Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι
|
Ο Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι (Carlo Azeglio Ciampi, προφέρεται «Τσιάμ-πι») είναι Ιταλός πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Σήμερα είναι ισόβιος γερουσιαστής. Εκπαίδευση Ο Τσιάμπι γεννήθηκε στο Λιβόρνο στις 9 Δεκεμβρίου 1920. Αφού πήρε πτυχίο λογοτεχνίας το 1941 από την Scuola Normale di Pisa, ένα από τα σπουδαιότερα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Αλβανία. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, ημερομηνία εκεχειρίας της Ιταλίας με τους Συμμάχους, αρνήθηκε να παραμείνη στη φασιστική Ιταλία και κατέφυγε στο Μπάρι, όπου στρατεύτηκε στην ιταλική αντίσταση. Το 1946 παντρεύτηκε την Franca Pila. Το ίδιο έτος πήρε πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο της Πίζα και ξεκίνησε να εργάζεται στην Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας (Banca d'Italia). Το Μάρτιο του 2005, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα Αστικού Δικαίου. Καριέρα στην Κεντρική Τράπεζα Ιταλίας (Banca d'Italia) Το 1960 κλήθηκε να υπηρετήσει στις κεντρικές υπηρεσίες της Banca d'Italia. Έγινε γενικός γραμματέας το 1973, Γενικός Υποδιευθυντής το 1976 και Γενικός Διευθυντής το 1978. Τον Οκτώβριο του 1979 ορίστηκε Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1993. Πρωθυπουργός Από τον Απρίλιο του 1993 ως το Μάιο του 1994, ήταν πρωθυπουργός «Κυβέρνησης τεχνοκρατών». Αργότερα, ως Υπουργός Οικονομικών στις Κυβερνήσεις Πρόντι και ντ' Αλέμα από το 1996 ως το Μάιο του 1999 θεωρείται ο κύριος συντελεστής της εισόδου της χώρας στην Ευρωζώνη. Προσωπικά πήρε την απόφαση για το σχέδιο του ιταλικού κέρματος του ενός ευρώ, ενώ τα σχέδια για όλες τις υπόλοιπες υποδιαιρέσεις τέθηκαν σε τηλεοπτική ψηφοφορία. Ο Τσιάμπι επέλεξε τον Άνθρωπος του Βιτρούβιου του Λεονάρντο ντα Βίντσι, με το σκεπτικό ότι εκπροσωπούσε τον άνθρωπο ως μέτρο όλων των πραγμάτων, και ιδίως του χρήματος: κατ' αυτή την έννοια, το χρήμα είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου, όχι το αντίστροφο. Το σχέδιο αυτό ταίριαζε ιδιαίτερα καλά με τα δύο μέταλλα του κέρματος. Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Ο Τσιάμπι εξελέγη Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας με ιδιαίτερα ευρεία πλειοψηφία, σε κοινή συνεδρίαση Κοινοβουλίου, Γερουσίας και αντιπροσώπων των Περιφερειών. Ήταν ο δεύτερος Πρόεδρος, μετά τον Φραντσέσκο Κοσίγκα, που εκλεγόταν από τον πρώτο γύρο ψηφοφορίας, ο οποίος απαιτεί πλειοψηφία των δύο τρίτων. Ως Πρόεδρος απέφευγε να αναμειχθεί με την πολιτική. Πολλές φορές εξέφρασε γενικές ιδέες, χωρίς να επισημάνει τη σχέση τους με την τρέχουσα επικαιρότητα, προκειμένου έτσι να πει τη γνώμη του, χωρίς όμως να γίνει ενοχλητικός. Πολλές φορές ζήτησε από όλα τα κόμματα να σέβονται το Σύνταγμα και να διατηρούν την κοσμιότητα στην πολιτική διαμάχη. Γενικά ήταν σεβαστός από όλες τις παρατάξεις του Κοινοβουλίου. Συζητήθηκε ιδιαίτερα το ενδεχόμενο δεύτερης θητείας του, παρά την προχωρημένη ηλικία του, αλλά ο ίδιος δε δέχτηκε και παραιτήθηκε στις 3 Μαΐου 2006, λίγες μέρες πριν τη λήξη της θητείας του. Ο Τσιάμπι δεν θεωρείτο κοντά στις θέσεις του Βατικανού, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ευσεβή Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο. Επαίνεσε πολλές φορές τον πατριωτισμό, καταπιεσμένο στην Ιταλία με την εμπειρία του Φασισμού. Υπογράμμιζε όμως την αξία του πατριωτισμού περισσότερο ως εθνική αυτοπεποίθηση, παρά ως εθνικισμό. Στις 5 Μαΐου 2005 έλαβε το Βραβείο Καρλομάγνου της πόλης του Άαχεν, ενώ στις 15 Ιουνίου του 2005 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της École Normale Supérieure του Παρισιού.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org + LivePedia.gr http://www.livepedia.gr/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
|||
|
|