε συναντηθεί με τους δύο αποστόλους και πιο πριν στο Κίτιον. Αφού ο Βαρνάβας τον βάπτισε, μετονομάζοντας τον σε Ηρακλείδιο, τον χειροτόνησε επίσκοπο Ταμασσού, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα το μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου.

Άλλος Κύπριος που αναφέρεται ότι χειροτονήθηκε επίσκοπος από το Βαρνάβα και τον Παύλο (στην Αντιόχεια), ήταν ο Αριστοκλειανός, λεπρός που αποθεραπεύτηκε, και υπηρέτησε στο χωριό του, κοντά στην Αμαθούντα.

Από την Πάφο οι δύο απόστολοι έφυγαν, με πλοίο, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος για την Πέργη της Παμφυλίας.

Κατά τη δεύτερη αποστολική του περιοδεία στην Κύπρο, ο Βαρνάβας συνοδευόταν από τον ανιψιό του Μάρκο, ήρθε δε στο νησί από την Αντιόχεια μετά τη διαφωνία και το χωρισμό του από τον Παύλο.

Όπως αναφέρεται στις Περιόδους Βαρνάβα, αυτός μαζί με το Μάρκο πήγαν από την Αντιόχεια στη Λαοδίκεια και εκεί βρήκαν καράβι για την Κύπρο, όπου έφτασαν νύχτα και αποβιβάστηκαν στον Κρομμυακίτη (Κορμακίτη) . Εκεί φιλοξενήθηκαν από δύο υπηρέτες των ειδωλολατρικών ιερών, τον Αρίστωνα και τον Τίμωνα. Την επόμενη μέρα πήγαν στη Λάπηθο, όμως δεν τους επιτράπηκε η είσοδος στην πόλη επειδή γινόταν μια ειδωλολατρική τελετή. Φεύγοντας από εκεί πήγαν στα βουνά, στην πόλη Λαμπαδιστού, όπου τοποθετείται το επεισόδιο χειροτονίας του αγίου Ηρακλειδίου που αναφέρθηκε πιο πάνω, ως συμβάν της πρώτης περιοδείας, κατά κάποια σύγχυση της παράδοσης.

Στο Βίο και Πολιτεία του Όσίου πατρός Ηρακλείδου αναφέρεται ότι ο άγιος Ηρακλείδιος βαπτίστηκε από το Βαρνάβα στον ποταμό του Σολίου (Σολέας) και συνόδευσε τον απόστολο στον Κορμακίτη και στην Ταμασσό.

Στη συνέχεια οι Περίοδοι αναφέρουν ότι οι Βαρνάβας και Μάρκος ανέβηκαν στο βουνό που λεγόταν Χιονώδες (Τρόοδος) και από εκεί κατηφόρισαν προς την Παλαίπαφο. Όμως εκεί συνάντησαν το Βαριησού (Ελύμα) ο οποίος αναγνώρισε το Βαρνάβα που γνώριζε βέβαια από την προηγούμενη περιοδεία του, και έδρασε ώστε να μη του επιτραπεί η είσοδος στην πόλη. Έτσι ο Βαρνάβας κι ο Μάρκος, μαζί με το Ρόδωνα που ήταν σκλάβος και έγινε Χριστιανός, πήγαν στο Κούριον. Πλησιάζοντας την πόλη αυτή, ο Βαρνάβας συνάντησε μία αισχρή ειδωλολατρική πομπή στην οποία συμμετείχαν πλήθος γυμνοί άντρες και γυναίκες (προφανώς επρόκειτο για γυμνικούς αγώνες στο στάδιο της πόλης) . Τότε ο απόστολος καυτηρίασε το θέαμα που είδε, και ταυτόχρονα γκρεμίστηκε το δυτικό τμήμα (των τειχών της πόλης;) με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και να τραυματιστούν πολλοί, ενώ οι υπόλοιποι ειδωλολάτρες κατέφυγαν στο ιερό του Απόλλωνα. Στο μεταξύ κατέφτασε εκεί και ο Βαριησούς, που ξεσήκωσε τους Ιουδαίους της πόλης και εμπόδισε την είσοδο του Βαρνάβα σε αυτήν.

Την επόμενη μέρα οι Βαρνάβας και Μάρκος έφτασαν σε ένα χωριό κοντά στην Αμαθούντα, όπου φιλοξενήθηκαν από τον Αριστοκλειανό. Αργότερα πήγαν στην Αμαθούντα όπου γίνονταν επίσης ειδωλολατρικές τελετές, όμως ο Βαριησούς που τους κυνηγούσε συνεχώς, ξεσήκωσε πάλι τους Ιουδαίους της πόλης και παρεμπόδισε ξανά την είσοδό τους σε αυτήν.

Αφού τελικά πήγαν στο Κίτιον, όπου και εκεί γίνονταν τελετές στον ιππόδρομο και κανένας δεν τους δέχτηκε, μπάρκαραν σε καράβι και παραπλέοντας την ακτή έφτασαν στη Σαλαμίνα. Μαζί τους ήταν και ο Τίμωνας.

Ο θάνατος του Βαρνάβα: Σχετικά με το μαρτυρικό θάνατο του Βαρνάβα στη Σαλαμίνα, γύρω στο 57 μ.Χ., οι Περίοδοι αναφέρουν ότι ο απόστολος, όταν έφτασε εκεί από το Κίτιον, βρήκε να γίνονται στην πόλη ειδωλολατρικές τελετές. Πήγε τότε στην συναγωγή και άρχισε να διδάσκει τους Ιουδαίους. Ύστερα από δύο μέρες κατέφτασε ο Βαριησούς, που κατόρθωσε να ξεσηκώσει και τους Ιουδαίους της Σαλαμίνας, οι οποίοι συνέλαβαν τον απόστολο. Τον έδεσαν με σχοινί από το λαιμό και αφού τον έσυραν από τη συναγωγή προς τον ιππόδρομο της πόλης, τον έβγαλαν έξω από τα τείχη όπου τον έκαψαν. Στο βίο του αγίου Αυξιβίου δίνεται η πληροφορία ότι ο Μάρκος γλύτωσε από τους Ιουδαίους της Σαλαμίνας που τον καταδίωξαν, και παρέμεινε κρυμμένος σε μια σπηλιά για τρεις μέρες. Αργότερα, μαζί με τον Τίμωνα και το Ρόδωνα, πήγε στο Λιμνίτη. Εκεί ο Μάρκος χειροτόνησε επίσκοπο τον άγιο Αυξίβιο, ο οποίος μόλις είχε φτάσει από τη Ρώμη, και τον διόρισε στην πόλη των Σόλων. Από εκεί ο Μάρκος με αιγυπτιακό πλοίο, πήγε στην Αλεξάνδρεια.

Ο Αλέξανδρος μοναχός, στο Εγκώμιον εις Βαρνάβαν αναφέρει ότι ο θάνατος του αποστόλου στην Σαλαμίνα είχε γίνει με λιθοβολισμό του από τους Ιουδαίους της Συρίας οι οποίοι τον είχαν συλλάβει και τον είχαν φυλακίσει στη συναγωγή μέχρι να πέσει το βράδυ. Μετά το θάνατό του έκαψαν το σώμα του, για να μη βρεθεί κανένα ίχνος του.

Στις Περιόδους του Βαρνάβα (Αcta Barn.,23-25), αναφέρεται ακόμη ότι τη στάχτη από το λείψανο του αποστόλου την μάζεψαν οι εκτελεστές του σε ένα σεντόνι που το σφράγισαν με μολύβι, και σκόπευαν να το ρίξουν στη θάλασσα. Όμως ο Μάρκος, μαζί με τον Τίμωνα και το Ρόδωνα, κατόρθωσαν να το πάρουν τη νύχτα και να το θάψουν σε μια σπηλιά κοντά στην πόλη, εκεί όπου προηγουμένως κατοικούσε το έθνος των Ιεβουσαίων. Και μαζί με τη στάχτη από το σώμα του αποστόλου τοποθέτησαν εκεί και το ιερό Ευαγγέλιο που ο Βαρνάβας είχε πάρει από το Ματθαίο.

Η ανεύρεση του λειψάνου: Σύμφωνα με την κυπριακή εκκλησιαστική παράδοση, τον τάφο του αποστόλου Βαρνάβα, το λείψανό του καθώς και το Ευαγγέλιο βρήκε ύστερα από όραμα ο αρχιεπίσκοπος Σαλαμίνας - Κωνσταντίας Ανθέμιος (γύρω στο 488 μ.Χ.) σε μια κρίσιμη για την Κυπριακή Εκκλησία στιγμή, όταν η Εκκλησία της Αντιόχειας, δια του πατριάρχη της Πέτρου Γναφέως, ζητούσε τον έλεγχο της Κυπριακής, με τη δικαιολογία ότι η τελευταία είχε δεχτεί το χριστιανισμό από την Αντιόχεια. Το Ευαγγέλιο που βρήκε στον τάφο του Βαρνάβα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη ο αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος, αποδεικνύοντας πανηγυρικά την αποστολικότητα της Κυπριακής Εκκλησίας (που είχε ιδρυθεί από απόστολο, το Βαρνάβα) . Καθιερώθηκε έτσι οριστικά το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (474-491 μ.Χ.), ενώ ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου πήρε και τα τρία γνωστά αυτοκρατορικά προνόμια που διατηρεί μέχρι σήμερα, δηλαδή:

* να υπογράφει με κόκκινο μελάνι,

* να φορά αυτοκρατορικό μανδύα και

* να κρατά αυτοκρατορικό σκήπτρο.

Η παράδοση αναφέρει ακόμη ότι το λείψανο του Βαρνάβα μεταφέρθηκε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, όπου τοποθετήθηκε στο ναό του Αγίου Στεφάνου. Δυτικές παραδόσεις μιλούν για μεταφορά του στο Μεδιόλανον της Ιταλίας, ενώ και στο μοναστήρι του αποστόλου στην Κύπρο πιστεύεται ότι φυλάσσονταν.

Συγγράμματα: Διάφορα συγγράμματα που κυκλοφόρησαν κατά την αρχαιότητα, αποδόθηκαν στον απόστολο Βαρνάβα. Από αυτά το πιο σημαντικό είναι η λεγόμενη Επιστολή Βαρνάβα, η οποία περιλαμβάνεται μεν μεταξύ των συγγραμμάτων των αποστολικών Πατέρων, αλλά γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό ότι δε γράφτηκε από το Βαρνάβα. Η επιστολή θεωρείται ότι γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια μετά το 70 μ.Χ., δηλαδή 13 τουλάχιστον χρόνια μετά το θάνατο του Βαρνάβα.

Μνημονεύεται επίσης στον κατάλογο του Γελασίου ένα απόκρυφο Ευαγγέλιο, ως σύγγραμμα του αποστόλου Βαρνάβα, δεν έχει όμως διασωθεί και αποδίδεται σε αιρετικούς.

Κατά το 15ο αιώνα παρουσιάστηκε ένα χειρόγραφο, που κυκλοφόρησε αργότερα στην ιταλική γλώσσα, ως μουσουλμανικό ευαγγέλιο του Βαρνάβα. Το σύγγραμμα τούτο, άγνωστου συγγραφέα, υποστηρίζει ότι ο αληθινός Μεσσίας ήταν ο Μωάμεθ και ο Ιησούς ήταν ο πρόδρομός του.

Τέλος ένα αμβροσιανό χειρόγραφο του 11ου αιώνα αναφέρει παλαιότερη παράδοση η οποία περιλαμβάνει και το Βαρνάβα μεταξύ των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί μελετητές με βάση την παράδοση αυτή, απέδωσαν στο Βαρνάβα την Προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου.

Μνήμη Βαρνάβα: Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος μοναχός (Εγκώμιον εις Βαρνάβαν,4.46), ορίστηκε η ένδοξη μνήμη του τρισμακαρίου αποστόλου και γενναίου μάρτυρος Βαρνάβα να γιορτάζεται κάθε χρόνο: Στις 11 του Ιούνη σύμφωνα με το ημερολόγιο των Ρωμαίων, στις 11 του Μεσωρούς κατά το ημερολόγιο των κατοίκων της Σαλαμίνας - Κωνσταντίας και στις 19 του Ηληθυπάτου, κατά το ημερολόγιο των Παφίων.

Η μνήμη του αποστόλου Βαρνάβα γιορτάζεται σήμερα τόσο κατά το ανατολικό όσο και κατά το δυτικό εορτολόγιο, στις 11 του Ιούνη. Ιδιαίτερα τιμάται ο απόστολος Βαρνάβας στην Κύπρο, όπου ένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια είναι αφιερωμένο σε αυτόν και βρίσκεται κτισμένο κοντά στην αρχαία Σαλαμίνα, εκεί όπου ο απόστολος πιστεύεται ότι θάφτηκε. Το μοναστήρι βρίσκεται στην περιοχή της Κύπρου που τελεί από το 1974 κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή.

Παρά το ότι σημειώθηκαν και στην Κύπρο σκληροί διωγμοί Χριστιανών, αρκετοί από τους οποίους μαρτύρησαν, η Εκκλησία της Κύπρου είχε πιο στελεχωθεί με επισκοπές που έδρευαν σε όλες τις πόλεις, και το 325 μ.Χ. εκπροσωπήθηκε με δικούς της ιεράρχες στη σύνοδο της Νίκαιας.

Ήδη η καινούρια θρησκεία προχωρεί πια προς το θρίαμβο, που δεν αργεί. Το διάταγμα του Μεδιολάνου (Μιλάνου) σχετικά με την ανεξιθρησκία το 313 μ.Χ. αποτέλεσε τη μεγάλη νίκη του Χριστιανισμού. Ταυτόχρονα, ο διαχωρισμός το 330 μ.Χ. της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Ανατολική (με έδρα την Κωνσταντινούπολη) και σε Δυτική (με έδρα τη Ρώμη) ήταν σημαντικό γεγονός που οδήγησε στον τελικό θρίαμβο του Χριστιανισμού, που οριοθετεί και το τέλος της Αρχαιότητας.

Απο την LivePedia.gr

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de