Κύπρος , Ετεοκύπριοι
|
Ο όρος Ετεοκύπριοι υποδηλώνει τους αυτόχθονες ή γνήσιους ή γηγενείς κατοίκους της Κύπρου κατά την αρχαιότητα. Εκείνους, δηλαδή, που κατοικούσαν στο νησί πριν από την άφιξη και εγκατάσταση των Αχαιών αποίκων και άλλων όπως οι Φοίνικες. Ο όρος δεν απαντά σε αρχαίες φιλολογικές ή άλλες πηγές αλλά αποτελεί εύρημα των νεότερων μελετητών, οι οποίοι ονόμασαν έτσι τους "πρώτους Κυπρίους" κατά το πρότυπο του όρου Ετεόκρητες που υποδηλώνει τους αυτόχθονες Κρητικούς και απαντά στον Όμηρο (Οδύσσεια, Τ, 176):...εν μεν Αχαιοί εν δ' Έτεόκρητες μεγαλήτορες, εν δε Κύδωνες Δωριέες τε τριχαϊκες διοί τε Πελασγοί.... Μερικοί επιστήμονες υποστήριξαν ότι η χρήση του όρου Ετεοκύπριοι δεν ήταν επιτυχής. Ωστόσο ο όρος καθιερώθηκε και σημαίνει τους Προέλληνες κατοίκους της Κύπρου, των οποίων η παρουσία και δραστηριότητα στο νησί είναι γνωστή τουλάχιστον από την έβδομη χιλιετία π.Χ. Μεταξύ των πολλών αρχαίων κυπριακών επιγραφών που έχουν βρεθεί, υπάρχουν κι εκείνες που είναι γραμμένες σε συλλαβική γραφή, αλλά σε μια γλώσσα που δεν είναι ελληνική. Η γλώσσα αυτή δεν έγινε μέχρι σήμερα κατορθωτό ν' αποκρυπτογραφηθεί και να διαβαστεί, παρά τις προσπάθειες. Παραμένει, συνεπώς, άγνωστη ακόμη. Η γλώσσα αυτή πιστεύεται ότι ανήκε στους Ετεοκυπρίους, γι' αυτό κι επικράτησε να λέγεται ετεοκυπριακή. Η τελευταία επιγραφή που έχει βρεθεί και που είναι γραμμένη στην ετεοκυπριακή γλώσσα (και ταυτόχρονα σε αλφαβητική ελληνική γλώσσα), προέρχεται από την Αμαθούντα και είναι του 4ου π.Χ. αιώνα. Μετά την εποχή αυτή, δεν έχει βρεθεί καμιά άλλη επιγραφική μαρτυρία σχετική με Ετεοκυπρίους. Πιστεύεται ότι οι Ετεοκύπριοι, που είχαν ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί με τους Αχαιούς, ήταν πιθανότατα δίγλωσσοι, μιλούσαν δηλαδή και τη δική τους γλώσσα και τη γλώσσα των αποίκων. Ακόμη, είναι φυσικό ότι η μια επηρεάστηκε από την άλλη, όπως και από τρίτες γλώσσες (φοινικική κ.α.). Η ανάμειξη των Αχαιών με το ετεοκυπριακό στοιχείο και η κυριαρχία τους πάνω σ' αυτό είχε εξελιχτεί φυσιολογικά. Ωστόσο ο Θεόπομπος (Φώτιος, Βιβλιοθήκη, 176) αναφέρει ότι οι Έλληνες οι συν Αγαμέμνονι την Κύπρον κατέσχον, απελάσαντες τους μετά Κινύρου, ων εισίν υπολιπείς Αμαθούσιοι... Δηλαδή αφήνει να υπονοηθεί ότι οι Έλληνες, αυτοί που ήταν με τον Αγαμέμνονα (οι Αχαιοί), κατέλαβαν την Κύπρο κι έδιωξαν το λαό του Κινύρα από τον οποίο λαό απομεινάρια είναι οι Αμαθούσιοι. Ο Σκύλαξ, εξάλλου, στο έργο του Περίπλους, γράφει ότι από τις κυπριακές πόλεις είναι ελληνικές η Σαλαμίνα, το Μάριο και οι Σόλοι, φοινικικές η Λάπηθος και άλλες, ενώ στα ενδότερα υπάρχουν κι άλλες πόλεις βάρβαροι (μη ελληνικές). Για την Αμαθούντα όμως γράφει ότι οι κάτοικοί της αυτόχθονες εισίν. Οι αναφορές αυτές του Θεόπομπου και του Σκύλακα ερμηνεύθηκαν με τη θεωρία ότι τελευταίο προπύργιο των Ετεοκυπρίων ήταν η Αμαθούς, στην οποία και είχαν συγκεντρωθεί. Γεγονός όμως είναι ότι η ομαλή εξέλιξη που συμπεραίνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, σημαίνει πως δεν είχαν σημειωθεί στο νησί πολεμικές συγκρούσεις και βιαιότητες, γιατί, αν σημειώνονταν, η ομαλή εξέλιξη θα διακοπτόταν απότομα. Οι Αχαιοί έγιναν η άρχουσα τάξη στην Κύπρο. Έφεραν μαζί τους τη θρησκεία, τα ήθη, τα έθιμα, τη γλώσσα, τις τέχνες και τις συνήθειές τους. Τα στοιχεία αυτά αναμείχτηκαν με τα αντίστοιχα των Ετεοκυπρίων και οι μεν άντλησαν πολλά από τους δε. Οι Αχαιοί και οι Ετεοκύπριοι έζησαν στο εξής μαζί στον ίδιο χώρο, όμως οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ευνοούσαν περισσότερο τους πρώτους σε βάρος των δεύτερων. Ταυτόχρονα οι Ετεοκύπριοι παραμερίζονταν σταδιακά και από άλλους που είχαν εγκατασταθεί σε κυπριακές πόλεις, όπως τους Φοίνικες. Ο υψηλός πολιτισμός των Αχαιών όμως, υπερίσχυσε. Σιγά-σιγά οι Ετεοκύπριοι εξελληνίζονταν και αφομοιώνονταν. Μαζί μ' αυτούς οι Έλληνες αφομοίωσαν και τα σημαντικότερα στοιχεία του πολιτισμού τους, τα οποία και υιοθέτησαν σε εξελληνισμένες και περισσότερο εξελιγμένες μορφές (όπως, για παράδειγμα, θρησκευτικά στοιχεία και μερικές θεότητες). Έτσι, με τον εξελληνισμό και την αφομοίωσή τους από το κυρίαρχο πια ελληνικό στοιχείο της Κύπρου, οι Ετεοκύπριοι όλο και λιγόστευαν και, μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, ουσιαστικά εξαφανίστηκαν. Η Αμαθούς, που θεωρούνταν από τους επιστήμονες και μελετητές μέχρι και πριν λίγα χρόνια ότι αποτελούσε το ύστατο προπύργιο των Ετεοκυπρίων στο νησί τους, παρουσιάζει πολύ διαφορετική εικόνα ύστερα από τις ανασκαφές και τα ευρήματα που ήρθαν στο φως πρόσφατα: Ελληνικές θεότητες, μαζί με άλλες, λατρεύονταν κι εκεί, ελληνικά ονόματα έφεραν βασιλιάδες και κάτοικοι της πόλης, ελληνικά κυρίως ήταν τα έθιμα που επικρατούσαν και ελληνικά τα αρχιτεκτονικά και άλλα στοιχεία. Οδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιο προπύργιο - ύστατο ή όχι - των Ετεοκυπρίων, που προϋποθέτει αντιπαράθεσή τους προς τους Αχαιούς αποίκους. Βρέθηκαν βέβαια στην Αμαθούντα και ευρήματα όχι Ελληνικά, όπως βέβαια βρέθηκαν και στις λοιπές αρχαίες πόλεις του νησιού. Γενικά, η εικόνα που δίνεται με τις μέχρι σήμερα αρχαιολογικές γνώσεις και αποδείξεις, είναι τούτη: Οι μεγάλες και σημαντικές αρχαίες πόλεις του νησιού - όλες παραθαλάσσιες - είχαν πολλές επαφές με τις γύρω από την Κύπρο χώρες με τις οποίες διεξήγαγαν εκτεταμένο εμπόριο. Στις κυπριακές πόλεις βρίσκονταν επίσης εγκατεστημένοι πολλοί εμπορευόμενοι (Φοίνικες, Αχαιοί, Κρήτες, Αιγύπτιοι κλπ.), που αποτελούσαν άλλοτε μεγαλύτερες και άλλοτε μικρότερες κοινότητες. Τα καράβια, πολλών εθνικοτήτων, που πηγαινοέρχονταν, προσέθεταν πολλά στο "κοσμοπολίτικο" χρώμα των πόλεων αυτών. Οι μικρές ή μεγάλες κοινότητες είχαν τα δικά τους ήθη και έθιμα βέβαια, έκτιζαν τους δικούς τους ναούς και τιμούσαν τους δικούς τους θεούς (μήπως σήμερα, στις μεγαλουπόλεις του κόσμου δεν απαντούν κάτοικοι τόσων διαφορετικών εθνικοτήτων και δε βρίσκουμε ναούς κοντά σε εβραϊκές συναγωγές ή συναγωγές δίπλα σε μουσουλμανικά τεμένη;). Συνεπώς λίγες ή πολλές μη ελληνικές επιγραφές ή και άλλα αντικείμενα που αποκαλύπτονται από τις ανασκαφές δε σημαίνουν οπωσδήποτε ότι οι χώροι όπου βρίσκονται δεν υπήρξαν ελληνικοί. Εκτός από μερικά βασίλεια (όπως το Κίτιο και η Λάπηθος) που γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι βρέθηκαν κάτω από τη φοινικική κυριαρχία (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε σταματήσει να είναι έντονη η παρουσία του ελληνικού στοιχείου), δεν μπορούμε να μιλούμε με απόλυτη βεβαιότητα για ύπαρξη καθαρά Ετεοκυπριακών εστιών στο νησί. Οι Ετεοκύπριοι αποτελούσαν μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού των κυπριακών αρχαίων βασιλείων κι εξακολουθούσαν να ζουν σε ολόκληρο το νησί μέχρι την πλήρη αφομοίωσή τους που έγινε πολύ αργά αλλά σταθερά. Ωστόσο δεν έχουμε ακριβή εικόνα ούτε κι απόλυτα ξεκάθαρη γνώμη ως προς το ποιοι και τι ήταν αυτοί οι "πρώτοι Κύπριοι", δηλαδή οι Ετεοκύπριοι. Όπως έχει τονιστεί και στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του μέρους, οι προϊστορικοί εκείνοι κάτοικοι του νησιού είχαν δημιουργήσει έναν αξιόλογο δικό τους πολιτισμό που περιλάμβανε και δική τους γλώσσα. Ποιοι όμως ήταν, δεν μπορεί να καθοριστεί με απόλυτη σαφήνεια, μάλιστα πολύ περισσότερο επειδή υπάρχει και η περίπτωση άφιξης κατά καιρούς αποίκων από τη Μικρά Ασία και την συροπαλαιστινιακή ακτή, που είχαν προστεθεί και αυτοί στον πληθυσμό των Προϊστορικών χρόνων που καθορίζεται με τον όρο Ετεοκύπριοι. Απο την LivePedia.gr Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|