Κύπρος , Πολιορκία Λευκωσίας
|
Η αναμενόμενη τουρκική επίθεση κατά της Κύπρου πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1570. Οι Βενετοί είχαν συγκεντρώσει την αμυντική προσπάθειά τους κυρίως στον άξονα Αμμοχώστου- Λευκωσίας- Κερύνειας (και στις τρεις αυτές πόλεις έγιναν οχυρωματικά ενισχυτικά έργα), ενώ στην υπόλοιπη Κύπρο η άμυνά τους ήταν εντελώς ασήμαντη ή και ανύπαρκτη. Δεν υπήρχαν βέβαια επαρκείς δυνάμεις για να υπερασπιστούν ολόκληρη την Κύπρο (τους ίδιους τους Κυπρίους δεν τους στρατολόγησαν οι Βενετοί γιατί δεν τους εμπιστεύονταν αφού οι Κύπριοι ήταν πολύ δυσαρεστημένοι από τη σκληρή βενετσιάνικη διοίκηση και εκμετάλλευση) και αρκετά κάστρα ανατινάχτηκαν (όπως εκείνα του Πενταδακτύλου, εκείνο της Λεμεσού κ.ά.) για να μη χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό αφού δεν ήταν δυνατό να επανδρωθούν. Έτσι οι πολυπληθείς δυνάμεις του Λαλά Μουσταφά πασά πολύ εύκολα υπέταξαν την υπόλοιπη Κύπρο πριν στρέψουν την προσπάθειά τους στον άξονα Αμμόχωστου - Λευκωσίας- Κερύνειας. Από τις τρεις αυτές πόλεις, έμελλε να πέσει πρώτη η πρωτεύουσα Λευκωσία. Την αφήγηση της πολιορκίας και άλωσής της περιγράφουν αρκετοί αυτόπτες μάρτυρες. Μεταξύ αυτών και ο Fra Angelo Calepio στον οποίο στηρίχτηκε και ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός. Με βάση κυρίως την περιγραφή του Calepio, παραθέτουμε και εμείς εδώ τα γεγονότα. Ο Μουσταφά πασάς και οι σύμβουλοί του, αφού καταλήφθηκε ήδη εύκολα μεγάλο τμήμα της Κύπρου, αποφάσισαν στις 24 Ιούλη του 1570 να πολιορκήσουν πρώτα την πρωτεύουσα Λευκωσία όπου έλπιζαν ότι θα εύρισκαν και τους περισσότερους θησαυρούς. Στάλθηκε τότε μικρή δύναμη (500 ιππείς) προς την Αμμόχωστο για να παρεμποδίσει ενδεχόμενη βοήθεια από την πόλη αυτή προς τη Λευκωσία. Την ίδια μέρα έφτασε μπροστά στα τείχη της Λευκωσίας η προφυλακή των τουρκικών στρατευμάτων ενώ ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων έφτασε την επομένη, 25 Ιούλη 1570. Ο ίδιος ο Λαλά Μουσταφάς με τον περισσότερο στρατό του στρατοπέδευσε στο ύψωμα της Μανδιάς στα νοτιοανατολικά της πόλης, ενώ το υπόλοιπο στράτευμα σκορπίστηκε ολόγυρα στην πρωτεύουσα με στρατόπεδα στον Άγιο Δομέτιο, στον Άγιο Δημήτριο, στην Αγλαντζιά και προς την Αθαλάσσα όπου υπήρχε άφθονο νερό (πηγές νερού που τροφοδοτούσαν τη Λευκωσία βρίσκονταν και τον Άγιο Δομέτιο) . Αναφέρεται ότι ο τουρκικός στρατός αριθμούνταν, όταν έφτασε στη Λευκωσία, σε 80.000 πεζούς και 2.500 ιππείς, και διέθετε πολλά κανόνια. Στις 26 του Ιούλη δύναμη τουρκικού ιππικού πλησίασε τα τείχη της πόλης προκαλώντας τους υπερασπιστές της. Μέρος από αυτούς βγήκαν πράγματι από τα τείχη, με επικεφαλής τον Καίσαρα Πιοβάνε (Cesare Pioνane), παρέμειναν όμως κοντά στα τείχη και προκαλούσαν τον εχθρό να πλησιάσει εκεί, πράγμα που δεν έγινε. Στο μεταξύ οι Τούρκοι άρχισαν να κτίζουν ένα πύργο στο ύψωμα της Μανδιάς, πάνω στο οποίο τοποθετήθηκαν στις 30 του μήνα αρκετά κανόνια. Αυτό το ανάχωμα βρισκόταν αρκετά κοντά στην πόλη και οι πολιορκούμενοι προσπάθησαν επανειλημμένα να το καταστρέψουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Παρόμοια αναχώματα οι Τούρκοι κατασκεύασαν και στο ύψωμα απέναντι από τους προμαχώνες Ποδοκάταρο και Κωνστάντζο (νοτιοανατολικά της Λευκωσίας) καθώς και απέναντι από τον προμαχώνα Ντάβιλα (νότια της πόλης) . Άνοιξαν επίσης τάφρους στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της πόλης, που έφταναν μέχρι το σημείο όπου βρίσκονταν οι παλαιές λουζινιατικές οχυρώσεις (περίπου στο δυτικό άκρο της Παλλουριώτισσας, μέχρι ανατολικά της πύλης Αμμοχώστου και προς τα νότια μέχρι τη σημερινή αγορά του Αγίου Αντωνίου και τον αστυνομικό σταθμό της οδού Λάρνακας) . Έκτισαν δε εκεί άλλους τέσσερις πύργους, απέναντι από τους τέσσερις προμαχώνες της νότιας πλευράς της πόλης (Ποδοκάταρο, Κωνστάντζο, Ντόβιλα, Τρίπολι), που επίσης προστατεύτηκαν με χαντάκια, τάφρους και αναχώματα, έτσι που να εμποδίζεται ενδεχόμενη επίθεση των πολιορκουμένων. Τις επόμενες τέσσερις μέρες οι Τούρκοι χτυπούσαν αδιάκοπα τη Λευκωσία με τα κανόνια τους, με διακοπή μόνο τα μεσημέρια όταν η ζέστη ήταν μεγάλη. Οι κανονιοβολισμοί δεν μπόρεσαν, ωστόσο, να γκρεμίσουν τα τείχη. Για το λόγο αυτό οι Τούρκοι προσπάθησαν στη συνέχεια να προκαλέσουν ρήγματα με λαγούμια: άνοιξαν μεγάλο χαντάκι (στα νότια της πόλης) και έφτασαν μέχρι τα τείχη, προστατευόμενοι από αναχώματα που δημιούργησαν. Για καλύτερη προστασία όσων εργάζονταν στα λαγούμια, πολλοί στρατιώτες φύλαγαν γύρω από αυτά οπλισμένοι και πυροβολούσαν όποιον από τους υπερασπιστές της Λευκωσίας εμφανιζόταν στα τείχη. Οι πολιορκούμενοι δεν μπορούσαν να τους χτυπήσουν εύκολα και εξ' άλλου ο αρχηγός της φρουράς της Λευκωσίας και τοποτηρητής της Βενετίας στην Κύπρο Νικόλαος Δάνδολος είχε διατάξει αυστηρή εξοικονόμηση των πυρομαχικών. Για την άμυνα της Λευκωσίας ο Δάνδολος και ο στενός συνεργάτης του Ευγένιος Συγκλητικός, κόμης ντε Ρουσιά (γενικός διοικητής του κυπριακού ιππικού, ελληνικής καταγωγής) αναφέρεται ότι είχαν υπό τις διαταγές τους 20.000 άνδρες. Ο αριθμός θεωρείται υπερβολικός και υπολογίζεται ότι οι πειθαρχημένες, εκπαιδευμένες και πραγματικά αξιόμαχες δυνάμεις που υπεράσπιζαν τη Λευκωσία δεν ξεπερνούσαν τους 3.000 άνδρες. Πήραν βέβαια μέρος στην αντίσταση της πρωτεύουσας και πολλοί πολίτες, ευγενείς, ακόμη και κληρικοί (όπως ο ιδιαίτερα γενναίος και ηρωικός επίσκοπος της Πάφου Φραγκίσκος Κονταρίνι, της γνωστής αριστοκρατικής οικογένειας Κονταρίνι της Βενετίας, συγγενικής της οικογένειας της βασίλισσας Αικατερίνης Κορνάρο) . Και πάλι όμως ο συνολικός αριθμός των υπερασπιστών της Λευκωσίας ήταν πολύ μικρότερος από 20.000. Η όλη δραστηριότητα και στρατηγική του αρχηγού της αντίστασης της Λευκωσίας Νικολάου Δάνδολου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική, έτσι ώστε κατηγορήθηκε ανοιχτά ως προδότης που παρέδωσε την πόλη στον εχθρό. Μάλιστα ο Βενετός ευγενής Ανδρέας Πεσσάρο του επιτέθηκε με το σπαθί αλλά πρόλαβαν και τον σκότωσαν οι σωματοφύλακες του Δάνδολου. Το γεγονός όμως ότι και ο ίδιος ο Δάνδολος σκοτώθηκε από τους Τούρκους που τον αποκεφάλισαν μετά την πτώση της πόλης, του αφαιρεί ίσως το στίγμα του προδότη, οπότε δε μένει παρά να χαρακτηριστεί από στρατιωτική και διοικητική ανεπάρκεια και ανικανότητα. Στις πιο κρίσιμες στιγμές της, η πρωτεύουσα δεν μπόρεσε να έχει επικεφαλής της φρουράς της έναν ηγέτη του αναστήματος του ηρωικού υπερασπιστή της Αμμοχώστου Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου. Αξιωματούχοι της φρουράς όπως ο Πισάνι (Pisani) επανειλημμένα ζήτησαν από το Δάνδολο να επιτρέψει στους στρατιώτες και στους πυροβολητές να πολεμούν όπως μπορούσαν καλύτερα. Επισήμαναν επίσης ότι έπρεπε με κάθε θυσία να εξουδετερωθούν τα λαγούμια που έσκαβαν κάτω από τα τείχη οι Τούρκοι. Του ζητήθηκε επίσης η άδεια να βγουν από τη Λευκωσία δυνάμεις για να επιτεθούν και εκδιώξουν εκείνους που έσκαβαν τα λαγούμια αλλά ο Δάνδολος δεν το επέτρεψε. Ο αξιωματικός Παλάτζο κατασκεύασε ένα ξύλινο πύργο για να προστατεύονται οι πυροβολητές πάνω στα τείχη, αλλά οι Τούρκοι εύκολα τον κατέστρεψαν με κανονιές από τα υψώματα της Αγίας Παρασκευής. Τότε δοκίμασε να σκάψει και αυτός λαγούμια για να χτυπήσει τους Τούρκους, αλλά απέτυχε επειδή οι συνεχείς δονήσεις από τους κανονιοβολισμούς του εχθρού κλόνιζαν το έδαφος και τα κατέστρεφαν. Προσπάθησαν τότε οι υπερασπιστές της Λευκωσίας να στείλουν μηνύματα στην Αμμόχωστο, ζητώντας βοήθεια, αλλά οι αγγελιοφόροι τους πιάστηκαν από τους Τούρκους. Ωστόσο ένας από αυτούς, ο Ιωάννης Βαπτιστής, κατόρθωσε τελικά να περάσει τις τουρκικές γραμμές και να φτάσει στην Αμμόχωστο. Οι υπερασπιστές της Αμμοχώστου (περιλαμβανομένου και του γενναίου Αστόρε Βαγλιόνε τον οποίο ονομαστικά ζήτησαν οι Λευκωσιάτες να έρθει και να αναλάβει την άμυνα της πρωτεύουσας), δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά γιατί οι Τούρκοι είχαν τον έλεγχο της υπαίθρου. Στη Λευκωσία στάλθηκαν δύο πυροβολητές (πυροβολητές είχαν ζητήσει οι Λευκωσιάτες) που ύστερα από πορεία αρκετών ημερών, και αφού κατόρθωσαν να περάσουν από τρεις εχθρικές γραμμές, έφτασαν κατάκοποι και νηστικοί στη Λευκωσία στις 10 Αυγούστου. Είχαν στο μεταξύ σταλεί και άλλοι στα βουνά για να στρατολογήσουν άνδρες, αλλά συνελήφθησαν από τους Τούρκους οι οποίοι τους έφεραν μπροστά στα τείχη της Λευκωσίας και τους έδειχναν στους υπερασπιστές της πόλης, τονίζοντας τους έτσι πως δεν μπορούσαν να αναμένουν βοήθεια, για να κάμψουν το ηθικό τους. Ο Λαλά Μουσταφάς επανειλημμένα είχε μηνύσει στους υπερασπιστές της Λευκωσίας να του παραδώσουν την πόλη, υποσχόμενος ότι θα σεβόταν και τη ζωή και την τιμή τους, αλλά δεν πήρε απάντηση. Μετά την άφιξη και των πυροβολητών από την Αμμόχωστο, οι Λευκωσιάτες άρχισαν να χτυπούν σφοδρά τους πολιορκητές τους με κανονιοβολισμούς, κυρίως από τους προμαχώνες Ποδοκάταρο και Κωνστάντζο, Ντάβιλα και Τρίπολι, προξενώντας αρκετή καταστροφή στους Τούρκους. Και πάλι όμως ο Δάνδολος διέταξε εξοικονόμηση της πυρίτιδας. Στις 13 Αυγούστου μαθεύτηκε ότι ο στόλος από τη Δύση που ερχόταν για να βοηθήσει την Κύπρο βρισκόταν ήδη αρκετά κοντά. Η είδηση μεταδόθηκε στη Λευκωσία με φωτιές που άναψαν στα βουνά ως σύνθημα, όπως είχε συμφωνηθεί, και προκάλεσε μεγάλη χαρά στους υπερασπιστές της. Δυστυχώς όμως ο χριστιανικός στόλος, που πραγματικά βρισκόταν στη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης, επρόκειτο να καθυστερήσει και, μετά την άλωση της Λευκωσίας, να διαλυθεί. Στις 15 Αυγούστου οι πολιορκημένοι έκαναν έξοδο και προξένησαν πολλές καταστροφές στους Τούρκους. Η έξοδος έγινε το μεσημέρι, την ώρα δηλαδή που οι πολιορκητές αναπαύονταν. Η δύναμη που καθορίστηκε να επιτεθεί ήταν δύναμη ιππικού με επικεφαλής τον Καίσαρα Βικέντιο Πιοβόνε, τον κόμη Αλβέρτο Σκότο, το Νικόλαο Γραδενίκο, το Ζανέτο Δάνδολο και άλλους. Αφού συγκεντρώθηκαν ήσυχα βγήκαν από την πύλη της Αμμοχώστου στην κοίτη του Πεδιαίου και από εκεί όρμησαν ξαφνικά κατά των Τούρκων που, αμέριμνοι, ετοιμάζονταν να φάνε ή και ξεκουράζονταν. Η επίθεση ήταν θυελλώδης κι έτρεψε τους Τούρκους σε φυγή, μεταξύ δε των λαφύρων που άφησαν ήταν και τα τσουκάλια με το φαγητό τους. Σύντομα όμως ανασυντάχτηκαν και αντεπιτέθηκαν, οπότε οι ιππείς που είχαν βγει, επέστρεψαν άτακτα μέσα στην πόλη. Τότε οι προσπάθειες των Τούρκων εντάθηκαν και στις 18 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε μεγάλη επίθεση που τελικά αποκρούστηκε. Οι επιθέσεις τους για κατάληψη της Λευκωσίας που πραγματοποιήθηκαν, ήταν συνολικά 15, η δε πόλη υπέκυψε στην 15η. Η κατάσταση μέσα στην πόλη ήταν τραγική κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της, με έλλειψη τροφίμων, πολλούς τραυματίες και άθλια διαβίωση του πληθυσμού. Τις δύσκολες εκείνες στιγμές αποφασίστηκε να κτιστεί εκκλησία στο όνομα της Θεοτόκου της οποίας τη βοήθεια επικαλούνταν, έγινε δε έρανος και μαζεύτηκαν περίπου 2.000 δουκάτα. Επειδή όμως η εκκλησία που επρόκειτο να κτιστεί θα ήταν λατινική, οι Έλληνες (Ορθόδοξοι) κάτοικοι της πόλης δε συμμετείχαν στη συνεισφορά. Στις 30 Αυγούστου ο Λαλά Μουσταφάς ζήτησε ξανά από τους υπερασπιστές της Λευκωσίας να του την παραδώσουν, εκείνοι όμως απάντησαν ότι αποφάσισαν να πεθάνουν με τα άρματα στα χέρια. Τότε ο κανονιοβολισμός της Λευκωσίας εντάθηκε. Στις 7 Σεπτέμβρη ο Λαλά Μουσταφάς πήρε ενισχύσεις από τη ναυτική αρμάδα των Τούρκων και άρχισε να ετοιμάζει το στράτευμά του για τη γενική επίθεση που έμελλε να ήταν και η τελευταία. Υποσχέθηκε δε μεγάλα αξιώματα στον πρώτο και στους επόμενους τέσσερις που θα ανέβαιναν στα τείχη της Λευκωσίας. Η μεγάλη επίθεση άρχισε τα ξημερώματα του Σαββάτου, 9 Σεπτέμβρη του 1570. Η πρωτεύουσα καταλήφθηκε ύστερα από σκληρότατες μάχες στους προμαχώνες, στα τείχη και στους δρόμους της, που κράτησαν επτά με οκτώ ώρες. Το κύριο βάρος της τουρκικής επίθεσης δέχτηκε και πάλι το νότιο- νοτιοανατολικό τμήμα των τειχών της και ιδίως η περιοχή του προμαχώνα Ποδοκάταρο που είχε υποστεί και τις περισσότερες, μέχρι τότε, ζημιές, όπως και η περιοχή του προμαχώνα Κωνστάντζο. Σύμφωνα δε με την παράδοση, η πρώτη τουρκική σημαία υψώθηκε στον καταληφθέντα προμαχώνα Κωνστάντζο όπου αργότερα κτίστηκε, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού, το τέμενος του Μπαϊρακτάρη (=Σημαιοφόρου) . Η ιδιαίτερα σφοδρή αυτή επίθεση αντιμετωπίστηκε με ανδρεία από τους πολιορκημένους υπερασπιστές της πρωτεύουσας. Ωστόσο ο τοποτηρητής Νικόλαος Δάνδολος σύμφωνα με μερικές πηγές εγκατέλειψε τη συνήθη θέση του στα τείχη (που ήταν η πύλη της Αμμοχώστου) και, αντί να κατευθύνει τον αγώνα και να ενθαρρύνει τους άνδρες του, κλείστηκε στο παλάτι του. Κατά άλλους όμως απουσίαζε από τη συνήθη θέση του στα τείχη επειδή έτρεχε μαζί με τον επίσκοπο της Πάφου στα μέρη εκείνα που δεν είχαν δεχτεί σφοδρή επίθεση, για να μαζέψει άνδρες για την ενίσχυση του προμαχώνα Ποδοκάταρο που κινδύνευε, αλλά όταν επέστρεψε ήταν πια αργά, οπότε αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να κλειστεί στο παλάτι. Το πλήθος των επιτιθεμένων άρχισε πια να μπαίνει στην πόλη και ο πόλεμος μεταφέρθηκε στους δρόμους και στις συνοικίες της, όπου συνεχίστηκε για πολλές ώρες. Το παλάτι του Βενετού κυβερνήτη αποτέλεσε τον τελευταίο πυρήνα αντίστασης της πόλης. Ο Fabriano Falchetti από το Ρίμινι της Ιταλίας, που βρισκόταν στη Λευκωσία μαζί με τον καπετάνιο Palazzo di Fana, αναφέρει ότι μετά την αντίσταση στην πλατεία των Αλυκών, υποχώρησαν στη μεγάλη πλατεία όπου πρόβαλαν νέα αντίσταση, και συνεχίζει:... αλλά συνεχώς χάναμε έδαφος και υποχωρήσαμε προς το παλάτι του σινιόρ Δάνδολο όπου βρήκαμε τον ίδιο και τον επίσκοπο. Οι πύλες ήταν κλειστές, και όταν οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να τις σπάσουν, τους φωνάξαμε από τα παράθυρα ότι παραδινόμαστε. Αυτοί δεν πείστηκαν και ο κυβερνήτης Δάνδολος άφησε ελεύθερο έναν Τούρκο αιχμάλωτο που τον έστειλε να πει στον πασά ότι παραδίναμε τις δυνάμεις μας και να διατάξει τους άνδρες του να μη μας σκοτώσουν. Ο πασάς έστειλε σημείωμα στο γενίτσαρο που επρόκειτο να μας συλλάβει αιχμάλωτους. Οι άνδρες του άρχισαν αμέσως να μας σέρνουν και να μας σκοτώνουν και κατά την επίθεση αυτή έχασε τη ζωή του ο σινιόρ Δάνδολος, ενώ ο επίσκοπος της Πάφου Κονταρίνι πιάστηκε αιχμάλωτος με πολλούς άλλους.. Για τον επίσκοπο της Πάφου Φραγκίσκο Κονταρίνι οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Ενώ όλες οι πηγές εξυμνούν τον ηρωισμό του, άλλοι γράφουν ότι είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και ότι είχε πεθάνει από τραύματα ενώ μεταφερόταν αλυσοδεμένος στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι ότι έπεσε μαχόμενος στον προμαχώνα Ποδοκάταρο (είναι ο προμαχώνας απέναντι από το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, στον οποίο βρίσκεται σήμερα το μνημείο της Ελευθερίας), ή ακόμη και ότι παραδόθηκε αργότερα σε ένα μουλλά αλλά εκτελέστηκε επί τόπου από ένα γενίτσαρο. Στους δρόμους και στις πλατείες, όπου έγιναν σκληρές μάχες, εξελίχθηκαν σκηνές φρίκης. Παντού σκοτωμένοι στρατιώτες αλλά και άμαχοι, ενώ ο εχθρός, όπως λέει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός, "δεν άφηνε ζωντανόν μήτε άνδρα, μήτε γυναίκα μήτε βρέφος. Τέλος πάντων, ότι ηπάντει ηφάνιζε με την μάχαιραν. Και ην ιδείν εις μίαν στιγμήν την ωραιοτάτην εκείνην πόλιν ένα άμορφον θέαμα, εις τους δρόμους να τρέχη το αίμα και να κοκκινίζη το έδαφος. Και εις κάθε ολίγον διάστημα βουνά θανατωμένους. Ποιών αι κεφαλαί, ποίων τα χέρια, ποίων ποδάρια διαχωρισμένα, ποιών ο αιμιαλός έξω, ποίων τα εντόσθια χυμένα εις την γήν και μεμιγμένα μετά των χοίρων, εις τους οποίους η ιδία τύχη μετά των πολιτών. Αι φωναί, τα δάκρυα, οι ολογλυyμοί, οι αναστεναγμοί εβοούσαν, αχολόγουν, ανέβαιναν έως εις τον ουρανόν, αλλά δεν ήτον συμπάθεια. Και τωόντι ημέρα εκδικήσεως της οργής του Θεού κατ' εκείνου του λαού... " Από την πύλη της Αμμοχώστου, που κυριεύτηκε και ανοίχτηκε όρμησε στην πόλη και το ιππικό των Τούρκων καθώς και πλήθος άλλων που άρχισαν να επιδίδονται και στις λεηλασίες και στη σύλληψη σκλάβων. Αρκετοί πολεμιστές προσπάθησαν να διαφύγουν και άλλοι από αυτούς σκοτώθηκαν, άλλοι συνελήφθησαν και άλλοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν και να καταφύγουν στα βουνά από όπου μερικοί κατόρθωσαν αργότερα να φτάσουν στην Αμμόχωστο για να ξαναζήσουν εκεί παρόμοιες πολεμικές στιγμές. Μερικοί πάλι κατέβηκαν αργότερα από τα βουνά και παραδόθηκαν στους Τούρκους. Η Λευκωσία καταλήφθηκε στις 9 Σεπτέμβρη του 1570 αλλά οι σφαγές, οι αρπαγές και οι λεηλασίες κράτησαν τρεις ολόκληρες ημέρες. Μεταξύ όσων λεηλατήθηκαν ήταν βέβαια οι εκκλησίες και τα μοναστήρια όπως και όλα τα σπίτια των ευγενών, των οποίων οι οικογένειες συνελήφθησαν. Αναφέρεται μάλιστα ότι την επομένη της κατάληψης της πόλης οργανώθηκε σε αυτήν σκλαβοπάζαρο όπου πωλούνταν παιδιά, γυναίκες και άντρες, τόσο από τις οικογένειες των ευγενών όσο και από τις λοιπές οικογένειες, σε εξευτελιστικές μάλιστα τιμές. Από καταγραφή που είχε γίνει όταν άρχισε η πολιορκία είχε βρεθεί ότι βρίσκονταν μέσα στην πόλη 56.500 άτομα, περιλαμβανομένων των αμάχων. Από αυτούς υπολογίζεται ότι είχαν χάσει τη ζωή τους γύρω στις 20.000. Απο την LivePedia.gr Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|