Βασίλισσα Βικτωρία
|
Η Αλεξανδρίνα Βικτωρία (Alexandrina Victoria) (24 Μαΐου 1819 – 22 Ιανουαρίου 1901) ήταν Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας και Αυτοκράτειρα των Ινδιών. Η περίοδος της βασιλείας της διήρκεσε εξήντα τρία χρόνια και υπήρξε η πλέον μακρέτειος στην ιστορία της Γηραιάς Αλβιόνας. Γενεαλογικά είχε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, γερμανική καταγωγή και ήταν η τελευταία εκπρόσωπος στο βρετανικό θρόνο του Βασιλικού Οίκου του Αννοβέρου (Hannoveraner). Ο διάδοχός της, υιός της, Εδουάρδος Ζ΄, ανήκε στο Βασιλικό Οίκο του Σάξ Κοβούργου και Γκόθα (Sachsen-Coburg und Gotha). Η Βικτωρία ήταν η πρώτη Βρετανίδα μονάρχης, που είδε το όνομά της να δίνεται στη χρονική περίοδο της βασιλείας της ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Μέσα στο διάστημα, που χαρακτηρίζεται ως Βικτωριανή Εποχή, με την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης και τη σημαντική εδαφική επέκταση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας άλλαξαν ριζικά οι οικονομικές και κοινωνικές δομές του Ηνωμένου Βασιλείου. Μεταξύ των μεγάλων επιτευγμάτων της μοναρχίας της συγκαταλέγονται η θεσμική μεταρρύθμιση προς μια συνταγματικότερη μορφή πολιτεύματος και η επέκταση της Αυτοκρατορίας, η οποία έφτασε στο απόγειο της δύναμής της, διπλασιαζόμενη σε μέγεθος με την προσάρτηση της Ινδίας, της Αυστραλίας, του Καναδά και εδαφών της Αφρικής και του Νότιου Ειρηνικού. Τα πρώτα χρόνια Η Βικτωρία γεννήθηκε στο Παλάτι του Κένσιγκτον στις 24 Μαΐου 1819 και ήταν το μοναδικό παιδί του Πρίγκιπα Εδουάρδου Αύγουστου, Δούκα του Κεντ και του Στράδερν (Edward Augustus, Duke of Kent and Strathearn), τέταρτου γιού του Βασιλιά Γεωργίου Γ’, και της Βικτωρίας Μαρίας Λουΐζας, Πριγκίπισσας του Σάξ Κοβούργου και Σάαλφελντ και Δούκισσας της Σαξονίας (Victoria von Sachsen-Coburg-Saalfeld). Ο μεγαλύτερος αδερφός του Εδουάρδου, Πρίγκιπας – Διάδοχος Γεώργιος είχε και αυτός μόνο μία κόρη, την πριγκίπισσα Καρλότα, η οποία, όμως, είχε πεθάνει δύο χρόνια πριν, δημιουργώντας ιδιαίτερη ανησυχία στη βασιλική οικογένεια λόγω της έλλειψης απογόνων μεταξύ των δώδεκα παιδιών του Γεωργίου Γ’. Η βάπτισή της τελέστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι στην Αίθουσα του Θόλου στο Κένσιγκτον και παρά την αρχική επιθυμία των γονιών της να ονομαστεί Γεωργιάνα Καρλότα Αυγούστα Αλεξανδρίνα Βικτωρία, μετά από την παρέμβαση του Διαδόχου Γεωργίου, που δεν επιθυμούσε να λάβει το δικό του όνομα ή αυτό της νεκρής κόρης του, κατέληξαν στα ονόματα Αλεξανδρίνα Βικτωρία, προκειμένου να τιμήσουν, με το πρώτο, τον Αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών Αλέξανδρο Α’, ο οποίος ήταν ένας από τους αναδόχους. Ο πατέρας της πέθανε από πνευμονία οκτώ μήνες μετά τη γέννησή της και έξι μέρες αργότερα κατέληξε και ο παππούς της Βασιλιάς Γεώργιος, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πρίγκιπας της Ουαλίας ως Βασιλιάς Γεώργιος Δ’. Ύστερα από αυτούς τους δύο θανάτους η Βικτωρία βρέθηκε δεύτερη στη σειρά διαδοχής του Θρόνου έπειτα από το θείο της Γουλιέλμο. Μετά το θάνατο του συζύγου της η μητέρα της Βικτωρίας, Μαρία Λουΐζα ανέπτυξε σχέσεις με τον Ιρλανδό αξιωματικό Σερ Τζον Κονρόι (Sir John Conroy). Η συμπεριφορά του Κονρόι προς τη νεαρή πριγκίπισσα ήταν ιδιαίτερη τρυφερή αναπληρώνοντας έτσι την πατρική απουσία. Ο συγγραφέας Α.Ν. Ουίλσον, μάλιστα, υποστηρίζει στο βιβλίο του "The Victorians" ότι η σχέση του Κονρόι με τη Μαρία Λουΐζα ήταν πολύ προγενέστερη και πως αυτός ήταν ο πραγματικός πατέρας της Βικτωρίας. Η άποψη αυτή στηρίχθηκε στην εξέταση των οικογενειακών ιατρικών αρχείων και τη διαπίστωση πως η ασθένεια πορφυρία (μια κληρονομική δυσλειτουργία στην ικανότητα μεταβολισμού του οργανισμού) απασχολούσε παλαιότερα τη βασιλική οικογένεια αλλά σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία η Βασίλισσα Βικτωρία δεν έπασχε από κάτι παρόμοιο και η δυσλειτουργία αυτή δεν πέρασε στους απογόνους της. Ο Ουίλσον γράφει ακόμα στο βιβλίο του ότι η Βασίλισσα Βικτωρία ήταν φορέας της νόσου της αιμοφιλίας, ασθένεια η οποία δεν καταγράφεται στα ιατρικά αρχεία της μητέρας της ούτε στα ιατρικά στοιχεία δεκαεπτά προγενεστέρων γενεών. Το γεγονός αυτό οδηγεί τον συγγραφέα στο συμπέρασμα ότι κληρονόμησε την αιμοφιλία από τον Κονρόι. Τα πρώτα της χρόνια η Βικτωρία μιλούσε μόνο γερμανικά εξ αιτίας της καταγωγής της μητέρας της. Στην ηλικία των τριών άρχισε να διδάσκεται αγγλικά και εν συνεχεία έμαθε ιταλικά, αρχαία ελληνικά, λατινικά και γαλλικά. Επίσημος δάσκαλός της ήταν ο Αιδεσιμότατος Τζορτζ Ντέιβις (George Davys). Ο φόβος της μητέρας της για πιθανή δολοφονία της Βικτωρίας από τους αδερφούς του πατέρα της, με σκοπό να ανέβουν στη σειρά διαδοχής, οδήγησε σε αυξημένα μέτρα προστασίας της. Ακόμη και στην αίθουσα διδασκαλίας συνοδευόταν πάντα από φρουρό. Στις 26 Ιουνίου 1830 πέθανε ο Γεώργιος Δ’ και τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Γουλιέλμος ενώ η Βικτωρία ονομάστηκε Πριγκίπισσα – Διάδοχος. Η εύθραυστη υγεία του νέου μονάρχη τον έκανε να ανησυχεί για την περίπτωση, που η ανιψιά του ανελάμβανε βασιλικά καθήκοντα πριν την ενηλικίωσή της, φοβούμενος την επιρροή του Κονρόι επάνω της. Ο ίδιος, μετά το θάνατο των δύο παιδιών του, δεν είχε νόμιμους διαδόχους, αν και απέκτησε άλλα δέκα νόθα παιδιά με την ερωμένη του Ντόροθυ Τζόρνταν (Dorothy Jordan). Για την αποφυγή του φαινομένου της ακυβερνησίας το Κοινοβούλιο ψήφισε την "Πράξη περί Αντιβασιλείας του 1831", διά της οποίας θα οριζόταν Αντιβασίλισσα η μητέρα της Βικτωρίας εάν κατά την ανάληψη των καθηκόντων της η δεύτερη δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος. Η άνοδος στο Θρόνο Στις 20 Ιουνίου 1837, είκοσι επτά ημέρες μετά την ενηλικίωση της Βικτωρίας, ο θείος της, Βασιλιάς Γουλιέλμος Δ’, πέθανε. Το γεγονός της ανήγγειλαν ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι και ο Αυλάρχης, Μαρκήσιος του Conyngham, καλώντας τη να αναλάβει την ανώτατη αρχή της Αυτοκρατορίας. Η ίδια σημείωνε στο ημερολόγιό της την ημέρα εκείνη: "Είμαι πολύ νέα και σε πολλά, αν όχι σε όλα, άπειρη αλλά είμαι σίγουρη πως πολλοί λίγοι έχουν πιότερη αληθινή καλή πρόθεση και περισσότερο αληθινό πόθο να πράξουν ότι είναι καλό και δίκαιο, απ’ ότι έχω εγώ". Η απόδοση στη Βικτωρία του βρετανικού στέμματος έσπασε τη μακροχρόνια παράδοση, που ήθελε το Βρετανό μονάρχη να αναλαμβάνει και τη διακυβέρνηση του Βασιλείου του Αννοβέρου. Αυτή η μικρή μοναρχία κυβερνάτο βάσει του παλαιού φραγκικού Σαλικού Νόμου (Lex Salica), ο οποίος προέβλεπε την ανάδειξη μόνο ανδρών ηγεμόνων. Ωσαύτως τη διακυβέρνησή του ανέλαβε ο θείος της Βικτωρίας, Δούκας του Κάμπερλαντ, ως Ερνέστος Αύγουστος Α΄ του Ανοβέρου (Ernst August I., König von Hannover). Η νεαρή Βασίλισσα με την άνοδό της στο Θρόνο θέλησε να αποκοπεί από την επιρροή της μητέρας της και του Κονρόι. Οι αρχικά τρυφερές της σχέσεις με τον άτυπο πατριό της είχαν ψυχρανθεί επειδή αντιλήφθηκε την προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί τα προνόμια του αξιώματός της. Το μένος της εναντίον του οδήγησε και σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της βασιλείας της όταν κατηγόρησε κάποια Κυρία επί των τιμών, που παρουσίαζε συμπτώματα εγκυμοσύνης, ότι είναι παλλακίδα του. Εν τέλει αποδείχθηκε πως η νεαρή κοπέλα έπασχε από θανατηφόρο νόσημα και η Βικτωρία μετάνιωσε για την άκριτη επίθεσή της. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο Κονρόι διέκοψε το δεσμό του με τη Μαρία Λουΐζα και εγκατέλειψε τη χώρα. Αποκλεισμένη από το στενό βασιλικό περιβάλλον παρέμεινε και η μητέρα της Βικτωρίας μέχρι και τη γέννηση της πρώτης εγγονής της. Τότε μόνο, με την κατευναστική παρέμβαση του Πρίγκιπα Αλβέρτου, κατάφεραν να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δύο γυναικών. Κυρίαρχο πολιτικό κόμμα την περίοδο εκείνη στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι Ουΐγοι και Πρωθυπουργός ο Ουίλιαμ Λαμπ, 2ος Υποκόμης του Μέλμπουρν (William Lamb, 2nd Viscount Melbourne). Ο Υποκόμης έδειξε στη Βασίλισσα πατρική αγάπη, οφειλόμενη εν μέρει στον πρόσφατο χαμό του γιού του, και αυτή τον περιέβαλε από την πρώτη στιγμή με σεβασμό και αφοσίωση. Η συνεργασία τους, όμως, στην κορυφή της εξουσίας δε διήρκεσε για πολύ αδιατάρακτη. Η αδυναμία του Λαμπ να αντιμετωπίσει τις ανταρσίες στον Καναδά και τη Τζαμάικα οδήγησαν σε παραίτηση την κυβέρνησή του τον Μάιο του 1839, και ο Ρόμπερτ Πιλ (Robert Peel), επικεφαλής του κόμματος των Τόρηδων, κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση. Τότε ξέσπασε η "Κρίση του Ευναστηρίου", κατόπιν της άρνησης της Βασίλισσας να αποδεχθεί την πρόταση του Πιλ να αποπέμψει όσες βασιλικές ακολούθους ανήκαν πολιτικά στους Ουΐγους, αντικαθιστώντας τες με προσκείμενες στους Τόρηδες. Η πρόταση έγινε επειδή ο Πιλ έβλεπε πως η κυβέρνηση, που θα σχημάτιζε, θα στηριζόταν σε μειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων και χρειαζόταν ένα σημείο εμπιστοσύνης από τη Βικτωρία. Η κρίση κατέληξε στην ανάκληση της παραίτησης του Λαμπ και την παραμονή του στην κεφαλή της κυβέρνησης μέχρι το 1841. Ο γάμος με τον Αλβέρτο Ο πρώτος ξάδερφος της Βικτωρίας, Πρίγκιπας Αλβέρτος, νεότερος γιός του Δούκα του Σάξ Κοβούργου επισκέφθηκε το Λονδίνο το 1839. Εκεί συναντήθηκε για δεύτερη φορά με τη Βικτωρία και μεταξύ τους δημιουργήθηκε ειδύλλιο, το οποίο σύντομα κατέληξε σε πρόταση της Βασίλισσας να γίνει σύζυγός της. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1840 στο βασιλικό παρεκκλήσι των Ανακτόρων του Αγίου Ιακώβου, ενώ τέσσερεις μέρες πριν η Βικτωρία είχε παραχωρήσει στο μέλλοντα σύζυγό της το προνόμιο να προσφωνείται ως η "Αυτού Βασιλική Υψηλότητα". Ο Αλβέρτος δεν κατέστη ιδιαίτερα προσφιλής στο βρετανικό λαό και αυτός ήταν ο κύριος λόγος, που δεν του παραχωρήθηκε ο τίτλος του Πρίγκιπα Βασιλικού Συζύγου (Prince Consort) παρά στα 1857. Η επιρροή του, όμως, στη Βασίλισσα ήταν τεράστια και παραμέρισε οποιαδήποτε άλλη, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Υποκόμη Λαμπ, ο οποίος και εγκατέλειψε οριστικά την πρωθυπουργία, κατόπιν της εκλογικής ήττας των Ουΐγων το 1841. Μετά το γάμο της η Βασίλισσα Βικτωρία ενδιαφέρθηκε για την εξακρίβωση του ιδιαιτέρου επωνύμου του συζύγου της μέσα στον ευρύτερο Οίκο του Δουκάτου του Σάξ Κοβούργου. Εκείνη την εποχή το Δουκάτο κυβερνούσε η Δυναστεία των Ουέτιν (Wettinische Dynastie) του κλάδου των Ερνεστάιν (Ernestinische Linie) και η γραμματεία της την πληροφόρησε ότι το επινύμφειο επώνυμό της ήταν Ουέτιν (Wettin ή von Wettin). Το ζευγάρι απέκτησε εννέα παιδιά, τα οποία, αργότερα, μέσω των συζυγιών τους με άλλα μέλη ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων έδωσαν στη Βικτωρία τον υποκοριστικό τίτλο η Γιαγιά της Ευρώπης. Στις 10 Ιουνίου 1840, εβρισκόμενη μέσα σε ανοιχτή άμαξα μαζί με τον Αλβέρτο, και ενώ διένυε την πρώτη εγκυμοσύνη της, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον δεκαοκτάχρονο Έντουαρντ Όξφορντ (Edward Oxford) στο Constitution Hill. Ο νεαρός καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία σε θάνατο αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε λόγω παραφροσύνης. Η Βικτωρία δεν τραυματίστηκε από την επίθεση μιας και οι ριπές του επίδοξου δολοφόνου ήταν άστοχες. Το 1842, όμως, έγιναν σε βάρος της άλλες τρεις, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, απόπειρες, που οδήγησαν τον Αλβέρτο να προτείνει στα μέλη του Κοινοβουλίου την ψήφιση της "Πράξης περί Εσχάτης Προδοσίας", βάσει της οποίας οιοσδήποτε στόχευε με όπλο τη Βασίλισσα, της επιτίθετο, πετούσε εναντίον της οποιοδήποτε αντικείμενο ή εμφάνιζε όπλο παρουσία της με σκοπό να την τρομάξει, καταδικαζόταν σε επτάχρονη φυλάκιση και μαστίγωση. Τα παιδιά της Βικτωρίας Πολιτικές εξελίξεις Το χρονικό διάστημα της κοινής ζωής της Βικτωρίας με τον Αλβέρτο, μέχρι και το θάνατό του το 1861, υπήρξε αυτό, όπου η Βασίλισσα έδειξε το πλέον έντονο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της Αυτοκρατορίας. Μετά την ήττα του Λαμπ ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των Ρόμπερτ Πιλ και του Λόρδου Τζον Ράσσελ, μετέπειτα 1ου Κόμη Ράσσελ (John Russell, 1st Earl Russell). Και με τους δύο η Βικτωρία είχε αγαστές σχέσεις. Το 1842 το Χονγκ Κονγκ παραχωρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη Συνθήκη του Νανκίνγκ κατόπιν της ήττας της Κίνας στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου. Η Βασίλισσα, που είχε υποστηρίξει την πραγματοποίηση του πολέμου, κατανοώντας την εμπορική αξία του οπίου, σχολίαζε σε μία επιστολή της προς το θείο της Λεοπόλδο του Βελγίου (Léopold II de Belgique): "Ο Αλβέρτος διασκέδασε τρομερά με το ότι πήρα το νησί (sic) του Χονγκ Κονγκ." Το 1845 ο Πιλ εναντιώθηκε στους γαιοκτήμονες ανακαλώντας τους "Νόμους περί Δημητριακών", οι οποίοι προστάτευαν τα αγροτικά εισοδήματα με τον περιορισμό των εισαγωγών σιτηρών. Η κίνηση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις του Κόμματος των Ουΐγων και μερίδας των Τόρηδων και συνέβαλε στον ιρλανδικό λιμό των ετών 1845 – 1849. Εξαιτίας αυτών των γεγονότων ο Πιλ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και τη σύσταση κυβέρνησης ανέλαβε ο Τζον Ράσσελ. Στην πρώτη κυβέρνηση Ράσσελ (1846 – 1852) συμμετείχε με το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού των Εξωτερικών ο Χένρυ Τεμπλ, 3ος Υποκόμης Πάλμερστον (Henry Temple, 3rd Viscount Palmerston), ο οποίος ήρθε σε έντονη αντίθεση με το βασιλικό ζεύγος. Αιτία ήταν η διαφορετική αντίληψη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του Υπουργού και των Ανακτόρων. Ο Πάλμερστον υποστήριζε ότι κύριος στόχος της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής έπρεπε να είναι η αύξηση της ισχύος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με κάθε μέσο. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής υιοθετούσε, ορισμένες φορές, πρακτικές που έφερναν σε δύσκολη θέση και αποδυνάμωναν τις ξένες κυβερνήσεις. Η Βασίλισσα Βικτωρία και ο Πρίγκιπας Αλβέρτος, αφ' ετέρου, θεωρούσαν ότι η βρετανική κυβέρνηση όφειλε να κάνει ό,τι μπορούσε προκειμένου να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές βασιλικές οικογένειες έναντι των επαναστατικών ομάδων που υποστήριζαν τον εκδημοκρατισμό. Αποκορύφωμα της κόντρας των δύο αντιλήψεων άσκησης πολιτικής στάθηκαν δύο περιστατικά. Το πρώτο ήταν η περίπτωση του Δον Δαυίδ Πατσίφικο, εβραιο – πορτογάλου, που είχε λάβει τη βρετανική υπηκοότητα. Η ελληνική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να του καταβάλει αποζημίωση για την καταστροφή από τον όχλο του σπιτιού του στην Αθήνα το Πάσχα του 1850 και αυτός απευθύνθηκε για προστασία στη βρετανική κυβέρνηση. Η Μ. Βρετανία επιθυμούσε το νησάκι της Σαπιέντζας για ναυτική βάση θεωρώντας το εξάρτημα της αγγλοκρατούμενης Ζακύνθου αλλά η Ελλάδα αρνούνταν αυτή την παραχώρηση. Έτσι, με αφορμή την υπόθεση Πατσίφικο, ο Πάλμερστον διέταξε το Ναύαρχο Παρκ να αποκλείσει το λιμάνι του Πειραιά. Ο αποκλεισμός αυτός κόστισε ιδιαίτερα στο ελληνικό κράτος και λύθηκε με παρέμβαση της Ρωσίας και της Γαλλίας, της οποίας τα συμφέροντα απειλούνταν, στις 15 Απριλίου 1850. Έπειτα από αυτό το περιστατικό η Βικτωρία απέστειλε ένα σημείωμα στον Πρωθυπουργό εκφράζοντας την δυσαρέσκειά της για τον τρόπο με τον οποίο Υπουργός των Εξωτερικών απέφυγε την υποχρέωση να υποβάλει προς έγκριση σε αυτήν τα μέτρα που λάμβανε. Ο Πρωθυπουργός ενεχείρησε στον Πάλμερστον το σημείωμα, όμως, αυτός αρνήθηκε να υποβάλει την παραίτησή του θεωρώντας ως πηγή εξουσίας του τη συνταγματική έγκριση και όχι τη βασιλική δύναμη. Το δεύτερο περιστατικό αφορούσε το πραξικόπημα του Λουδοβίκου – Ναπολέοντα, του μετέπειτα Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’ (Napoléon III). Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο Πάλμερστον, χωρίς προηγούμενη κυβερνητική έγκριση, κάλεσε τον Πρεσβευτή της Γαλλίας και δήλωσε την προσωπική του έγκριση στο γεγονός. Όταν πληροφορήθηκε την ενέργειά του ο Πρωθυπουργός του ζήτησε να παραιτηθεί. Ο Πάλμερστον το έπραξε αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα συνέβαλε στην πτώση της κυβέρνησης του Λαμπ. Το 1851 ο Αλβέρτος διοργάνωσε τη Μεγάλη Έκθεση στο Crystal Palace. Σε αυτήν το κοινό μπορούσε να παρακολουθήσει τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας και επιστήμης. Η έκθεση είχε μεγάλη επιτυχία και με τα χρήματα, που συγκεντρώθηκαν, αγοράστηκε έκταση γης στο Κένσιγκτον, όπου χτίστηκαν ιδρύματα και κέντρα για την προαγωγή του πολιτισμού και της τεχνολογίας όπως το Μουσείο Επιστημών, το Αυτοκρατορικό Κολλέγιο Επιστήμης και Τεχνολογίας, το Royal Albert Hall κ.α. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του γοήτρου της μοναρχίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ένα χρόνο αργότερα η Βικτωρία ενθάρρυνε τη δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Τζορτζ Γκόρντον Χάμιλτον, 4ο Κόμη του Άμπερντιν (George Hamilton-Gordon, 4th earl of Aberdeen). Παρά την επιτυχία της κυβέρνησης στα εσωτερικά θέματα ο Άμπερντιν δεν κατάφερε να συγκρατήσει το, καθοδηγούμενο από τον Πάλμερστον, πολιτικό ρεύμα, που ήθελε την ανάμιξη της χώρας στον Κριμαϊκό πόλεμο στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αντιδημοφιλία αυτού του πολέμου και η κακή διαχείριση των εκστρατευτικών επιχειρήσεων οδήγησαν τον Άμπερντιν στην υποβολή της παραίτησης της κυβέρνησής του. Το Φεβρουάριο του 1855 ο Πάλμερστον ανέλαβε την Πρωθυπουργία. Η αρχικά προβληματική του σχέση με τη Βασίλισσα βελτιώθηκε σταδιακά και μεταξύ τους μπόρεσε να αναπτυχθεί καλή συνεργασία παρά τη μέχρι τέλους συγκεκαλυμμένη προσωπική της αποστροφή προς το πρόσωπό του. Στα 1857 έλαβε χώρα η Ινδική Ανταρσία. Η Ινδία διοικούνταν από την "Εταιρία Ανατολικών Ινδιών" με τη συνεργασία της βρετανικής κυβέρνησης. Αφορμή για την ανταρσία δόθηκε με την εισαγωγή νέας παρτίδας φυσιγγίων από το βρετανικό στρατό, που φημολογήθηκε ότι έχουν λιπανθεί με λαρδί. Οποιοσδήποτε Ινδουιστής δάγκωνε την άκρη του φυσιγγίου, όπως επέβαλλε η πρακτική της όπλισης των πυροβόλων, υπέπιπτε σε ιεροσυλία ερχόμενος σε επαφή με το χοιρινό λίπος. Το στράτευμα επαναστάτησε και κατέσφαξε πολλούς Βρετανούς ανώτερους αξιωματικούς και τις οικογένειές τους. Μετά την παύση της ανταρσίας η διοίκηση της Ινδίας υπήχθη απευθείας στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Χήρα του Ουΐνδσορ Το Νοέμβριο του 1861 ο Πρίγκιπας Αλβέρτος προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό. Η αρχική διάγνωση των γιατρών μιλούσε για γρίπη αλλά, σύντομα, η εξέλιξη της ασθένειας μετέβαλλε τις διαπιστώσεις. Στις 14 Δεκεμβρίου 1861 ο Αλβέρτος πέθαινε βυθίζοντας τη Βικτωρία σε μία μακρά περίοδο πένθους. Από εκείνη τη στιγμή η Βασίλισσα υιοθέτησε τη, χαρακτηριστική μέχρι το τέλος της ζωής της, μαύρη ενδυμασία και απομονώθηκε από το δημόσιο βίο. Συνέχισε να ασχολείται τυπικά με τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας αλλά αρνούνταν κάθε δημόσια εμφάνιση στο Λονδίνο ακόμη και για το άνοιγμα των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου. Τον περισσότερο χρόνο της, πλέον, τον περνούσε στη Σκωτία, στο Κάστρο του Μπάλμοραλ. Εκεί συνδέθηκε με πολύ στενή φιλία με έναν από τους αγαπημένους υπηρέτες του Αλβέρτου, τον σκωτσέζο Τζον Μπράουν. Αυτή η σχέση προκάλεσε σχόλια στη βρετανική κοινωνία, κάνοντας ορισμένους να μιλούν για κρυφό γάμο του Μπράουν και της Βασίλισσας και να αναφέρονται σκωπτικά σε αυτήν ως Κυρία Μπράουν. Μολονότι ένας τέτοιος γάμος δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, η Βικτωρία έδειξε τη μεγάλη αγάπη, που έτρεφε για τον Μπράουν, με την επιθυμία της να τοποθετηθεί στο φέρετρό της εκτός από μία τήβενος του Πρίγκιπα Αλβέρτου και μία τούφα από τα μαλλιά του Μπράουν. Η αποχή της Βασίλισσας για μεγάλο διάστημα από τα κοινά προκάλεσε την πτώση της δημοτικότητας του μοναρχικού θεσμού και προώθησε την ιδέα της αντικατάστασής του με αβασίλευτη δημοκρατία. Το 1864 η Βικτωρία παραχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα ως δώρο για την ανάδειξη στον ελληνικό θρόνο του ανιψιού της Πρίγκιπα της Δανίας Γουλιέλμου Γεωργίου. Πίσω από αυτή την κίνηση κρυβόντουσαν, βέβαια, οι λεπτοί χειρισμοί της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και οι συμφωνίες για εξασφάλιση των συμφερόντων του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βαλκανική και την ανατολική Μεσόγειο, τις οποίες είχε αποδεχθεί ο νεαρός μονάρχης. Το 1867, με την ψήφιση της "Δεύτερης Μεταρρυθμιστικής Πράξης", συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες μετατροπές του βρετανικού εκλογικού συστήματος με εισήγηση του Πρωθυπουργού Έντουαρντ Σμιθ Στάνλεϋ, 14ου Κόμη του Ντέρμπυ (Edward Smith-Stanley, 14th Earl of Derby). Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Rudyard Kipling) έγραψε το 1892, για τη Βασίλισσα Βικτωρία, το ποίημα η "Χήρα στο Ουΐνσδορ" (The Widow at Windsor) εξυμνώντας την ευγένεια και την καλοσύνη της. Το ιρλανδικό πρόβλημα και ύστερες πολιτικές εξελίξεις Η διάθεση ανεξαρτητοποίησης των Ιρλανδών από το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούσε ένα χρονίζον πρόβλημα της αγγλικής πολιτικής. Η κατάσταση οξύνθηκε κατά το Μεγάλο Λιμό των ετών 1845 – 1849 όταν τα ανεπαρκή μέτρα για την αντιμετώπισή του από τον Πρωθυπουργό Τζον Ράσσελ κόστισαν σε δημοφιλία στη Βασίλισσα. Τότε της αποδόθηκε και ο χαρακτηρισμός η "Βασίλισσα του Λιμού". Οι σχέσεις μεταξύ της Βικτωρίας και των Ιρλανδών υπηκόων της παρέμειναν κακές σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας της. Η άρνησή της να επισκεφθεί την Ιρλανδία για ολόκληρη τη δεκαετία του 1870, ως απάντηση στην απόφαση της Δημοτικής αρχής του Δουβλίνου να μη συγχαρεί τον Πρίγκιπα της Ουαλίας για το γάμο του και την απόκτηση διαδόχου, βάθυνε περισσότερο το χάσμα. Ακόμη η Βικτωρία αρνείτο κατηγορηματικά την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας στο νησί παρά τις εκλύσεις Βρετανών και Ιρλανδών πολιτικών παραγόντων. Η τελευταία φορά, που επισκέφθηκε την Ιρλανδία, ήταν ένα χρόνο πριν το θάνατό της προκειμένου να καλέσει τους Ιρλανδούς να στρατευθούν στις Βρετανικές ένοπλες δυνάμεις κατά το Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς. Η επίσκεψή της προκάλεσε εθνικιστικές αντιδράσεις, που καθοδηγούσε ο Άρθρουρ Γκρίφιθ (Arthur Griffith), μελλοντικός ιδρυτής της πατριωτικής ιρλανδικής οργάνωσης Σιν Φέιν (Sinn Féin). Το Δεκέμβριο του 1868, έπειτα από μία σύντομη πρωθυπουργική θητεία του Βενιαμίν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli, 1st Earl of Beaconsfield), τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο ηγέτης των Φιλελευθέρων στη Βουλή των Κοινοτήτων, Ουΐλιαμ Γλάδστων (William Ewart Gladstone). Η κυβέρνηση του Γλάδστωνα σχεδίαζε σημαντικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις με απαρχές τη διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος, την εισαγωγή της μυστικής ψηφοφορίας και τον περιορισμό της δύναμης του κυρίαρχου σώματος ευγενών, της Βουλής των Λόρδων. Καίτοι αντίθετη στις μεταρρυθμίσεις, η Βικτωρία δεν κατάφερε να εμποδίσει το δυναμικό Πρωθυπουργό να τις πραγματοποιήσει. Το 1874 ο Γλάδστων ηττήθηκε στις εκλογές και στην πρωθυπουργία επανήλθε ο Ντισραέλι. Η Βικτωρία έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον Ντισραέλι και η στήριξή της προς τις πολιτικές του ήταν δεδομένη. Η δυναμική εξωτερική πολιτική και η αύξηση της παρεμβατικότητας της Μεγάλης Βρετανίας χαρακτήρισαν τη δεύτερη θητεία του στην κορυφή της κυβέρνησης. Με την εξαγορά της πλειοψηφίας των μετοχών της Διώρυγας του Σουέζ κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο της πλέον σημαντικής θαλάσσιας διόδου της Μεσογείου ενώ το 1876 με την "Πράξη περί Βασιλικών Τίτλων" προσέφερε στη Βικτωρία τον τίτλο της Αυτοκράτειρας των Ινδιών. Η παραδοσιακή πολιτική της Αυτοκρατορίας για θαλάσσια κυριαρχία οδήγησε στη στήριξη το 1878 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναντι της Ρωσικής στο Συνέδριο του Βερολίνου. Το αντάλλαγμα για την διάσωση, ουσιαστικά, μετά την ήττα της στο Ρωσο – τουρκικό πόλεμο, της "μεγάλης ασθενούς των Βαλκανίων", όπως ονομαζόταν τότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν η παραχώρηση στη Μεγάλη Βρετανία της Κύπρου. Η εικοσαετία της αποδοχής και το τέλος Οι εκλογές του 1880 επανέφεραν το Γλάδστωνα στην εξουσία και σήμαναν την οριστική αποχώρηση από τον πολιτικό στίβο του Ντισραέλι. Και αυτή τη φορά η συνεργασία Γλάδστωνα και Βικτωρίας υπήρξε προβληματική. Η επιμονή του Πρωθυπουργού στην πολιτική δράση βάσει των ηθικών αξιών και του φιλελευθερισμού δεν μπορούσε να προσαρμοστεί με τις νέες ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Αυτοκράτειρας, πλέον, Βικτωρίας. Η σχέση τους διερράγη οριστικά όταν ο Γλάδστων πληροφορήθηκε τη μυστική παράδοση εμπιστευτικών εγγράφων από τη Βασίλισσα στον αρχηγό των Συντηρητικών Μαρκήσιο του Σαλίσμπουρυ (Robert Gascoyne-Cecil, 3rd Marquess of Salisbury). Το 1885 σχημάτισε κυβέρνηση ο Μαρκήσιος του Σαλίσμπουρυ, ο οποίος μοιραζόταν τις επεκτατικές βλέψεις της Βασίλισσας. Η εναλλαγή στην πρωθυπουργία Γλάδστωνα και Σαλίσμπουρυ διήρκεσε μέχρι το 1894 οπότε ο πρώτος αποσύρθηκε, παραμένοντας απλό μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Από το 1895 μέχρι και το τέλος της ζωής της Βικτωρίας κυβερνούσε ο Σαλίσμπουρυ με την πλήρη στήριξή της. Το 1887 και το 1897 γιόρτασε το Χρυσό και το Αδαμάντινο, αντίστοιχα, Ιωβηλαίο της ηγεμονίας της. Οι συχνές δημόσιες παρουσίες της και οι συνεχείς επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του Στέμματος είχαν αυξήσει το κύρος του μοναρχικού θεσμού στη χώρα. Το 1898 το Ηνωμένο Βασίλειο ενεπλάκη στο Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς, του οποίου θερμή θιασώτης ήταν η Βασίλισσα. Στην προσωπική της ζωή τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισε μία σειρά θανάτων και ασθενειών παιδιών και εγγονών της.
<===---+---===>
Τελικά η Βασίλισσα Βικτωρία, η "Χήρα του Ουίνσδορ" και "Γιαγιά της Ευρώπης" πέθανε στις 22 Ιανουαρίου του 1901 αφήνοντας πίσω της μία Αυτοκρατορία στην οποία ο "Ήλιος ποτέ δε δύει" και έχοντας ταυτίσει το όνομά της με μία ολόκληρη εποχή. Πηγές * Βιογραφικό σημείωμα της εγκυκλοπαίδειας Britannica για τη Βικτωρία. Βιβλιογραφία * Walter L. Arnstein, Queen Victoria, Νέα Υόρκη, Palgrave Macmillan, 2003 ISBN 0333638069 * Aronson Theo, Victoria and Disraeli, The Making of a Romantic Partnership, Νέα Υόρκη, Macmillan Pub Co Inc, 1978 ISBN 0025034901 * Hibbert Christopher, Queen Victoria in Her Letters and Journals, Νέα Υόρκη, Viking, 1985 ISBN 0670804304 * E.F. Benson, Queen Victoria, Νέα Υόρκη, Barnes & Noble, 1992 ISBN 0880299835 * Juliet Gardiner, Queen Victoria, Λονδίνο, Collins & Brown, 1997 ISBN 1855854694 * Claire Price-Groff, Queen Victoria and nineteenth-century England, Νέα Υόρκη, Benchmark Books, 2003 ISBN 0761414886 * Nancy Whitelaw, Queen Victoria and the British Empire, Greensboro, Morgan Reynolds Pub., 2005 ISBN 193179829X * Cecil Woodham-Smith, Queen Victoria: her life and times, Λονδίνο, Hamilton, 1972 ISBN 0241022002 Εξωτερικές συνδέσεις * Ιστοσελίδα του Victoria and Albert Museum * Α' Ιστοσελίδα αφιερωμένη στη Βικτωριανή Εποχή * Β' Ιστοσελίδα αφιερωμένη στη Βικτωριανή Εποχή * Επίσημος δικτυακός τόπος του Κάστρου του Μπάλμοραλ * Οδηγός του Βικτωριανού Λονδίνου * Σελίδα ερευνών για τη βικτωριανή λογοτεχνία
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|