Κύπρος , Κλιματολογία
|
Κλίμα είναι η μέση κατάσταση της ατμόσφαιρας σε μια μεγάλη περιοχή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 30 χρόνια). Η μέση κατάσταση καθορίζεται από τις μέσες τιμές και τις διακυμάνσεις των τιμών των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων, όπως είναι η βροχόπτωση, ο άνεμος, η ηλιοφάνεια, η νέφωση, η ομίχλη, η θερμοκρασία, η υγρασία και η πίεση. Το κλίμα μιας περιοχής εξαρτάται κυρίως από τα καιρικά συστήματα που την επηρεάζουν καθώς και από τη μορφολογία της ίδιας της περιοχής. Η Κύπρος χαρακτηρίζεται από ένα θαυμάσιο μεσογειακό κλίμα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του κλίματος αυτού είναι τα ζεστά και ξηρά καλοκαίρια από τα μέσα του Μάη ως τα μέσα του Σεπτέμβρη και ο βροχερός και ήπιος χειμώνας από το Νοέμβρη μέχρι το Φεβρουάριο. Ενδιάμεσα επικρατούν οι δύο μεταβατικές εποχές, το φθινόπωρο από τα μέσα του Σεπτέμβρη ως το τέλος του Οκτώβρη και η άνοιξη από το Μάρτη ως τα μέσα του Μάη. Το θαυμάσιο ήπιο κλίμα της Κύπρου οφείλεται τόσο στα διάφορα καιρικά συστήματα που την επηρεάζουν όσο και στη μορφολογία του εδάφους της. Η οροσειρά του Τροόδους, με μεγαλύτερο υψόμετρο 1.952 μέτρα, και σε μικρότερο βαθμό η οροσειρά του Πενταδακτύλου, με κορυφές που φτάνουν τα 1.024 μέτρα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μετεωρολογικών συνθηκών στις διάφορες περιοχές του νησιού και στη δημιουργία τοπικών φαινομένων. Η παρουσία επίσης της θάλασσας που περιβάλλει την Κύπρο είναι η αιτία δημιουργίας τοπικών φαινομένων στις παράλιες περιοχές. Καιρικά συστήματα Ο όρος καιρικά ή μετεωρολογικά συστήματα αναφέρεται στις ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια μεγάλη περιοχή της ατμόσφαιρας, όπου οι φυσικές ιδιότητες του ατμοσφαιρικού αέρα και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στην περιοχή είναι χαρακτηριστικά για ορισμένο είδος καιρικών καταστάσεων. Το κλίμα της Κύπρου επηρεάζεται από διάφορα καιρικά συστήματα. Τέτοια συστήματα είναι οι αντικυκλώνες ή συστήματα υψηλής πίεσης, οι κυκλώνες ή υφέσεις ή βαρομετρικά χαμηλά, οι μετωπικές υφέσεις, τα θερμά μέτωπα, τα ψυχρά μέτωπα, οι σφήνες χαμηλής πίεσης και οι σφήνες υψηλής πίεσης. Τα συστήματα αυτά σχετίζονται με τα μεγάλα μόνιμα συστήματα πίεσης του Ατλαντικού, της Αφρικής και της Ευρασίας. Τα μόνιμα αυτά καιρικά συστήματα είναι τα εξής: Το χειμώνα:
Το καλοκαίρι η Κύπρος και γενικά η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου βρίσκονται κάτω από την επίδραση του εποχιακού βαρομετρικού χαμηλού, που έχει το κέντρο του στη νοτιοδυτική Ασία. Αποτέλεσμα της επίδρασης αυτής είναι οι υψηλές θερμοκρασίες και ο καθαρός ουρανός. Η βροχόπτωση είναι πολύ χαμηλή, με μέση τιμή που δεν ξεπερνά το 5% της μέσης ολικής βροχόπτωσης ολόκληρου του χρόνου. Η πιθανότητα να σημειωθεί βροχή με καταιγίδες και χαλάζι το καλοκαίρι είναι σχετικά μικρή. Αυτό συμβαίνει όταν επηρεάζει την Κύπρο κάποιο ασθενές σύστημα κακοκαιρίας ή δημιουργείται τοπική αστάθεια λόγω της υπερθέρμανσης του εδάφους και της μεγάλης σχετικής υγρασίας του αέρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις πέφτουν βροχές κυρίως στις ορεινές περιοχές και στην κεντρική Μεσαορία. Το χειμώνα η Κύπρος επηρεάζεται από το συχνό πέρασμα μικρών υφέσεων και μετώπων που κινούνται από τα δυτικά προς τα ανατολικά και προέρχονται από την κεντρική Μεσόγειο. Αποτέλεσμα των ασταθών αυτών καιρικών συστημάτων είναι τα νέφη, οι βροχές, τα χιόνια, οι καταιγίδες και το χαλάζι. Οι καιρικές αυτές διαταραχές διαρκούν συνήθως από μία μέχρι τρεις μέρες κάθε φορά και δίνουν τις μεγαλύτερες ποσότητες βροχόπτωσης. Το χειμώνα η Κύπρος επηρεάζεται επίσης από το Σιβηρικό αντικυκλώνα. Πρόκειται για ψυχρές μάζες αέρα που εισβάλλουν στην Κύπρο από τα βόρεια και κάποτε προκαλούν χιονοπτώσεις. Στο τέλος του χειμώνα με αρχές της άνοιξης η Κύπρος επηρεάζεται από υφέσεις που προέρχονται από τις ερήμους της Βόρειας Αφρικής. Αυτές συνήθως μεταφέρουν μαζί τους και σκόνη από τις ερήμους. Ασταθή καιρικά συστήματα, με μικρότερη όμως συχνότητα, διάρκεια και ένταση από τους μήνες του χειμώνα, επηρεάζουν την Κύπρο κατά τους μεταβατικούς μήνες της άνοιξης και του φθινοπώρου. Άνεμοι Με τον όρο άνεμος χαρακτηρίζεται η σχετική κίνηση του ατμοσφαιρικού αέρα ως προς την επιφάνεια του εδάφους. Οι άνεμοι προσδιορίζονται με τη διεύθυνση, δηλαδή το σημείο του ορίζοντα από το οποίο φυσούν, και με την ταχύτητά τους, δηλαδή την απόσταση που διανύει η κινούμενη μάζα στη μονάδα του χρόνου. Στην Κύπρο οι γενικοί άνεμοι που κυριαρχούν κοντά στην επιφάνεια του εδάφους είναι νοτιοδυτικοί μέχρι ανατολικοί το χειμώνα, δυτικοί μέχρι βορειοανατολικοί την άνοιξη, δυτικοί μέχρι βόρειοι το καλοκαίρι και δυτικοί μέχρι βορειοανατολικοί το φθινόπωρο. Οι γενικοί αυτοί άνεμοι τροποποιούνται στις διάφορες περιοχές του νησιού από τοπικούς ανέμους. Οι τοπικοί αυτοί άνεμοι είναι οι θαλάσσιες και οι απόγειες αύρες και οι αναβατικοί και καταβατικοί άνεμοι. Οι θαλάσσιες και απόγειες αύρες παρατηρούνται κυρίως στις παράλιες περιοχές, αλλά γίνονται αισθητές μέχρι 35 χιλιόμετρα στο εσωτερικό. Το σύστημα αυτό κυκλοφορίας του αέρα οφείλεται στη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ της ξηράς και της θάλασσας, η οποία δημιουργεί διαφορές στην ατμοσφαιρική πίεση πάνω από την ξηρά και τη θάλασσα. Η θαλάσσια αύρα αρχίζει να δημιουργείται το πρωί των ζεστών ημερών, όταν η ξηρά γίνεται θερμότερη από την επιφάνεια της θάλασσας. Τότε ο θερμός αέρας πάνω από τη ξηρά αρχίζει να ανεβαίνει και ο δροσερός αέρας από τη θάλασσα κινείται προς τη ξηρά για να τον αντικαταστήσει. Ευνοϊκοί μήνες για τη δημιουργία της θαλάσσιας αύρας είναι οι μήνες από τον Απρίλη μέχρι τον Οκτώβρη, μπορεί όμως να παρατηρηθεί θαλάσσια αύρα και το χειμώνα όταν υπάρχει καλοκαιρία. Τη νύχτα η ξηρά ψύχεται περισσότερο από τη θάλασσα και ο πιο θερμός αέρας βρίσκεται τώρα πάνω από τη θάλασσα. Δημιουργείται τότε ένα νέο κύμα κυκλοφορίας του αέρα αντίστροφο του προηγούμενου, που ονομάζεται απόγειος αύρα. Στο σύστημα αυτό ο αέρας κοντά στην επιφάνεια κινείται από την ξηρά προς τη θάλασσα αλλά με μικρότερη ταχύτητα από τη θαλάσσια αύρα. Η απόγειος αύρα μπορεί να παρατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Στις ορεινές περιοχές οι διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στις κορυφές, τις βουνοπλαγιές και τις κοιλάδες δημιουργούν τους αναβατικούς ανέμους ή αύρες των κοιλάδων την ημέρα και τους καταβατικούς ανέμους ή αύρες των ορέων τη νύχτα. Όσον αφορά την ταχύτητα, οι άνεμοι στην περιοχή της Κύπρου είναι κυρίως ελαφροί μέχρι μέτριοι. Οι δυνατοί άνεμοι είναι μικρής διάρκειας και παρατηρούνται μόνο σε περιπτώσεις μεγάλης κακοκαιρίας. Θυελλώδεις άνεμοι με ταχύτητα πάνω από 60 χιλιόμετρα την ώρα είναι σπάνιοι και παρατηρούνται κυρίως στις προσήνεμες παράλιες περιοχές όταν επηρεάζουν την Κύπρο συστήματα με πολύ χαμηλές πιέσεις στη διάρκεια του χειμώνα. Πολύ σπάνια επίσης συμβαίνουν ανεμοστρόβιλοι πάνω από τη θάλασσα ή πάνω από τη ξηρά με διάμετρο περίπου 100 μέτρα, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν καταστροφές. Νέφη Τα νέφη που εμφανίζονται πάνω από την Κύπρο είναι συνήθως σωρειτόμορφα (σωρείτες και σωρειτομελανίες), δηλαδή νέφη μεγάλης οριζόντιας και κατακόρυφης ανάπτυξης. Τα σωρειτόμορφα νέφη δίνουν ραγδαίες βροχές, μικρής σχετικά διάρκειας, που συνοδεύονται από καταιγίδες και χαλάζι. Συνήθη στην περιοχή της Κύπρου είναι και τα στρωματόμορφα νέφη από τον Οκτώβρη μέχρι το Μάρτη. Τα νέφη αυτά έχουν μικρό σχετικά πάχος αλλά μεγάλη οριζόντια ανάπτυξη και δίνουν ελαφρές βροχές μεγάλης σχετικά διάρκειας. Επίσης συχνά εμφανίζονται ινώδη νέφη, γνωστά σαν θύσανοι, η διάρκεια όμως της παραμονής τους πάνω από το νησί είναι πιο μικρή παρά για τα νέφη των άλλων δύο κατηγοριών. Η μέση ποσότητα των νεφών πάνω από την Κύπρο είναι περίπου τέσσερα μέχρι πέντε όγδοα το χειμώνα και ένα μέχρι δύο όγδοα τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου, με πολλές όμως μέρες με εντελώς καθαρό ουρανό. Ορατότητα και ομίχλη Η ορατότητα στην Κύπρο είναι συνήθως καλή μέχρι πολύ καλή. Ομίχλη με περιορισμένη ορατότητα συμβαίνει μόνο σε μερικές περιπτώσεις, κυρίως τις πρωινές ώρες της άνοιξης και του φθινοπώρου και τα βράδια του χειμώνα. Κατά την άνοιξη ή τις αρχές του καλοκαιριού, όταν υφέσεις από τις ερήμους της Βόρειας Αφρικής επηρεάζουν την περιοχή, μπορεί να παρατηρηθεί ξηρά αχλύς, δηλαδή θόλωση της ατμόσφαιρας από αιωρούμενη σκόνη. Βροχόπτωση Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο σωμάτια νερού πέφτουν από την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της γης. Στην Κύπρο οι περισσότερες βροχές πέφτουν από το Νοέμβρη μέχρι το Μάρτη και οφείλονται είτε σε συστήματα χαμηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων και μετώπων που κινούνται κυρίως από τα δυτικά προς τα ανατολικά, είτε σε αστάθεια στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Στις αρχές του φθινοπώρου και στο τέλος της άνοιξης αλλά και το καλοκαίρι, πέφτουν βροχές οι οποίες είναι κάποτε ραγδαίες, λόγω κυρίως τοπικής αστάθειας και ανοδικών ρευμάτων που δημιουργούνται από τη θέρμανση του εδάφους. Η μέση ετήσια βροχόπτωση για ολόκληρη την Κύπρο στη διάρκεια της τριακονταετίας 1951-1980 ήταν 477 χιλιοστόμετρα. Στην περίοδο αυτή η πιο χαμηλή ετήσια βροχόπτωση σε ένα υδρομετεωρολογικό έτος (Οκτώβρης- Σεπτέμβρης του επόμενου χρόνου) ήταν 182 χιλιοστόμετρα το 1972-73, και η πιο ψηλή 759 χιλιοστόμετρα το 1968-69. Η επίδραση του αναγλύφου της ξηράς πάνω στην κατανομή της βροχόπτωσης είναι σημαντική. Η βροχόπτωση στις νοτιοδυτικές προσήνεμες περιοχές αυξάνεται από 450 χιλιοστόμετρα στα παράλια, σε 600 χιλιοστόμετρα στις πλαγιές και στους πρόποδες του Τροόδους και φτάνει τα 1.064 χιλιοστόμετρα στην κορυφή του Ολύμπου. Στις υπήνεμες πλαγιές του Τροόδους η βροχόπτωση ελαττώνεται σταθερά κατεβαίνοντας προς τα βόρεια και τα ανατολικά με τιμές μεταξύ 300 και 400 χιλιοστόμέτρων στην κεντρική πεδιάδα και τα νοτιοανατολικά παράλια του νησιού. Η οροσειρά του Πενταδακτύλου προκαλεί επίσης σχετικά μικρή αύξηση στη βροχόπτωση που φτάνει τα 55Ο χιλιοστόμετρα στις κορυφογραμμές της. Χιονόπτωση Χιονόπτωση σπάνια συμβαίνει στις πεδινές περιοχές και στην οροσειρά του Πενταδακτύλου. Παρατηρείται όμως συχνά, κάθε χειμώνα, σε περιοχές της οροσειράς του Τροόδους με υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα. Χιόνια πέφτουν όταν ψυχρά μέτωπα από τα δυτικά ή ψυχρές πολικές ή αρκτικές αέριες μάζες από τα βόρεια επηρεάζουν την περιοχή της Κύπρου. Κατά μέσον όρο η πρώτη χιονόπτωση σημειώνεται την πρώτη εβδομάδα του Δεκέμβρη και η τελευταία τις πρώτες δέκα μέρες του Απρίλη. Τα χιόνια δεν καλύπτουν μόνιμα το έδαφος σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, για αρκετές όμως εβδομάδες στη διάρκεια των πιο ψυχρών μηνών του χρόνου το πάχος τους εξακολουθεί να είναι σημαντικό, ιδιαίτερα στις βόρειες πλαγιές του Τροόδους. Στην πλατεία του Τροόδους, με υψόμετρο 1.725 μέτρων, ο μέσος αριθμός ημερών χιονόπτωσης στη διάρκεια του χρόνου είναι 36 μέρες (μέση τιμή για την περίοδο 1976-1984). Κατά μήνα ο αριθμός ημερών χιονόπτωσης έχει ως εξής: Νοέμβρης 1 Δεκέμβρης 5 Γενάρης 10 Φλεβάρης 11 Μάρτης 7 Απρίλης 2 Στην ίδια πλατεία ο μεγαλύτερος αριθμός ημερών χιονόπτωσης σ' ένα μήνα ήταν 22, το Γενάρη του 1981. Το μεγαλύτερο ύψος του συσσωρευμένου χιονιού στο έδαφος ήταν 2 μέτρα στις 8 και 9 του Φλεβάρη του 1981. Στην κορυφή του Τροόδους ο μέσος αριθμός ημερών χιονόπτωσης στη διάρκεια του χρόνου είναι μεγαλύτερος απ' ότι στην πλατεία και είναι 48 μέρες περίπου (μέσος περιόδου 1961-1971). Σε υψόμετρα γύρω στα 1.500 μέτρα, ο μέσος αριθμός ημερών χιονόπτωσης στη διάρκεια του χρόνου είναι 15 έως 17, σε 1.000 μέτρα 3 έως 5 και σε 500 μέτρα 1. Σε χαμηλότερα υψόμετρα η χιονόπτωση είναι σπάνια. Από το 1950 μέχρι σήμερα σημειώθηκε χιονόπτωση στην πόλη της Λευκωσίας το 1950, το 1967, το 1968, το 1969, το 1973, το 1974, το 1975, 1976, το 1977, το 198Ο και το 1983. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι χιονοπτώσεις ήταν ελαφρές ή πολύ ελαφρές. Βαριές χιονοπτώσεις σημειώθηκαν στις 4 και 5 Φλεβάρη του 1950, όταν τα χιόνια στη Λευκωσία έφτασαν το ένα πόδι. Μέτριες χιονοπτώσεις σημειώθηκαν την 16-1-1950, 22-12-1967, 14-1-1968, 15-1-1968 (βράδυ), 2-3-1980 και 19-2-1983. Χαλάζι Πτώση χαλαζιού σημειώνεται κατά μέσον όρο 2-3 φορές το χρόνο στις πεδινές περιοχές και 10 φορές το χρόνο στις ορεινές περιοχές, συνήθως μεταξύ Νοέμβρη και Μάη. Βαριά χαλαζόπτωση μπορεί να συμβεί από το Δεκέμβρη μέχρι τον Απρίλη, όμως το χαλάζι που πέφτει νωρίς το καλοκαίρι και το φθινόπωρο είναι πιο επικίνδυνο γιατί προκαλεί σοβαρές ζημιές στα φρουτόδεντρα και σε άλλες καλλιέργειες. Θερμοκρασία Παρά το γεγονός ότι η Κύπρος χαρακτηρίζεται από ζεστά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες, η γενική αυτή κατάσταση διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο από δύο παράγοντες, το ανάγλυφο και την επίδραση της θάλασσας. Η θερμοκρασία του αέρα κατά κανόνα ελαττώνεται κατά 6° Κελσίου κάθε 1.000 μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι οι ορεινές περιοχές έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία από τις πεδινές. Ωστόσο σε μερικές περιπτώσεις συμβαίνει αναστροφή της θερμοκρασίας με αποτέλεσμα οι χαμηλότερες θερμοκρασίες της νύχτας στις ορεινές περιοχές να είναι σχετικά ψηλές με τιμές που πλησιάζουν ή είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες τιμές στις πεδινές περιοχές. Επίσης η θάλασσα επιδρά ώστε οι παράλιες περιοχές να έχουν πιο δροσερό καλοκαίρι και σχετικά πιο θερμό χειμώνα από το εσωτερικό. Το ετήσιο εύρος της θερμοκρασίας του αέρα είναι μεγάλο και κυμαίνεται γύρω στους 18° Κελσίου στις εσωτερικές περιοχές και γύρω στους 14° Κελσίου στα παράλια. Το χειμώνα οι διαφορές μεταξύ της ψηλότερης θερμοκρασίας της ημέρας και της χαμηλότερης θερμοκρασίας της νύχτας είναι 8-10° Κελσίου στις εσωτερικές περιοχές και 5-7° Κελσίου στις ορεινές. Το καλοκαίρι οι διαφορές αυτές αυξάνονται σε 16° Κελσίου στην κεντρική πεδιάδα και 8-12° Κελσίου στις άλλες περιοχές. Οι χαμηλότερες θερμοκρασίες στην επιφάνεια του εδάφους στις εσωτερικές πεδινές και ορεινές περιοχές είναι πιο κάτω από τις αντίστοιχες θερμοκρασίες στις παράλιες περιοχές. Το ετήσιο εύρος των θερμοκρασιών αυτών είναι 12-13° Κελσίου στις παράλιες περιοχές και 13- 16° Κελσίου στις εσωτερικές πεδινές και ορεινές περιοχές. Η μέση θερμοκρασία του εδάφους στις πεδινές περιοχές σε βάθος 10 εκατοστών είναι περίπου 10° Κελσίου το Γενάρη και 33° Κελσίου τον Ιούλη, ενώ σε βάθος ενός μέτρου είναι 14° Κελσίου το Γενάρη και 28° Κελσίου τον Ιούλη. Στις ορεινές περιοχές με υψόμετρο 1.000 περίπου μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας οι τιμές αυτές είναι κατά 5° Κελσίου περίπου πιο χαμηλές. Η επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας στις παράκτιες περιοχές του νησιού ξεπερνά τους 22° Κελσίου από τον Ιούνη μέχρι το Νοέμβρη. Η μεγαλύτερη θερμοκρασία παρατηρείται συνήθως κατά την περίοδο από 15 Ιούλη μέχρι 15 Σεπτέμβρη και κυμαίνεται μεταξύ 26° και 28° Κελσίου, ενώ η χαμηλότερη κατά την περίοδο από 15 Γενάρη μέχρι 15 Μάρτη και είναι γύρω στους 16° Κελσίου. Η θερμοκρασία του αέρα κατά εποχή έχει ως εξής: Χειμώνας Ο χειμώνας είναι γενικά ήπιος με πιο ψυχρούς μήνες του χρόνου το Γενάρη και το Φλεβάρη. Μερικές αντιπροσωπευτικές τιμές της θερμοκρασίας του αέρα κατά το Γενάρη (1971-1980) δίνονται πιο κάτω:
Πολύ χαμηλές θερμοκρασίες σημειώνονται όταν πολικές ή αρκτικές αέριες μάζες εισβάλουν στην Κύπρο από τα βόρεια ή τα βορειοανατολικά σαν αποτέλεσμα της δράσης του Σιβηρικού αντικυκλώνα. Άνοιξη Οι διαφορές μεταξύ της ψηλότερης θερμοκρασίας της ημέρας και της χαμηλότερης θερμοκρασίας της νύχτας κατά την άνοιξη είναι 11°-16° Κελσίου στις πεδινές περιοχές και 7°-9° Κελσίου στις ορεινές περιοχές. Μερικές αντιπροσωπευτικές τιμές της θερμοκρασίας του αέρα για τον Απρίλη (1971-198Ο) έχουν ως εξής:
Καλοκαίρι Στην Κύπρο το καλοκαίρι είναι ζεστό στα παράλια και τις ορεινές περιοχές και πολύ ζεστό στην κεντρική πεδιάδα. Οι πιο ζεστοί μήνες του χρόνου είναι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Μερικές αντιπροσωπευτικές τιμές της θερμοκρασίας του αέρα για τον Ιούλη (1971 - 1980) έχουν ως εξής:
Πολύ ψηλές θερμοκρασίες σημειώνονται όταν ζεστές και ξηρές αέριες μάζες εισβάλλουν στην Κύπρο από τα βορειοανατολικά ή ανατολικά. Φθινόπωρο Οι διαφορές μεταξύ της ψηλότερης θερμοκρασίας της ημέρας και της χαμηλότερης θερμοκρασίας της νύχτας το φθινόπωρο είναι 11°-15° C στις πεδινές περιοχές και 7°-10° C στις ορεινές περιοχές. Μερικές αντιπροσωπευτικές τιμές της θερμοκρασίας του αέρα για τον Οκτώβρη (1971 -1980) είναι οι εξής:
Παγετός Παγετός εδάφους συμβαίνει το χειμώνα. Ο μέσος όρος ημερών παγετού εδάφους στη διάρκεια του χρόνου κυμαίνεται από 3 ως 15 στις παράλιες περιοχές, 15 ως 35 στις εσωτερικές πεδινές περιοχές και από 35 ως 77 στις ορεινές περιοχές. Στις παράλιες περιοχές ο παγετός σημειώνεται μεταξύ Δεκέμβρη και Μάρτη και στις ορεινές περιοχές μεταξύ Νοέμβρη και Απρίλη. Σχετική υγρασία Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η εκατοστιαία αναλογία της ποσότητας των υδρατμών που υπάρχουν σε ορισμένο όγκο αέρα προς την ποσότητα που θα υπήρχε αν ο αέρας ήταν κορεσμένος με υδρατμούς και η θερμοκρασία του παρέμενε σταθερή. Η σχετική υγρασία επηρεάζεται από το υψόμετρο και την απόσταση από τις ακτές. Κατά τη διάρκεια της ημέρας το χειμώνα καθώς και τα βράδια ολόκληρο το χρόνο η σχετική υγρασία κυμαίνεται μεταξύ 65% και 95%. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού η σχετική υγρασία κατεβαίνει πολύ χαμηλά. Στην κεντρική πεδιάδα είναι γύρω στο 30% και κάποτε κατεβαίνει και στο 15%. Η ημερήσια κύμανση της σχετικής υγρασίας στις παράλιες περιοχές το καλοκαίρι είναι μικρότερη παρά στην κεντρική πεδιάδα λόγω της θαλάσσιας αύρας. Επίσης η κύμανση είναι μικρή στις ορεινές περιοχές το χειμώνα λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που επικρατούν. Στις πολύ ψηλές περιοχές της οροσειράς του Τροόδους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες η σχετική υγρασία το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα μπορεί να ανεβεί πιο ψηλά απ' ότι τις άλλες ώρες της ημέρας λόγω αναβατικών ανέμων. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στις άλλες εποχές του χρόνου, σε μικρότερο όμως βαθμό.
Απο την LivePedia.gr Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|