Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη 12
|
Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο-να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη. Αυτά λείπουν απ' όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε 'πηρεσίαν να μπούμεν, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, τις τρώμεν όλες. Χρωστούν εις το Ταμείον δεκοχτώ-'κατομμύρια ο ένας κι' ο άλλος· ο Μιχαλάκης Γιατρός πεντακόσες-χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γιωργάκης Νοταράς τρακόσες-πενήντα -όλο τέτοιγοι χρωστούνε αυτά. Ο κεντρικός ταμίας ο Φίτζιος -τρακόσες-πενήντα του λείπουν από το ταμείον· κι' ακόμα δεν κυτάχτηκαν πόσα θα λείψουν ακόμα. Το-ίδιο ντογάνες κι' άλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εις τα πράματα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο είναι ο τίμιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς. Οι αγωνισταί οι περισσότεροι και οι χήρες κι' αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία- γεμίσαμεν πλήθος πιανοφόρτια και κιθάρες. Οι δανεισταί μας ζητούν τα χρήματά τους, λεπτό δεν τους δίνομεν από αυτά -κάνουν επέβασιν εις τα πράματά μας. Και ποτές δεν βρίσκομεν ίσιον δρόμον. Πως θα σωθούμεν " εμείς μ' αυτά και να σκηματιστούμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου ως άνθρωποι;" Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλυτώση από τον μεγάλον γκρεμνόν οπού τρέχομεν να τζακιστούμεν. Αφού έγινε ο ανακατωμός της Ευρώπης, έπρεπε να είμαστε κ' εμείς σε μίαν κατάστασιν να βασταχτούμεν, να μη μας πλακώση κάνας κίντυνος, ή και αν είναι αρμόδιος καιρός και κινηθούν κι' άλλοι δυνατοί, να κινηθούμεν κ' εμείς -κι' αυτά χρειάζονται να 'χωμεν κι' ολίγα μέσα, να βασταχτή η πειθαρχία, να μην κινηθούμεν και γυμνώσουμεν τους αδελφούς μας και τους ατιμήσουμεν, και τότε είναι χερότερα· αντίς-να φκειάσουμεν φρύδια, βγαίνομεν και τα μάτια. Είχα την εταιρίαν, την ενέργαγα μυστικώς κ' έστελνα παντού χωρίς-να με ξέρουν οι μεγάλοι· ότι με κιντύνεψαν όλοι ποιος ολίγο, ποιος πολύ. Είδα ότι εις αυτείνη την περίστασιν δεν μπορώ μόνος-μου να κάμω τίποτας· συλλογίστηκα να βάλω και τον Μεταξά και Μαυροκορδάτο. Πήγα τους αντάμωσα, " τους είπα· "Να μου δώσετε τον λόγον της τιμής σας -κάτι θα σας " " ειπώ". Υποσκέθηκαν. Τότε τους ξηγήθηκα όλα. Τους είπα και τα ένγραφα " οπού έχω· τους τα 'δειξα, όμως να μην τα διαβάσουν και ιδούνε τα άτομα· και είμαι ορκισμένος εις αυτό να τα 'χω μυστικά. Κι' όταν είναι καιρός, στέλνουν από 'ναν άνθρωπον κι' αυτείνοι και συσταίνομεν μίαν 'πιτροπή. 'Εκαμα κ' έναν όρκον να καταγράφωνται οι άνθρωποι ό,τι μπορή ο καθένας. Τους είπα, εκείνοι ν' αγροικιώνται έξω με τους ομογενείς μας κ' εγώ να 'χω τον οργανισμόν του Κράτους. 'Εγραψα έξι-χιλιάδες δραχμές· πρωτοέγραψα εγώ δια-να ελκύζωνται οι άνθρωποι. Τους είπα χρειάζονται έξοδα, οπού θ' αγροικιώμαστε με τους ανθρώπους έξω και μέσα-εις το Κράτος. Με-χωρίς " έξοδα δουλειά δεν γένεται. Μου λένε· "Δεν έχομεν εμείς. -Πουλώ, τους λέγω," ένα σπίτι οπού 'χω εις τ' Ανάπλι να κάμωμεν την δουλειά μας, με την συνφωνίαν όσοι γράφουν χρήματα -λεπτό δεν έχει να πιάση κανένας μας εις το χέρι· όταν είναι καιρός, να γένη μια 'πιτροπή να ξοδιάζη. Και εις-το-εξής " ό,τι θα κάνω, θα σας ρωτώ κ' εσείς θα με ρωτάτε". Μείναμεν σύνφωνοι" εις αυτό. Και σε άλλην εταιρίαν να μην έμπωμεν, αλλά να 'χωμεν την δική-μας. Μοναχά να ξέρωμεν τι κάνουν οι άλλοι, να μην κάμουν κανένα άγουρο κίνημα -να τους αποκόβωμεν, να μην πάθη η πατρίδα από τις ανοησίες μας. Καθώς και θα το παθαίναμεν από τους ανοήτους, οπού θέλαν να κινηθούνε να πάνε να πάρουν την Κωσταντινόπολη.
Μείναμεν σύνφωνοι σε όλα αυτά. Το σπίτι μου, οπού είχα εις τ' Ανάπλι, άξιζε τριάντα-χιλιάδες δραχμές· το πουλώ πέντε κι' οχτακόσες. 'Εστειλα ανθρώπους εκ-νέου παντού κι' οργάνισα όλο το Κράτος. 'Ο,τι έκανα τους το 'λεγα, όμως τον όρκον με τις υπογραφές τον βάσταγα και τον βαστώ εγώ. Συνφώνως πηγαίναμεν καμόσον καιρόν. Του Γαρδικιώτη κι' αλλουνών τους έλεγα άλλα, όχι όμως ν' απατώ τους ανθρώπους, μόνον να μην προδινώμαστε· κι' αν δώση ο Θεός κάνα καλό, όλοι σε μίαν στράτα ανταμωνόμαστε. Κ' έλεγα ολουνών να 'νεργούμεν την ένωσιν και να 'χωμεν ομόνοια πατριωτική. 'Ελκυσα και τον Βασιλέα 'σ αυτά, όχι όμως να ξέρη και τον οργανισμόν μας. 'Ηφερα τον Χατζηχρήστο και Γαρδικιώτη σε συμπάθεια δια αυτούς, δια-να τους 'γκολπωθή ο Βασιλέας εις αυτές τις περίστασες. Θέλησε ύστερα ο Βασιλέας να κάμη αυτούς τους δυο αντιστράτηγους κ' εμένα 'πασπιστή του. Στέλνει τον Χατζηχρήστο ο Γαρδικιώτης να πάγω να τον ανταμώσω. Μου είπε αυτό ο Χατζηχρήστος, ότι του το είχε ειπή ο Βασιλέας δυο-τρεις μήνες πρωτύτερα. Πήγα εις τον Γαρδικιώτη μαζί-με τον Χατζηχρήστο. " Μου λέγει αυτό. Του λέγω· "Ευκαριστώ τον Βασιλέα εις την τιμή οπού " " μου κάνει· είμαι αστενής, δεν μπορώ να 'περετήσω". Μ' έβγιασε πολύ, δεν " " δέχτηκα. Μου λέγει· "Θα το δεχτής να σηκώσης κάθε υποψίαν από-πάνου " σου, ότι είπαν του Βασιλέως ότι κάτι 'νεργάνε ο Μαυροκορδάτος κι' ο Μεταξάς κ' έχουν εσέναν ως αρχηγόν. -Του λέγω, δεν έχομεν κάναν κακόν σκοπόν οι τίμιοι άνθρωποι. Και ίσα-ίσα δι' αυτόν τον λόγον οπού μου είπες δεν δέχομαι τίποτας ως ύποπτος· και να μάθη ο Βασιλέας να μη σκιάζεται από " τους υπηκόους του για-να τους βαίνη σε θέσες. 'Ετζι έκανε ο Καλλεφουρνάς, τον έσκιαζε, και το' 'δωσε δυο υπουργεία.
Και δεν δέχομαι". Δέχτη ο " Μεταξάς την αντιστρατηγία ο Μαυροκορδάτος δεν δέχτη, ότι δεν ήταν του επαγγέλματός του. Τότε παραξήγησαν ότι δεν δέχτηκα. Και πάλε είμαι, καθώς ήμουν, χωρίς την βασιλική εύνοια. Το μυστήριον οπού 'χαμεν αναμεταξύ μας θέλησαν ύστερα να το κάμουν κοινό με τα σκέδια αλλουνών. Πάνε και μπαίνουν εις την εταιρία του Τζαβέλα και 'σ άλλες τοιούτες. Μιλούσαν μ' ανάξιους ανθρώπους -πήγαιναν και τα πρόδιναν εις τους ξένους και εις τον πρέσβυ της Τουρκιάς. Παίρνει τον Τζαβέλα ο Βασιλέας τον κάνει υπουργόν πίσου, αφού του μαρτύρησε αυτά. Κάνουν μια 'πιτροπή από δεκάξι άτομα και βάνουν τέσσερους γραμματείαν 'σ τα εσωτερκά, τέσσερους 'σ τα οικονομικά, ταμίες, κι' άλλα τέτοια χωρίς-να ξέρω εγώ τίποτας από αυτά. Σαν το 'μαθα, πήγα και τους μίλησα καμόσα. " Τους είπα εις-το-στερνό· "Να διαλύσετε αυτείνη την 'πιτροπή, ότι το 'μαθαν" όλοι κ' εγώ δεν είμαι σύνφωνος. 'Οταν έρθη ο καιρός, θα μπούνε 'πιτροπή εκείνοι οπού θα δώσουν τα χρήματά τους, να βλέπουν που ξοδιάζονται. Τότε βιασμένοι την διάλυσαν. Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν ήξεραν τον κατάλογον των ανθρώπων οπού ήταν εις την εταιρίαν και τι ποσότη χρήματα έγραφε ο καθείς. Ο ευλογημένος λαός έγραψε ως διακόσες-χιλιάδες δραχμές. Πήγαν και μπήκαν εις τις λάσπες των εταιριών, οπού 'κανε ο Τζαβέλας κι' άλλοι, και χτύπησαν όλοι οι τύποι αυτά· κ' έπαθαν και οι ομογενείς μας έξω εις την Τουρκιά, χωρίς-να τους κάμωμεν μικρή ωφέλεια. Πάντοτες τους βαίνομεν εις κιντύνους και χάνονται αδίκως και παραλόγως άνθρωποι. Την επιτροπή τα δεκαέξι άτομα κι' ό,τι κάναν τα 'μαθε ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση και οι Πρέσβες· και δικαίως κατηγορούσαν αυτούς και τους επισώρεψαν όλα όσα κακά έκαμαν οι εταιρίες. Κι' ως συνένοχοι αυτείνοι οι δυο τους βάζαν εις τις 'φημερίδες και τους έλεγαν τουρκολάτρες. Κι' από αυτά όλα δεν πάθαινε άλλος, μόνον οι αθώοι άνθρωποι εις την Τουρκιά και η δυστυχισμένη πατρίδα. Ότι έχουν ένα σύστημα· τα σκέδιά τους και τα μυστήριά - Ο Μαυροκορδάτος κι' ο Μεταξάς οπού ήταν προσωρινώς φίλοι, πάλε μετανοήσανε και είναι πολύ οχτρεμένοι. Βάλθηκαν φίλοι τους, καθώς κ' εγώ, δεν μπορέσαμεν να τους φιλιώσουμεν. Φαίνεται από αυτό ότι τα σαμάρια οπού 'χουν φκειασμένα φοβάται ο ένας από τον άλλον να-μη σαμαρώση τα γουμάρια ο ένας και χάση ο άλλος· αυτό είναι κι' όχι άλλο. Το κακόν είναι ότι πλήγωσε η ράχη όλων των γουμαριών σαμαρώνοντας αυτείνοι και φορτώνοντας όλο λιθάρια... Εμείς ως αδύνατοι ούτε καλό μπορούμεν να σας κάμωμεν, ούτε κακό. Αναμεταξύ σας πάθετε όλα αυτά. Κι' ό,τι πάθαμεν εμείς και παθαίνομεν είναι έργα δικά-σας και των οπαδώ σας.
Όμως και σας ο Θεός δε σας αφίνει. Ξέχωσαν τον Κωλέτη άλυωτον δια-να ιδή τις πράξες του τις καλές οπού έκαμεν εις την πατρίδα του, όταν κυβερνούσε με τόση αρετή και πατριωτισμόν, και την έφερε 'σ αυτείνη την άχλια κατάστασιν. Πέθανε αυτός και η πατρίδα του κιντυνεύει από τις καλές του πράξες. Είχε συνάξη όλους τους κακούργους της κοινωνίας απ' ούλες τις τάξες και τους βόηθαγε με τα πλούτη της πατρίδος και με τις θέσες· και ξεμάκρυνε και κατάτρεξε όλους τους τίμιους ανθρώπους. Κ' έλαβαν αυτείνοι την κυβέρνησιν του Κράτους· και η ίδια η συντροφιά τους είναι κι' ως σήμερον, ότι άφησε εκείνος διαθήκη εις τον Βασιλέα να μην αλλάξη σύστημα· και η Μεγαλειότης του ακούγοντας έναν τέτοιον σημαντικόν κυβερνήτη -τον βάφτισε και μεγαλόγνωσον -δεν έφυγε ούτε τρίχα από τα πατριωτικά αιστήματα του μεγαλόγνωσου και της συντροφιάς του. Μίαν Λαμπρή καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι του Κωλέτη και του Τζαβέλα, κι' άλλοι από το μπαγιράκι του Κυργιακού πήγαν κι' αλιμούργιαξαν το σπίτι ενού Οβραίου ξένου, ονομαζόμενου Πατζίφικου, και το καταχάλασαν· και κιντύνεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού και τρόμαξαν να σωθούνε. Η Κυβέρνηση δεν έλαβε καμμίαν πρόνοια. Αναφέρθη πολλάκις ο Οβραίος και μπορούσαν το-πολύ με δεκαπέντε ως είκοσι-χιλιάδες δραχμές να σβέσουνε αυτό το κακό. 'Οσες φορές αναφέρθη, τίποτας δεν έκαμαν. 'Ηταν και σούντιτος 'Αγγλος. Αναφέρθη ο πρέσβυς του, κι' αυτός δεν εισακούστη. 'Ηταν κι' άλλα παράπονα της Αγγλίας, κανένας δεν τους έδινε ακρόασιν. Ο Κωλέτης είχε τον Φίλιππα και τον Γκιζότη βοηθούς· κι' ο Πισκατόρης τον δυνάμωνε εις τις όρεξές του. Γίνεται η μεταβολή 'σ τη Γαλλία -πέθανε κι' ο Κωλέτης πρωτύτερα -τότε ο Πάλμεστρον ετοιμάζει έναν σημαντικόν στόλο με βατζέλα, με φεργάδες, με μπρίκια και με στρατέματα κι' ο Πάρκερ ναύαρχος κ' έρχονται εις τον Περαία κι' Αμπελάκι και μας κάνουν στενόν μπλόκο με τον λόγον ότι ζημιώσαμεν τον Οβραίον και τον Φίνλεϋ- 'Αγγλος κάτοικος εις την Αθήνα, 'διοχτήτης και σύβουλος επαρχιακός· του πήραν έναν τόπον πλησίον-εις το Παλάτι και δεν τον είχε αποζημιώση το δημόσιον. Και παίρνουν όλα τα εθνικά πλοία και τα εμπορικά· κι' αφανίζουν το εμπόριον γενικώς και τους δυστυχισμένους τους νησιώτες. Βάσταξε ο μπλόκος - νοικοκυραίους. Και φοβέριζαν σήμερα θα κινηθούν δια την πρωτεύουσα κι' αύριο θα κινηθούν. Το κόμμα το Αγγλικόν αδύνατο· νέκρωσε από το μίσος των ανθρώπων. Κ' ενώθη όλο το έθνος αναντίον τους. Διόρισε κ' εμένα η Κυβέρνηση αρχηγόν των Αθηναίων. Εγώ είπα να 'χωμεν φρόνησιν και γνώση, ότ' είναι μια δύναμη μεγάλη κ' εμείς μικροί· και να-μη χαθούμεν. Κι' ο Θεός, οπού μας γλύτωσε τόσες φορές, μας έσωσε και τότε. Τότε έβγαλαν και το σώμα του Κωλέτη άλυωτο από τον τάφο του. Αφού αρρώστησε ο γκενεράλ Κωλέτης και φώναζε νύχτα και ημέρα και βαύιξε και γκάριξε και βγήκε η ψυχή του, κοντά-σε τρία χρόνια θέλησαν οι συγγενείς του να τον ξεχώσουνε· κι' ο φίλος του ο στενός πρέσβυς Πισκατόρης, οπού εργάζονταν μαζί εδώ και ξόδιαζαν και κατηχούσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς να τους κάνουν δυτικούς, στέλνει να φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του του Κωλέτη. Και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν· μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη -τα μάτια του ότι έβλεπαν τις πράξες οπού 'κανε δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νούτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι' αλλουνών, κι' αχώρια πόσους νέους τάφους άνοιξε εις τις εκλογές, πόσοι σκοτωμοί έγιναν και γίνονται, πόσες μείναν χήρες κι' ορφανά, τι έπαθε η πατρίδα γενικώς, πόσοι αγωνισταί πήγαν εις τους Τούρκους, κι' όλες οι φυλακές γιομάτες από αυτούς ως την-σήμερον δια-ν' αναστηθή η παρανομία κι' αδικία, να μη μείνη φωνή εις τον λαόν, ούτε ψήφος, αλλά η δύναμη η στρατιωτική και οι υπάλληλοι να γιομίζουν τις κάλπες και να βγάζουν όσους ήθελαν· και μας έκαμεν όπως είμαστε δια-να φανή πιστός και τίμιος εις τους ξένους του φίλους. Τότε η βρώμα του πεθαμένου δεν άφινε να ζυγώσουν οι άνθρωποι πλησίον του· κ' έτρωγε αναθέματα πλήθος από τους μαστόρους όσο-να του χτίσουν τον μαρμαρένιο του τον τάφο.
Ο Βασιλέας μπαίνοντας ο 'Αγουστος τα 1850 πήγε δια την υγείαν του εις την Μπαυαρία. 'Αφησε υπουργείον τον Κριεζή πρώτον υπουργόν και του Ναυτικού, τον Νοταρά Γιωργαντά του Εσωτερκού, Χρηστίδη της Οικονομίας, τον Ντεληγιάννη του Εξωτερκού, Μήλιο του Στρατιωτικού και ο Πάικος της Δικαιοσύνης και ο Κορφιωτάκης της Παιδείας και του Εκκλησιαστικού- - μας την άφησε ο Βασιλέας εις το ποδάρι του να κυβερνάγη όσο-να γυρίση η Μεγαλειότητά του. 'Αρχισαν οι δημοτικές εκλογές. Η Κυβέρνηση έφκειασε έναν κατάλογον κ' έβαλε δημοτικούς συβούλους, παρέδρους και δήμαρχον εκείνους οπού 'θελε- της μπιστοσύνης της. Κ' έγινε όλο το σώμα από αυτούς οπού διορίσαν. 'Εφκειασαν μ' αυτόν τον τρόπον και τους βουλευτάς από-'δώ, την πρωτεύουσα, κι' απ' ούλο το Κράτος -όποιους ήθελε η Κυβέρνηση εκείνοι βήκαν. 'Εστειλε η Κυβέρνηση τον Μεταξά πρέσβυ εις την Κωσταντινόπολη και τον Μαυροκορδάτο εις την Γαλλία. Πριν τους διορίσουνε ήταν σε μεγάλη διχόνοιαν ο Μεταξάς κι' ο Μαυροκορδάτος εξ-αιτίας των Αγγλικών πραμάτων και τα κόμματά τους σε σύνχυσιν· το ένα μέρος βάργε τ' άλλο εις τους τύπους και εις τις συναστροφές. 'Εβλεπε κάθε τίμιος άνθρωπος την άχλια κατάστασιν της πατρίδας του, έβλεπα κ' εγώ ο μικρότερος όλα μας τα πράματα παραλυμένα από την Κυβέρνησιν κι' απ' ούλες τις αρχές· όξω εις το Κράτος κλεψές κι' άλλες ακαταστασίες. Είπα πως αν πήξουν αυτά τα δυο κόμματα 'σ ένα, ίσως και γένη κάνα καλό. Εκείνους τους δυο, Μαυροκορδάτο και Μεταξά, τους είχε η Κυβέρνηση κι' ο Βασιλέας και οι αυλικοί σε μεγάλη οργή και καταξοχή τον Μαυροκορδάτο και τους συντρόφους του. Τότε πάσκισα με μυστικόν τρόπον και τους ένωσα να μπορέσουν να κάμουν κανένα καλό 'σ αυτείνη την πολύπαθη πατρίδα, οπού βλέπουν που κατάντησε και θα χαθή. Κ' ενώθηκαν μυστικά. Αφού ήταν να γένουν οι νέες εκλογές των βουλευτών ενέργησα να μπούνε από την Αθήνα οι δυο, Μεταξάς και Μαυροκορδάτος, κι' ο Βλάχος με τον Καλλεφουρνά, να πάψωμεν κάθε κίντυνο της πολιτείας. 'Ηθελε κι' ο Σκούφος κι' άλλοι να μπούνε βουλευταί. Το 'μαθε το Παλάτι και η Κυβέρνηση, με παραξήησαν, ότι εγώ εργάζομαι δι' εκείνους και είναι πολιτικοί σκοποί· κι' άλλα τοιούτα. Και μπήκα σε μια μεγάλη οργή από αυτούς όλους. Παρουσιάστηκα, " τους μίλησα· "Αυτείνη είναι η γνώμη μου, τους είπα, και 'σ αυτείνη" " στέκω δια-να μην γένη κάνα δυστύχημα εις την πολιτεία". Τότε διορίζουν " τον Μαυροκορδάτο να βγη από το Μισολόγγι· και τον Μεταξά τον έβγαλαν από-'δώ, ν' ανεμείνη και τόπος να μπη κι' ο Σκούφος, ότ' είναι αναγκαίος και εις το Παλάτι και εις την Κυβέρνησιν. 'Οτι οι τοιούτοι άνθρωποι χρειάζονται πολύ την-σήμερον. Μίαν ημέρα δυο ώρες δεν ήταν οπού μιλούσαμεν με τον Μεταξά ο Μιχαήλ Σκινάς κ' εγώ, και μας έλεγε αυτείνη την άχλιαν κατάστασιν οπού είμαστε και θα χαθούμεν· και με κάθε τρόπον να ενωθούμεν με πατριωτισμόν· και να δείξουν κι' αυτείνοι φρόνηση εις την Βουλή κ' εμείς -πηγαίνοντας εις το σπίτι μου έρχονται μου λένε, ο Μεταξάς δέχτη να πάγη πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη. Πήγα εις το κονάκι του, το βρίσκω γιομάτο από αβδέλλες της πατρίδας οπού τον χαίρονταν. Αφού φύγαν οι άνθρωποι, μ' είδε οπού " ήμουν πικραμένος· μου λέγει· "Δέχτηκα δια-να σώσω τους φίλους μας". " " Του είπα κ' εγώ· "Καλά έκαμες"- τι μπορούσα να του ειπώ; 'Υστερα διόρισαν" και τον Μαυροκορδάτο και δέχτη. Αυτός είχε δίκιον, ότι δεν είχε τους τρόπους να ζήση.
Όμως ο Μεταξάς παίρνει μιστόν αυτός και τα δυο του παιδιά περίτου από χίλιες δραχμές και δεν ξοδιάζει τις μισές. Πάγει αυτός, παίρνει και το παιδί του πρώτον γραμματέα -κι' από-'κεί θα σώση την πατρίδα. Και εις τις Βουλές κι' όξω άφησαν τα κόμματά τους χωρίς κεφάλι· και τα μαντριά τους τ' άφησαν οι δυο μεγάλοι άντρες γιομάτα λύκους νηστικούς και τρώνε τα δυστυχισμένα τα πρόβατα. Οι δυο μεγάλοι άντρες, οι βουλευταί του Μισολογγιού και της Αθήνας, πάνε πρέσβες κι' από-'κεί θα βουλεύωνται τα δίκια αυτεινών των επαρχιών. Ως αυτού είχαν την φιλοτιμίαν τους και τα πατριωτικά τους αιστήματα. Από-'κεί θα προσέξουν και δια τους φίλους τους, εκείνα τα γομάρια οπού τους επιστήριξαν και τους φκειάσαν Εκλαμπρότατους και πρέσβες τώρα με χοντρούς μιστούς. 'Ομως αυτούς τίποτας από αυτά δεν τους έγνοιασε. Πήραν τις οικογένειές τους και πάνε. Παρουσιάστη νομοσκέδιον εις την Βουλή υπέρ της γυναικός του Κορφιωτάκη και δέχτη η Βουλή να παίρνη τρακόσες δραχμές τον μήνα. Ποιους αγώνες " είχε ο Κορφιωτάκης; Πότε δούλεψε την πατρίδα; 'Οταν μπήκε 'σ την " 'πηρεσία του Κράτους πήρε τόσα υποστατικά και χρήματα. 'Εχει μόνον εφτά-χιλιάδες ρίζες ελιές και τόσα χρήματα εις τον τόκον. Αυτά τα είπαν παντού κι' ο ίδιος ο αδελφός του κι' άλλοι συγγενείς του και οι συνπολίτες του, οπού η κατάστασή του διαβαίνει τις διακόσες-πενήντα-χιλιάδες δραχμές. Του Νικήτα του Τουρκοφάγου η φαμελιά δεν παίρνει ένα λεπτό, του Δυσσέα σαράντα-οχτώ δραχμές· άλλων πολλών αγωνιστών οι γυναίκες δεν παίρνουν - Τον Γενάριον μήνα απάνου-κάτου ήφερε νομοσκέδιον ο Χρηστίδης, υπουργός της Οικονομίας, δια την σύνταξη της Κορφιωτάκαινας, οπού η Βουλή παραδέχτη να λαβαίνη τρακόσες δραχμές κατά μήνα. Εις την Γερουσίαν το γκρέμισαν οι αξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. Πάντοτε μ' αυτόν τον πατριωτισμόν εστάθηκαν και στέκονται ως σήμερον. 'Ολα τα ταξίματα των υπουργών κι' άλλα παρόμοια τα καταφρόνεσαν και τα καταφρονούν. Κι' ο Γεώργιος Ψύλλας είναι πάντοτες το αγαθό τέκνο της πατρίδας, οπού μιλεί φρονίμως και πατριωτικώς εις το δίκιον και λέγει την γνώμη του ελεύτερα. 'Ηρθετε εσείς οι μεγάλοι μας πολιτικοί να μας λευτερώσετε, όταν σηκώσαμεν την επανάστασιν μόνοι μας κι' αγωνιζόμαστε τις πρώτες χρονιές με τους σημαντικούς της πατρίδας μας πολιτικούς -φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι' ο πατριωτισμός και η αδερφοσύνη οπού 'χαμεν αναμεταξύ μας. 'Οταν κοπιάσετε εσείς, μας γυμνάσετε την διχόνοια, μας φέρατε τις φατρίες και τ' άλλα τ' αγαθά· και κακοβάλετε το δυστυχισμένο αθώον έθνος. Πρωτόηφερες την διχόνοιαν εσύ, Κύριε Μαυροκορδάτε, κι' από αυτό άλλοι καπεταναίοι πήγαν οπίσου εις τους Τούρκους, άλλους ήθελες με τους νόμους σου να τους σκοτώσης. Θα σκότωνες τον Καραϊσκάκη· που θα τον εύρισκε η πατρίδα, " όταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Δεύτερος έρχεσαι εσύ, κύριε Κωλέτη· " θα σκότωνες τον Δυσσέα -και ύστερα δεν γλύτωσε από σένα· που θα τον ευρίσκαμεν μ' έναν τεσκερέ να διώξη δώδεκα-χιλιάδες Τούρκους, οπού 'ταν περισσότεροι άλλοι εις το Γριπονήσι και Ρωπό κι' αλλού, και πρόσμεναν κι' αυτείνη την δύναμιν ν' αφανίσουν όλη την Ελλάδα, κι' αυτό τους νέκρωσε " όλα τους τα σκέδια; Αν ήταν κακοί στρατιωτικοί εκείνοι κ' εσείς " καλοί πολιτικοί, τους κάνετε κι' αυτούς κι' όλο το στρατιωτικόν καλό και με πειθαρχίαν. Αν ήσουνε εσύ, κύριε Μεταξά, καλός, έκανες τον Κολοκοτρώνη πλέον καλύτερο. 'Ηταν καλός πατριώτης, αλλά οι δικές-σου συβουλές όλο σε εφύλιους πολέμους τον κινούσανε και σε μεγάλη διχόνοια με τους πατριώτες του· και κάποτε τον γύριζες με το ένα κόμμα και κάποτε με το άλλο. Και χύνονταν τόσα αθώα αίματα. Θυμήσου τον Κανέλλο Ντεληγιάννη, οπού πιάστη με τον Κολιόπουλον και με τους Κολοκοτρωναίους- πρώτη διαίρεση και φατρία, οπού δεν το ξέραμεν αυτό το φρούτο και τότε το μάθαμεν. 'Ηρθα εγώ εις την Πελοπόννησον· έφυγα από τον Δυσσέα και ήρθα εις τον Κολοκοτρώνη κ' εσένα, οπού ήσασταν εις τα πράματα, εις το Εκτελεστικόν Σώμα· και μου είπετε να 'ρθω κ' εγώ με τους ανθρώπους μου βοήθεια εδική-σας και δεν θέλησα -πόσα αίματα χύθηκαν " τότε; Θυμήσου όταν βήκατε εις το Άργος να διαλύσετε την Βουλή του " 'Εθνους και να τους πάρετε και τα πραχτικά, στάθηκα συνφώνως με τον Ζαχαρόπουλον και τους 'περασπιστήκαμεν και κρύψαμεν και τα πραχτικά. Κ' έπεσα εις την οργή σας. Θυμήσου αυτό τι έβγαλε. Στάθηκες του λόγου-σου και οι άλλοι εις τ' Ανάπλι και οι Κολοκοτρωναίγοι κι' ο Πετρόμπεγης " πήγαμεν εις την Τροπολιτζά -πόσοι τάφοι εκεί άνοιξαν; Τελειώνοντας από " την Τροπολιτζά, οπού την λαφυραγώγησαν και σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, πήγαμεν εις τα Τρίκκαλα. Και χάλασα αυτό σας το σκέδιο κ' έπεσα εις την οργή σας, γιατί ήθα κάνετε μίαν μεγάλη ετοιμασίαν αναντίον των βουλευτών και του Κουντουργιώτη. Αφού εγώ έφυγα από την συντροφιά σας, όταν ματαπήγαμεν με την Κυβέρνησιν εις την Τροπολιτζά, οπού ήταν οι Κολοκοτρωναίγοι " κι' ο Πετρόμπεγης κι' άλλοι, πόσοι τάφοι πάλε άνοιξαν; Και" σας βγάλαμεν όλους από την Τροπολιτζά, και την πήρε η Κυβέρνηση. Από εκεί κατεβήκαμεν εις τ' 'Αργος και ήρθαν αναντίον μας όλοι αυτείνοι- πόσοι " σκοτώθηκαν εις του 'Αργους τον κάμπο και εις τ' Ανάπλι απόξω; Και " πήραμεν τ' Ανάπλι και τα κάστρα. 'Υστερα πιάσετε κομπανία με Ζαϊμη, Ντεληγιανναίους κι' άλλους πολλούς -πόσοι σκοτώθηκαν εις την Μεσσηνίαν και ύστερα εις την Τροπολιτζά, " εις τα χωριά, οπού χάθηκε κι' ο Πάνος Κολοκοτρώνης; 'Ηρθα " εις την Αθήνα κ' έμπασα τους Καρατασσαίους και Γκούρα εις τον Μωριά. Και πήγαν εις τον Αγιώργη της Κόρθος, οπού τον βαστήγετε, κι' από εκεί αλλού -πόσοι τάφοι άνοιξαν σε όλο αυτό το διάστημα, οπού τους πιάσαμεν " όλους αυτούς και τους πήγαν εις την 'Υδρα ρέστο; Τι έπαθαν οι κάτοικοι " " από τους Ρωμαίγους, όχι από τους Τούρκους; 'Υστερα εις Παλαμήδι, " Ανάπλι, 'Αργος, Κρανίδι δια τις εκλογές της Συνέλεψης τι έγινε, τι έπαθε " η πατρίδα, και εις Κόρθο κι' άλλα μέρη όσο-οπού 'ρθε ο Κυβερνήτης; 'Σ την " αρχή δεν τον 'ρεθίζετε εσείς οι μεγαλοκέφαλοι και ήτον με την πατρίδα. Τον αγαπούσε όλος ο λαός και δυο χρόνια κυβέρνησε καλά. 'Υστερα περιλάβετε εσείς τον Κυβερνήτη -πόσοι τάφοι έγιναν εις Σπάρτη και Μεσσηνία, " εις Πόρον κι' αλλού και που κατάντησε η κυβέρνησή του; 'Υστερα πιάστη " με τους Μαυρομιχαλαίγους. Σας έλεγαν άνθρωποι γνωστικοί να κλίνετε κ' εσείς την θέλησή σας, καθώς συγκατάνευε κ' ο Κυβερνήτης, ν' αγαπηθή μ' αυτούς· δεν στάθη τρόπος. Και χάθη κι' αυτός και η πατρίδα διατιμήθη. Σκοτώνοντας ο Κυβερνήτης, πόσοι άνθρωποι χάθηκαν εις τ' 'Αργος " εξ-αιτίας σας και πόσοι σε όλο το διάστημα οπού γυρίσαμεν εις τ' Ανάπλι; " Εις τ' 'Αργος ύστερα γύρευε η συντροφιά σας να χτυπήσουν τους Γάλλους- στρατέματα της Συμμαχίας! Αυτείνοι με δύναμη και μ' όλα τ' αναγκαία κ' εμείς με-χωρίς φουσέκια ηθέλαμεν να τους σκοτώσουμεν! Κι' αναντιώθηκα εγώ εκεί και κιντύνεψα· και κρυφίως έφυγα· και ύστερα εις το κονάκι του Χατζηχρήστου ήρθαν ο Κριτζώτης, ο Νότης και οι άλλοι και μίλησα όλων των αξιωματικών και ρίχτηκαν απάνου-εις τους αρχηγούς τους, οπού 'χαν ορκιστή να βαρέσουν τους Γάλλους, και τραβήχτηκαν αυτείνοι. Δεν ήρθαν " οι φίλοι σας μόνοι τους εις το Κιόσκι του Αναπλιού κι' Αγροκήπιον; Κ' εγώ " πήγα εις τ' Ανάπλι και 'σύχασα τους γκενεραλαίγους τους Γάλλους, οπού 'ρεθίστηκαν κ' έλεγαν ότ' είναι γενικόν κίνημα και ήταν αναντίον γενικώς της πατρίδας. Κι' ως αδύνατοι οι Κολοκοτρωναίγοι κι' ο Τζαβέλας και οι άλλοι φύγαν οπίσου ευτύς, αφού μάθαν ότι δεν έχουν άλλους συντρόφους· κ' έμεινε αυτό δια την ώρα. Και ύστερα ο Τζόκρης, ο Κριτζώτης κι' άλλοι θέλησαν να κάμουν αυτείνη την γενναιότητα εις τ' 'Αργος αναντίον των Γάλλων και πιάστη το ντουφέκι. Δεν σκοτώθηκαν περίτου από τρακόσοι άντρες " κι' αθώα γυναικόπαιδα; Και γύρεψα την άδεια εσάς των κυβερνήτων " και ήρθε κι' ο Ρουάν, ο πρέσβυς της Γαλλίας, και σας είπε να μου δώσετε την άδεια από την αυγή να πάγω να μιλήσω με τους γκενεραλαίους, οπού είχα την φιλίαν τους, δια-να σβέση αυτό το κακόν, να-μην πάθη τόσος αθώος κόσμος, και δεν θελήσετε -μόνον ο Κωλέτης ήταν σύνφωνος με την γνώμη μου -και το δειλινό μ' αφήσετε και πήγα, οπού 'χε τελειώση το κακόν· και μιλήσαμεν των γκενεραλαίγων κι' όλων των αξιωματικών εγώ, ο Μήτρο Ντεληγιώργης, ο Δανίλη Πανάς, οπού μας στείλετε η Κυβέρνηση και οι πληρεξούσιοι κι' όλοι οι πολίτες να ειπούμεν την μεγάλη λύπη οπού δοκιμάσετε ακούγοντας αυτό το δυστύχημα. Και τους καταπραγύναμεν και σήκωσαν την αγανάχτησίν τους, οπού 'χαν γενικώς εις το 'Εθνος. Πόσοι τάφοι άνοιξαν εις την Τροπολιτζά, οπού πήγε ο Γρίβας και οι " Κολοκοτρωναίγοι; Τι έπαθαν οι κάτοικοι και που τους κατοίκισαν; 'Ημουν " κ' εγώ με τον Ντεληγιώργη, με το σώμα μας, πρωτύτερα εκεί -πήγα και μάζωξα τους κατοίκους από τα σπήλαια και τους ήφερα και κάναν το εμπόριόν " τους, οπού ήταν τόσα ασκέρια. Πειράχτη τίποτας; Πόσο ξύλο τους τίναζα" " μέσα-εις το παζάρι; Και δι' αυτείνη την ησυχίαν και τάξη ούτε τους " μιστούς μας ολουνών εμάς δεν μας δώσετε! Δεν πληρώσετε τον Ζέρβα κι' " αλλουνούς και δέσαν τους πληρεξούσιους του 'Εθνους εις την Πρόνοια; Δεν " " αφανίστη όλος ο κόσμος εκεί; Δεν κόβαν το νερό σήμερα ο ένας κι' αύριον " ο άλλος και πλερώνονταν και τ' άφιναν, οπού θα σκάζαμεν όλοι μέσα-εις τ' " Ανάπλι; Τι έπαθε το Μισολόγγι και τ' Αντελικό από τους Γριβαίους; " Το 'παθε χερότερα από τους Τούρκους. "
Όταν ήρθε ο Βασιλέας, ποιος τους 'ρέθιζε τους αγωνιστάς; Η αφεντειά-σας " οι μεγάλοι πολιτικοί. Και πήγαν εις την Τουρκιά και χάθηκαν οι περισσότεροι. Και τόσοι άλλοι χάθηκαν εις την Πελοπόννησο, οπού σκοτώθη ο Κρίτζαλης κι' άλλοι, και εις την Σπάρτη κι' αλλού. Και τόσοι εις τα τριάντα-έξι, οπού χάθη το άνθος του 'Εθνους. Και τόσους οπού έκοψε η τζελατίνα και τόσοι οπού πέθαναν εις τις φυλακές. Και τόσοι εις τις διάφορες εκλογές εσάς των Εκλαμπρότατων πολιτικώ μας. Σας ερωτώ, εσάς τους Εκλαμπρότατους και μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ελλάδος αρχή και τέλος· αν ήρθετε από καλωσύνη σας να μας φωτίσετε, να μας λευτερώσετε, διατί να χυθούν αυτά τα αίματα οπού χύθηκαν και η πατρίδα να είναι εις την κατάστασιν οπού είναι ως την σήμερον, και να " γένη αυτείνη η δυστυχία γενικώς εις τους τίμιους ανθρώπους; Και να θέλουν " οι 'Αγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ρούσσοι, οι Αουστριακοί ή άλλο κράτος να μας " κυβερνήσουν με το μέσον το δικόν-σας; " Η αφεντειά-σας, οι ξενοφερμένοι πατριώτες, ήστε και οι πρώτοι πολιτικοί και οι δεύτεροι και οι τρίτοι και οι τέταρτοι και οι πέφτοι και οι έχτοι κι' ακόμα εις όλα τα πράματα της πατρίδας· αν είχετε αρετή κι' " ομόνοια, γένονταν αυτά; Διατιμιέταν το δυστυχισμένο, το αθώον 'Εθνος; " " Μπαίναν όλοι οι μπερμπάντες παντού; Πότε συβουλέψετε το στρατιωτικόν " " πατριωτικώς, κι' αυτό εβήκε από τα καθήκοντά του και δεν σας άκουσε; " Μεγαλύτερον είχαμεν εις την Πελοπόννησον τον Κολοκοτρώνη· όπως του " λέγετε έτζι έκανε· "πολέμα υπέρ της πατρίδος", πολέμαγε· "κάνε εφύλιους " " πολέμους", έκανε. 'Ηταν ο Δυσσέας εις την Ανατολική Ελλάδα· από τίνος " συβουλή επέταξε το ντουφέκι κ' έβαλε το καλαμάρι κ' έγινε πολιτικός και " φατριαστής ο στρατιωτικός; Από δική-σας. 'Εστειλε ο κύριος Κωλέτης εις " τον Δυσσέα τον Αλέξη Νούτζο και τον σκότωσε αυτόν και τον γενναίον και τίμιον Παλάσκα. Ο Δυσσέας τους σκότωσε, αλλά ο Κωλέτης και η συντροφιά του τους έστειλε -ή εκείνοι σκότωναν τον Δυσσέα, ή ο Δυσσέας αυτούς, όφελος του Κωλέτη και της συντροφιάς του ήταν. 'Υστερα σκότωσε και τον Δυσσέα. Είπα τα πατρικά σας αιστήματα και τον πατριωτισμόν οπού δείξετε όλοι σας, οπού κοπιάσετε να μας λευτερώσετε. Αυτείνοι είναι οι αγώνες σας.
Είχαμεν τόσα σπίτια σημαντικά και εις την Ρούμελη και εις την Πελοπόννησο και νησιά, οπού πραματικώς θυσιάσαν δια την πατρίδα. Που είναι " τώρα; Χάθηκαν τα περισσότερα. Τα παιδιά τους και πολλοί οπού ζούνε από " αυτούς στραβώνουν μυίγες μέσα-εις τους δρόμους της ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν απόξω ορθόδοξοι χριστιανοί και σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοί αρχηγοί, τόσοι νοικοκυραίοι -τα παιδιά τους κι' όσοι ζούνε λένε " ψωμάκι οι περισσότεροι, και που 'ν' το; Εσάς σας τιμήσαμεν, σας δοξάσαμεν," σας κάμαμεν Εκλαμπρότατους, αντιπρόσωπους εις τα δυνατά έθνη. Και πληρώνεστε χοντρούς μιστούς. 'Οτι σας κάμαμεν σημαντικούς και βέβαια θέλετε και καλούς μιστούς να ζήσετε. Ενώ εμείς και πρώτα και τώρα ζούμεν όπως μπορέσωμεν -όμως οι Εκλαμπρότητές σας δεν θέλομεν να κακοπορέψετε κι' αν σας ιδούμεν δυστυχείς λυπώμαστε κ' ευτύς θα ν' αναπάψωμε τα δεινά σας. Κι' ως τίμιοι άνθρωποι αυτό πρέπει να κάμωμεν δια-ν' αναστήσωμεν στύλους εις την πατρίδα μας από ανθρώπους άξιους να την βοηθούν, καθώς κάνουν όλα τα έθνη. Εμείς αυτό αρχή και τέλος το ακολουθούμεν " εις την Εκλαμπρότη σας· η Εκλαμπρότη σας τι κάμετε 'σ εμάς; " 'Οταν θα 'ρχονταν ο Βασιλέας από την Μπαυαρία, δεν έπρεπε, αν ήσασταν καλοί ποιμένες, να συναχτήτε όλοι εσείς, οπού μας κυβερνάγετε, και να συνάξετε κι' άλλους προκρίτους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, και να " τους ειπήτε· "'Ο,τι διχόνοιαν έχομεν αναμεταξύ μας το 'να το κόμμα με τ' " άλλο (οπού η καλωσύνη σας μας κάμετε κόμματα· και να ειπήτε), τώρα έρχεται διαδοχικός βασιλέας και πρέπει να μονοιάσουμεν αναμεταξύ μας, να μας εύρη μονοιασμένους, να μας εύρη έθνος κατά τους αγώνες μας και θυσίες " μας και τοιούτως να μας διατηρήση και με τοιούτους νόμους να μας κυβερνήση"." " Και να ειπήτε ολουνών των οπλαρχηγών· "Να πάρετε τ' ασκέρια " σας και να τοποθετηθήτε 'σ εκείνο, 'σ εκείνο το μέρος· και να παίρνετε το ψωμί σας και ν' αφήσετε ήσυχους τους πολίτες να κάνουν το έργον τους, να είμαστε όλοι καθείς εις την θέσιν του ώσο-οπού να 'ρθη ο Βασιλέας και η Αντιβασιλεία να μας εύρη τοιούτους. Και θα τους μιλήσουμεν δια τα δίκια " γενικώς και πολίτων και στρατιωτικών". Αν κάνετε αυτό, ποιος θ' αντίτεινε," " Εκλαμπρότατοι; Εσείς να συστηθήτε! Κι' αποδείξατε και σε όλους " τους ξένους και εις τον ίδιον τον Βασιλέα κι' Αντιβασιλεία τι θερία ήσασταν κι' ότι η αρετή σας και τα πλούτη σας βάστηξαν αυτό οπού έγινε βασίλειον. Βάλετε τον υπουργόν Ζωγράφο των Στρατιωτικών τότε κ' έφκειασε μίαν προκήρυξη κ' έλεγε από τον Κολοκοτρώνη και κάτου ως τον μικρότερον στρατιωτικόν είναι όλοι λησταί και μπερμπάντες. Δεν εβάλετε κι' αυτό εις την προκήρυξη· ό,τι έκανε ο Κολοκοτρώνης και η συντροφιά του ποιων σκέδια " ήταν; 'Ηταν του Μεταξά, ήταν του Ζαϊμη, του Ντεληγιάννη κι' αλλουνών." 'Ο,τι έκαναν οι ναυτικοί ήταν των ανωτέρων τους πολιτικών· ό,τι έκαναν οι άλλοι ήταν του Κωλέτη και Μαυροκορδάτου. Κι' ό,τι λάφυρα έκανε το 'να το κόμμα και σκοτωμούς του αλλουνού του αδύνατου, τα 'κανε κ' εκεινού του κόμματος γύμνωνε τους κατοίκους. Κι' όποιος δεν ήθελε ν' ακούση την συβουλή σας και την διαταγή σας, Εκλαμπρότατοι, και ήταν τίμιος άνθρωπος και λυπάταν τους ομογενείς του, τους συναγωνιστάς του τους κατοίκους και δεν είχε αυτείνη την ψυχή να τους γυμνώση και να τους πάρη την χαψιά από το στόμα τους, να πεθάνουν αυτείνοι και η φαμελιά τους, αυτόν δεν τον λέγετε τίμιον τον τοιούτον, αλλά τον λέγετε ανάξιον και άναντρον.
Η αφεντειά-σου ο ίδιος, κύριε Μεταξά, μας είπες αυτό του Μήτρου Ντεληγιώργη κ' εμένα όταν σας δείξαμεν τα ευκαριστήρια του Επιθεωρητή εις την Τροπολιτζά, οπού η δική-μας η διαγωή έδωσε παράδειμα και εις τ' άλλα τα σώματα, οπού 'ταν τόσα σε όλα τα χωριά και εις την πολιτεία· κι' αφού ως μέλη της Κυβερνήσεως σου είπαμεν δια την μεγάλην ευταξίαν των ανθρώπω μας, οπού τους ξεποδαριάζαμεν νύχτα και ημέρα και προφυλάγαμεν τους κατοίκους χώρα και χωριά, και σου είπαμεν αυτό δια-να χαρής και να ευκολύνετε τους πενήντα φοίνικες, οπού αποφασίστηκαν γενικώς σε όλα τα σώματα εις τον κάθε άνθρωπον, και να μας στείλετε κ' εμάς σε μίαν επαρχίαν, " η απάντησή σου ποια ήταν; 'Οτ' ήμασταν ανάξιοι και δεν γυμνώσαμεν κ' " εμείς καθώς και οι άλλοι! Μ' εφτακόσιους τόσους ανθρώπους δεν ήταν αξιότη, ήταν αναξιότη! Και δεν μας δώσετε εμάς των ανάξιων ό,τι εδώσετε εις τους φίλους σας. Μας στείλετε εις το Μυστρά· κ' έστειλε κι' ο κύριος Μαυροκορδάτος τον Κοντογιάννη εκεί, κ' εμάς μας παράγγειλε θα μας πλερώνη από άλλο μέρος, ως υπουργός τότε της Οικονομίας. 'Οταν του ζητήσαμεν, μας είπε σώθηκαν όλα· και πλερώσαμεν εξ ιδίων μας τους ανθρώπους. Και του Ντεληγιώργη του δόθηκε διαταγή να τα λάβη από το Μισολόγγι κ' εμένα μου δόθηκαν υποθήκη οι Μύλοι του Γράδου ν' αποπλερωθώ από εκεί· κι' ως την σήμερον δεν έλαβα τίποτας όξω-από τέσσερες-χιλιάδες δραχμές οπού έλαβα όταν μπήκε ο Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός και υπουργός της Οικονομίας παύοντας η Συνέλεψη. Και τότε δι' αυτό έβαλες τον τυπογράφο σου Φιλήμονα, κύριε Μεταξά, και ξιστόριζε τις κατάχρησες του Μαυροκορδάτου. 'Οταν έπαψε αυτός και μπήκε ο Κωλέτης και η Εκλαμπρότη σου εις την Οικονομίαν, έλεγε ο αγαθός σου φίλος Φιλήμονας, ότ' ήμασταν 'γγισμένοι· Αφάνισε το ταμείον και ο Μακρυγιάννης. Και σας έκαμα την απάντησιν εις τον τύπον πως ήταν αυτές και που τις έδωσα -σε χρέος της Μεταβολής· κ' έβαλα εξ ιδίων μου κι' άλλες χίλιες-πεντακόσες και πλέρωσα. 'Οτ' η Εκλαμπρότη σου μόνον είκοσι-πέντε δραχμές θυσίασες εις αυτείνη την μεταβολή, κι' όσοι άνθρωποι αγωνίζονταν σου έλεγα να τους βάλης να φάνε κομμάτι " ψωμί και με τα "σήμερα, ταχιά" -ενταυτώ εγώ τους ζωοτρόφιζα. Και τον μιστόν, το τρίτο, μου 'κοψε ο φίλος μου Ρόδιος· και κάνα παιδί των αγωνιστών δεν πλερώνει εις τους Ευέλπιδες, εγώ πλερώνω.
Η προκήρυξη του Ζωγράφου ήταν ότι ο Βασιλέας κι' όλοι οι άλλοι να ιδούνε ότι όλος ο αγώνας και οι θυσίες έγιναν από σας τους πολιτικούς, και το στρατιωτικόν όλοι θερία. Κι' από τον ζήλο σας τον μεγάλο προς την πατρίδα υποφέρνεταν αυτά τα θερία ώσο-οπού 'ρθε ο Βασιλέας για-να τιμωρηθούν αυτοί ως λησταί και οι Εκλαμπρότητές σας ως σωτήρες ν' ανταμειφτήτε. Και δια-να δυναμώσετε την προκήρυξη του Ζωγράφου τι κάμετε εις " τους αγωνιστάς; Πόσον 'ρεθισμόν αναντίον του Βασιλέως και της Αντιβασιλείας" 'Ρεθίσετε τα στρατέματα, οπού ήταν χωρίς αξιωματικούς εις τ' 'Αργος και εις τα χωριά, για-να τους αποδείξετε κι' όντως θερία κατά την προκήρυξή σας. Και ήρθαν τα στρατέματα ως απόξω-εις τ' Ανάπλι. Και τότε οι Μπαβαρέζοι με το ταχτικόν τους έστειλαν εις τους Τούρκους ξυπόλυτους και γυμνούς· και βάλαν Τούρκον αρχηγόν· και χάθηκαν οι περισσότεροι δια-να στερεωθούν τα γραφόμενα της προκήρυξής σας. Οι Εκλαμπρότητές σας ήσασταν άγιοι εις τον Αγώνα και λευτερώσετε την πατρίδα, και το στρατιωτικόν όλοι λησταί και θερία ανήμερα! Και πως " υποφέρετε μ' αυτούς; 'Ηταν τα πατριωτικά σας αιστήματα και οι γενναίες " σας θυσίες προς όφελον αυτής της πατρίδας! Αυτό εφάνη κι' από τον διορισμόν εις τα τάματα των συντρόφωνέ σας. Και πήγα κ' έβαλα με δάκρυα εις τον Αϊντέκ αυτά υπόψει του και σε τι θα καταντήσωμεν όταν αδικήται το δίκιον. Και τα χάλασε όλα αυτά. Μίλησα και του Βασιλέως, όταν παρουσιάστηκα. Και μπήκε σε συμπάθειον ο Βασιλέας και η Αντιβασιλεία. Τότε με βάλετε 'σ την οργή της Αντιβασιλείας. Τότε έφυγα και ήρθα εδώ· και ήρθε κι' ο Ψύλλας και μου είπε τα ίδια ως υπουργός του Εσωτερκού.
Μου είπε ότ' ήμαστε όλοι λησταί. Τότε εστείλετε άνθρωπον να με 'ρεθίση και τον πλάκωσα με το δαυλί. Κι' ο Κωλέτης μο 'στειλε τον Κλεομένη του. Τότε φυλακώσετε όλους τους οπλαρχηγούς εις τ' Ανάπλι. Κ' έπαθαν τόσοι αγωνισταί. Και χάθηκαν από την τζελατίνα κι' από το ντουφέκι. Από αυτόν σας τον πατριωτισμόν και θυσίες μπήκετε σε σημαντικές θέσες, γίνετε πρέσβες με χοντρούς μιστούς και με πλήθος σταυρούς. 'Οποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής· κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον -είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει. Εις την Αθήνα με δυο-χιλιάδες ιππικό του Κιουτάγια και με πλήθος πεζικόν σκοτώθηκαν Έλληνες εφτακόσοι ή οχτακόσοι· σε μια εκλογή του Εκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του εις την Μεσσηνίαν και Σπάρτη οι σκοτωμοί πέρασαν αυτόν τον αριθμόν. Και οι κάτοικοι καταφανίστηκαν κι' από κατάστασιν κι' από ζωντανά κι' από δενδροφυτείες. 'Ασε του Κωλέτη -ούτε γράφονται, ούτε θέλουν γραφτούνε οι προκοπές του. 'Ομως αυτός δικαιολογέται, ότι η εδική-σου η συντροφιά, κύριε Μαυροκορδάτε, άνοιξε αυτείνη την στράτα. Και πόσοι χάθηκαν και χάνονται ως την σήμερον και πόσοι θα χαθούμεν ακόμα κ' εμείς δεν ξέρομεν. 'Οτι τα φώτα κι' ο πατριωτισμός φαίνεται ως την σήμερον ολουνών. Δείξατε τι πατριωτισμόν και τι εθνικά φρονήματα είχετε κ' εσείς και οι συντρόφοι σας, οι ρήτορές σας οι φιλελεύτεροι, οι φόρτζα Σεπτεβριανοί και Συνταματικοί, οπού άφριζαν εις το βήμα κ' ενθουσιάζαν γενικώς τους 'Ελληνες -με λόγια παχιά και μ' ασκιά μ' αγέρα. Τώρα αυτείνοι οι ρήτορες, οι φιλελεύτεροι, είναι όλοι σήμερον βουλευταί μ' έλεος της Αυλής και " των υπουργών. Τι κάνουν σήμερα αυτείνοι; 'Ο,τι κάμετε κ' εσείς οι αρχηγοί " " τους. 'Ησασταν πρώτα φιλελεύτεροι; Εις το υπουργείον τούτο, οπού 'ναι ο Χρηστίδης" υπουργός, οπού 'ναι ο Γιωργαντάς ο γνωστός, οπού 'ναι τέλος-πάντων το χτεσινό παιδί ο Ντεληγιάννης, προσκυνήσετε, αρνηθήκετε όλα όσα κάμετε· όσα είπετε σας βάλαν και τα γλύψετε σα-να μην τα είπετε, και τότε κάμαν έλεος και σας βγάλαν βουλευτάς· και λάβετε την διαταγή κι' οδηγίες του Ντεληγιάννη και πάτε πρέσβες οι Εκλαμπρότητές σας. Και οι ρήτορές σας ρητορεύουν εις το βήμα κι' ό,τι νομοσκέδια δίνουν οι υπουργοί, "σοι, Κύριε". Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι κ' οι οπαδοί σας. Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν· κ' είστε ό,τι είστε. 'Ησασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι τον Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του Γκρανσινιόρη. 'Οσο έλεπαν το τζαμί εις την Βγιέννα σκιάζονταν κ' έτρεμαν να-μην πάγη και παραμέσα και φκειάση κι' άλλα τζαμιά. Κι' από αυτόν τον φόβον κάποτε του πλέρωναν και φόρον. Κι' όταν βήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους " να χτίση τζαμιά, ότι θα πέσουν κι' αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε "ο " " Τούρκος". Και δι' αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας " προκόψουν. 'Ομως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξη μ' έργα, ας είστε καλά εσείς οπού δεν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους οπού είμαστε. Εγώ είμαι στενός τους φίλος, αυτό τους είναι γνωστόν. Τον Μεταξά τον έχω και κουμπάρο και σύντροφο σε μίαν μεταβολή, τον Κωλέτη κουμπάρο, το Μαυροκορδάτο το-ίδιον -στενός φίλος από-εξαρχής μ' όλους. Δεν τους τα γράφω αυτά ως οχτρός. Εκείνα οπού έπραξαν γράφω. Και λέγω εις αυτούς και εις τους φίλους τους· αν φανταστούν ότι γράφω παραμικρόν ψέμα, έχουν το δικαίωμα να το αναιρέσουνε και να ειπούνε κ' εγώ ό,τι έκαμα. Μπορώ ως άνθρωπος, κι' αγράμματος κι' απλός, να 'καμα περισσότερα, και δεν το αιστάνομαι ή δεν μπορώ να δικάσω του-λόγου-μου μόνος-μου. Κάθε άνθρωπος εις τον εαυτό-του κάνει τον συνήγορον, αλλά άλλες παρατήρησες θα κάμη η κατηγορία. Οι αναγνώστες τηράτε και τους τύπους αρχή και τέλος, μ'-όλον-οπού 'ναι και φίλοι τους κι' άλλα λένε κι' άλλα κρύβουν· ότι έχουν την φιλίαν τους και την ανάγκη τους, ότι είναι πάντοτες σημαντικοί άνθρωποι και μπαίνουν σε σημαντικές θέσες. Εγώ είμαι απλός ιδιώτης και κηπουργός κ' έγραψα αυτά χωρίς πάθος δια-να φαίνωνται, να μην κατηγοριέται η πατρίδα. Εσείς λοιπόν, αναγνώστες, κι' όλοι οι πατριώτες, οπού θα ζήσετε εδώ, να γένετε προσεχτικοί κριταί και να κρίνετε την αλήθεια και το ψέμα. 'Οσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το 'χουν σε δόξα, το 'χουν σε τιμή, το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι " ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Λένε του αδελφού του Κορφιωτάκη· Ο αδελφός σου έφαγε τόσα εθνικά υποστατικά και χρήματα του Έθνους· διατί να δώση της χήρας τώρα το Έθνος και τρακόσες δραχμές τον μήνα; -'Ηταν άξιος και τα πήρε όλα αυτά, λέγει, κι' από την αξιότη του αυτείνη τον έβαλε κι' ο Βασιλέας δυο βολές υπουργόν, μίαν εις την Οικονομίαν (και διόρθωσε όλα αυτά οπού είχε κάμη και πήρε κι' άλλα) -τώρα δι' αυτά πλερώστε και τρακόσες δραχμές τον μήνα!" Κάνει το νομοσκέδιον ο Χρηστίδης, ο υπουργός ο τωρινός της Οικονομίας. Πουλεί κι' αυτός το σμυρίδι έντεκα δραχμές το καντάρι· του δίνουν δεκάξι· "Το 'δωσα τώρα" λέγει. Πιάνει ο Μπάλμπης, οπού ήταν υπουργός της Οικονομίας, τον συνάδελφόν του τον Γιωργαντά Νοταρά, υπουργόν του Εσωτερκού, και του ζητεί τα όσα έχει κατακρατήση του 'Εθνους, 350-χιλιάδες δραχμές. "Κι' αν δεν τα δώσης, του λέγει, δεν συνεδριάζομεν μαζί· απαρατιώμαι". Του λέγει ο Βασιλέας· "Είναι δεχτή η απαραίτησή σου". Κι' απαρατήθη. Κι' άλλα κι' άλλα πλήθος τοιούτα.
Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται " και βραβεύονται. 'Οσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας. Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι 'φημερίδες. Κι' όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Δια 'κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· ήμουν φτωχός κ' έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι' άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κ' εγώ σε τούτην την κοινωνίαν όσο έχω τ' αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου. Κι' αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ' εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη μου 'Ελληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα -ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ' εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το-λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, " να την φυλάμεν κι' όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός "εγώ", ούτε " " ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς "εγώ"; 'Οταν αγωνιστή μόνος-του " και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και " φκειάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε εις το "εμείς" κι' όχι εις το " εγώ. Και εις-το-εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. 'Εγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν' αγωνίζωνται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να " ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε· "'Εχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν " " θυσίες", αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να" εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. 'Οτι θα είναι καλά δικά-τους. 'Οχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να 'χουν την επιρροή για ικανότη. Επειδήτις ολοένα λέγω κατάχρησες, μη στοχάζεστε ότι έχω πάθος εις τους ανθρώπους. Ψάξετε τις 'φημερίδες, τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, μ'-όλον-οπού 'ναι τέτοιες Βουλές οπού 'περασπίζονται την κλεψιά και 'διοτέλεια και πολεμούνε την δικαιοσύνη· και μ'-όλον-αυτό θα ιδήτε αν αληθινά είναι αυτά οπού σημειώνω. Είπα σε πολλά μέρη, λέγω και τώρα· εγώ τα 'γραψα αυτά όλα κι' όποιος απ' όσους μιλώ προσωπικώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία μου κι' όχι αλήθεια, έχει το ελεύτερον να γράψη κι' αναντίον μου ό,τι λάθη έκαμα εις τον αγώνα της πατρίδος· όχι όμως παθητικώς, αλλά συντροφεμένος με την αλήθεια, με την παρατήρησιν. 'Ομως δεν έχει κανένας το δικαίωμα να γράψη ούτε υπέρ μου, ούτε κατά αν δεν διαβάση πρώτα όλο τούτο αρχή και τέλος κι' όλα μου τ' αποδειχτικά και τα χαρτιά μου- και τότε ας γράψη ό,τι ο Θεός τον φωτίση. Κι' όταν τα διαβάση, τότε ας κάμη την παρατήρησή του, όχι πρωτύτερα. Κ' εγώ έκαμα λάθη και κάνω· άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|