Άμεση δημοκρατία
|
Η άμεση δημοκρατία, γνωστή και υπό τον όρο καθαρή δημοκρατία, αποτελεί έναν τύπο δημοκρατίας και θεωρίας πολιτικών δικαιωμάτων όπου η εξουσία εδράζεται στη συνέλευση όλων των πολιτών που συμμετέχουν σε αυτήν. Αναλόγως με το σύστημα που ισχύει κάθε φορά, η συνέλευση μπορεί να έχει εκτελεστικές εξουσίες, νομοθετικές αρμοδιότητες, να ορίζει και να απολύει αξιωματούχους, καθώς και να δικάζει. Η άμεση δημοκρατία χρησιμοποιείται ως όρος κατ' αντιδιαστολή με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (ή έμμεση δημοκρατία), όπου η εξουσία ασκείται από μια ομάδα ανθρώπων, που συνήθως επιλέγεται μέσα από εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων. Ιστορικά εμφανίστηκε πρώτα η άμεση δημοκρατία και ακολούθησε, μετά από περίπου δύο χιλιετίες, η έμμεση.
Η άμεση δημοκρατία στην Αρχαιότητα Η άμεση δημοκρατία έλκει την καταγωγή της από την αθηναϊκή δημοκρατία της κλασικής εποχής, όπου η εκκλησία του δήμου (η συνέλευση όλων των πολιτών της αθηναϊκής πόλης-κράτους) λάμβανε τις πολιτικές αποφάσεις και για την εκτέλεσή τους όριζε κάποιους αξιωματούχους άμεσα ανακλητούς και ελέγξιμους, με περιορισμένη διάρκεια θητείας, προκειμένου να μην «επαγγελματοποιηθούν» ως πολιτικοί ηγέτες. Για τον ίδιο λόγο η μεγάλη πλειονότητα των αξιωματούχων επιλεγόταν με κλήρωση, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, από το σύνολο των συμμετεχόντων στην εκκλησία του δήμου. Ωστόσο μόνο άρρενες ενήλικοι που είχαν ολοκληρώσει τη διετή (από τα 18 μέχρι τα 20) στρατιωτική τους θητεία είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση. Αυτό απέκλειε την πλειονότητα του πληθυσμού, δηλαδή τους δούλους, τις γυναίκες και τους μετοίκους. Επίσης, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συνέλευση αυτοί των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα είχαν ανασταλεί (συνήθως γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς την πόλη). Για ορισμένους Αθηναίους αυτό ισοδυναμούσε με μόνιμη (και κληρονομήσιμη) στέρηση δικαιώματος. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τις ολιγαρχικές πόλεις, δεν υπήρχε ουσιαστικά όριο ελάχιστης απαιτούμενης περιουσίας ή εισοδήματος. Τη δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε στο β' μισό περίπου του 5ου αι. τη γνωρίζουμε καλύτερα από μια σειρά αναθεωρήσεων των νόμων της ανάμεσα στο 410 και το 399[1]. Τμήματα του συστήματός της αναλύονται στο 2ο μισό του έργου «Αθηναίων πολιτεία» του Αριστοτέλη (42-69). Τα εμφανέστερα χαρακτηριστικά αυτής της δημοκρατίας ήταν η εκκλησία του δήμου και η βουλή των πεντακοσίων. Τα μέλη της επιλέγονταν με ένα σύνθετο σύστημα που βοηθούσε στην ευρεία αντιπροσώπευση των δήμων. Η βουλή εκτός των άλλων διαχειριστικών καθηκόντων της για την εύρυθμη λειτουργία της πόλης περνούσε ψηφίσματα για ιδιαίτερα ζητήματα, ενώ αντίθετα οι νόμοι διαμορφώνονταν από τους νομοθέτες και εξετάζονταν ενίοτε λεπτομερειακά σε περιπτώσεις ένστασης[2]. Το επαγγελματικό προσωπικό σε ζητήματα διαχειριστικά της τάξης της πόλης, καθώς και σε θρησκευτικά οργανωτικά ζητήματα ήταν ελάχιστο, λίγες εκατοντάδες δούλοι περιουσία του κράτους που ήταν στη διάθεση διάφορων αξιωματούχων ή λειτουργούσαν ως απλή αστυνομική δύναμη[3]. Τα δικαστήρια ήταν σημαντικό τμήμα της δημοκρατικής ζωής τόσο για τα πολιτικά ζητήματα που εξέταζαν όσο και σαν μέσα επίλυσης επιχειρηματικών διαφορών. Το εντυπωσιακό στην όλη περίπτωση είναι ότι περίπου το 1/3 των πολιτών πάνω από τα σαράντα υπηρετούσε επί διετία σε κάποια στιγμή στη ζωή του στη βουλή των 500, ένα λειτούργημα εξαιρετικά απαιτητικό και χρονοβόρο, που βοηθούσε ωστόσο στην εξοικείωση με τα προβλήματα της πόλης[4]. Καθίσταται φανερό ότι η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση, η αμεσότερη δυνατή τουλάχιστον, καθώς μέσω των συλλογικών διεργασιών της εκκλησίας, της βουλής και των δικαστηρίων κατόρθωνε να ελέγχει τις πολιτικές της διαδικασίες με συστήματα εναλλαγής των προσώπων που προφύλασσαν σε σημαντικό βαθμό από τη διαφθορά της υπηρεσίας επί μακρόν σε υψηλά αξιώματα. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν λειτουργούσε βάσει συντάγματος, αλλά χρησιμοποιούσε μια προφορική παράδοση, σκοπός της οποίας ήταν κυρίως η διατήρηση ενός συνόλου ουσιαστικών ιδεών για τη λειτουργία της πόλης. Το ίδιο το σύστημα εξελισσόταν μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών, στις οποίες σπάνια συμμετείχε το σύνολο των Αθηναίων πολιτών[5]. Αν και το αθηναϊκό σύστημα εξελίχθηκε, δεν ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με τον πυρήνα των ιδεών της δημοκρατίας. Το τίμημα που πλήρωσαν οι Αθηναίοι για την απομάκρυνση από τις βασικές ιδέες που διαμόρφωσαν την κλασική Αθήνα φόβισε πολλούς από τους ιστορικούς και φιλοσόφους της εποχής, που είδαν καθαρότερα τη σκοτεινή πλευρά της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η κλασική δημοκρατία έπεσε σε παρακμή μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και υπήρξαν περίοδοι που στην πόλη επικρατούσε εμφανής ολιγαρχία. Μερίδα του πληθυσμού και ορισμένοι φιλόσοφοι (π.χ. ο Πλάτων) υποστήριζαν ανοιχτά την ολιγαρχία και θεωρούσαν τη δημοκρατία σαθρή και ασταθή διακυβέρνηση από τον όχλο. Οι απόψεις τους και η κρίση τους πέρασε διαδοχικά στους αιώνες στις επερχόμενες γενεές διανοητών με τόση σφοδρότητα ώστε η ιδέα της δημοκρατίας απέκτησε «βαριά μυρωδιά για περισσότερα από 2.000 χρόνια»[6]. Μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους κάθε ίχνος δημοκρατικής διακυβέρνησης εξαφανίστηκε από τον μεσογειακό κόσμο, αν και συνέχισαν να υπάρχουν εστίες αυτοδιοίκησης στα αστικά κέντρα, με ολιγαρχικό όμως χαρακτήρα και ευρισκόμενες στα χέρια των οικονομικά ισχυρότερων οικογενειών κάθε περιοχής. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα, όταν αυτές οι δυνατότητες τοπικής αυτοδιοίκησης πέρασαν οριστικά στον έλεγχο της Εκκλησίας. Ζητήματα άμεσης δημοκρατίας στην αρχαία Ρώμη Παράλληλα με την κλασική δημοκρατία είχε αναπτυχθεί στην Ιταλία και η ρωμαϊκή δημοκρατία (res publica), μετά την εκθρόνιση του τελευταίου βασιλέα της Ρώμης. Όμως, παρά την απόδοσή του ονόματός της στα ελληνικά, δεν επρόκειτο για δημοκρατικό σύστημα αλλά για μία «λαϊκή» αριστοκρατία με πολύπλοκους μηχανισμούς ελέγχου και εξισορρόπησης συμφερόντων που αναπτύχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Οι εκτελεστικοί άρχοντες της πόλης εκλέγονταν για ετήσιες θητείες από τις γραμμές των παλαιών, «καθαρόαιμων» και αριστοκρατικών ρωμαϊκών φατριών, των «πατρικίων», ενώ η μεγάλη μάζα του λαού της πόλης, οι «πληβείοι» που προήλθαν από τις επιμειξίες με ξένους πληθυσμούς, δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι παρά μόνο για το αξίωμα των δημάρχων, από το οποίο οι πατρίκιοι αποκλείονταν. Οι άρχοντες εκλέγονταν από άτυπες λαϊκές συνελεύσεις, τις δύο εκκλησίες του δήμου όπου συμμετείχαν όλοι οι πολίτες και οι οποίες είχαν διευρυμένες νομοθετικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Σε κάθε εκκλησία συμμετείχε διαφορετικό υποσύνολο των πολιτών, ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια και την κατάστασή τους ως πληβείων ή πατρικίων, υπό την προεδρία των εκτελεστικών αρχόντων. Στις εκκλησίες λάμβαναν χώρα δημοψηφίσματα για επίκαιρα σοβαρά θέματα, επικυρώνονταν οι αποφάσεις της Συγκλήτου και ψηφίζονταν νομοσχέδια, αλλά μόνον οι αρμόδιοι άρχοντες είχαν δικαίωμα να συζητήσουν ή να εισηγηθούν επί τόπου νέους νόμους. Η Σύγκλητος με τον καιρό απέκτησε διευρυμένες αρμοδιότητες, πέρα από τις αυστηρώς δημοσιονομικές. Οι συγκλητικοί αποτελούσαν την πλουσιότερη και πιο ευγενή κοινωνική τάξη, με μέλη μεγάλους γαιοκτήμονες που δέσποζαν στην αγροτική ρωμαϊκή οικονομία, έχαιραν μεγάλου κύρους και, καθώς αποτελούσαν φορολογικά καθορισμένη ομάδα, η «θητεία» τους στη Σύγκλητο ήταν ισόβια· μόνον οι τιμητές μπορούσαν να τους αφαιρέσουν τη συγκλητική ιδιότητα λόγω μείωσης του πλούτου τους ή ασέβειας προς τα παραδοσιακά ήθη. Το πολιτικό αυτό σύστημα μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή έπεσε σε μεγάλη παρακμή, για να αντικατασταθεί από το απολυταρχικό πολίτευμα της Ηγεμονίας μετά τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα. Εξετάζοντας την κατάσταση ιστορικά, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς εύλογα ότι ο ρωμαϊκός λαός ασκούσε άμεση επιρροή στη διαμόρφωση της νομοθεσίας, στην κήρυξη πολέμου, αλλά και την αποδοχή των αξιωματούχων, γεγονός που ερμηνεύει την ανάγκη των αρχηγών και των διάφορων υποδεέστερων αξιωματούχων να ενημερώνουν τον λαό σε δημόσιες συναντήσεις. Από την άλλη η αρχαία Ρώμη ήταν αριστοκρατική κοινωνία, στην οποία η πολιτική ελίτ ήλεγχε όλους τους οικονομικούς πόρους και μονοπωλούσε τα δημόσια αξιώματα πολιτικά στρατιωτικά και θρησκευτικά, εμποδίζοντας οποιαδήποτε μορφή άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής των κατώτερων στρωμάτων[7]. Η Σύγκλητος με τη σειρά της ενσωματώνοντας όλη την πολιτική και τη θρησκευτική εμπειρία της ρωμαϊκής πολιτείας διαμόρφωνε το πολιτειακό γίγνεσθαι με την επιρροή της. Τούτη η επιρροή αυξήθηκε σημαντικά μετά την επιτυχή ηγεσία της στην κατάκτηση της Ιταλίας και της Μεσογείου. Τούτη η αμφισημία είναι εμφανής στους αρχαίους συγγραφείς, που από τη μία αναφέρουν ότι ο Καίσαρας επεδίωκε τη συναίνεση και την εύνοια των πληβείων[8] και από την άλλη πιστοποιούν πιστοποιούν οι κρατικές αποφάσεις αποφασίζονταν από λίγους αυθαίρετα (paucorum arbitrio)[9], γεγονός που υποχρεωτικά σχεδόν οδήγησε τη σύγχρονη έρευνα στο ερώτημα πώς αυτά τα δύο αντιφατικά συστήματα, δηλαδή η άτυπη άμεση συμμετοχή και η επίσημη ολιγαρχική εκδοχή του συστήματος συνυπήρχαν και μάλιστα για μακρό χρονικό διάστημα. Σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των νόμων είναι γεγονός πως αν η πλειονότητα της φυλής (tribus) αποδεχόταν μια νομοθετική πρόταση, τότε εκείνη γινόταν νόμος και μάλιστα δεσμευτικός για το σύνολο των Ρωμαίων πολιτών. Τούτο ώθησε τους σύγχρονους ερευνητές σε πολλές περιπτώσεις να δουν τη διαδικασία ως «άμεση δημοκρατία επί το έργον». Αν και το σύστημα είναι αναμφίβολα άμεσο στη δομή του, παραμένει γεγονός προς εξέταση πόσο δημοκρατικές ήταν ως δομές οι ίδιες οι συνελεύσεις[10]. Οπωσδήποτε σε ένα μεικτό σύστημα διακυβέρνησης όπως αυτό του ρωμαϊκού τύπου υπάρχει μια εγγενής άρνηση του δικαιώματος του λαού να ασκεί την κυριαρχία του χωρίς περιορισμούς[11]. Στην αρχαία Ρώμη ο αποχρών λόγος πίσω από το πολιτικό σύστημα εξυπηρετούσε την αριστοκρατική πρόθεση του μετριασμού της λαϊκής φωνής μέσω της συγκλήτου και των ισχυρών τάξεων. Τούτο αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι δεν έγινε ποτέ η παραμικρή προσπάθεια να ληφθούν μέτρα για την ώθηση των πληβείων σε μεγάλης κλίμακας συμμετοχή, που είναι ζωτική για ένα σύστημα άμεσης δημοκρατίας που βασίζεται στην προσωπική παρακολούθηση και την ενεργό συμμετοχή[12]. Η άμεση δημοκρατία στον Μεσαίωνα Άμεση δημοκρατία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα δεν προσδιορίζεται, παρά μόνον στην ύστερη περίοδό του, με την Ενετική Δημοκρατία και την αμεσότητα της γενικής της συνέλευσης σε ένα σύστημα διακυβέρνησης επί της ουσίας ολιγαρχικό. Το σύστημα αυτό λειτουργούσε ιεραρχικά βάσει της πυραμίδας Δόγης, Συμβούλιο των Δουκών (Collegio), Σαράντα και Σύγκλητος (Pragedi), Μέγα Συμβούλιο (Maggior Consiglio) και Γενική ή Λαϊκή Συνέλευση[13]. Μια άλλη μορφή αμεσότερης δημοκρατίας διαμορφώθηκε με την ίδρυση της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας[14]. Κατά περίπτωση, ωστόσο, απαντώνται εφαρμογές της άμεσης δημοκρατίας στη Σκανδιναβία, σε μικρές κυνηγετικές κοινότητες από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα. Αυτές οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες εφαρμόζονταν σε αυτό που ονομάστηκε θινγκ, τον τόπο δηλαδή συνάντησης όλων των ελεύθερων ανθρώπων, που χρησιμοποιείτο κυρίως για νομοθετικούς και όχι πολιτικούς σκοπούς. Η αρχαία παράδοση του θινγκ απαντάται σήμερα στο έτυμο των ονομάτων των κοινοβουλίων της Ισλανδίας (Althing), της Νορβηγίας (Storting) και της Δανίας (Folketing). To αλθίνγκ (althing), η ομοσπονδιακή συνάθροιση των Ισλανδών, θεωρείται το αρχαιότερο κοινοβούλιο του κόσμου καθώς δημιουργήθηκε περίπου το 930. Φαίνεται μάλιστα πως, σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Άνταμ φον Μπρέμεν το 1076, δηλαδή ότι «δεν έχουν βασιλέα, μόνο νόμους» θα μπορούσε να υποθέσει κανείς οτι έχει να κάνει με μια μορφή δημοκρατίας στην οποία ελεύθεροι άνθρωποι με ίσα πολιτικά δικαιώματα συναντώνταν σε καθορισμένες ημερομηνίες με σκοπό να νομοθετήσουν και να αποδώσουν δικαιοσύνη. «Οι Ισλανδοί» γράφει ο Φρεντερίκ Ντυράν «δημιούργησαν και βίωσαν ένα είδος σκανδιναβικής αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή μια κοινότητα ελεύθερων ανθρώπων που συμμετείχε ενεργά στις υποθέσεις της κοινότητας. Αυτού του είδους οι κοινότητες ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένες, διανοητικά παραγωγικές και επιπρόσθετα ήταν δεμένες με δεσμούς εκτίμησης και σεβασμού»[15]. Κατά την περίοδο από τον 11o έως τον 13ο αιώνα η ευημερία των ευρωπαϊκών πόλεων εμφανίζεται αυξημένη. Στη Β. Ιταλία ωστόσο παρατηρείται μια πολιτική αστάθεια εξαιτίας των πολλαπλών πιέσεων που ασκούν οι επιδιώξεις της αυτοκρατορικής Γερμανίας από τη μία και οι βλέψεις των παπικών κρατών από την άλλη. Πόλεις που ευημερούσαν μεν αλλά απειλούνταν, προσπάθησαν να αποκτήσουν μέσω της ενεργητικής συμμετοχής των πολιτών έλεγχο της ζωής τους διαμορφώνοντας ένας είδος διακυβέρνησης με αρκετά αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά που έμεινε στην ιστορική γλώσσα ως μεσαιωνική κομμούνα ή κοινότητα. Στα πρώτα χρόνια σε αυτές τις κοινότητες συμμετείχαν ή μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι οι άρρενες ελεύθεροι πολίτες σε μια συνάθροιση γνωστή ως αρένγκο (arengo). Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ενετικής Δημοκρατίας η αρένγκο φαίνεται πως είχε πολύ μεγάλη δύναμη. Όριζε στη συνέλευσή της έναν ισόβιο δόγη και δύο τριβούνους (δημάρχους) για να τον βοηθούν. Ο δόγης είχε απόλυτη εκτελεστική εξουσία, μόνον εάν εξασφάλιζε την αποδοχή της πολυπληθούς και δυναμικής συνέλευσης. Όπως ήταν φυσικό οι δόγηδες επιχείρησαν να διαμορφώσουν δυναστείες, οι οποίες εξέπεσαν κατόπιν λαϊκών εξεγέρσεων, με αποτέλεσμα μεταξύ του 804 και του 1032 να έχουν εξοριστεί ή δολοφονηθεί 6 δόγηδες[16]. Φιλελευθερισμός και άμεση δημοκρατία Κατά τον 18ο αιώνα στην ευρωπαϊκή διανόηση άρχισε να επικρατεί ο φιλελευθερισμός, ένα φιλοσοφικό κίνημα το πολιτικό σκέλος του οποίου υποστήριζε μία συνταγματική μοναρχία, με τους πολίτες να αποτελούν φορείς προκαθορισμένων ατομικών δικαιωμάτων, με τη δυνατότητα παρέμβασης του κράτους στον βίο τους να είναι περιορισμένη και με ισορροπημένη διάκριση των εξουσιών μεταξύ διαφορετικών πολιτικών οργάνων. Εν μέσω του Διαφωτισμού, πρώτα με την Αμερικανική και στη συνέχεια με τη Γαλλική Επανάσταση, τέθηκε σε φιλελεύθερο πλαίσιο το αίτημα της κατάργησης της μοναρχίας και της διακυβέρνησης από πολιτικούς αντιπροσώπους, εκλεγμένους από μία μερίδα του λαού με δικαίωμα ψήφου. Οι εν λόγω αντιπρόσωποι θα μπορούσαν να εκφράζουν ανταγωνιζόμενα συμφέροντα και αντιλήψεις στο εσωτερικό της κοινωνίας, μέσω της προσκόλλησής τους σε διαφορετικά πολιτικά κόμματα. Πλάθοντας το σύστημα αυτό, οι θεμελιωτές του κράτους των ΗΠΑ απέρριψαν ρητά την άμεση δημοκρατία ως επιλογή, πιστεύοντας ότι θα οδηγούσε στην υπερίσχυση των πολυπληθέστερων κατώτερων κοινωνικών τάξεων ή σε χαοτική αταξία[17], και διαμόρφωσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ονομάζοντας το νέο πολίτευμα «ρεπουμπλικανικό» και όχι «δημοκρατικό», ώστε να παραπέμπει στο ρωμαϊκό κράτος της ελληνιστικής περιόδου[18][19]. Καθώς παράλληλα εξαπλωνόταν και ο εθνικισμός, στη Γαλλική Επανάσταση η επίσης αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα Εθνοσυνέλευση προβλήθηκε ως ενσάρκωση της βούλησης του έθνους. Στη συνέχεια, καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, υπό την πίεση εθνικιστικών, σοσιαλιστικών, φεμινιστικών και άλλων κινημάτων, το δικαίωμα ψήφου για ανάδειξη αντιπροσώπων επεκτάθηκε σταδιακά σχεδόν στο σύνολο του πληθυσμού μίας χώρας, με κατάργηση περιορισμών κατώτατου ορίου εισοδήματος, φύλου, καταγωγής κλπ[19]. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αντιπροσωπευτική σύνθεση που επικράτησε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στον δυτικό κόσμο και καλείται σήμερα φιλελεύθερη δημοκρατία[19]. Παρά τη σαφή ιστορική σύνδεση μεταξύ φιλελευθερισμού και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν κάνει την εμφάνισή τους προσπάθειες για εισαγωγή αμεσοδημοκρατικών μέτρων σε πλαίσιο φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς έχουν εκφραστεί φόβοι για την αυξανόμενη επαγγελματοποίηση των εκλεγμένων αντιπροσώπων και αδιαφορία της ευρύτερης κοινωνίας για την πολιτική[20]. Οι προσπάθειες αυτές στοχεύουν στη λεγόμενη συμμετοχική δημοκρατία, αν και συνήθως δεν θεωρείται εφικτή η ευρεία εισαγωγή στοιχείων άμεσης δημοκρατίας σε ένα φιλελεύθερο κράτος[18]. Πολλές χώρες πάντως όπου εφαρμόζεται αντιπροσωπευτική δημοκρατία επιτρέπουν τρεις τύπους πολιτικής δράσης που παρέχουν περιορισμένη πρόσβαση στην άμεση δημοκρατία: νομοθετική πρωτοβουλία (κατόπιν συλλογής υπογραφών), δημοψήφισμα και ανάκληση αιρετών. Τα δημοψηφίσματα μπορούν να παρέχουν τη δυνατότητα για δεσμευτικές αποφάσεις, κατά πόσο δηλαδή ένας νόμος θα απορριφθεί ή όχι. Αυτό δίνει στον λαό ένα αποτελεσματικό μέσο για άσκηση βέτο στη νομοθεσία της κυβέρνησης. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, που προωθούνται πολλές φορές από τον λαό, εξαναγκάζουν τις κυβερνήσεις στην αναθεώρηση των νόμων και των τροποποιήσεων (συνήθως με ένα δημοψήφισμα που επακολουθεί), χωρίς τη συναίνεση των εκλεγμένων αξιωματούχων και πολλές φορές ενάντια στη θέλησή τους. Οι ανακλήσεις δίνουν στον λαό το δικαίωμα να απομακρύνει εκλεγμένους αξιωματούχους από τη θέση τους πριν από το τέλος της θητείας τους, αν και αυτό είναι πολύ σπάνιο στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στοιχειώδες παράδειγμα συμμετοχικής δημοκρατίας αποτελεί κατ' ορισμένους η Ελβετία[21]. Σοσιαλισμός και άμεση δημοκρατία Η σοσιαλιστική αντίληψη για την άμεση δημοκρατία, όπως διαμορφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα, βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με την έννοια της εργατικής αυτοδιεύθυνσης υπό συνθήκες κοινωνικής ιδιοκτησίας και συλλογικής διαχείρισης των μέσων παραγωγής (π.χ. γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις κλπ). Η αυτοδιεύθυνση αυτή πραγματοποιείται μέσα από κατά τόπους συμβούλια εργαζομένων τα οποία λαμβάνουν όλες τις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις σε κοινοτικό πλαίσιο. Έτσι η σοσιαλιστική αντίληψη για την άμεση δημοκρατία είχε από την πρώτη στιγμή έναν τοπικό και συλλογικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τις σημερινές περί συμμετοχικής δημοκρατίας φιλελεύθερες εισηγήσεις οι οποίες διακρίνονται από πανεθνική εμβέλεια και ευρεία γεωγραφική κλίμακα, ακόμα κι όταν περιλαμβάνουν στοιχεία διοικητικής αποκέντρωσης. Το πρώτο ιστορικά σημαντικό δείγμα σοσιαλιστικής (σε κάποιον βαθμό) άμεσης δημοκρατίας υπήρξε η βραχύβια Παρισινή Κομμούνα του 1871[22]. Εκεί, τα κατά τόπους εργατικά συμβούλια που αυτοδιαχειρίζονταν την παραγωγή[23] και ο λαός του Παρισιού, είχαν εκλέξει με καθολική ψηφοφορία άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους για συντονισμό στη γεωγραφική κλίμακα μίας μεγάλης πόλης. Η συνέλευση των εν λόγω εκπροσώπων ήταν ουσιαστικά το δημοτικό συμβούλιο του Παρισιού. Παράλληλα ο μόνιμος στρατός αντικαταστάθηκε από ένοπλες πολιτοφυλακές, οι μισθοί όλων των επαγγελμάτων εξισώθηκαν και ελήφθησαν άμεσα μέτρα υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων[24]. Την Παρισινή Κομμούνα, αν και αναγνώρισαν σε αυτήν αδυναμίες και διστακτικότητα, περιέγραψαν ως πρωτόλειο μοντέλο δικτατορίας του προλεταριάτου ο Καρλ Μαρξ[25][26] και ο Βλαντιμίρ Λένιν[27], ενώ παρόμοια στάση κράτησε και ο αναρχοκομμουνιστής Πιοτρ Κροπότκιν[28]. Στο μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας κινήθηκαν επίσης τα εργατικά συμβούλια που εμφανίστηκαν κατά τις ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και του 1917, τα σοβιέτ[29], καθώς και κατά την Ισπανική Επανάσταση του 1936[30]. Εν τω μεταξύ όμως στη μετεπαναστατική Ρωσία, υπό αντίξοες συνθήκες έλλειψης καταναλωτικών αγαθών και εμφυλίου πολέμου, οι Μπολσεβίκοι μέχρι το 1922 είχαν αλλάξει τη δομή και λειτουργία των σοβιέτ, μετατρέποντάς τα κατ' ορισμένους σε εντολοδόχους της κεντρικής κυβέρνησης που, σταδιακά, τέθηκαν υπό τον πλήρη έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος[31][32]. Το νέο κράτος που προέκυψε, η Σοβιετική Ένωση, ιδρύθηκε ως ένας καινούργιος τύπος αντιπροσωπευτικής αλλά μη φιλελεύθερης δημοκρατίας: μία λαϊκή δημοκρατία. Το γεγονός αυτό οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (και αργότερα ορισμένοι τροτσκιστές) το επέκριναν δριμύτατα· εκεί εντοπίζεται η οριστική απομάκρυνσή τους από τους λενινιστές. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές σοσιαλιστικές ομάδες και συγγραφείς προσπάθησαν να επανακαθορίσουν τη σχέση μεταξύ σοσιαλισμού, εργατικής αυτοδιεύθυνσης και άμεσης δημοκρατίας, επιχειρώντας ορισμένες φορές να εμβαθύνουν, να διευρύνουν ή να επανοηματοδοτήσουν την τελευταία (π.χ. αναρχοσυνδικαλιστές[33], αναρχοκομμουνιστές[34], οι καταστασιακοί, ο Κορνήλιος Καστοριάδης[35], ο Μάρεϊ Μπούκτσιν[36], ο Τάκης Φωτόπουλος[37] κ.α.). Μετά την εμφάνιση των νέων κοινωνικών κινημάτων κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, οι σύγχρονες τάσεις του μετααριστερού και εξεγερσιακού αναρχισμού, στο πλαίσιο της ευρύτερης κριτικής τους στον κλασικό σοσιαλισμό και στο εργατικό κίνημα, εν πολλοίς απέρριψαν την άμεση δημοκρατία και άσκησαν κριτική σε αυτήν ως εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα, βασισμένο σε έναν εκ των προτέρων αποδεκτό διαχωρισμό μεταξύ των πολιτικών υποκειμένων ο οποίος κάνει απαραίτητη την ψηφοφορία, εφικτή τη «δικτατορία της πλειοψηφίας» και σχεδόν αδύνατη την πραγματική επαναστατική ανατροπή[38]. Αντιπροτείνουν δίκτυα αυτοτελών συνελεύσεων που λειτουργούν συναινετικά και χωρίς αυστηρές δεσμεύσεις δράσης για τις μειοψηφίες, συνήθως όμως με κάποιες πλειοψηφικές δικλείδες ασφαλείας[39]. Η συναίνεση είναι μία παραλλαγή άμεσης δημοκρατίας όπου οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με πλειοψηφική ψηφοφορία, αλλά συνδιαμορφώνονται συμβιβαστικά με βάση τις απόψεις όλων. Παραπομπές και σημειώσεις 1. ↑ Hansen 1999, 162–65.
* Archive.gr: Γυναίκες-Δουλεία-Δημοκρατία στην Αρχαιοελληνική Κοινωνία Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
||
|
|