Ιστορία των Εβραίων στην Ελλάδα
|
Οι οργανωμένες εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα έχουν ιστορία δύο και πλέον χιλιετιών. Η παλαιότερη και πλέον χαρακτηριστική ομάδα που κατοίκησε στη χώρα είναι οι Ρωμανιώτες. Πρακτικά, όμως, στη σύγχρονη εποχή ως Έλληνας Εβραίος (ή Ελληνοεβραίος) νοείται οποιοσδήποτε ανήκει στην ιουδαϊκή θρησκεία ή έχει εβραϊκή καταγωγή και κατοικεί ή ανάγεται (ως προς την προέλευση) σε περιοχή της σύγχρονης Ελλάδας. Εκτός από τους Ρωμανιώτες, η Ελλάδα υπήρξε το ιστορικό κέντρο μιας άλλης μεγάλης ομάδας Εβραίων, των Σεφαραδιτών, η δε Θεσσαλονίκη αποκλήθηκε στο παρελθόν «μητέρα του Ισραήλ» (εβρ. ir v’em beyisrael). Οι Έλληνες Εβραίοι έπαιξαν σπουδαίο ρόλο κατά την αρχική περίοδο αναπτύξεως του Χριστιανισμού και συνέβαλαν στους τομείς της εκπαίδευσης και του εμπορίου κατά τη Βυζαντινή και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εντούτοις, η παρουσία τους στην Ελλάδα υπέστη συντριπτικό πλήγμα από την ερήμωση που επέφερε το Ολοκαύτωμα κατά το διάστημα της κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, παρά τις προσπάθειες διαφόρων Ελλήνων να τους προστατεύσουν. Οι λιγοστοί (εν σχέσει με το παρελθόν) Έλληνες Εβραίοι ζουν σήμερα αρμονικά με τους Έλληνες Χριστιανούς, η δε εβραϊκή κοινότητα συνεργάζεται με τους υπόλοιπους Έλληνες για την καταπολέμηση των όποιων κρουσμάτων αντισημιτισμού στην Ελλάδα. Εβραϊκές ομάδες στην Ελλάδα Οι περισσότεροι Εβραίοι στην Ελλάδα είναι Σεφαραδίτες, αλλά η χώρα αποτελεί επίσης την έδρα της μοναδικής ρωμανιώτικης κουλτούρας, η οποία βρίσκεται πλέον υπό εξαφάνιση. Εκτός από τους Σεφαραδίτες και τους (ελάχιστους) Ρωμανιώτες, έχουν υπάρξει επίσης μικρές ασκεναζίτικες κοινότητες στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Μικρές ομάδες Εβραίων είχαν καταφύγει επίσης στην Ελλάδα σχετικώς πρόσφατα από τις περιοχές του Πόντου, όπου συγκατοικούσαν με τις ελληνικές κοινότητες, υπό την πίεση των πογκρόμ και άλλων διώξεων. Ρωμανιώτες Μεγάλες κοινότητες Ρωμανιωτών υπήρχαν στα Ιωάννινα, στη Θήβα, τη Χαλκίδα, την Κέρκυρα, την Άρτα, την Κόρινθο, καθώς και στα νησιά Κρήτη, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ρόδο και Κύπρο. Οι Ρωμανιώτες διακρίνονται ιστορικά από τους Σεφαρδίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (κυρίως στη Θεσσαλονίκη, λαντίνο Selanik) μετά την εκδίωξη των Εβραίων από την Ισπανία το 1492 (διάταγμα του Φερδινάνδου Β΄ και της Ισαβέλλας). Σχεδόν όλοι οι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων, οι οποίοι αποτελούσαν τη μεγαλύτερη εναπομένουσα ρωμανιώτικη κοινότητα που δεν είχε αφομοιωθεί από τη σεφαρδίτικη κουλτούρα, υπήρξαν θύματα του Ολοκαυτώματος. Μερικές δεκάδες επιζώντες έχουν απομείνει σήμερα στα Ιωάννινα. Σεφαραδίτες Η πλειονότητα των Ελλήνων Εβραίων είναι Σεφαραδίτες, των οποίων οι πρόγονοι είχαν εκδιωχθεί από την Ισπανία το 1492. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ευημερούσαν επί αιώνες. Η παραδοσιακή γλώσσα των Ελλήνων Σεφαραδιτών ήταν η Ισπανοεβραϊκή ή Λαντίνο και η κοινότητά τους αποτελούσε, μέχρι το Ολοκαύτωμα, «μοναδικό μείγμα οθωμανικής, βαλκανικής και ισπανικής επιρροής», ήταν δε γνωστή για το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που τη χαρακτήριζε. Το Ίδρυμα Προωθήσεως Σεφαρδίτικων Μελετών και Κουλτούρας (Foundation for the Advancement of Sephardic Studies and Culture) θεωρεί τη σεφαρδίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης «αναμφισβήτητα μία από τις σπουδαιότερες ανά τον κόσμο». Ιστορικό πλαίσιο Η πρώτη μνεία εβραϊκού στοιχείου στην Ελλάδα χρονολογείται το 300-250 π.Χ. σε επιγραφή του Ωρωπού, η οποία αναφέρεται σε έναν Εβραίο δούλο ονόματι Μόσχος Μοσχίωνος. Τον 2ο αι. π.Χ. ο Υρκανός, ηγέτης της εβραϊκής κοινότητας των Αθηνών, τιμήθηκε με την ανέγερση αγάλματος στην αγορά. Ωστόσο, οι πληροφορίες και τα στοιχεία για την παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στον ελληνικό χώρο πληθύνονται κατά την ελληνιστική κυρίως εποχή. Ελληνιστική περίοδος Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε το πρώην βασίλειο του Ιούδα το 332 π.Χ., αφού επιβλήθηκε σταδιακά της Περσικής Αυτοκρατορίας, η οποία κατείχε την περιοχή από τότε που ο βασιλιάς Κύρος κατέκτησε τη Βαβυλώνα. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο πόλεμος των Διαδόχων οδήγησε σε συνεχείς μεταβολές ηγεσίας στην περιοχή, διότι οι διάδοχοι μάχονταν για να κερδίσουν τον έλεγχο των περσικών επαρχιών. Η ιστορικός Karen Armstrong αναφέρει ότι «οι Εβραίοι της Ιερουσαλήμ γεύτηκαν την ελληνική εισβολή ως εμπειρία καταστροφική, βίαιη και στρατοκρατορική»[1]. Τελικά η περιοχή πέρασε υπό τον έλεγχο της δυναστείας των Πτολεμαίων, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ελληνιστικό χαρακτήρα. Οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας δημιούργησαν ένα μοναδικό κράμα ελληνικής και εβραϊκής κουλτούρας, οι δε Εβραίοι της Ιερουσαλήμ διαιρέθηκαν σε συντηρητικούς και φιλέλληνες. Η επιρροή αυτού του ελληνιστικού κράματος με φορείς Εβραίους που είχαν στο παρελθόν αποτελέσει μέρος της Ελληνικής αυτοκρατορίας, καθώς και οι ταραχές της περιόδου που μεσολάβησε από τον θάνατο του Αλεξάνδρου ως τον 2ο αι. π.Χ., οδήγησε ―όπως έχει υποστηριχθεί[2]― στην κατοπινή ανάδυση του εβραϊκού μεσσιανισμού. Οι ιδέες αυτές ενέπνευσαν εν συνεχεία το επαναστατικό φρόνημα των Εβραίων, όταν η Ιερουσαλήμ έγινε μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ρωμαϊκή περίοδος Από τους πλέον περίφημους Εβραίους που έδρασαν στον ελληνικό χώρο τον 1ο αι. υπήρξε ένας πρώην διώκτης των πρώτων Εβραίων Χριστιανών, μέχρις ότου μεταστράφηκε καθ' οδόν προς τη Δαμασκό, ο Παύλος από την Ταρσό, γνωστός και ως Απόστολος Παύλος. Ο Παύλος από την Ταρσό, που στο παρελθόν αποτελούσε τμήμα της ελληνιστικής αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, διαδραμάτισε νευραλγικό ρόλο στην ίδρυση πολλών χριστιανικών εκκλησιών ανά τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κατ’ εξοχήν στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Το δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου περιελάμβανε διδαχή και κήρυγμα με σκοπό τη μεταστροφή στη συναγωγή της Θεσσαλονίκης, μέχρις ότου εκδιώχθηκε από την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Βυζαντινή περίοδος Μετά την κατάρρευση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στοιχεία του ρωμαϊκού πολιτισμού εξακολούθησαν να υπάρχουν εντός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Εβραίοι της Ελλάδος έγιναν σταδιακά αντικείμενο της προσοχής από την ηγεσία της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Ορισμένοι αυτοκράτορες επιδίωξαν με ζήλο να αποκτήσουν τον έλεγχο του πλούτου των Εβραίων της Ελλάδος και τους επέβαλλαν ειδικούς φόρους ή επιχειρούσαν να τους μεταστρέψουν βιαίως στον Χριστιανισμό. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, διότι προσέκρουσε στην αντίσταση τόσο της εβραϊκής κοινότητας όσο και των ελληνικών χριστιανικών συνόδων[4]. Κατά τον Μεσαίωνα διάφορες ομάδες Ασκεναζιτών άρχισαν να εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Η πρώτη ομάδα έφθασε στην περιοχή το 1376 και αποτέλεσε ουσιαστικά την προφυλακή της μεταναστευτικής κίνησης Ασκεναζιτών από την Ουγγαρία και τη Γερμανία. Το ρεύμα των εν λόγω μεταναστών αυξήθηκε κατά τον 15ο αιώνα εξαιτίας του διωγμού των Εβραίων από τις χώρες αυτές. Επιπρόσθετα, Εβραίοι από τη Γαλλία και τη Βενετία έφθασαν στην Ελλάδα και ίδρυσαν νέες εβραϊκές κοινότητες στη Θεσσαλονίκη. Οθωμανική περίοδος Μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία, περίπου 15.000-20.000 Σεφαρδίτες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι μετανάστες αυτοί εγκατέστησαν το πρώτο τυπογραφείο στην πόλη, η οποία απέκτησε φήμη ως κέντρο εμπορίου και μάθησης. Η συνεχής άφιξη Εβραίων από διάφορες ευρωπαϊκές περιοχές εξαιτίας των διωγμών οδήγησε σε αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού, μέχρι που το 1519 αποτελούσε την πλειονότητα των κατοίκων της πόλεως. Κατά το 1650 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Σαμπετάι Ζεβί, ένας Εβραίος από τη Σμύρνη, που ισχυριζόταν ότι ήταν ο μεσσίας. Ο Ζεβί απέκτησε αρκετούς ειλικρινείς πιστούς στην πόλη, επωφελούμενος από ένα κύμα αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τον μυστικισμό και τον καββαλισμό. Μετά την αναγκαστική μεταστροφή τού Ζεβί στο Ισλάμ, τριακόσιες οικογένειες από τους ακολούθους του έγιναν Donmeh, διατηρώντας μια μορφή μεσσιανικού κρυπτο-Ιουδαϊσμού παρά τη μεταστροφή τους. Τα γεγονότα συνετέλεσαν στη διαπίστωση ότι υπήρχε ανάγκη για μεγαλύτερη κεντρική οργάνωση και ηγεσία στην εβραϊκή κοινότητα. Η ηγεσία αυτή κατόρθωσε να επωφεληθεί δύο αιώνες αργότερα από την προοδευτική φιλελευθεροποίηση των οθωμανικών νόμων. την πραγματικότητα, ώς τις αρχές τού 20ού αιώνα οι Εβραίοι αποτελούσαν πάνω από το μισό τού πληθυσμού τής πόλεως. Ως αποτέλεσμα της εβραϊκής επιρροής, ακόμη και αρκετοί μη Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη μιλούσαν την Ισπανοεβραϊκή (Λαντίνο), τη γλώσσα των Σεφαρδιτών, και η πόλη ουσιαστικά έκλεινε κατά το εβραϊκό Σάββατο. Ταξιδιώτες που περνούσαν από το λιμάνι τής πόλης εκείνη την εποχή έλεγαν, χιουμοριστικά, ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη στην οποία οι εργάσιμες ημέρες ήταν στην ουσία τέσσερεις και ακολουθούσαν τρεις ημέρες αργίας, Παρασκευή για τους Μουσουλμάνους, Σάββατο για τους Εβραίους και Κυριακή για τους Χριστιανούς. Η οθωμανική κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη έληξε το 1912, όταν οι Έλληνες στρατιώτες εισήλθαν στην πόλη τις τελευταίες ημέρες τού Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Το καθεστώς τής Θεσσαλονίκης δεν είχε αποφασιστεί από τη Βαλκανική Συμμαχία πριν από τον πόλεμο. Μολονότι υπήρχαν φωνές στην εβραϊκή κοινότητα που ισχυρίζονταν ότι η βουλγαρική κυριαρχία θα κρατούσε την πόλη σε θέση προφυλακής στο διεθνές εμπόριο, η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο κέρδισε την υποστήριξη της κοινότητας και η χώρα ήταν από τις πρώτες που αποδέχθηκαν τη Δήλωση Μπάλφουρ[6]. O B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα κυριεύθηκε από τη ναζιστική Γερμανία και βρέθηκε υπό κατοχή από τις δυνάμεις τού Άξονα. Υπολογίζεται ότι 12.898 Έλληνες Εβραίοι πολέμησαν στον ελληνικό στρατό. Ένας από τους πλέον γνωστούς ήταν ο συνταγματάρχης Μορδεχάι (Μαρδοχαίος) Φριζής, ο οποίος πρώτος απώθησε επιτυχώς τους Ιταλούς, αλλά αργότερα σκοτώθηκε από πυρά τής ιταλικής αεροπορίας. Συνολικά, το 86% των Ελλήνων Εβραίων, κυρίως στις περιοχές υπό γερμανική και βουλγαρική κατοχή, δολοφονήθηκαν παρά τις προσπάθειες της ιεραρχίας τής Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας και αρκετών Ελλήνων Χριστιανών να τους παράσχουν καταφύγιο. Εντούτοις, ορισμένοι κατόρθωσαν να κρυφτούν με τη βοήθεια των Ελλήνων γειτόνων τους. Ένας από τους θρησκευτικούς ηγέτες που αντιστάθηκαν στις εκτοπίσεις των Εβραίων προς τα στρατόπεδα ήταν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, ο οποίος επανειλημμένα ανέλαβε πρωτοβουλίες για την παρεμπόδισή τους. ο Γεννάδιος ανέλαβε πρωτοβουλίες ώστε να διασωθούν οι εκχριστιανισθέντες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και όσοι διέθεταν πλαστές βεβαιώσεις βάπτισης[10]. Αξιομνημόνευτη υπήρξε, κατ΄ εξοχήν, η επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας που υπεγράφη στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 1943 από τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και 27 ηγετικά μέλη πολιτιστικών, ακαδημαϊκών και επαγγελματικών οργανώσεων. Το κείμενο ήταν γραμμένο σε ιδιαίτερα αιχμηρή γλώσσα και τόνιζε τους αδιάρρηκτους δεσμούς μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων, αποκαλώντας τους από κοινού «Έλληνες» χωρίς διάκριση. Το εν λόγω κείμενο είναι μοναδικό στο είδος του σε ολόκληρη την υπό κατοχή Ευρώπη ως προς τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τον σκοπό. Σημαντική, επίσης, ήταν η συνεισφορά του Γενικού Προξένου της Ιταλίας Γκουέλφο Ζαμπόνι (Guelfo Zamboni), ο οποίος εφοδίασε με πλαστά πιστοποιητικά ιθαγένειας περίπου 300 Εβραίους της Θεσσαλονίκης, επιτρέποντάς τους, έτσι, να καταφύγουν στην Ιταλική ζώνη κατοχής στην Αθήνα[11]. Δυστυχώς, όπως και σε άλλες χώρες, η εσφαλμένη πληροφόρηση και ο εφησυχασμός έδωσαν στις εβραϊκές κοινότητες των αρχών τού 1940 μια ψευδαίσθηση ασφαλείας. Στην Θεσσαλονίκη, μία από τις κοινότητες με το μεγαλύτερο εβραϊκό στοιχείο, οι κάτοικοί της επέδειξαν παθητική και αδιάφορη στάση έναντι της εφαρμογής της Τελικής Λύσης[12]. Ως αποτέλεσμα, ο κίνδυνος της εκτόπισης και της γενοκτονίας στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως αρχικώς αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους Εβραίους στην Ελλάδα —ακόμη και από ηγετικά μέλη τής κοινότητας. Οι 275 Εβραίοι τής Ζακύνθου, ωστόσο, επέζησαν από το Ολοκαύτωμα. Όταν οι γερμανικές αρχές κατοχής διέταξαν γραπτώς τον δήμαρχο να τους παραδώσει κατάλογο με τα ονόματα των Εβραίων τού νησιού, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος επέστρεψε τη διαταγή στους Γερμανούς με δύο ονόματα: το δικό του και του δημάρχου. Ο πληθυσμός τού νησιού προσέφερε καταφύγιο σε κάθε μέλος τής εβραϊκής κοινότητας. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1953, όταν το νησί υπέστη καταστροφές από σεισμό, η πρώτη χορηγία βοήθειας ήλθε από το κράτος τού Ισραήλ συνοδευόμενη από το εξής μήνυμα: «Οι Εβραίοι τής Ζακύνθου δεν λησμόνησαν ποτέ τον Δήμαρχο και τον αγαπητό τους Επίσκοπο, καθώς και όσα έκαναν για εμάς»[15]. Στις 21 Νοεμβρίου 2003 η ελληνική κυβέρνηση, διά του υφυπουργού εσωτερικών, ανακήρυξε την 27η Ιανουαρίου «Ημέρα μνήμης των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος»[16] στη χώρα και εξέφρασε την αφοσίωσή της στη συνεργασία όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως καταγωγής, για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού στην Ελλάδα[17]. Υποσημειώσεις
Βλέπε επίσης * Αντισημιτισμός Πηγές και σύνδεσμοι
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|