Αλέξιος Α' Κομνηνός
|
Αλέξιος Α' Κομνηνός Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός ήταν Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118. Ήταν ανηψιός του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α' Κομνηνού και γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασηνής. Ο Αλέξιος από πολύ νωρίς κατατάχθηκε στον αυτοκρατορικό στρατό και αντιμετώπισε αρκετούς στασιαστές και διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου, προτού στασιάσει και ο ίδιος με τους αδερφούς του, και πάρει το θρόνο από το Νικηφόρο Γ'.Αξίζει να σημειωθεί ότι για αρκετό καιρό υπήρξε εραστής της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αλανής,συζύγου των αυτοκρατόρων Μιχαήλ Ζ' και Νικηφόρου Γ'.Η εύνοιά της του φάνηκε πολύ χρήσιμη τα χρόνια που προσπαθούσε να ανέβει στη στρατιωτική ιεραρχία.Μετά από την άνοδό του στο θρόνο, όμως, παντρεύτηκε την Ειρήνη Δούκαινα, εγγονή του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ'. Ως αυτοκράτορας ο Αλέξιος προσπάθησε να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις των τοπικών αρχόντων στις επαρχίες και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο αλλά και να σταματήσει το κατρακύλισμα του βυζαντινού νομίσματος. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει σωρεία συνομωσιών αλλά και εξωτερικών απειλών. Για να ισχυροποιήσει τη συνοχή του κράτους και το στρατό στράφηκε στην αριστοκρατία η οποία ενισχύθηκε πολύ στην εποχή των Κομνηνών. Για να βρει πόρους αναγκάστηκε να επιβάλει επιπλέον φόρους στο λαό. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1081.
<===---+---===>
Την ίδια χρονιά που ο Αλέξιος ανέβηκε στο θρόνο οι Νορμανδοί που είχαν καταλάβει τη βυζαντινή Ιταλία από το 1071 αποβιβάστηκαν στις αλβανικές ακτές και με αρχηγό το Ροβέρτο Γυισκάρδο πολιόρκησαν το Δυρράχιο. Ο Αλέξιος έσπευσε να τους αντιμετωπίσει αλλά ηττήθηκε και αναγκάστηκε για να εξασφαλίσει τη συνεργασία των Βενετών να τους παραχωρήσει αποκλειστικά προνόμια σε όλη την αυτοκρατορία. Ο πόλεμος με τους Νορμανδούς τερματίστηκε το 1085 με το θάνατο του Ροβέρτου Γυισκάρδου και τη σύγκρουση για τη διαδοχή του μεταξύ του Βοημούνδου και του μικρότερου αδελφού του, Ρογήρου Μπόρσα. Μετά από λίγο, όμως, ο Αλέξιος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τουρκικούς λαούς που περνούσαν το Δούναβη και έκαναν επιδρομές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια, και μάλιστα οι Πετσενέγκοι συνεργάστηκαν το 1090 με τον εμίρη της Σμύρνης, Τζαχά που είχε βλέψεις στο βυζαντινό θρόνο, και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος χρησιμοποιώντας τους Κουμάνους εναντίον τους κατάφερε να τους νικήσει στην μάχη του Λεβουνίου το 1091. Το 1094 ήταν η σειρά των Κουμάνων να επιδράμουν εναντίον των Βυζαντινών, ξεσηκωμένοι από έναν διεκδικητή του θρόνου που υποκρινόταν ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης, ένας γιος του Ρωμανού Διογένη που στην πραγματικότητα είχε πεθάνει χρόνια πριν. Οι Κουμάνοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν ο ψευδο-Διογένης εξουδετερώθηκε στην Αδριανούπολη. Ο Αλέξιος κατάφερε να εξουδετερώσει και την απειλή του Τζαχά, στρέφοντας εναντίον του τον γαμπρό του, τον Κιλίτζ Αρσλάν Α', ο οποίος και τον δολοφόνησε στη διάρκεια ενός συμποσίου το 1094. Έχοντας σταθεροποιήσει την ειρήνη στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στην Μικρά Ασία, που είχε χαθεί σχεδόν ολόκληρη από τους Σελτζούκους Τούρκους. Έστειλε μία επιστολή στον πάπα της Ρώμης Ουρβανό B’ για να πάρει βοήθεια από τη δύση με την μορφή αποστολής μισθοφόρων για να μπορέσει να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη. Έτσι, μπήκαν οι βάσεις για την Πρώτη Σταυροφορία. Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και οι άλλοι βαρώνοι της Πρώτης Σταυροφορίας στο αυτοκρατορικό παλάτι του Αλέξιου Κομνηνού. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του, από τα σύνορα με την Ουγγαρία (Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, Ραϋμόνδος της Τουλούζης)και από τις δυτικές ακτές της αυτοκρατορίας (Βοημούνδος του Τάραντα - γιος του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου) αλλά διάφορα επεισόδια λεηλασιών και συγκρούσεων τον έπεισαν να ακολουθήσει επιθετική πολιτική όσο οι σταυροφόροι δεν ήταν ακόμη τόσοι πολλοί ώστε να τον απειλήσουν και να τους αρνηθεί τη βοήθεια του. Ακόμη διέταξε το στρατό στην Κωνσταντινούπολη να επαγρυπνεί. Χαρακτηριστικότερο το επεισόδιο του με τον Σταυροφόρο Ούγο των Βερμαντουά, αδελφό του βασιλιά της Γαλλίας. Αυτά τα μέτρα πέτυχαν και οι αρχηγοί των σταυροφόρων υποσχέθηκαν όσα εδάφη κατελάμβαναν από τους Τούρκους και προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να τα παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση (δηλαδή όλα τα εδάφη από τη Νίκαια ως την Αντιόχεια). Αρχές του 1097 οι σταυροφόροι είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλοι στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και ο Αλέξιος τους έδωσε καράβια για να μεταφερθούν στην απέναντι ακτή. Εκεί, κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους της Νίκαιας και απέκλεισαν την πόλη. Οι Τούρκοι όμως ήρθαν σε συνεννόηση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι διέσχισαν με πλοιάρια τη λίμνη στην πίσω μεριά της πόλης, και τους παρέδωσαν τη Νίκαια χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν σ’αυτό οι σταυροφόροι. Αυτό το συμβάν ψύχρανε τελείως τις σχέσεις των σταυροφόρων και Βυζαντινών. Μετά από πορεία αρκετών ημερών οι σταυροφόροι έφτασαν στην Αντιόχεια και εκεί με ένα τέχνασμα ο Βοημούνδος κατάφερε να απομακρύνει τους λίγους βυζαντινούς στρατιώτες που τους είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί, μη θέλοντας να τους παραδώσει την Αντιόχεια αλλά να γίνει αυτός ο κυρίαρχός της. Ήδη όμως οι συγκρούσεις Σελτζούκων και Βυζαντινών είχαν αναζωπυρωθεί και ο Αλέξιος δεν μπόρεσε να αντιδράσει άμεσα. Όμως, μετά το 1104 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αντεπίθεση των Βυζαντινών στην Κιλικία και στη Συρία που ανάγκασε το Βοημούνδο να επιστρέψει στη Δύση σε αναζήτηση ενισχύσεων για επίθεση στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Τελικά, νέα σύγκρουση μεταξύ Νορμανδών και Βυζαντινών έλαβε χώρα το 1107, όταν ο Βοημούνδος αποβιβάστηκε και πάλι στις αλβανικές ακτές αλλά αυτή τη φορά ο αναδιοργανωμένος και φανερά ισχυρότερος από την εποχή της Α’ Νορμανδικής επιδρομής αυτοκρατορικός στρατός απέκλεισε τους Νορμανδούς ενώ αδυνατούσαν να καταλάβουν το Δυρράχιο και ο Βοημούνδος αναγκάστηκε να παραδοθεί. Με τη συνθήκη της Δεαβόλεως (1108) δήλωνε υποτέλεια στην αυτοκρατορία και αναλάμβανε την υποχρέωση να δεχθεί Ορθόδοξο Πατριάρχη στην Αντιόχεια. Ο Αλέξιος τα τελευταία χρόνια του τα πέρασε προσπαθώντας να περιορίσει τους Τούρκους καταφέρνοντας τελικά να ανακαταλάβει τα εδάφη από την Τραπεζούντα ως το Αμόριο και το Φιλομήλιο της Φρυγίας, και από εκεί ως τις εκβολές του ποταμού Μαιάνδρου. Ακόμη, προσπάθησε να περιορίσει την αίρεση των Βογομίλων που εκείνη την εποχή είχε εξαπλωθεί αρκετά και είχε κέντρο της τη Φιλιππούπολη.
<===---+---===>
Η ποδάγρα και η ραγδαία επιδείνωση της σε συνδιασμό με την κόπωση δεκαετιών οδήγησαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θάνατο. Ήδη το 1116 είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ ώστε ο Αλέξιος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενάμιση χρόνο μετά τα πρώτα συμπτώματα, σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του αυτοκράτορα, Νικόλαο Καλλικλή, είχε αρχίσει η μετάσταση. Η επιδείνωση ήταν ραγδαία σε βαθμό που ο Αλέξιος υποχρεωνόταν να παραμένει συνέχεια καθιστός. Φλεγμονές, οιδήματατα και διάρροιες ταλαιπώρησαν τον αυτοκράτορα προκαλώντας του περιπλοκές και φριχτούς πόνους, εως ότου εξέπνευσε στις 15 Αυγούστου 1118. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1118, μετά την Πρώτη Σταυροφορία. Με την κόκκινη γραμμή φαίνεται η πορεία των σταυροφόρων στην Ασία, με το ροζ η περιοχή που κατάφερε να ανακαταλάβει ο Αλέξιος, και με το γαλάζιο η περιοχή που χάθηκε από τους Τούρκους μετά την Πρώτη Σταυροφορία Το σθένος που έδειξε στη ζωή του ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστο. Αναλύοντας προσωπογραφικά τον Αλέξιο Κομνηνό θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος ηγέτης. Είχε εξάλλου όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούσε η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία από εναν ιδανικό αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ήταν φανατικά ορθόδοξος, όχι βέβαια από πηγαία πίστη ή εξαιτίας της επιρροής της θρησκόληπτης μητέρας του, αλλά από σκοπιμότητα Παρ’όλο που ο Αλέξιος παρέδωσε στο γιο του Ιωάννη Β' ένα σταθερότερο και ισχυρότερο κράτος από ότι το βρήκε το 1081, γεγονός είναι ότι η ενδυνάμωση των δυνατών καθώς και η παραχώρηση υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες μακροπρόθεσμα έπληξαν παρά ωφέλησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, έγραψε την Αλεξιάδα, ένα βιβλίο που εξιστορεί τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της και σε πολλά σημεία τον εξυμνεί. Προηγούμενος Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Επόμενος Ιωάννης Β' Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
||
|
|