Κύπρος , Βυζαντινή Εποχή


Κύπρος

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κύπρος εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, δηλαδή σε εκείνο που θα εξελισσόταν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Για μια ακόμη φορά η μετάβαση ήταν αναίμακτη.

Δυστυχώς την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου της κυπριακής Ιστορίας σηματοδοτούν μεγάλες καταστροφές. Δύο νέοι τρομεροί σεισμοί έπληξαν την Κύπρο το 332 και το 342 μ.Χ., προκαλώντας και πάλι τον όλεθρο στη Σαλαμίνα αλλά και (σε λιγότερο βαθμό) καταστροφές στο Κούριον, στους Σόλους, στην Πάφο και σε άλλα μέρη του νησιού. Η Σαλαμίνα, η πλησιέστερη τώρα σημαντική πόλη προς τη Μικρά Ασία και τα ηπειρωτικά εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δέχτηκε και πάλι οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τις σεισμικές καταστροφές. Χορηγός αυτή τη φορά ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ο οποίος χάρισε για τέσσερα χρόνια και τους φόρους στους πληγέντες κατοίκους της πόλης. Η ανοικοδόμηση έγινε στην ίδια περίπου περιοχή. Η νέα πόλη που κτίστηκε ήταν μικρότερη και, προς τιμή του αυτοκράτορα, ονομάστηκε Κωνσταντία. Η πόλη αυτή έμελλε να γνωρίσει, ωστόσο, ακμή και να λαμπρυνθεί με προσωπικότητες όπως ο επίσκοπος Επιφάνειος ο Μέγας, αλλά η παραπέρα ανάπτυξή της επρόκειτο να τερματιστεί βίαια τρεις περίπου αιώνες αργότερα, από τις αραβικές επιδρομές.

Οι τρομεροί σεισμοί του 332 και του 342 μ.Χ. είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και πάνω στις λοιπές πόλεις που είχαν πληγεί, οι οποίες ωστόσο ανοικοδομήθηκαν σ' ένα μεγάλο βαθμό, και η ζωή συνεχίστηκε. Μεταξύ των κτιρίων που κατέστρεψαν οι σεισμοί, ήταν και πολλοί από τους ναούς των ειδωλολατρών. Οι πιστοί όμως των αρχαίων ελληνικών και άλλων θεοτήτων δεν ήταν πια ούτε πολυάριθμοι, ούτε και τόσο ισχυροί ώστε να δοκιμάσουν αναβίωση των παλαιών θρησκειών και ανοικοδόμηση των ειδωλολατρικών ιερών τους. Έτσι, η εγκατάλειψη των ειδωλολατρικών θεοτήτων επιταχύνθηκε και μόνο μερικά ιερά σε αγροτικές βασικά περιοχές (όπως το ιερό του Δία στη Φασούλα της Λεμεσού) επιβίωσαν για λίγα ακόμη χρόνια. Ήδη ο Χριστιανισμός είχε πια θριαμβεύσει, οι πιστοί της καινούριας θρησκείας είχαν βγει από τις κατακόμβες, και ότι άρχισε πια να οικοδομείται ήταν οι χριστιανικές βασιλικές.

Με τις εκτεταμένες καταστροφές από τους σεισμούς του 332 και του 342, συσχετίστηκαν πιθανότατα αργότερα και από την εκκλησιαστική παράδοση οι δύο επισκέψεις στην Κύπρο της αγίας Ελένης, της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής αποστολής της στους Αγίους Τόπους γύρω στο 326-327 μ.Χ. Η αγία Ελένη, που αναφέρεται ότι είχε βρει την Κύπρο σε δυστυχία εξαιτίας θεομηνιών (στην παράδοση γίνεται λόγος για μακρόχρονη ανομβρία που όμως δε μαρτυρείται στις πηγές), προσπάθησε να βοηθήσει το νησί στο οποίο ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια και δώρισε τεμάχια από το τίμιο ξύλο του σταυρού στον οποίο είχε μαρτυρήσει ο Χριστός. Η αγία Ελένη τιμάται ακόμη ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου η σχετιζόμενη με την επίσκεψή της παράδοση εξακολουθεί να είναι έντονη.

Οι χρονογράφοι αναφέρουν κατάσταση πείνας στην Κύπρο, που θα πρέπει να σχετιζόταν με την τραγική εικόνα που δημιουργήθηκε από τους σεισμούς. Άλλος σεισμός έγινε γύρω στο 370 μ.Χ., που αυτή τη φορά έπληξε σοβαρότερα το νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και τις πόλεις Κούριον και Πάφο. Με αποστολή να εργαστεί για την ανοικοδόμηση και ανασυγκρότηση της Κύπρου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας έστειλε στην Κύπρο το δούκα Καλόκαιρο. Σύντομα όμως ο τελευταίος θεώρησε ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία για προσωπική ικανοποίηση των φιλοδοξιών του και δοκίμασε να αφαιρέσει, για λογαριασμό του, την Κύπρο από την αυτοκρατορία, γεγονός που θα το επαναλάμβαναν και άλλοι φιλόδοξοι αξιωματούχοι αργότερα. Ο αυτοκράτορας, αντιδρώντας άμεσα, απέστειλε κατά του κινηματία στρατιωτική δύναμη με αρχηγό το συγγενή του, καίσαρα Δαλμάτιο. Το κίνημα καταπνίγηκε εύκολα, και ο Καλόκαιρος αρχικά κατόρθωσε να διαφύγει. Πιάστηκε όμως από το Δαλμάτιο και εκτελέστηκε στην Ταρσό της Κιλικίας.

Στο μεταξύ η Κυπριακή Εκκλησία άρχισε από τη μια να γνωρίζει μέρες ακμής και να λαμπρύνεται από ιεράρχες όπως ο Επιφάνιος Κωνσταντίας και ο άγιος Σπυρίδων, από την άλλη όμως γνώρισε μέρες κρίσης επειδή είχαν επεκταθεί ήδη μέχρι το νησί οι πρώτες σοβαρές αιρέσεις και αμφισβητούνταν η ανεξαρτησία της. Πράγματι ιδίως το πατριαρχείο Αντιοχείας ζητούσε να θέσει την Εκκλησία της Κύπρου υπό τη δικαιοδοσία του, με τη δικαιολογία ότι το νησί είχε δεχτεί το Χριστιανισμό μέσω Αντιοχείας. Η Κυπριακή Εκκλησία, που εκπροσωπήθηκε πλήρως εκτός από την πρώτη οικουμενική σύνοδο του 325 μ.Χ. και στις επόμενες συνόδους (της Σαρδικής το 343 μ.Χ., της Κωνσταντινούπολης το 381 μ.Χ. και της Εφέσου το 431 μ.Χ.), αγωνιζόταν να διατηρήσει το αυτοκέφαλό της, υπερασπιζόμενη την ανεξαρτησία της και προβάλλοντας ως επαρκή δικαιολογία το γεγονός ότι ήταν Εκκλησία ιδρυμένη από απόστολο, το Βαρνάβα. Παρά το ότι το αυτοκέφαλό της αναγνωρίστηκε επίσημα στην τρίτη οικουμενική σύνοδο της Εφέσου, το 431 μ.Χ., η απειλή εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι που ένα "θαύμα" ήρθε για να θέσει οριστικά τέρμα στις ξένες διεκδικήσεις. Το "θαύμα", που έγινε στην πιο κατάλληλη στιγμή, ήταν η ανεύρεση (ύστερα από όραμα) από τον αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο του λειψάνου του αποστόλου Βαρνάβα, μαζί με το Κατά Μάρκον (ή Κατά Ματθαίον) άγιο Ευαγγέλιο. Ο αυτοκράτορας Ζήνων, όταν είδε τις αποδείξεις αυτές που είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, αναγνώρισε απερίφραστα την αποστολικότητα της Κυπριακής Εκκλησίας, στη συνέχεια δε και το αυτοκέφαλό της, το 488 μ.Χ. Ταυτόχρονα παραχώρησε στον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο, και σε όλους τους μετέπειτα Κυπρίους Ορθόδοξους αρχιεπισκόπους, τα τρία γνωστά προνόμιά τους που διατηρούνται μέχρι σήμερα:

  • να φέρουν αυτοκρατορικό μανδύα,
  • να φέρουν αυτοκρατορικό σκήπτρο και
  • να υπογράφουν όπως και οι αυτοκράτορες, με κόκκινο μελάνι.
Τα αυτοκρατορικά αυτά προνόμια διαφύλαξαν οι Κύπριοι αρχιεπίσκοποι διαμέσου των αιώνων. Είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις - αν όχι η μοναδική - όπου ένας θεσμός των Πρωτοβυζαντινών χρόνων, θεσπισμένος προσωπικά από Βυζαντινό αυτοκράτορα, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ.

Πρωτεύουσα της Κύπρου ήταν, εκείνη την εποχή, η Κωνσταντία (η πρώην Σαλαμίνα). Ωστόσο στις πηγές αφήνεται να εννοηθεί ότι για κάποιο διάστημα είχε διατελέσει πρωτεύουσα - έδρα των δουκών - και η Αμαθούς στα νότια παράλια του νησιού. Διοικητικά η Κύπρος είχε υπαχθεί στην επαρχία της Εώας (=Ανατολής) που ήταν διαιρεμένη σε πέντε διοικήσεις (Αιγύπτου, Ανατολής, Πόντου, Ασίας και Θράκης). Έδρα της διοίκησης της Ανατολής, όπου υπαγόταν και η Κύπρος, ήταν η Αντιόχεια. Έτσι, την εποχή των Πρωτοβυζαντινων χρόνων, η Κύπρος δέχτηκε ποικίλες επιδράσεις από την Αντιόχεια. Τέτοιες επιδράσεις αφορούσαν τον αστικό και εκκλησιαστικό βίο, τις τέχνες κλπ. Η Κύπρος κυβερνούνταν από praeses (προέδρους) με θητεία ενός ή δύο χρόνων, και όχι με proconsuls (ανθυπάτους), όπως κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Αυτοί είχαν δικαιοδοσίες για όλους τους τομείς της διοίκησης, όπως για την εφαρμογή του νόμου και της τάξης, για την απονομή της δικαιοσύνης (διότι ήταν και αρχιδικαστές), για την εφαρμογή των εντολών της κεντρικής διοίκησης, για τη συλλογή των φόρων, για την παιδεία, για την αγροτική παραγωγή κλπ.

Η Κύπρος ήταν, αρχικά, άοπλη επαρχία επειδή δε συνόρευε με εχθρικά προς την αυτοκρατορία εδάφη. Ωστόσο στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όταν έγιναν ευρείας κλίμακας στρατιωτικές ανακατατάξεις στην αυτοκρατορία, η Κύπρος περιλήφθηκε (περί το 536-537 μ.Χ.) στη διοίκηση του κβαίστωρος του στρατού του Ιουστινιανού (guaestor Justinianus exercitus). Έτσι αποσπάστηκε από τη διοίκηση της Ανατολής και εντάχτηκε στο γεωπολιτικό χώρο του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μερικές περιπτώσεις κυβερνήτες της Κύπρου υπηρέτησαν μερικοί δούκες, ενώ σε μερικά χρονικά ο τίτλος του δούκα γενικεύεται και υπονοεί το Βυζαντινό κυβερνήτη του νησιού. Ο τίτλος του δούκα (που ήταν κατά ένα βαθμό ανώτερος του κατεπάνω) μαρτυρείται επαρκώς κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Κύπρου (11ος - 12ος αιώνας), αν και μερικοί μεταγενέστεροι χρονογράφοι θεωρούν ως πρώτο αναφερόμενο δούκα της Κύπρου τον Καλόκαιρο (4ος αιώνας).

Εκκλησιαστικά, η Κύπρος ήταν διαιρεμένη μέχρι και σε 14 και 15 επισκοπές με πρώτη ιεραρχικά (δηλαδή αρχιεπισκοπή) εκείνη της Σαλαμίνας / Κωνσταντίας. Ας σταθούμε για λίγο στην ύπαρξη των τόσων επισκοπικών εδρών στο νησί.

Με τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Κύπρο από τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα και Μάρκο στη συνέχεια, ιδρύθηκαν στο νησί οι πρώτες επισκοπές. Κατά τον πρώτο μ.Χ. αιώνα οι έδρες των επισκοπών αυτών ήταν στις πόλεις ή στις κώμες από τις οποίες κατάγόνταν ή στις οποίες ζούσαν οι χειροτονηθέντες επίσκοποι. Έτσι, κατά τη διάρκεια της περιοδείας των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα στην Κύπρο, χειροτονήθηκε από αυτούς ως επίσκοπος (Αρχιεπίσκοπος) ο Ηρακλείδης (άγιος Ηρακλείδιος) στην Ταμασό. Στη συνέχεια, η Ταμασός αποτέλεσε επισκοπική έδρα. Στην Αντιόχεια, οι Παύλος και Βαρνάβας χειροτόνησαν ως επίσκοπο τον Κύπριο Αριστοκλειανό, που τον έστειλαν για να υπηρετήσει στο νησί του. Τον συνάντησαν αργότερα στην Κύπρο, στο χωριό του, κοντά στην Αμαθούντα. Στη συνέχεια, και η Αμαθούς αποτέλεσε επισκοπική περιφέρεια.

Από τους πρώτους Κυπρίους επισκόπους αναφέρεται και ο Φιλάγριος, ο οποίος χαρακτηρίζεται στον Κώδικα 231 της Πετρούπολης ως επίσκοπος Κύπρου είς Κούριν (= Κούριον). Αλλά, σύμφωνα και με την παράδοση, και ο άγιος Λάζαρος ο τετραήμερος φίλος του Χριστού, που διέφυγε στην Κύπρο, χειροτονήθηκε από τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα ως αρχιερεύς της Κιτιαίων...πόλεως. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Βαρνάβα στη Σαλαμίνα της Κύπρου, αναφέρεται στο Βίο του αγίου Αυξιβίου ότι ο Παύλος έστειλε στον άγιο Ηρακλείδιο στην Κύπρο τους Επαφράν (ένα από τους 70 αποστόλους) και Τυχικόν με την εντολή να χειροτονηθούν ως επίσκοποι Πάφου και Νεαπόλεως (= Λεμεσού) αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ο Παύλος ζήτησε από τον Ηρακλείδιο να χειροτονήσει και άλλο επίσκοπο στους Σόλους, τον Αυξίβιο.

Έτσι, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα αναφέρεται η ίδρυση και ύπαρξη στην Κύπρο των ακολούθων 7 επισκοπών: Ταμασού, Αμαθούντος, Κουρίου, Κιτίου, Πάφου, Νεαπόλεως και Σόλων. Επιπρόσθετα, ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος στο Εγκώμιον εις...Θεοσέβιον, αναφέρει και τον Κόνωνα τον μεγάλο, ο οποίος πίστεψε στο Χριστιανισμό, βαπτίστηκε και κατέλαβε επισκοπική έδρα εν ταις ημέραις των αγίων αποστόλων. Άγνωστο ποια επισκοπική έδρα κατέλαβε, πιθανότατα όμως κάποια όγδοη, αφού τα ονόματα των επισκόπων των πρώτων επτά είναι γνωστά από τις πηγές, ως εξής:

1. Ηρακλείδιος, Ταμασού 2. Αριστοκλειανός, Αμαθούντος 3. Φιλάγριος, Κουρίου 4. Λάζαρος, Κιτίου 5. Επαφράς, Πάφου 6. Τυχικός, Νεαπόλεως 7. Αυξίβιος, Σόλων 8. Κόνων, άγνωστης.

Είναι φανερό ότι από την αρχή οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας κατέβαλαν ιδιαίτερη φροντίδα για την καλύτερη οργάνωση της Κυπριακής Εκκλησίας και την πλήρη επάνδρωσή της με ιεράρχες.

Το 343 μ.Χ. τα πρακτικά της συνόδου της Σαρδικής (Σόφιας) υπογράφτηκαν και από 12 Κυπρίους επισκόπους, που τα ονόματά τους ήταν (κατά τη σειρά των πρακτικών): Αυξίβιος, Φώτιος, Γηράσιος (Γελάσιος), Αφροδίσιος, Ειρηνικός, Νουνέχιος, Αθανάσιος, Μακεδόνιος, Τριφύλλιος, Σπυρίδων, Νορβανός και Σωσικράτης.

Οι ιεράρχες αυτοί υπέγραψαν τα πρακτικά κάτω από την ένδειξη οι Κύπρου, χωρίς να αναφέρουν ο καθένας τη δική του επισκοπή. Δε γνωρίζουμε ποια επισκοπική έδρα κατείχε ο κάθε ένας από αυτούς, εκτός από μερικούς, από διάφορες πηγές: Ο Γηράσιος (Γελάσιος) ήταν επίσκοπος Σαλαμίνας, ο Μακεδόνιος επίσκοπος Ταμασού, ο Τριφύλλιος επίσκοπος Καλλινικησέων (Λευκωσίας) και ο άγιος Σπυρίδων επίσκοπος Τρεμιθούντος.

Ωστόσο, από τις πηγές γνωρίζουμε ποιες ήταν κατά τα μέσα του 4ου αιώνα οι 12 επισκοπές του νησιού:

1. Σαλαμίνος (Γελάσιος) 2. Κιτίου 3. Αμαθούντος 4. Νεαπόλεως 5. Κουρίου 6. Πάφου 7. Σόλων 8. Κυρηνείας 9. Καλλινικησέων (Τριφύλλιος) 10. Τρεμιθούντος (Σπυρίδων) 11. Κυθρίας 12. Ταμασού (Μακεδόνιος).

Ο άγιος Σπυρίδων παραβρέθηκε, μαζί με άλλους Κυπρίους ιεράρχες, και στην Α' οικουμενική σύνοδο της Νικαίας (325 μ.Χ.).

Μετά τη σύνοδο της Σαρδικής, και πριν από το 382 μ.Χ., ιδρύθηκε από τον άγιο Επιφάνιο, επίσκοπο Σαλαμίνας (Κωνσταντίας) και 13η επισκοπή, η επισκοπή Καρπασίας, με πρώτο επίσκοπο τον άγιο Φίλωνα. Σε δύο κώδικες αναφέρεται και επισκοπή Αδριακής ή Αδράκης στην Κύπρο, αλλά πρόκειται, όπως θεωρείται βέβαιο λάθος.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, παράλληλα με την ίδρυση πολλών μοναστηριών στο νησί, η Κυπριακή Εκκλησία οργανώθηκε στα πρότυπα άλλων βυζαντινών περιοχών, με βάση την κατανομή του νησιού σε επισκοπικές περιφέρειες, η κάθε μια από τις οποίες είχε έδρα της μια πόλη. Στο βίο του αγίου Βιλλιβάλδου η Κύπρος χαρακτηρίζεται ως επαρχία με δώδεκα επισκόπους, που όμως δεν κατονομάζονται. Στις 12 αυτές επισκοπές, αν δεν περιλαμβάνεται η Κωνσταντία (που έγινε αρχιεπισκοπή), τότε ο αριθμός συμφωνεί με αυτόν που δίνουν ο Γεώργιος ο Κύπριος και άλλες πηγές. Αλλού, ωστόσο, αναφέρεται ότι οι επισκοπές στην Κύπρο ήταν 13, πέρα από την Κωνσταντία, δηλαδή σύνολο 14. Οι επισκοπές αυτές, όπως φαίνεται ότι ανακατανεμήθηκαν, ήταν:

1. Κωνσταντίας 2. Κιτίου 3. Αμαθούντος 4. Νεαπόλεως 5. Κουρίου 6. Πάφου 7. Αρσινόης 8. Σόλων 9. Λαπήθου 10. Κυρηνείας 11. Καρπασίας 12. Τρεμιθούντος 13. Χύτρων 14. Λευκωσίας.

Μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα (κατά τον οποίο, όπως αναφέρθηκε, σεισμοί και άλλες θεομηνίες είχαν πλήξει καίρια το νησί), τα πράγματα άλλαξαν. Με τη νέα κατάσταση πραγμάτων και την ηρεμία και ασφάλεια που επικρατούσε, η Κύπρος γνώρισε και πάλι μια ανοδική πορεία. Η παραγωγή αγαθών καθώς και το εμπόριο έφεραν και πάλι οικονομική ακμή που, κατά συνέπεια, αναβάθμισε και το επίπεδο ζωής. Η ανοδική αυτή πορεία συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα, οπότε άρχισαν οι τόσο καταστροφικές αραβικές επιδρομές με πρώτο στόχο την πρωτεύουσα Κωνσταντία, που έπληξαν καίρια και ολόκληρη την Κύπρο κατά τους επόμενους τρεις και περισσότερους αιώνες.

Οι επιδρομές άρχισαν όταν τον 7ο αιώνα επικράτησε στη Μέση Ανατολή ο Ισλαμισμός και δημιουργήθηκε η φιλοδοξία για αραβική κυριαρχία στη θάλασσα, οπότε η Κύπρος αποτέλεσε τον πρώτο στόχο. Η αναπόφευκτη αντιπαράθεση των Αράβων με τους Βυζαντινούς που ακολούθησε, είχε ως αποτέλεσμα την εμπλοκή και πάλι της Κύπρου, που δέχτηκε μια νέα σειρά επιδρομών. Οι πιο σοβαρές επιδρομές, εκτός από την πρώτη του 647 μ.Χ., έγιναν το 653/4, οπότε πληγώθηκε και πάλι ιδιαίτερα η Κωνσταντία, το 743, το 747, το 773, το 790 και το 806.

Οι επιδρομές έπληξαν όλα τα παραλιακά μέρη της Κύπρου, σημαντικές δε πόλεις, όπως το Κούριον, η Νέα Πάφος, η Κωνσταντία κ.ά., καταστράφηκαν. Οι περισσότερες παραλιακές πόλεις του νησιού, καθώς και οι περισσότεροι από τους λοιπούς παραλιακούς συνοικισμούς εγκαταλείφτηκαν και οι κάτοικοί τους μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα, για περισσότερη προστασία και ασφάλεια. Οι επιδρομές κατέστρεψαν και πολλούς λαμπρούς ναούς (βασιλικές) σε διάφορα παραθαλάσσια μέρη του νησιού, από την Καρπασία μέχρι την Πάφο, όπως εξάλλου αποδεικνύεται από τα κατάλοιπα όσων έχουν μέχρι σήμερα ανασκαφεί και ερευνηθεί. Μερικές από τις βασιλικές ανοικοδομήθηκαν, για να καταστραφούν και πάλι. Σημαντικές δε χριστιανικές εστίες, όπως για παράδειγμα η Λάμπουσα, ερημώθηκαν και εγκαταλείφτηκαν οριστικά.

Ας δούμε κάπως λεπτομερέστερα τα συγκλονιστικά για ολόκληρη την Κύπρο αυτά γεγονότα, αρχίζοντας από την πρώτη μεγάλη αραβική επιδρομή που πραγματοποιήθηκε το 647 μ.Χ. και που οργανώθηκε - όπως και η δεύτερη λίγα χρόνια αργότερα- από τον εμίρη της Συρίας Μωαβία.

Ο Μωαβίας (Muawiyah) γεννήθηκε γύρω στο 602 και πέθανε το 680. Καταγόταν από τη Μέκκα (μέλος της φυλής των Κοραϊσιτών) και εγκαθίδρυσε τη μουσουλμανική δυναστεία των Ουμμεγιαδών της Δαμασκού. Υπήρξε εμίρης της Δαμασκού (Συρίας), δηλαδή στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής, από το 639/640 και χαλίφης από το 661 μέχρι το θάνατό του το 680. Αναδείχτηκε σε έναν από τους ικανότερους Άραβες πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, με σημαντικές πολεμικές νίκες στη Μεσοποταμία, την Αρμενία, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο. Σε συνεργασία με τον εμίρη της Αιγύπτου, έθεσε τις βάσεις του πρώτου ισχυρού στόλου του αραβικού χαλιφάτου που υπήρξε και η πρώτη ναυτική δύναμη των Μουσουλμάνων. Ως χαλίφης, αποδείχτηκε σημαντικότατος αντίπαλος των Βυζαντινών, φτάνοντας τα τείχη της Κωνσταντινούπολης όπου όμως απέτυχε, ηττήθηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει 30ετή συνθήκη ειρήνης με του Βυζαντινούς το 677.

Το 647 οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη σοβαρή και μεγάλη ναυτική επιχείρηση των Αράβων κατά της βυζαντινής Κύπρου, υπό την αρχηγία του ίδιου του εμίρη τότε της Συρίας Μωαβία (μερικά ελληνικά συγγράμματα τον αναφέρουν ως Μαυΐα), που εγκαινίασε και τη μακρά διαμάχη Βυζαντινών και Αράβων με επίκεντρο την Κύπρο, που κράτησε γύρω στους τρεις αιώνες (7ος - 10ος) και έπληξε καίρια ολόκληρο το νησί. Η πρώτη αυτή μεγάλη επιδρομή έγινε και με τη συνεργασία των Αιγυπτίων, υπό τις ευλογίες δε και του χαλίφη του Ισλάμ Οθμάν, που πείστηκε να επιτρέψει την επιχείρηση από το Μωαβία.

Οι πηγές αναφέρουν ένα πολύ μεγάλο αριθμό καραβιών που χρησιμοποιήθηκαν για την επιδρομή αυτή (1.700 σκάφη, με αρχηγό του στόλου τον Αβδαλλάχ Ιμπν Καΐς). Πολλά από τα καράβια αυτά διέθεσε ο τότε εμίρης της Αιγύπτου Αβδαλλάχ Ιμπν Σαάντ Ιμπν Αμπί Σαρ. Ο αιγυπτιακός στόλος πήρε μέρος στην επιδρομή κατά της Κύπρου πιθανότατα με κίνητρα εκδικητικά, επειδή το νησί είχε ίσως χρησιμοποιηθεί ως βάση για την επίθεση του βυζαντινού στόλου κατά της Αλεξάνδρειας στα 646, με αρχηγό το στρατηγό Μανουήλ.

Ο Μωαβίας, εμίρης της Συρίας από το 639/640, ίσως να είχε επίσης δεχτεί επιθέσεις Βυζαντινών στη Συρία με ορμητήριο την Κύπρο. Το 647 πάντως έφτασε στο νησί, κατέλαβε ύστερα από σύντομη πολιορκία την πρωτεύουσα Κωνσταντία (Σαλαμίνα) την οποία και λεηλάτησε και στη συνέχεια κούρσεψε, και πολλά άλλα μέρη του νησιού, χτυπώντας ιδίως τους παραθαλάσσιους οικισμούς του. Ο στόλος απέπλευσε από την Άκρα (Πτολεμαΐδα) της Συρίας, την δε εκστρατεία ακολουθούσε και η σύζυγος του Μωαβία, η Φακχιτάχ, σύμφωνα με την εντολή του χαλίφη Οθμάν.

Την εκστρατεία του Μωαβία στην Κύπρο ακολούθησε και η Ουμ-Χαράμ, βοηθός του προφήτη Μωάμεθ και πολύ στενά συνδεδεμένη μαζί του. Ήταν σύζυγος του αξιωματούχου Αμπάντα μπεν Σαμίτ. Η Ουμ-Χαράμ έπεσε από το μουλάρι της και σκοτώθηκε στην αλυκή της Λάρνακας και εκεί την έθαψαν. Στη θέση αυτή, πολύ αργότερα, οι Τούρκοι έκτισαν τέμενος, που είναι γνωστό με την ονομασία Χαλά Σουλτάν Τεκέ. Το τέμενος αυτό είναι ένα από τα πιο σεβαστά μνημεία της μουσουλμανικής θρησκείας.

Ο Μωαβίας, αφού πέτυχε εύκολη νίκη, μεταξύ άλλων επέβαλε στους κατοίκους της Κύπρου να πληρώνουν στους Άραβες ετήσιο φόρο από 7.200 χρυσά νομίσματα, δηλαδή του ίδιου ύψους φόρο που κατέβαλλαν και στους Βυζαντινούς. Τελικά όμως έφυγε από το νησί όταν πληροφορήθηκε ότι ο ισχυρός στόλος των Βυζαντινών, υπό τον κουβικουλάριο Κακόρριζο, έπλεε προς την Κύπρο.

Η επιδρομή όμως αυτή δεν έληξε έτσι απότομα. Αποτέλεσμα της ήταν να εγκαινιαστεί ένα περίεργο καθεστώς "ουδετερότητας" της Κύπρου ή και συγκυριαρχίας μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, που περιελάμβανε και τη μεταξύ τους ίση κατανομή των φόρων που κατέβαλλαν οι Κύπριοι.

Λίγα όμως χρόνια αργότερα, το 653, ο Μωαβίας οργάνωσε και δεύτερη επιδρομή κατά της Κύπρου, με την πρόφαση ότι οι Κύπριοι είχαν παραβεί τους όρους που είχαν τεθεί μετά την προηγούμενη επιδρομή του. Αυτή τη φορά ο στόλος του αριθμούσε 500 καράβια, με στόλαρχο και πάλι τον Αβδαλλάχ Ιμπν Καΐς. Δεν ηγήθηκε όμως ο ίδιος της επιδρομής αλλά αντί εκείνου αρχηγός της επιχείρησης ήταν ο Αβδούλ Αβάρ. Πρώτος στόχος ήταν και πάλι η πρωτεύουσα Κωνσταντία που καταλήφτηκε και, ύστερα από λεηλασία 40 ημερών, καταστράφηκε ολοσχερώς και δεν ξανακτίστηκε. Ο Αβδούλ Αβάρ λεηλάτησε στη συνέχεια ολόκληρη σχεδόν την Κύπρο, της οποίας οι σημαντικές πόλεις καταστράφηκαν ολοσχερώς και εγκαταλείφτηκαν. Η Πάφος πρόβαλε σθεναρή αντίσταση αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί ύστερα από σκληρή πολιορκία και μετά από υπογραφή συμφωνίας.

Φορτωμένος με λάφυρα, ο Αβδούλ Αβάρ επέστρεψε κατόπιν στη Συρία αφήνοντας όμως πίσω στην Κύπρο ως φρουρά τις 12.000 των στρατιωτών του, που φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν-τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς - σε περιοχή κοντά στην Πάφο. Δεν είναι γνωστό πότε αποσύρθηκε το στράτευμα αυτό από την Κύπρο. Μια αραβική πηγή ( Άραβας ιστορικός Baladhury) αναφέρει ότι η φρουρά αποσύρθηκε αρκετά πιο ύστερα, από το γιο του Μωαβία, τον Ιζίδ. Φαίνεται όμως παράδοξο να παρέμεινε τόσο στράτευμα στην Κύπρο για πολύ καιρό, ιδίως όταν μετά τη δολοφονία του χαλίφη Οθμάν το 656 είχαν αρχίσει εσωτερικές και σοβαρές έριδες στο χαλιφάτο. Πιθανότερο φαίνεται ο στρατός να ανακλήθηκε από τον ίδιο το Μωαβία γύρω στα 659, όταν αυτός, πιεζόμενος από σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, είχε υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς. Αν όμως η αποχώρηση του στρατού έγινε μετά την υπογραφή της συνθήκης του 680/1 (όταν οι Άραβες ηττήθηκαν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο), σημαίνει ότι είχαν παραμείνει στην Κύπρο για 30 περίπου χρόνια.

Ο Μωαβίας ήταν, πάντως, ο πρώτος Άραβας ηγέτης που αντιλήφτηκε ότι στον πόλεμο και, γενικότερα, στην αντιπαράθεση Αράβων και Βυζαντινών, σημαντικότατη προϋπόθεση ήταν η ύπαρξη ισχυρής ναυτικής δύναμης φαίνεται ακόμη ότι είχε κατανοήσει τη μεγάλη στρατηγική σημασία της Κύπρου καθώς και το μέγεθος των ωφελημάτων για τους Άραβες από τυχόν κατάληψή της

Με την απομάκρυνση της αραβικής φρουράς και την αναγνώριση της ουδετερότητάς της, η Κύπρος γινόταν τόπος συνάντησης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που θα μπορούσαν να έρχονται για ειρηνικούς και εμπορικούς σκοπούς. Στην Κύπρο υπήρχαν παράλληλα Βυζαντινοί αξιωματούχοι και Μουσουλμάνος κυβερνήτης, (wali), διορισμένος από τους Άραβες.

Η συνθήκη του 688 μ.Χ., που υπέγραψε με τους Άραβες ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β' ο επονομαζόμενος Ρινότμητος, σχετιζόταν βέβαια και με την Κύπρο. Περιείχε γενικά όρους βαρύτερους για τους Άραβες από την προηγούμενη συνθήκη του 680/1 και, μεταξύ άλλων, οι Άραβες ήταν τώρα υποχρεωμένοι να καταβάλλουν υψηλότερους φόρους προς τον αυτοκράτορα. Ωστόσο οι φόροι της Κύπρου, της Αρμενίας και της Ιβηρίας (Γεωργίας) διαμοιράζονταν μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Ο Ιουστινιανός αποδέχτηκε όμως την αποχώρηση των Μαρδαϊτών από το Λίβανο, πιθανότατα για εξισορρόπηση των δυνάμεων στην περιοχή, δεδομένου ότι 12.000 Άραβες είχαν αποσυρθεί από την Κύπρο (με βάση τη συνθήκη του 680/1).

Παρόλ' αυτά η ισορροπία αυτή ανατράπηκε στα 691/2 ξαφνικά, εξαιτίας του σημαντικότερου γεγονότος που πραγματοποιήθηκε στις ημέρες του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β', σχετικά με την Κύπρο. Την εποχή αυτή, εντελώς "παράδοξα", ο αυτοκράτορας διέταξε τη μεταφορά του πληθυσμού της Κύπρου στην Κύζικο, αρχαία πόλη της Προποντίδας, ανάμεσα στην Πάνορμο και στην Αρτάκη (Ελλήσποντος). Όπως σήμερα θεωρείται βέβαιο, οι λόγοι της μεταφοράς αυτής του κυπριακού πληθυσμού στην Κύζικο ήταν βασικά η αποστέρηση των κυπριακών φόρων από το θησαυροφυλάκιο των Αράβων και η χρησιμοποίηση των Κυπρίων σε διάφορες σημαντικές (για την περίοδο εκείνη) υπηρεσίες στην αυτοκρατορία, όπως στρατιωτικές, ναυτικές / ναυπηγικές και άλλες, υπό τις διαταγές της στρατηγίας των Καραβισιάνων.

Η ασύνετη, όπως χαρακτηρίστηκε ενέργεια του Ιουστινιανού να μεταφέρει μεγάλο αριθμό Κυπρίων στην Κύζικο είχε σαν συνέπεια παρόμοια ενέργεια του χαλίφη Αμπντ Αλ Μάλικ, ο οποίος μετέφερε στη συνέχεια τον υπόλοιπο κυπριακό πληθυσμό από την Κύπρο στη Συρία. Η ενέργεια αυτή του χαλίφη σήμαινε ότι θεωρούσε μέρος του πληθυσμού της Κύπρου ως υποκείμενο σε φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις απέναντί του.

Στην Κύζικο μεταφέρθηκαν, πιθανότατα, οι επιφανέστεροι αλλά και οι ικανότεροι από τους Κυπρίους για ναυτική και στρατιωτική υπηρεσία. Επικεφαλής αυτών που μεταφέρθηκαν ήταν ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιωάννης και οι επίσκοποι. Η περιοχή του Ελλησπόντου στην οποία εγκαταστάθηκαν οι Κύπριοι, ονομάστηκε Νέα Ιουστινιανούπολις ή Ιουστινιανή. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της μετοικεσίας, ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Κύπρου φέρει μέχρι σήμερα στον τίτλο αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου.

Η μετοικεσία των Κυπρίων στην Κύζικο (που πολλοί την θεώρησαν ως εξορία, αλλά που ήταν πράξη συνηθισμένη κατά το Μεσαίωνα) δε διάρκεσε για πολύ αλλά στοίχισε σε πολλούς τη ζωή εξαιτίας των ταλαιπωριών. Μια νέα επαναβεβαίωση της συνθήκης του 688 μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, που έγινε πιθανότατα το 705, μόλις ο Ιουστινιανός επανήλθε στο θρόνο του (αντί το 698/9 όπως πιστευόταν μέχρι πρόσφατα), επέτρεψε την επιστροφή των Κυπρίων από την Κύζικο στην πατρίδα τους, αλλά και την επιστροφή στο νησί των Κυπρίων που είχαν μεταφερθεί στη Συρία.

Στις ημέρες του Ιουστινιανού πραγματοποιήθηκε η γνωστή εν Τρούλλω οικουμενική σύνοδος του 691/2 (ονομάστηκε έτσι γιατί οι εργασίες της πραγματοποιήθηκαν στη θολωτή αίθουσα - αίθουσα του τρούλλου - του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη). Στα Πρακτικά της συνόδου αυτής, γνωστής και ως Πενθέκτης, απαντά (πέμπτη στη σειρά) και η υπογραφή του αρχιεπισκόπου Κύπρου Ιωάννη, που υπογράφει ως αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανούπολης. Πιστεύεται ότι η ανύψωση του Κυπρίου αρχιεπισκόπου στην πέμπτη θέση μεταξύ των πατέρων της συνόδου (γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις) οφειλόταν σε εύνοια του Ιουστινιανού Β' (ο οποίος είχε συγκαλέσει την σύνοδο) προς το πρόσωπο του Ιωάννη.

Με την επιστροφή των Κυπρίων στην πατρίδα τους, επέστρεψαν και επανεγκαταστάθηκαν στο νησί και Άραβες (αιχμάλωτοι των Βυζαντινών και άλλοι). Εφαρμόστηκε έτσι και πάλι το καθεστώς της "ουδετερότητας", της ισορροπίας και της συνύπαρξης. Με την επικράτηση ειρηνικών συνθηκών διευκολύνθηκε πολύ και το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Αράβων. Η Κύπρος χρησίμευε και σαν διαμετακομιστικός σταθμός.

Ο Άραβας ιστορικός Ίμπν Χαουκάλ, που έζησε το 10ο αιώνα, αναφέρει τα εξής για την εποχή αυτή: Η Κύπρος παράγει ωραία μαστίχη και άφθονη ρητίνη και μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα, η δε γονιμότητα της γης της ξεπερνά κάθε περιγραφή. Ο ίδιος συγγραφέας μιλώντας για την Κρήτη και για την Κύπρο γράφει: αυτά ήταν νησιά, όπου υπήρχαν άφθονα τα αγαθά και οι φόροι και το εμπόριο και η εξαγωγική και εισαγωγική κίνηση ήκμαζε.

Ένας Άγγλος προσκυνητής που πέρασε από την Κύπρο την εποχή αυτή (723 μ.Χ.) και έμεινε τρεις εβδομάδες στην Πάφο και στην Κωνσταντία, ο Willibald, γράφει για τους Κυπρίους ότι βρίσκονταν μεταξύ των Ελλήνων και των Σαρακηνών και ότι ήταν άοπλοι, γιατί υπήρχε βαθιά ειρήνη και φιλία.

Στη συνέχεια οι ειρηνικές συνθήκες διακόπτονται κατά διαστήματα από επιδρομές και αναστατώσεις. Αραβικός στόλος κάτω από την ηγεσία του Μωαβία, γιου του χαλίφη Χισιάμ, βρήκε στην Κύπρο καταφύγιο το 726 και χρησιμοποίησε την ευκαιρία για να κάνει λεηλασίες σε βάρος του πληθυσμού. Ο χαλίφης Ουαλίντ Β' έκανε επιδρομή εναντίον της Κύπρου το 743 και πήρε αιχμαλώτους στη Συρία. Αποδοκιμάστηκε, όμως, από το κοινό για την πράξη του αυτή και ο γιος του, Γιαζίντ Γ', τους έφερε πίσω σε ένα χρόνο.

Το 747 μ.Χ., σε μια εποχή που στις χώρες του Βυζαντίου είχε εξαπλωθεί η πανούκλα, αναφέρεται ότι αραβικός στόλος από 1.000 πλοία ξεκίνησε για την Κύπρο. Ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον τους αυτοκρατορικές δυνάμεις, που κατέστρεψαν τα αραβικά πλοία.

Ο χαλίφης Αρούν αλ-Ρασίτ έκανε δύο επιδρομές εναντίον της Κύπρου (790 και 806 μ.Χ.). Στη δεύτερη επίθεση οι Σαρακηνοί προξένησαν πολλές καταστροφές και αιχμαλώτισαν 16.000 κατοίκους, μαζί και τον αρχιεπίσκοπο. Ο χαλίφης, ωστόσο τους ελευθέρωσε σε λίγο. Αιτία για την επίθεση αυτή ο Βυζαντινός χρονογράφος δίνει παρασπονδίες του Βυζαντινού αυτοκράτορα απέναντι στους Άραβες. Οι Άραβες χρονογράφοι δίνουν ως αιτία παρασπονδία των ίδιων των Κυπρίων.

Παρόλο, όμως, που κατά διαστήματα γίνονταν τέτοιες επιθέσεις, οι ειρηνικές ανταλλαγές δε φαίνεται να σταματούσαν. Το 83Ο μ.Χ., ο χαλίφης Αλ Μαμούν ίδρυσε στη Βαγδάτη "οίκο μάθησης", όπου θα μεταφράζονταν στα αραβικά επιστημονικά έργα άλλων λαών. Από την Κύπρο μεταφέρθηκαν στη Βαγδάτη για μετάφραση έργα Ελλήνων φιλοσόφων και άλλων συγγραφέων.

Αργότερά όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Βασίλειος Α' Μακεδών, το καθεστώς της ουδετερότητας της Κύπρου διακόπηκε για ένα διάστημα. Η Κύπρος διοργανώθηκε τότε στρατιωτικά και διοικητικά ως επαρχία του Βυζαντίου (875-881 μ.Χ.). Έπειτα, όμως, η Κύπρος ξαναγύρισε στην προηγούμενη κατάσταση. Το νησί ήταν πάλι προσιτό στους Άραβες. Χαρακτηριστικά, το 904, μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης, οι Σαρακηνοί πέρασαν μαζί με τους αιχμαλώτους τους από την Κύπρο και έκαναν σταθμό στην Πάφο.

Ωστόσο η επόμενη επιδρομή και καταστροφή της Κύπρου δεν άργησε να έρθει και φαίνεται ότι σχετίστηκε με τις δραστηριότητες, στην περιοχή, του Βυζαντινού ναυάρχου Ιμερίου, που έδρασε κατά την πρώτη δεκαετία του 10ου αιώνα. Ο Ιμέριος είναι γνωστός κυρίως για τις ναυτικές του επιχειρήσεις κατά των Αράβων σε διάφορα μέρη της Μεσογείου στις ημέρες του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος Στ' του Σοφού. Οι κυριότερες ναυτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες του Ιμερίου μεταξύ 900 και 912 ήταν μια αποστολή του να απελευθερώσει την Κρήτη από τους Άραβες το 902, που απέτυχε, μια δεύτερη αποστολή του στην Κρήτη το 904 που και πάλι δεν είχε ουσιαστικά αποτελέσματα, επιθέσεις του στη Συρία, την Κιλικία και άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, μια νίκη του επί του αραβικού στόλου το 909 και μια ήττα του από τον αραβικό στόλο το 912 κοντά στη Σάμο. Μετά την ήττα του το 912, επέστρεψε στο Βυζάντιο όπου όμως πιάστηκε και περιορίστηκε στη μονή Καμπά.

Κατά τη διάρκεια των ναυτικών του επιχειρήσεων κατά των Αράβων, ο Ιμέριος χρησιμοποίησε την Κύπρο ως ναυτική του βάση για επιδρομές στην ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Κρήτη, ο Ιμέριος πήρε σημαντική βοήθεια, κυρίως προμήθειες, από την Κύπρο. Στις ναυτικές του επιθέσεις κατά των Αράβων στην ανατολική Μεσόγειο, ο Ιμέριος συνεργάστηκε με τον τότε Βυζαντινό άρχοντα της Κύπρου Λέοντα Συμβατίκη (κατά το 909-910), ο οποίος και τον συνέδραμε.

Εξαιτίας της χρησιμοποίησης της Κύπρου ως ναυτικής βάσης για τις επιθέσεις του Ιμερίου στην ανατολική Μεσόγειο, και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Έλληνες Κύπριοι υποστήριξαν και συνέδραμαν το Βυζαντινό ναύαρχο, πραγματοποιήθηκε μια από τις πιο καταστροφικές επιδρομές των Αράβων κατά του νησιού, υπό το ναύαρχο Νταμιάνα.

Ο Νταμιάνα (Δαμιανός) ήταν Έλληνας εξωμότης ναύαρχος που ασπάστηκε το Μωαμεθανισμό, συνεργάστηκε στενά με τους Άραβες. Φαίνεται ότι αρχικά ήταν σκλάβος, που έγινε Μουσουλμάνος (κατά τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό ήταν "εξωμότης Χριστιανός και κακός Μουσουλμάνος"). Στις ανατολικές πηγές αναφέρεται για πρώτη φορά ως εμίρης (κυβερνήτης) της Ταρσού κατά το έτος 283 από εγίρας (=905). Γύρω στο 908 βρισκόταν στη Βαγδάτη, από όπου και στάλθηκε ως αρχηγός επιδρομικής ενέργειας κατά της Αιγύπτου. Το 911 /12 ηγήθηκε της εγκληματικής επιδρομής κατά της Κύπρου, με ορμητήριο την Ταρσό. Λίγο αργότερα πήρε μέρος σε επιδρομή κατά του κάστρου του Malik του Αρμενίου. Ο χρόνος του θανάτου του δίνεται διαφορετικός στις πηγές. Ο Ibn al-Athir γράφει ότι ο "Νταμιάνα, διοικητής των στρατιών και κύριος της Μεσογείου πέθανε το 301 " (από εγίρας). Ο Κεδρηνός αναφέρει ότι ο Νταμιάνα, εμίρης της Τύρου, πέθανε από ασθένεια κατά τη διάρκεια μεγάλης επιχείρησης κατά των Βυζαντινών, κατά το 917.

Ο Νταμιάνα σχετίστηκε με εισβολή και τρομερή καταστροφή στην Κύπρο κατά το 911 /12 μ.Χ. Αν και η στρατιωτική επιχείρησή του κατά του νησιού αποτελούσε αντίποινο για τις επιθέσεις κατά των Αράβων που είχε διενεργήσει λίγο πιο πριν ο Βυζαντινός ναύαρχος Ιμέριος με ναυτική του βάση την Κύπρο, ωστόσο ο αιμοχαρής Νταμιάνα αφέθηκε να οδηγηθεί σε πρωτοφανείς πράξεις βίας και αγριότητας κατά του ανυπεράσπιστου λαού της Κύπρου, εκείνου δηλαδή που δε μπορούσε να έχει ευθύνη για τις πράξεις του Βυζαντινού αξιωματούχου. Επί τέσσερις ολόκληρους μήνες αναφέρεται ότι ο Νταμιάνα διέτρεχε με τις στρατιωτικές του δυνάμεις την Κύπρο, καίγοντας, σκοτώνοντας αδιάκριτα, βιάζοντας, λεηλατώντας και συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους.

Με τα τραγικά αυτά γεγονότα σχετίστηκε και μια από τις σημαντικότερες μορφές της Κυπριακής Εκκλησίας, ο τότε επίσκοπος Χύτρων άγιος Δημητριανός. Σύμφωνα με πληροφορίες που διασώζονται στο Βίο του, ο Δημητριανός γεννήθηκε σε μια κωμόπολη της επισκοπικής περιφέρειας των Χύτρων (Κυθρέας) που ονομαζόταν Συκαί, και βρισκόταν κοντά στο χωριό Παλαίκυθρο (γνωστή σήμερα ως Συκά). Ο χρόνος της γέννησής του δεν καθορίζεται ακριβώς, αλλά αναφέρεται ότι ο άγιος γεννήθηκε την εποχή της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοφίλου Β' (829-840). Με βάση διάφορα άλλα στοιχεία από το Βίο του μπορούμε να υποθέσουμε ότι γεννήθηκε γύρω στο 834-835. Ο πατέρας του ήταν ιερέας, και από αυτόν, καθώς και από την ευσεβή μητέρα του, ανατράφηκε χριστιανικά. Νεαρός σε ηλικία 15 χρόνων, νυμφεύτηκε. Η σύζυγός του όμως πέθανε παρθένα ύστερα από 3 μήνες, οπότε ο Δημητριανός αποφάσισε να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Πήγε τότε στο ονομαστό μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου που βρισκόταν στο βουνό πάνω από την Κυθρέα και που σήμερα δε σώζεται. Στο μοναστήρι αυτό έγινε με χαρά δεκτός από τους μοναχούς οι οποίοι τον παρακινούσαν να γίνει και ο ίδιος μοναχός.

Όπως αναφέρεται, στο μοναστήρι ο Δημητριανός έζησε μια σκληρότατη ασκητική ζωή, γυμνάζοντας όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα του, και απέκτησε τη χάρη να θεραπεύει τις αρρώστιες με απλή επαφή των χεριών του. Έτσι, πάντα κατά τον άγνωστο βιογράφο του, η φήμη του απλώθηκε παντού και πλήθη πασχόντων κατέφευγαν στο Δημητριανό που τους θεράπευε αφού πρώτα τους δίδασκε. Και έτσι πάντες και την νουθεσίαν και την θεραπείαν ως εκ θείας ενεργείας λαμβάνοντες, συν μεγίστη ευφροσύνη υπέστρεφον...

Όταν απέκτησε φήμη, ο τότε επίσκοπος Χύτρων Ευστάθιος πήρε κοντά του το Δημητριανό και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και οικονόμο της επισκοπικής τους περιφέρειας. Αργότερα, όταν πέθανε ο ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, ο Δημητριανός επέστρεψε στο μοναστήρι του οποίου έγινε ο νέος ηγούμενος. Στο μοναστήρι παρέμεινε συνολικά 40 χρόνια. Όταν ο επίσκοπος Χύτρων Ευστάθιος έγινε αρχιεπίσκοπος, εξέλεξε ως αντικαταστάτη του στο θρόνο των Χύτρων το Δημητριανό, που αποδέχτηκε το αξίωμα ύστερα από πολλούς δισταγμούς. Υπολογίζεται ότι στον επισκοπικό θρόνο ανέβηκε σε ηλικία 56 χρόνων, δηλαδή κατά το 890 ή 891, και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, 25 περίπου χρόνια αργότερα.

Ως επίσκοπος, ο Δημητριανός διέπρεπε σύμφωνα με το βιογράφο του, σε αγαθοεργίες που σκοπό είχαν να απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο, να βοηθήσουν τους φτωχούς και δυστυχείς, να προστατεύσουν τις χήρες και τα ορφανά, να θεραπεύσουν ασθένειες. Η σπουδαιότερη όμως πράξη του ήταν να ακολουθήσει μέχρι τη Βαγδάτη τους συμπατριώτες του που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι από Άραβες κατά τη διάρκεια μεγάλης επιδρομής τους στην Κύπρο στα 911 - 12. Κατά τη διάρκεια της επιδρομής αυτής κατά της Κύπρου, που διενέργησε ο εξωμότης ναύαρχος Δαμιανός ή Νταμιάνα χιλιάδες Κύπριοι, πολλοί μάλιστα από την επισκοπική περιφέρεια του Δημητριανού, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο επίσκοπός τους, παρά το ότι πλησίαζε τότε την ηλικία των 80 χρόνων, αποφάσισε να ακολουθήσει και έξω από την Κύπρο τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του για να τους βοηθήσει όπως μπορούσε καλύτερα. Και τους ακολούθησε οπισθόπους μέχρι το τέρμα του μεγάλου ταξιδιού τους, που ήταν η Βαγδάτη. Εκεί ο Δημητριανός κατόρθωσε να γίνει δεκτός από το χαλίφη, από τον οποίο ζήτησε την απελευθέρωση όλων των Κυπρίων αιχμαλώτων. Επικαλέστηκε το άδικο της ληστρικής επιδρομής του Νταμιάνα στην Κύπρο και υποστήριξε ότι οι Κύπριοι δεν είχαν παραβεί τις υπάρχουσες συνθήκες ώστε να δικαιολογείται η εναντίον τους ενέργεια των Αράβων. Βέβαια, παρά τη συμφωνία Βυζαντινών και Αράβων για καθεστώς ουδετερότητας της Κύπρου, ο Βυζαντινός στρατηγός Ιμέριος είχε χρησιμοποιήσει το νησί ως στρατιωτική του βάση. Αλλά η δραστηριότητα αυτή του Ιμέριου επιβλήθηκε στους Κυπρίους με τη βία, υποστήριξε ο Δημητριανός, συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθούν υπεύθυνοι.

Τελικά ο Δημητριανός κατόρθωσε να πείσει το χαλίφη της Βαγδάτης να απελευθερώσει όλους τους Κυπρίους αιχμαλώτους (δηλαδή όσους είχαν επιζήσει από την αφάνταστη ταλαιπωρία) που επέστρεφαν στην Κύπρο μαζί με το γέροντα ιεράρχη τους. Την αποστολή του Δημητριανού υποστήριξε και η αυτοκρατορία, με διπλωματική αποστολή που έστειλε στη Βαγδάτη ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Νικόλαος Μυστικός (Αύγουστος του 913).

Λίγο μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Δημητριανός πέθανε το 915 σε ηλικία 80 ή 81 χρόνων.

Γενικά μιλώντας για την περίοδο αυτή, μπορούμε να πούμε ότι οι τρεις περίπου αιώνες της εποχής των αραβικών επιδρομών είναι από τους πιο τραγικούς της Ιστορίας της Κύπρου.

Οι Άραβες δεν επιδίωξαν (ή και δεν ήταν σε θέση να επιδιώξουν) μια μόνιμη επικυριαρχία στην Κύπρο και κατάληψη του νησιού. Αρκούνταν μόνο σε μεγάλες ή μικρότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τη μορφή των επιδρομών, που κατέληγαν σε εκτεταμένες λεηλασίες. Αμέσως μετά αναχωρούσαν, συναποκομίζοντας διάφορους θησαυρούς καθώς και πολλούς αιχμαλώτους που πουλιόνταν ως σκλάβοι στην Ανατολή. Άφηναν δε πίσω τους ερείπια και στάχτες, την καταστροφή, το θάνατο και την ερήμωση. Έτσι, το νησί οδηγήθηκε σε τέτοια κατάσταση παρακμής, ώστε κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως τόπος εξορίας ανθρώπων που έπεφταν σε δυσμένεια ή ήταν ηττημένοι πολιτικοί ή και θρησκευτικοί αντίπαλοι. Επειδή όμως, κατά την ίδια περίοδο των αραβικών επιδρομών, είχε ξεσπάσει και η μεγάλη έριδα σχετικά με τη λατρεία των εκκλησιαστικών εικόνων στην αυτοκρατορία, η Κύπρος αποτέλεσε και καταφύγιο πολλών εικονολατρών, ή και καταφύγιο ανθρώπων από γειτονικές χώρες οι οποίοι επίσης υπέφεραν από την αραβική επέκταση και κυριαρχία.

Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, οι Βυζαντινοί κατέβαλαν προσπάθειες για καλύτερη άμυνα της Κύπρου, στο πλαίσιο των οποίων κτίστηκαν διάφορα κάστρα (όπως το φρούριο "Σαράντα Κολώνες" στην Κάτω Πάφο). Στο πλαίσιο, εξάλλου, προσπαθειών για επίτευξη ειρήνης μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, έγιναν και συμφωνίες που προνοούσαν για ένα καθεστώς "αποστρατικοποιημένης ουδετερότητας" στην Κύπρο. Παρά το ότι δοκιμάστηκε η εφαρμογή ενός τέτοιου καθεστώτος, ωστόσο η σχετική με την Κύπρο συμφωνία δεν τηρήθηκε απόλυτα πιστά ούτε από τους Βυζαντινούς (που σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποίησαν και πάλι το νησί ως στρατιωτική βάση για επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο), ούτε και από τους Άραβες (που επαναλάμβαναν τις κατά της Κύπρου επιδρομές τους).

Παρά τα δεινά εξαιτίας των επιδρομών, η Κυπριακή Εκκλησία εξακολούθησε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Ορθοδοξία και να εκπροσωπείται και στις διάφορες συνόδους, ιδίως δε στην έβδομη οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας (το 787 μ.Χ.) που ασχολήθηκε με το ζήτημα των εικόνων, και στην οποία ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας Κωνσταντίνος διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, εισηγούμενος την αποδοχή της αρχής (που έγινε τελικά αποδεκτή) ότι οι εικόνες πρέπει να αποτελούν αντικείμενα σεβασμού αλλά όχι αντικείμενα λατρείας.

Η τελική απαλλαγή της Κύπρου από την αραβική απειλή ήρθε το 965, μετά τις επιτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά κατά των Αράβων. Στην Κύπρο ο αυτοκράτορας απέστειλε το στρατηγό Νικήτα Χαλκούτζη, ικανότατο στρατιωτικό ο οποίος λίγο πιο πριν (το 960) είχε ελευθερώσει από τους Άραβες και την Κρήτη. Έτσι, μετά την επιτυχημένη αποστολή του στρατηγού Χαλκούτζη, το 965 μ.Χ. η Κύπρος περιήλθε ξανά στην κατοχή των Βυζαντινών και επανενώθηκε με την αυτοκρατορία.

Η Κύπρος κυβερνιόταν από νεότερους Βυζαντινούς αξιωματούχους που συνήθως έφεραν τον τίτλο του δούκα (αν και μερικοί παλαιοί ιστορικοί και χρονογράφοι τους ονομάζουν όλους δούκες). Με την υπαγωγή όμως ξανά της Κύπρου στο Βυζαντινό κόσμο, και τη διακυβέρνηση του νησιού από Βυζαντινούς κυβερνήτες, επανήλθαν και οι προσωπικές φιλοδοξίες μερικών από αυτούς, που δοκίμασαν και πάλι να αποκόψουν το νησί από την αυτοκρατορία και να καταστούν οι ίδιοι ανεξάρτητοι ηγεμόνες του. Έτσι το 1042 έγινε η πρώτη απόπειρα με πρωταγωνιστή το διοικητή (κατεπάνω) της Κύπρου Θεόφιλο Ερωτικό. Το κίνημα αυτό καταπνίγηκε από τον τότε αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' το Μονομάχο που απέστειλε κατά του Θεόφιλου στρατιωτική δύναμη υπό τον Κωνσταντίνο Χαγέ. Ο τελευταίος συνέλαβε το Θεόφιλο που τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη όπου τιμωρήθηκε, διαπομπευόμενος μεταξύ άλλων και στον ιππόδρομο με γυναικεία ενδυμασία.

Μισό περίπου αιώνα αργότερα, το 1092, έγινε νέα αποσχιστική απόπειρα με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά τον τότε διοικητή του νησιού Ραψομάτη. Το κίνημα έγινε παράλληλα με άλλο στην Κρήτη, υπό τον εκεί διοικητή Καρύκη, και με συνεννόηση και παράλληλες στρατιωτικές ενέργειες του εμίρη της Σμύρνης Τζαχά. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός απέστειλε κατά των τριών συνωμοτών στρατιωτική δύναμη υπό τον Ιωάννη Δούκα και τον στρατηγό Μανουήλ Βουτουμίτη. Και οι τρεις εξουδετερώθηκαν. Στην Κύπρο, ο Ραψομάτης συνελήφθη στο Σταυροβούνι.

Η παρουσία στην Κύπρο του στρατηγού Μανουήλ Βουτουμίτη, έξοχου στρατιωτικού νου, συνδέθηκε και με την ίδρυση του μοναστηριού του Κύκκου, που φαίνεται ως ενέργεια η οποία εντασσόταν στο ευρύτερο πολιτικοστρατιωτικό δόγμα της αυτοκρατορίας τότε. Η ίδρυση του μοναστηριού αυτού, όπως και άλλων που ιδρύθηκαν στην Κύπρο και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας την εποχή των Κομνηνών (στην Κύπρο επί Κομνηνών ιδρύθηκαν και τα μοναστήρια του Μαχαιρά, της Χρυσορροϊάτισσας και του Αγίου Νεόφυτου), έγινε σε επίλεκτη θέση που ήταν και παρατηρητήριο που εξυπηρετούσε και γενικότερα σχέδια άμυνας. Στο μεταξύ, ήταν ήδη ιδρυμένα και τα τρία κάστρα της οροσειράς του Πενταδακτύλου ( Άγιος Ιλαρίων, Βουφαβέντο, Καντάρα).

Ο κινηματίας Ραψομάτης φαίνεται ότι είχε εκμεταλλευθεί τη δυσαρέσκεια του κυπριακού πληθυσμού, εξαιτίας της κακοδιοίκησης, της φορολογίας και της εκμετάλλευσης, που είχαν οδηγήσει το νησί σε άθλια εσωτερική κατάσταση, όπως μαρτυρεί εξάλλου και ο διαπρεπής Κύπριος ιεράρχης του 12ου αιώνα Νικόλαος Μουζάλων (αρχιεπίσκοπος Κύπρου και μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινούπολης). Μετά την καταστολή του κινήματος, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός κατέβαλε προσπάθεια χρηστότερης και δικαιότερης διοίκησης του νησιού, διορίζοντας ικανούς και τίμιους διοικητικούς αξιωματούχους.

Την εποχή των Κομνηνών εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο τόσο Αρμένιοι όσο και Μαρωνίτες, που κατοίκησαν σε χωριστούς οικισμούς οι οποίοι και ιδρύθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού. Απόγονοι τόσο των Αρμενίων όσο και των Μαρωνιτών (που ενισχύθηκαν και με νέους αποίκους αργότερα), εξακολουθούν να ζουν μέχρι σήμερα στην Κύπρο.

Η τρίτη αποσχιστική ενέργεια Βυζαντινού αξιωματούχου έγινε το 1185, και αφού στο μεταξύ διάστημα η Κύπρος υπέφερε και από επιδρομές και λεηλασίες, κυρίως το 1156 οπότε το νησί λεηλατήθηκε άγρια από τον "ευγενή" τυχοδιώκτη Ρεϋνάλδο ντε Σιατιγιόν και το βασιλιά της Αρμενίας Θορός Β'. Είχαν προηγηθεί επιδρομή του βενετικού στόλου (1122) και αναγνώριση εμπορικών προνομίων των Βενετών στην Κύπρο (1148), και είχαν ακολουθήσει επιδρομή των Αιγυπτίων (1158) και επιδρομή του Ραϋμόνδου της Τριπόλεως (1161).

Η αυτοκρατορία εμφανιζόταν πια αδύναμη να προστατεύει αποτελεσματικά την Κύπρο, σε μια εποχή κατά την οποία οι σταυροφορίες των Δυτικών (που εξελίσσονταν σε ληστρικές επιχειρήσεις) δημιουργούσαν γενικότερα προβλήματα στην Κωνσταντινούπολη. Η αναμέτρηση των Σταυροφόρων της Δύσης με τους μη Χριστιανούς της Εγγύς Ανατολής, δημιούργησε ξανά ένα πεδίο συνεχών συγκρούσεων στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, από τις οποίες έμελλε να υποφέρει ξανά και η Κύπρος, της οποίας η καίρια γεωγραφική θέση καθόρισε την τραγική της μοίρα ανά τους αιώνες. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, ένας γόνος της οικογένειας των Κομνηνών, ο Ισαάκιος Κομνηνός, κατόρθωσε να αναλάβει, με πλαστά έγγραφα, τη διοίκηση της Κύπρου, την οποία και απέσπασε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1185, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα του νησιού.

Οι αυτοκρατορικές στρατιωτικές δυνάμεις που στάλθηκαν κατά του κινηματία, ηττήθηκαν από τον Ισαάκιο Κομνηνό που βοήθησε και από στρατιωτικές δυνάμεις του βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β', ο οποίος ήταν και εξ αγχιστείας συγγενής του.

Ενώ μετά τη νίκη του ο Ισαάκιος Κομνηνός φάνηκε ότι είχε εδραιώσει την προσωπική του κυριαρχία στο νησί, σύντομα ωστόσο οι φιλοδοξίες του τερματίστηκαν άδοξα και νέες συμφορές έπεσαν πάνω στην Κύπρο. Το 1191 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, που μετείχε στην τρίτη σταυροφορία, έφτασε στην Κύπρο καθ' οδόν προς τους Αγίους Τόπους (τους οποίους όμως δεν κατόρθωσε να απελευθερώσει, αν και εκεί ήταν που είχε κερδίσει την επωνυμία Λεοντόκαρδος). Με τη δικαιολογία ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν είχε συμπεριφερθεί ικανοποιητικά στην αρραβωνιαστικιά του Βερεγγάρια, ο Ριχάρδος επιτέθηκε κατά του ηγεμόνα της Κύπρου αφού μάλιστα και η μεταξύ τους επαφή δεν είχε αποδώσει). Βοηθούμενος και από άλλους ευγενείς, όπως ο Γκυ ντε Λουζινιάν, ο Ριχάρδος σε σύντομο χρόνο κατέβαλε τις δυνάμεις του Ισαακίου, τον ίδιο δε και την οικογένειά του αιχμαλώτισε. Για μια ακόμη φορά το νησί λεηλατήθηκε άγρια, αυτή τη φορά από τους "πιστούς Χριστιανούς" σταυροφόρους του Ριχάρδου. Οι καπνοί από τις νέες καταστροφές σήμαιναν τώρα και την οριστική αφαίρεση της Κύπρου από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με την οποία οι μετέπειτα σχέσεις θα ήταν κυρίως θρησκευτικές και πνευματικές.

* * *

Πριν ολοκληρώσουμε το κεφάλαιο της Βυζαντινής περιόδου της Ιστορίας της Κύπρου, θα πρέπει να πούμε και δύο λόγια για τον πνευματικό και θρησκευτικό βίο των αιώνων αυτών.

Η Βυζαντινή περίοδος της Κυπριακής Ιστορίας χαρακτηρίζεται από έντονη θρησκευτικότητα. Τούτο μαρτυρούν η ύπαρξη πολλών μοναστηριών, πάρα πολλών εκκλησιών ενός μεγάλου αριθμού τοπικών αλλά και ξένων αγίων που έζησαν στην Κύπρο, όπως και οι πάμπολλες παραδόσεις καθώς και οι θρύλοι. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται και πολλοί θρύλοι όπως και δημοτικά τραγούδια του ακριτικού κύκλου.

Ιδίως κατά τα χρόνια της Εικονομαχίας, που συγκλόνισε την αυτοκρατορία, πολλοί εικονολάτρες μοναχοί ή και κληρικοί βρήκαν καταφύγιο στην Κύπρο, μεταφέροντας μαζί τους και αξιόλογες θαυματουργές εικόνες ή και άλλα κειμήλια που περιλάμβαναν και οστά ή λείψανα αγίων. Έτσι, ιδρύθηκαν διάφορα μοναστήρια και ο μοναχικός βίος γνώρισε μεγάλη ακμή. Ας σταθούμε λίγο στο όλο ζήτημα των μοναστηριών, που θα διαδραματίσουν ιδιαίτερα σοβαρό ρόλο στην επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου στους αιώνες της σκληρής σκλαβιάς που θ' ακολουθήσουν.

Η ίδρυση των πρώτων μοναστηριών: Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες μοναστήρια άρχισαν να λειτουργούν στην Κύπρο από τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια, μάλιστα, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, από τον 4ο μ.Χ. αιώνα (λ.χ. Σταυροβούνι, ιδρύθηκε από την αγία Ελένη). Κατά τον ίδιο δε αιώνα και πιο πριν ακόμη υπάρχουν πληροφορίες για ασκητήρια και ασκητές σε διάφορα μέρη του νησιού ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σημαντικά κατά τα χρόνια της Εικονομαχίας. Βέβαια η ύπαρξη ασκητών σε απομονωμένους χώρους, όπου αφιερώνονταν στην προσευχή, δε σήμαινε αναγκαστικά και την ύπαρξη μοναστηριών. Ωστόσο ο ασκητικός βίος και η τάση απομάκρυνσης από την κοινωνική και κοσμική ζωή ήταν εκείνο που τελικά οδήγησε στη σύσταση των μοναστηριών. Ο μοναχισμός (από τη λέξη μοναχός-μόνος) δεν ταυτίζεται βέβαια πλήρως με τον ασκητισμό. Ο μοναχικός βίος έχει τις ρίζες του στα χρόνια των αποστόλων, δηλαδή στην αρχή της γέννησης του Χριστιανισμού (ο ίδιος ο Χριστός πήγαινε σε έρημους τόπους για προσευχή), όμως επίσημα, ως εκδήλωση της χριστιανικής ζωής εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 3ου και τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα. Τότε θα πρέπει να τοποθετηθεί και η εμφάνισή του στην Κύπρο.

Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για το πότε και ποια μοναστήρια ιδρύθηκαν πρώτα στο νησί (μοναστήρια με την έννοια βέβαια της οργανωμένης μοναχικής ζωής και της ύπαρξης εγκαταστάσεων). Σύμφωνα πάντως με την τοπική εκκλησιαστική παράδοση, μεταξύ των πρώτων που ιδρύθηκαν στην Κύπρο ήταν το Σταυροβούνι, αφού ως ιδρύτριά του αναφέρεται η αγία Ελένη που επισκέφτηκε την Κύπρο κατά τον πρώτο μισό του 4ου αιώνα, όπως επίσης και η Μονή των Ιερέων (ή Αγία Μονή) στην επαρχία Πάφου που ιδρύθηκε από τους αγίους Ευτύχιο και Νικόλαο επίσης τον 4ο αιώνα (μάλιστα πάνω στα θεμέλια ειδωλολατρικού ναού). Στην ίδια περίοδο θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά και η ίδρυση του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου των Γάτων στο Ακρωτήρι της Λεμεσού, αν πιστέψουμε την παράδοση που το συνδέει με τις γάτες που έφαγαν τα φίδια και οι οποίες συνδέονται πάλι με την αγία Ελένη (αν και η παράδοση συνδέει το εκτροφείο γάτων του μοναστηριού με το δούκα Καλόκαιρο, όμως και πάλι κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα). Μετά τον ερχομό της αγίας Ελένης στην Κύπρο, η παράδοση τοποθετεί (4ος αιώνας) και την ίδρυση του μοναστηριού του Σταυρού στο χωριό Όμοδος (επαρχία Λεμεσού). Στον 5ο αιώνα τοποθετείται από μερικούς μελετητές η ίδρυση του μοναστηριού του Αγίου Αρκαδίου (σήμερα σε ερείπια), στο δάσος της Πάφου. Επίσης, στα χρόνια της Εικονομαχίας ιδρύθηκε το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού στην περιοχή όπου εξαπλώνεται σήμερα το χωριό Αγρός.

Διάφορες άλλες παραδόσεις, σχετικές με βίους και δραστηριότητες αγίων στην Κύπρο, συνδέονται επίσης με την ίδρυση μοναστηριών σε διάφορα μέρη του νησιού. Όμως, με βάση μόνο τις παραδόσεις δεν μπορούν να υπάρξουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία αλλά ούτε και σαφείς πληροφορίες για το είδος των μοναστηριών που λειτουργούσαν στο νησί κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, για τον τρόπο λειτουργίας τους κλπ.

Είναι όμως γεγονός ότι στα χρόνια της Εικονομαχίας, που συγκλόνισαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία βασικά τον 8ο μ.Χ. αιώνα, πολλοί εικονολάτρες ασκητές και μοναχοί από τη Μικρά Ασία και από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας ήρθαν στην Κύπρο όπου δεν αντιμετώπιζαν σοβαρό, τουλάχιστον, κίνδυνο διώξεων. Το ρεύμα αυτό ασφαλώς θα οδήγησε και στην ίδρυση μοναστηριών στο νησί και, πάντως, γέννησε πολλές παραδόσεις. Η άφιξη στην Κύπρο φυγάδων μοναχών συνδέεται και με τη μεταφορά στο νησί αγίων εικόνων, οστών αγίων και άλλων εκκλησιαστικών πολυτίμων κειμηλίων, που αργότερα η παράδοση θέλησε να τα παρουσιάσει ότι είχαν φτάσει ως εδώ με τα κύματα της θάλασσας και ύστερα από θαύματα με τα οποία ταυτίστηκαν.

Τέσσερις φυγάδες μοναχοί αναφέρεται ότι έφεραν στην Κύπρο ισάριθμες εικόνες της Παναγίας, έργα του αποστόλου Λουκά, που τοποθετήθηκαν σε ισάριθμα μοναστήρια τα οποία ιδρύθηκαν στο νησί: του Μεγάλου Αγρού, της Παναγίας του Άρακα (Λαγουδερά), της Παναγίας του Μαχαιρά και της Παναγίας Τροοδίτισσας. Στον απόστολο Λουκά αποδίδονται και άλλες εικόνες, μεταξύ των οποίων η εικόνα του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας την οποία σύμφωνα με την παράδοση έφερε στην Κύπρο η θάλασσα.

Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών εξάλλου (7ος - 10ος μ.Χ. αιώνας), η αποστολή στην Κύπρο από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας στρατιωτικών σωμάτων, όπως οι Μαρδαΐτες, συνδέθηκε και με τη μεταφύτευση από αυτούς των ειδικών προστατών-αγίων και της ιδιαίτερης λατρείας τους. Οι Μαρδαΐτες σχετίζονται με τον άγιο Μάμα και με την ίδρυση του ομώνυμου μοναστηριού στη Μόρφου. Η μεταφορά, πάλι, και εγκατάσταση στην Κύπρο Αρμενίων, όπως και Μαρωνιτών, είχε ως αποτέλεσμα και την ίδρυση αντιστοίχων μοναστηριών κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Εκτός όμως από την εικονομαχική έριδα, στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αφίξεις τόσο ασκητών όσο και μοναχών στην Κύπρο θα πρέπει να έγιναν και από άλλα μέρη για το λόγο της αποφυγής διώξεων από τους Άραβες και άλλους μη Χριστιανούς. Εξάλλου οι αραβικές επιδρομές στο νησί και οι άλλες συμφορές που το έπληξαν (περιλαμβανομένων ισχυρών θεομηνιών, σεισμών, ανομβριών κλπ.) ευνόησαν κατά κάποιο τρόπο το μοναχισμό, από την άποψη ότι πολλά δεινά αποδίδονταν στη θεία οργή. Τούτο, σε μια κοινωνία όπου η επίδραση της θρησκείας ήταν διάχυτη σε όλες τις δραστηριότητές της, οδηγούσε πολλούς στο να αφιερώσουν τους εαυτούς τους στην Εκκλησία, καταφεύγοντας στο μοναχισμό, ή ακόμη να κληροδοτούν σε μοναστήρια την περιουσία τους.

Από φυγάδες μοναχούς πιθανά είχαν ιδρυθεί και τα μοναστήρια Παναγίας των Καθάρων (ή Καθαρκώτισσας) κοντά στο Λάρνακα της Λαπήθου, Παναγίας Αψινθιώτισσας κοντά στο Συγχαρί, ίσως δε και το μοναστήρι του Αντιφωνητή επίσης στον Πενταδάκτυλο (πιθανά διασώζει την ονομασία του Αντιφωνητή Χριστού που εικονιζόταν στην πύλη του ανακτόρου της Χάλκης και που ήταν η πρώτη εικόνα που καταστράφηκε από τους εικονομάχους, με εντολή του Λέοντος Γ').

Υπήρχαν επίσης, κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, και άλλα μοναστήρια που δε σώζονται σήμερα, όπως το γνωστό από το βίο του αγίου Δημητριανού μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου κοντά στους Χύτρους. Ακόμη, το γνωστό από πηγές της περιόδου της φραγκοκρατίας μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγκάνων, στη Λευκωσία, θα πρέπει να συνδεθεί με φυγάδες μοναχούς από την Κωνσταντινούπολη, αφού με την ίδια ακριβώς ονομασία υπήρχε στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μοναστήρι.

Ίδρυση μοναστηριών με αυτοκρατορική εντολή: Μετά τον τερματισμό της αντιπαράθεσης Βυζαντινών και Αράβων στην Κύπρο και την επικράτηση και πάλι των Βυζαντινών στο νησί από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, δημιουργήθηκαν νέες συνθήκες. Μετά την απαλλαγή της Κύπρου από την αραβική απειλή, το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για το νησί εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν και η ενίσχυση του μοναχισμού στην Κύπρο που περιλάμβανε ίδρυση μοναστηριών ύστερα από αυτοκρατορική εντολή και προικοδότησή τους ή και ενίσχυσή τους με χορηγίες, προνόμια και δικαιώματα.

Έτσι, ιδρύθηκαν μερικά βασιλικά μοναστήρια. Βασιλικά λέγονται ακριβώς επειδή ιδρύθηκαν με αυτοκρατορικές χορηγίες. Τέτοια ήταν τα γνωστά μοναστήρια που ιδρύθηκαν στο νησί από τους Κομνηνούς, εκείνα της Παναγίας του Κύκκου και της Παναγίας του Μαχαιρά.

Η ίδρυση μοναστηριών αυτή την εποχή, αλλά και η ενίσχυση άλλων, είναι πολύ πιθανό ότι συνδυάστηκε και με τις στρατιωτικοπολιτικές ανάγκες της αυτοκρατορίας στην περιοχή. Η ύπαρξη μοναστηριών σε προσεκτικά επιλεγμένες στρατηγικής σημασίας τοποθεσίες φανερώνει ότι η οικοδόμησή τους στους συγκεκριμένους χώρους εξυπηρετούσε και στρατιωτικούς στόχους, όπως η χρησιμοποίηση των μοναστηριών ως μονίμων παρατηρητηρίων σε μια περίοδο που οι επιθέσεις από τη θάλασσα ήταν συχνές.

Εκτός από τα αναφερόμενα εδώ ονομαστικά, υπήρχαν και πολλά άλλα μοναστήρια που δεν επιβίωσαν μέχρι σήμερα. Υπήρχε όμως και ένας πολύ μεγάλος αριθμός εκκλησιών, κατάσπαρτος σε ολόκληρη την Κύπρο. Οι μεγάλες και λαμπρές βασιλικές που είχαν οικοδομηθεί κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, καταστράφηκαν κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών. Τέτοιες βασιλικές έχουν ανασκαφεί στη Σαλαμίνα στην Καρπασία μερικές, στο Κούριον δύο, στην Πάφο δύο, στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας τρεις, στους Σόλους, στη Λάμπουσα (Λάπηθο) και αλλού. Κατά και μετά τις αραβικές επιδρομές, το πλήγμα είχε οδηγήσει και σε οικονομική δυσπραγία. Έτσι, αντί των τεραστίων λαμπρών ναών, άρχισαν πια να κτίζονται μικρές εκκλησίες διαφόρων τύπων (ξυλόστεγες στα ορεινά, καμαροσκέπαστες, μονότρουλλες, σταυροειδείς, πολύτρουλλες). Γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των εκκλησιών αυτών είναι η απλότητα και ταπεινότητα της κατασκευής τους, αν και η λαϊκή αρχιτεκτονική τους είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

Η εικονογράφηση των ναών ακολουθεί και πάλι τις οικονομικές δυνατότητες των διαφόρων εποχών. Η εποχή της ευμάρειας πριν από τις αραβικές επιδρομές, εκφράζεται με λαμπρή διακόσμηση των ναών που δείγματά τους έχουμε από ψηφιδωτά δάπεδα στις βασιλικές, όπως και τα εξαίρετης τέχνης ψηφιδωτά της Παναγίας ένθρονης με το Χριστό στο ναό της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο χωριό Κίτι, καθώς και οι ψηφιδωτές παραστάσεις επίσης εξαίρετης τέχνης στην εκκλησία της Παναγίας Κανακαρίας στην Καρπασία (που δυστυχώς καταστράφηκαν από τους Τούρκους μετά την εισβολή του 1974). Αργότερα ο εικονογραφικός διάκοσμος των ναών γίνεται ζωγραφικός. Τόσο οι τοιχογραφίες όσο και οι φορητές εικόνες, γενικά ακολουθούν τα ρεύματα της τέχνης στην αυτοκρατορία, μέχρι το τέλος της περιόδου. Αργότερα θα ακολουθήσει και πάλι η βυζαντινή παραδοσιακή "γραμμή", όμως σε αρκετές περιπτώσεις επηρεασμένη από την ιταλική αναγέννηση.

Πολλοί ναοί στην Κύπρο διασώζουν εξαίρετες τοιχογραφίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις εκκλησίες της Παναγίας Φορβιώτισσας (Ασίνου), της Παναγίας του Άρακος, του Σταυρού του Αγιασμάτι, του Αντιφωνητή Χριστού στον Πενταδάκτυλο, της Εγκλείστρας του Αγίου Νεοφύτου, του Αγίου Νικολάου της Στέγης, της εκκλησίας στο Πελέντρι, της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου, της Παναγίας Χρυσελεούσας στην Έμπα, του Αγίου Γεωργίου στη Χούλου του Αρχαγγέλου στη Γαλάτα και αρκετές άλλες. Διακοσμημένες με τοιχογραφίες είναι και πολλές μεταγενέστερες εκκλησίες, που κτίστηκαν μέχρι και το 15ο και 16ο αιώνα, όπως επίσης τα καθολικά διαφόρων μοναστηριών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων η Κύπρος δεν έμεινε αμέτοχη στις διάφορες εκκλησιαστικές / θρησκευτικές έριδες, ενώ οι ποικίλες αιρέσεις είχαν έντονες τις απηχήσεις τους και στο νησί. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αξιόλογοι εκκλησιαστικοί ηγέτες από την Κύπρο είχαν αναμειχθεί πρωταγωνιστικά σε εκκλησιαστικές και θεολογικές καταστάσεις που απασχολούσαν ολόκληρη την αυτοκρατορία. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις του Κυπρίου αγίου Σπυρίδωνος, του επισκόπου Κωνσταντίας αγίου Επιφανίου του Μεγάλου, του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κωνσταντίνου κ.ά. Άλλοι επιφανείς Κύπριοι ιεράρχες της βυζαντινής περιόδου, με διεθνή φήμη, ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, πατριάρχης Αλεξανδρείας από το 610 μέχρι το 619 μ.Χ., ο Γρηγόριος ο Κύπριος, πατριάρχης Κωνσταντινούπολης από το 1283 μέχρι το 1289, λόγιος και συγγραφέας, ο Νικόλαος Μουζάλων, αρχιεπίσκοπος Κύπρου και αργότερα (1147-1151) πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και ο φημισμένος άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, ιδρυτής του ομώνυμου μοναστηριού στην Πάφο κατά τον 12ο αιώνα και αξιόλογος συγγραφέας.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως έχει και πιο πάνω επισημανθεί, ένας μεγάλος αριθμός μοναχών και ασκητών είχε έρθει στην Κύπρο από διάφορες άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, για διάφορους λόγους: άλλοι για να βρουν περισσότερη απομόνωση στην Κύπρο που ήταν νησί - άλλοι για να ξεφύγουν από τις περιπέτειες και τους κινδύνους εξ' αιτίας των αραβικών πολεμικών δραστηριοτήτων - άλλοι επειδή ήθελαν να ξεφύγουν από άλλες διώξεις (όπως στα χρόνια της Εικονομαχίας). Έτσι γεννήθηκε, μεταξύ των άλλων πολλών θρύλων και ο θρύλος περί των 300 "Αλαμάνων" αγίων που αναφέρονται σε μεσαιωνικά χρονικά ότι ήρθαν στην Κύπρο από την Παλαιστίνη και ασκήτευσαν ο καθένας σε διαφορετικό μέρος, σε ολόκληρο το νησί. Αν και αναφέρονται ως "Αλαμάνοι", ωστόσο δεν ήταν καθόλου Γερμανοί και δε φαίνεται να είχαν έρθει ομαδικά, ούτε όλοι την ίδια εποχή. Οι ξένοι πάντως, που ασκήτευσαν και πέθαναν στην Κύπρο, προστέθηκαν στους πολλούς τοπικούς αγίους του νησιού. Ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και δίκαια οι μεσαιωνικοί χρονογράφοι χαρακτηρίζουν την Κύπρο ως Νήσο των Αγίων. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ' (πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας), στο βιβλίο του Κύπρος η Αγία Νήσος (Αθήνα 1968, απαριθμεί συνολικά 239 αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας που είτε ήταν Κύπριοι είτε ξένοι που έζησαν και πέθαναν στο νησί, προσθέτοντας ότι ο κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος αλλά δε διασώθηκαν πολλών τα ονόματα (λ.χ. από τους αναφερόμενους 300 "Αλαμάνους" αγίους γνωστά είναι τα ονόματα μόνο των 54 από αυτούς).

Απο την LivePedia.gr

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de