Κομμουνισμός
|
Ο κομμουνισμός ως πολιτική έννοια συνήθως σχετίζεται με μια μορφή κοινωνίας επικεντρωμένης σε ένα οικονομικό σύστημα το οποίο θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά και αποκεντρωμένα, χωρίς αγορά, κράτος ή διακριτές κοινωνικές τάξεις[1][2][3][4]. Συνήθως η κοινωνία αυτή θεωρείται αχρήματη, υπάρχουν ωστόσο και εναλλακτικές, παραπλήσιες αντιλήψεις οι οποίες διατηρούν την έννοια του χρήματος και μιλούν για ισότητα μισθών (π.χ. στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη[5]). Σε κάθε περίπτωση στον κομμουνισμό τα μέσα παραγωγής (π.χ. γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) αποτελούν κοινωνική / κοινοτική ιδιοκτησία και όχι ατομική, ενώ υφίστανται συλλογική διαχείριση από τους εργαζόμενους με στόχο την κάλυψη των υλικών αναγκών όλων των πολιτών κατά το ρητό «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Ως πολιτικός χώρος, στο ευρύτερο πλαίσιο της Αριστεράς, ο κομμουνισμός εκφράζει αυτήν την προσδοκόμενη κοινωνία μέσω ενός σοσιαλιστικού λαϊκού κινήματος το οποίο αντιτίθεται στον καπιταλισμό. Η σύλληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας απορρέει από μία κριτική στην ανταλλακτική οικονομία και στην έννοια του κέρδους[6][7], ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχει περιγραφεί ως οικονομία δώρων[8][9]. Ως κομμουνιστές, με μία ευρεία έννοια, μπορούν να περιγραφούν όλοι οι μαρξιστές και οι περισσότεροι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (π.χ. οι αναρχοκομμουνιστές). Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η οποία οδήγησε στον σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης, έχει επικρατήσει ο όρος κομμουνισμός να περιγράφει συνήθως τους λενινιστές. Καθώς η μαρξιστική αντίληψη για τον κομμουνισμό προϋποθέτει ένα μεταβατικό στάδιο ύπαρξης κράτους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, το οποίο σύμφωνα με τους λενινιστές υλοποιήθηκε με κάποιον τρόπο στις δικτατορίες του προλεταριάτου του ιστορικού ανατολικού μπλοκ, πολλές φορές ο όρος κομμουνισμός στην καθομιλουμένη αφορά παρόμοια λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα με απολυταρχικές κυβερνήσεις και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος, αντί για μία κατάσταση αταξικής και ακρατικής κοινωνίας (δείτε και το άρθρο κομμουνιστικό κράτος). Τα εν λόγω καθεστώτα ωστόσο αυτοπροσδιορίζονταν όχι ως κομμουνιστικά αλλά ως σοσιαλιστικά, υπό την έννοια ότι ευρίσκονταν σε μια φάση μετάβασης προς τον κομμουνισμό όπου το κράτος θα αυτοδιαλυόταν. Μαρξισμός Παρόλο που μικρές, αποσπασματικές κομμουνιστικές κοινότητες υπήρξαν στην ανθρώπινη Ιστορία (φυσικός κομμουνισμός), οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς ήταν οι πρώτοι που έθεσαν στερεή θεωρητική βάση για τον κομμουνισμό ως σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα (είχε προηγηθεί ο μουτουαλισμός του Προυντόν ο οποίος επίσης ασκούσε κριτική στο κίνητρο του κέρδους και στη μισθωτή εργασία, αλλά διατηρούσε την έννοια της αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής). Ο ευρύτερα γνωστός τύπος κομμουνισμού επομένως είναι ο μαρξισμός και τα διάφορα παράγωγά του (π.χ. λενινισμός, συμβουλιακός κομμουνισμός κλπ). Ανάμεσα σε άλλα θέματα, ο μαρξισμός προτείνει την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, δηλαδή μία γραμμική, νομοτελειακά καθορισμένη εξέλιξη της τελευταίας μέσα από συγκεκριμένα στάδια: δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός και, τελικώς, κομμουνισμός. Αυτά τα στάδια προχωρούν μέσω μια διαλεκτικής διαδικασίας, όπου η κοινωνία προοδεύει παράλληλα με την Ιστορία με κινητήρια δύναμη την οικονομία και τις συναφείς παραγωγικές σχέσεις (βλ. ιστορικός υλισμός). Αυτή η πρόοδος κατευθύνεται από την πάλη των τάξεων, ενώ κάθε στάδιο επιτρέπει μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη από το προηγούμενο. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία ο κομμουνισμός αποτελεί την ανώτατη, τελική εξελικτική βαθμίδα της κοινωνίας, στην οποία πλέον δεν λαμβάνεται υπόψιν η έννοια κράτος και δεν νοείται ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ή διακριτές κοινωνικές τάξεις. Στον κομμουνισμό η ιδιοκτησία είναι συλλογική και όλοι οι άνθρωποι έχουν ισότιμο κοινωνικό status και δικαιώματα. Η εργασία είναι αντιληπτή όχι ως καταπιεστική ανάγκη αλλά ως μία ευκαιρία δημιουργικής εκδίπλωσης των ικανοτήτων του ατόμου και δεν διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο. Το φαινόμενο της φτώχειας έχει εξαλειφθεί καθώς οι πόροι και τα παραγόμενα αγαθά κατανέμονται ως απαιτείται, ενώ η οικονομική παραγωγικότητα είναι μεγιστοποιημένη αφού στην αταξική και ακρατική κομμουνιστική κοινωνία δεν εμφανίζονται οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού (όπως τις περιέγραψε στο θεωρητικό του έργο ο Μαρξ). Έτσι ο μαρξισμός αποτελεί και οικονομολογική σχολή (συγκαταλέγεται συνήθως στα λεγόμενα ετερόδοξα οικονομικά), η οποία επίσης στοχεύει στην αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης στο όνομα της κοινωνικής ευημερίας, όπως και τα κλασικά φιλελεύθερα οικονομικά. Ο μαρξισμός προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ιστορικά φαινόμενα μέσα από το πρίσμα της πάλης των τάξεων. Σύμφωνα με τους μαρξιστές, η κοινωνία αποτελείται από διάφορες κοινωνικές τάξεις οι οποίες διαφοροποιούνται αντικειμενικά από τη σχέση που έχουν με τα μέσα παραγωγής. Για παράδειγμα, η καπιταλιστική κοινωνία αποτελείται από την μπουρζουαζία (τους καπιταλιστές, στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής - οι αστοί εργοδότες) και το προλεταριάτο (τους εργάτες, οι οποίοι εργάζονται έναντι απολαβών για να βγάλουν τα προς το ζην, εφόσον δεν τους ανήκει κανένα μέσο παραγωγής). Μια κοινωνική τάξη είναι η άρχουσα τάξη, η οποία χρησιμοποιεί τον πλούτο και τη δύναμή της για να εκμεταλλευθεί την άλλη τάξη ή τάξεις. Για παράδειγμα, στον καπιταλισμό οι αστοί εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο κερδοσκοπώντας από την εργασία των προλεταρίων. Σύμφωνα με τη θεωρία, το κέρδος του επιχειρηματία είναι ίσο με την παραγωγή του εργάτη μείον τις απολαβές του εργάτη - έτσι, ο επιχειρηματίας έχει κέρδος διότι ο εργάτης αμείβεται λιγότερο από αυτό που παράγει. Το ποσό που παράγει ο εργάτης αλλά το καρπώνεται άλλος, λέγεται υπεραξία. Τελικά, ο λαός με «πρωτοπορία» την εργατική τάξη ξεσηκώνεται για να ανατρέψει την άρχουσα τάξη και το υπάρχον σύστημα, εγκαθιστώντας τη δικτατορία του προλεταριάτου (ομοίως ο καπιταλισμός ιδρύθηκε όταν η μπουρζουαζία ανέτρεψε τον φεουδαλισμό και την φεουδαλική κυβερνούσα τάξη - την αριστοκρατία). Η ανάπτυξη αυτών των τάξεων εξηγείται από τον μαρξιστικό οικονομικό ντετερμινισμό, σύμφωνα με τον οποίον η ανθρώπινη φύση σχηματίζει αυτές τις τάξεις στην προσπάθειά της να προστατέψει τις παρούσες μεθόδους παραγωγής αγαθών. Σύμφωνα με τον Μαρξ αυτή η δικτατορία του προλεταριάτου, ένας κρατικός μηχανισμός στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, σταδιακά αυτοδιαλύεται και η κοινωνία με το πέρασμα του χρόνου γίνεται κομμουνιστική. Στη λενινιστική θεωρία και πρακτική η δικτατορία του προλεταριάτου ονομάζεται «σοσιαλιστικό κράτος» και ερμηνεύεται ως ένας πλήρης, συγκεντρωτικός κρατικός μηχανισμός κυβερνώμενος από το λενινιστικό πολιτικό κόμμα, το οποίο καθοδήγησε νωρίτερα την εργατική τάξη προς την επανάσταση. Οι ελευθεριακοί μαρξιστές ερμηνεύουν ωστόσο διαφορετικά την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου και συνήθως δεν δίνουν έμφαση στον ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ενώ οι αναρχοκομμουνιστές απορρίπτουν τελείως μία τέτοια μεταβατική φάση για το πέρασμα στην αταξική και ακρατική κομμουνιστική κοινωνία[10] και κάθε τύπο κοινοβουλευτικής - κομματικής δραστηριοποίησης στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ο ταξικός αγώνας είναι η μηχανή ενός κύκλου στον οποίο τα κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά συστήματα αναπτύσσονται, καταστρέφονται και αντικαθιστούνται. Ο μαρξισμός αναγνωρίζει πολλά συστήματα τα οποία έχουν αναπτυχθεί και καταστραφεί από την έναρξη της ανθρώπινης Ιστορίας. Ωστόσο, οι κοινωνικές τάξεις - και άρα και ο ταξικός αγώνας - δεν υπήρχαν πάντοτε. Δημιουργήθηκαν με την εμφάνιση του αγροτικού πολιτισμού, όταν οι νομαδικές φυλές πρωτοεγκαταστάθηκαν και ξεκίνησαν να εξασκούν τη γεωργία. Πριν από αυτό, οι άνθρωποι ζούσαν σε ένα είδος μη ταξικής κοινωνίας που μπορεί να περιγραφεί ως φυσικός κομμουνισμός. Ο φυσικός κομμουνισμός τερματίστηκε όταν η γεωργία δημιούργησε τις συνθήκες για ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (το οποίο, την συγκεκριμένη περίοδο, απλά σήμαινε ιδιωτική ιδιοκτησία της καλλιεργούμενης γης). Αυτή η διαφοροποίηση των ανθρώπων σε γαιοκτήμονες και σε εκείνους που είχαν την ανάγκη να εργαστούν σε γη άλλων για να ζήσουν, είχε ως αποτέλεσμα το δουλοκτητικό σύστημα της Αρχαιότητας. Αυτό το σύστημα τελικά άνοιξε τον δρόμο στον φεουδαλισμό του Μεσαίωνα, ο οποίος τελικά άνοιξε τον δρόμο στον καπιταλισμό. Έχει υποστηριχθεί πως το μαρξιστικό μοντέλο αφήνει να εννοηθεί ότι στον κομμουνισμό οι έννοιες της πολιτικής και της δημοκρατίας θα έχουν χάσει τη σημασία τους, αφού προηγουμένως θα έχει εμφανιστεί μία πραγματικά δημοκρατική κοινωνία μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, γιατί η οικονομική σπάνη θα έχει εξαφανιστεί και θα υπάρχει πλέον τέτοια υπεραφθονία υλικών αγαθών που δεν θα χρειάζεται να λαμβάνονται ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις[11]. Ο λενινισμός είναι η επαναστατική θεωρία και πρακτική που διατύπωσε και εφάρμοσε ο Βλαντιμίρ Λένιν, κατά την οποία η δικτατορία του προλεταριάτου (καθ)οδηγείται από ένα επαναστατικό Κόμμα «εμπροσθοφυλακής» ή «πρωτοπορίας». Έτσι οι λενινιστές διακρίνονται από μία συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του μαρξισμού στηριγμένη στις έννοιες της «πρωτοπορίας» και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ενώ συνήθως οργανώνονται σε αστικού-κοινοβουλευτικού τύπου πολιτικά κόμματα[12] τα οποία ονομάζονται Κομμουνιστικά Κόμματα. Στην Ελλάδα κεντρικός εκφραστής της κομμουνιστικής ιδεολογίας θεωρείται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, αλλά και άλλοι, μικρότερης εμβέλειας και επιρροής μαρξιστικοί-λενινιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί. Ο κομμουνισμός συνήθως αντιπαρατίθεται στο κοινοβουλευτικό επίπεδο με τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επιχειρεί έναν πιο περιορισμένο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω διαρκών μεταρρυθμίσεων, στοχευμένων μακροπρόθεσμα σε μεγαλύτερη ισοκατανομή του πλούτου, μέσα στο πλαίσιο όμως του αστικού φιλελευθερισμού και της συνταγματικής νομιμότητας. Αντιθέτως ο επαναστατικός σοσιαλισμός, όπου συγκαταλέγεται ο λενινισμός παρά τη συμμετοχή του στο κοινοβουλευτικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προσβλέπει στην πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και εστιάζει στη διεθνή εργατική τάξη ως κλειδί αυτής της επανάστασης. Οι λενινιστές με τον καιρό έχουν διαφοροποιηθεί σε τροτσκιστές, σταλινικούς (οι ίδιοι συνήθως δεν αυτοαποκαλούνται έτσι) και μαοϊκούς. Κύρια εστία των διαφωνιών τους είναι η αντίληψή τους για τη σοσιαλιστική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο του Λένιν ή του Στάλιν. Από την άλλη οι ελευθεριακοί μαρξιστές ανήκουν σε μία πλειάδα σχηματισμών, όπως οι συμβουλιακοί κομμουνιστές (γνωστότερη προσωπικότητα που συνδέεται με τον συμβουλιακό κομμουνισμό, αν και ανήκε σε λενινιστικό κόμμα, είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ). Ελευθεριακός σοσιαλισμός Οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές δεν έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η ενεργός πάλη για την έλευση της κομμουνιστικής κοινωνίας, η άρνηση της οργάνωσης σε πολιτικά κόμματα αστικού-κοινοβουλευτικού τύπου και η απόρριψη της μαρξιστικής θεωρίας (είτε συγκεκριμένων όψεών της, είτε όλης της μαρξικής ανάλυσης). Οι ελευθεριακοί μαρξιστές κατ' εξαίρεσιν δέχονται το έργο του Μαρξ, αλλά το ερμηνεύουν διαφορετικά από τους λενινιστές. Στην ευρύτερη κατηγορία μπορούν να ενταχθούν οι υποστηρικτές του κοινωνικού αναρχισμού, οι περισσότεροι αυτόνομοι, οι καταστασιακοί, οι νεομαρξιστές, οι συμβουλιακοί κομμουνιστές και άλλοι. Λόγω της συσχέτισης του κομμουνισμού με τον λενινισμό από τον Μεσοπόλεμο κι έπειτα, ορισμένες φορές δεν μιλούν για κομμουνιστική κοινωνία αλλά για σοσιαλιστική κοινωνία, αυτόνομη κοινωνία κλπ. Κάθε ελευθεριακή ομάδα μπορεί να συνδέει το όραμα αυτό με διαφορετική πολιτική θεωρία, η οποία συνήθως απορρέει από κάποια κριτική στο μαρξιστικό ή στο μαρξιστικό-λενινιστικό μοντέλο. Όλοι ωστόσο απορρίπτουν τη μεταβατική φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου (τουλάχιστον στη λενινιστική εκδοχή της), ενώ κριτική έχουν δεχθεί επίσης ο θετικισμός, ο ιστορικός αντικειμενισμός και η σύνδεση της έλευσης του κομμουνισμού με τη μεγιστοποίηση της οικονομικής παραγωγής και ανάπτυξης, στοιχεία που ανιχνεύονται ρητά ή υπόρρητα στο έργο του Μαρξ. Αυτές οι εξ αριστερών κριτικές επί του μαρξισμού μπορεί να επεκτείνονται ευρύτερα και σε κριτική επί όλης της οικονομικής επιστήμης, αν και όχι απαραίτητα. Κριτική Η θεωρητική κριτική που έχει ασκηθεί στον κομμουνισμό μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις κατηγορίες: κριτική στην ίδια τη σύλληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας ως ανεπιθύμητης ή ουτοπικής, κριτική στη μεταβατική «δικτατορία του προλεταριάτου» όπως αυτή εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση και στο ανατολικό μπλοκ (εδώ συμπεριλαμβάνεται η κριτική στον λενινιστικό κεντρικό σχεδιασμό ως οικονομικό σύστημα αυτής της «μεταβατικής» περιόδου), ή κριτική στο ανατολικό μπλοκ μόνο μετά από κάποιο χρονικό σημείο (π.χ. μετά τον θάνατο του Λένιν). Για περισσότερα στοιχεία δείτε το άρθρο αντικομμουνισμός. Παραπομπές και σημειώσεις 1. ↑ Sherman, Howard. The Economics of Pure Communism Βιβλιογραφία * Serge Berstein, Δημοκρατίες, αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα στον 20ό αιώνα, Ποιότητα Δείτε επίσης * Αναρχοκομμουνισμός Πρόσωπα * Σαλαβαδόρ Αλιέντε Δικτυακοί τόποι
Σχετικοί σύνδεσμοι
Αντίθετες απόψεις
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
||
|
|