Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη 11


Τότε 'νεργούνε αυτείνοι κι' ο Καλλεφουρνάς και γένονται αι εκλογές εις την εκκλησία μ' έναν θόρυβον μεγάλον· και καταπετζοκόπηκαν τόσοι άνθρωποι. Ύστερα κάνουν μια οχλαγωγία τεχνική· πάνε ο κόσμος εις το Παλάτι, πάνε κι' αυτείνοι με τα φουσσάτα τους και καταφάνισαν τους κατοίκους. Σαν έβλεπα ότ' ήταν τέτοια μπερμπάντικα κινήματα, δεν ανακατώθηκα ποτέ πουθενά, να μη δώσω αιτία και πάθη η πατρίδα, οπού γύρευαν πρόφαση να γένη ξένη επέβαση, και να μην πάθω κ' εγώ αδίκως. Αφού όμως είδα ότι χάνονται αδίκως οι άνθρωποι, πήγα εις την Πλάκα· ήταν συνασμένοι πλήθος λαός να πάνε να χτυπηθούν μ' αυτούς, οπού τους έκαμαν την απιστιά και τους έβαλαν εις αυτό το παιγνίδι και ύστερα τους βαρούσαν οι ίδιγοι. Μαθαίνοντας αυτείνη την ετοιμασίαν, πήγα μίλησα πολλά των ανθρώπων, ότι θα σκοτωθούν αδίκως και θα κιντυνέψουν και την πατρίδα τους· και με πολλά μιλώντας των ανθρώπων, δάκρυσαν τα μάτια μου. Μπήκαν σε συμπάθεια οι άνθρωποι κι' άφησαν τα όπλα τους κ' ησυχάσανε. Αυτεινών οπού τους 'ρέθιζαν το σκέδιόν τους ήταν ότι θα πήγαινα κ' εγώ εκεί, να με κομπρεμετάρουν και να με τελειώση η δικαιοσύνη τους. Και μ' αυτό όμως οπού έκαμα πάλε τον διάβολόν μου ηύρα. Κινάγει το βράδυ ο αρχηγός Καλλέργης με την καβαλλαρία του κι' άλλους και με μπλοκάρουν εις το σπίτι μου. Κάθισαν ως τα μεσάνυχτα και φύγαν. Και κάθε νύχτα έρχονταν και με μπλοκάραν δια-να δίνουν δούλεψες εις τον Βασιλέα, ότι εγώ είμαι το σκάνταλο της ανησυχίας. Από τ' άλλο το κόμμα, της Φιλορθόδοξης Εταιρίας, ένας λεγόμενος Στέφανος Βαλλιάνος είχε κάμη μίαν εταιρίαν δια την μεγάλην ιδέαν, τα έξω, και βάνει όλους τους σουρτούκηδες· και τους γέλαγε και τους έλεγε έχει καράβια, όπλα, τζεπχανέδες πλήθος και στρατέματα και πεντακόσες-χιλιάδες τάλλαρα. Γέλαγε τους ανθρώπους, τους έπαιρνε χρήματα, τα 'τρωγε. 'Υστερα πήγαινε και τους πρόδινε όλους εις την Κυβέρνηση και τον Βασιλέα. Με τοιούτον άνθρωπον και με τοιούτα μέσα θέλουν να κάμουν κίνημα δια την μεγάλη ιδέα, να πάνε εις την Κωσταντινόπολη. Σύναξαν ανθρώπους -τους " ρωτούσαν· "Ποιοι είναι οι αρχηγοί;" Τους έλεγαν πολλούς και το Μακρυγιάννη," εκείνους τους ανθρώπους οπού ήταν με γνώση, με πατριωτισμόν κι' αγαπούσαν το καλό της πατρίδας. Τους σουρτούκηδες τους γέλαγε ο Βαλλιάνος μ' ασκιά γιομάτα αγέρα κι' από το άλλο μέρος έπαιρνε χρήματα όπου εύρισκε κι' απάταγε πολλούς. Κ' έλεγε ύστερα εις την Κυβέρνηση και εις τον Βασιλέα αυτά τα μυστήρια. Τον είδα 'θουσιασμένον πριν την Τρίτη-Σεπτεβρίου, τον ήφερα εις το σπίτι μου· του είπα ότι όποιος φαντάζεται να κάμη καλό εις την πατρίδα πρέπει να συλλογέται ότι να κιντυνέψη ένα σπίτι το ματαφκειάνομεν- είναι πατρίδα· κ' έχομεν και δυνατούς οχτρούς κ' εμείς είμαστε αδύνατοι. Τότε του είπα την δική-μου εταιρία, τον όρκισα και του πήρα και την υπογραφή του· και του είπα εις-το-εξής να με ρωτάγη, να συνβουλευώμαστε· και να μην κάνη τίποτας μόνος-του. Αυτός πήγε κι' έβαλε κι' άλλους και τους είπε και πήγαν κι' όρκιζαν εξ ονόματός μου, χωρίς εγώ να ξέρω. Αφού με κατάτρεχε η Κυβέρνηση, ο Χρηστίδης, και μ' έκριναν εις το κριτήριον, έρχεται μίαν ημέρα ένας άνθρωπος επίτηδες μ' ένα γράμμα και μου λέγει· Κατά-οπού μου είπε ο Βαλλιάνος δια λόγου-σου πήγα εκεί, πήγα εκεί κι " όρκισα εν ονόματί σου αυτούς όλους". Τότε ξέσχισα το γράμμα, έδιωξα και " τον άνθρωπον. Ανταμώθηκα και με τον Βαλλιάνο και του είπα όσα μπόρεσα και εις-το-εξής να μην πιάνη τ' όνομά μου. 'Ετιμ διαλύθη η Συνέλεψη, χωρίς-να συλλογιστή αυτός και η συντροφιά του, να υπομείνωμεν να συναχτούνε οι Βουλές και μίαν περίοδο κι' άλλη και να ιδούμεν και τα εξωτερκά, και τότε ο Κύριος γένεται οδηγός, αυτός πηγαίνει ολούθε, 'νεργάγει και η συντροφιά του, άνθρωποι με ιδέα, και 'ρεθίζουν τους ανθρώπους -κ' έτοιμοι να " κινηθούν· ξυπόλυτοι και γυμνοί και χωρίς καμμίαν ετοιμασία "σύρτε όξω " " κ' εκεί σας προφτάνω" -με πέτρες. Πάλε ξοδιάζει τ' όνομά μου. Τότε ένας " ορκισμένος μου φέρνει έναν όρκον τους. Τον δείχνω του Ζυγομαλά, ως σύντροφός μου Σεπτεβριανός, να συβουλευτούμε να μην γένη αυτό το κίνημα και κιντυνέψη η πατρίδα. Τότε αυτός τον βάνει εις τον τύπον τον όρκον τους. Μίλησα κ' εγώ των ανθρώπων να νεκρώση αυτό το ανόητο κίνημα. Τότε βάνουν τον άνθρωπον οπού μο' 'δωσε τον όρκον ή να με δολοφονήση, ή να με - Τότε ο σύντροφος του Βαλλιάνου Φιλήμονας βάνει εις τον τύπον του τόσα αναντίον μου -ότι δεν άφησα τους ανθρώπους να πάνε να χαθούν και να κιντυνέψη και η πατρίδα! Ορίστε πατριωτισμόν από πατριώτες! Αφού η Κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου δυνάμωνε παντού εις το Κράτος το κόμμα της με χρήματα, άρχισε εις την Σπάρτη ο εφύλιος πόλεμος· και εις την Μεσσηνίαν σκοτώθηκαν περίτου από πεντακόσοι. 'Αρχισε το ίδιο και εις την Ρούμελη. Τότε ο Μεταξάς και η κουμπανία μιλούν με τον Γρίβα να πάγη εις το Ξερόμερον να κάμη τις βουλευτικές εκλογές και ν' ανοίξη εφύλιον πόλεμον. Το' 'δωσαν και τα μέσα κ' έναν πιστόν τους άνθρωπον, πήγε κάτου, σύναξε καμμίαν πενηνταργιά ανθρώπους· δεν μπόρεσε να κάμη άλλους, ότι δεν τον ακολουθούσε ο τόπος. Διάταξε η Κυβέρνηση τον Σωτήρη Στράτο και τον πήρε ομπρός και τον ήφερε εις τ' Απόκορο εις τον Αβαρίκο και τον έκλεισε· και ήθα τον έπιανε. Ο Βασιλέας έχοντας συμπάθειαν εις αυτό το σπίτι και καταξοχή εις τον Γαρδικιώτη, έστειλε τον Τζαβέλα και τον έσωσε· και μπήκε 'σ ένα Γαλλικόν πλοίον. Τον ζήτησε η Κυβέρνηση, το Γαλλικό δεν τον έδωσε και τον πήγε εις το Μισίρι. Τώρα θυμήθη ο Μεταξάς τι είχε και το 'χασε από την ανοησία του και γυρεύει από τον Γρίβα να ματααναστηθή. Πέταξε το πουλί, το 'πιασαν άλλοι οπού δεν το είχαν! Αφού είδα τον πατριωτισμόν και του Μεταξά κι' ολουνών αυτεινών, οπού θέλει καθένας να δοξολογάγη θεούς δικούς-του κι' όχι να ωφελήση την πατρίδα του -γομάρια είναι οι 'Ελληνες, αυτείνοι τα 'χουν φκειασμένα τα σαμάρια και τους σαμαρώνουν -τότε τραβήχτηκα όλως-διόλου. Και δι' αυτό με αγκυλώνουν. Η επέβαση της Κυβέρνησης 'σ τις εκλογές σε όλο το Κράτος άναψε παντού φωτιά· και εις το Λιδορίκι την πατρίδα μου έστειλε τόσα ασκέρια· και καταφανίστηκαν οι άνθρωποι από αυτά και τα ζωντανά τους· κ' έγινε ο τόπος άνου-κάτου. Κι' αν πιάνεταν ντουφέκι, θα γίνεταν θρήνος, ότ' είναι οι άνθρωποι όλοι του ντουφεκιού. Ο Θεός εφύλαξε και φώτισε τους τίμιους ανθρώπους και καταπράγυναν το 'να μέρος και τ' άλλο. Στείλαν ανθρώπους μ' αναφορές εδώ 'σ εμένα, τις πήγαινα εις την Κυβέρνησιν, δεν μπορούσα να κάμω τίποτας. Ματαήρθαν άνθρωποι τρίτως· πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και ξιστόρησα όλα αυτά και το πάθος της Κυβέρνησης. Του είπα αυτά όλα της Ρούμελης και της Πελοπόννησος· και του Λοντίδη του υπουργού τις προκοπές. Είχα κ' ένα γράμμα από την Πάτρα οπού μο 'γραφαν αυτά. Το 'ξερε και η Μεγαλειότης του, ότι το 'στειλαν οι αρχές από-'κεί. 'Αρχισαν και μαζώνονταν όσοι βουλευταί βήκαν από λίγες επαρχίες. Ο Μαυροκορδάτος κι' ο Καλλέργης ήθελαν να βγουν από την πρωτεύουσα βουλευταί δια-ν' ακουστή εις την Ευρώπη πόση δύναμη κ' επιρροή έχουν εις την Ελλάδα. 'Αρχισαν κ' εδώ να κάνουν ό,τι κάναν και 'σ το άλλο το Κράτος· και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους· τους τάγιζαν υπόσκεσες και τους τάζαν πλήθος αγαθά. Εις το σπίτι μου προ ημερών ήρθαν και πολίτες κι' από " τα χωριά και μου είπαν· "Ποιους θέλεις συντρόφους να τραβήσουμεν να βγήτε " " βουλευταί; -Τους λέγω, όποιος δώση ψήφο 'σ εμένα να είναι αρνητής του " Χριστού και να πέση το χέρι του! Δεν ματαμπαίνω εγώ εις τα πολιτικά, να δουλεύω τιμίως και να με θεατρίζουν με τις 'φημερίδες ότι αγοράστηκα " από τους ξένους". Αυτείνοι θέλαν, εγώ δεν δέχτηκα και φύγαν. " Ο Κωλέτης ήταν γυμνός όλως-διόλου από δύναμη· τον άφησαν και οι Γριβαίγοι κι' ο Κριτζώτης κι' όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί οπού ήμασταν εις την Συνέλεψη. Τότε ανταμωθήκαμεν οι δυο μας και μιλήσαμεν. Μου λέγει· Δεν έχω συντρόφους· μ' αφήσετε από την Συνέλεψη. -Του λέγω, εγώ σου κάνω συντρόφους με την συνφωνίαν να μου ορκιστής να μην είσαι προσκολλημένος σε ξένους. Κι' αφού σου κάμω τους συντρόφους να έμπης και εις τα πράματα και να 'νεργήσης φρόνιμα δια την πατρίδα σου και να λες την αλήθεια εις τον Βασιλέα. Και να 'τοιμάζωμεν λίγο-λίγο τα μέσα· κι' όταν ιδούμεν αρμόδιον τον καιρόν, να τηράξωμεν την άξηση της πατρίδας φρόνιμα και μυστικά κι' όχι σαν το Βαλλιάνο κι' άλλους. Να μου δώσης τον όρκον σου " δι' αυτά κ' εγώ σάζω τ' άλλα". Ορκιζόμαστε οι δυο 'σ αυτά. 'Ημουν 'γγισμένος" με τον Μεταξά -ίσως αυτός ο διάβολος τώρα οπού γέρασε γένη άνθρωπος. Πήγα αντάμωσα τον Γαρδικιώτη, του μίλησα πολλά, τον πήγα κι' ορκιστήκαμε κ' οι τρεις. Συνφωνήσαμε τα ίδια. Θέλουν αυτείνοι να 'μπω κ' εγώ 'πασπιστής του Βασιλέως να μ' έχουν βοηθόν. Εγώ τους είπα είμαι αστενής, δεν μπορώ να υποφέρω αυτές τις 'πηρεσίες. Με βιάσαν να έμπω δια ένα χρόνο. Συνφωνήσαμεν κ' εις αυτό. Πήγα και τον Κριτζώτη, Μαμούρη κι' άλλους. Δυναμωθήκαμεν. Τότε πήγα εις τον Βασιλέα και του είπα δια τους Λιδορικιώτες και δια " όλο το Κράτος και "θα κάμουν τα ίδια εις την Αθήνα· και θα πάθη και η " Μεγαλειότη σου και η πολιτεία αυτείνη, ότι ο κόσμος είναι αναμμένος και " κατακομματιασμένος". Φοβήθη πολύ η Μεγαλειότης του· μου λέγει· "Να " πας να μιλήσης με τον Μαυροκορδάτο. -Του λέγω, πήγα πολλάκις και δεν " μο' 'δωσε ακρόασιν και δεν ματαπάγω". Τότε έφυγα εγώ. 'Εστειλε και μίλησε " του Μαυροκορδάτου και του είπε όλα αυτά οπού του είπα και να με φωνάξη να μου μιλήση να μην γένη κάνα δυστύχημα. Με φώναξε ο Μαυροκορδάτος, του είπα όσα είπα του Βασιλέα αναντίον του κι' όλης της συντροφιάς του· κι' αν κάμετε εις την Αθήνα ό,τι κάματε και κάνετε όξω εις το Κράτος, είν' ελπίδες από τον Θεόν να υπάρξωμε εμείς πενήντα φορές κ' εσείς μία· " και ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν". Κ' έφυγα. 'Οταν πήγα εις τον " Βασιλέα του είπα να το γκρεμίση αυτό το υπουργείον, ότι θα τον χάση. Πήγα τα 1844 Αγούστου 2. Μαθαίνει ο Λόντος όλα αυτά οπού μίλησα του Βασιλέα και Μαυροκορδάτου -ήταν εις το σπίτι του κι' ο Κολιόπουλος, ο " Κανέλλος Ντηλιγιάννης κι' άλλοι πολλοί -λέγει ο Λόντος ο υπουργός· "Ο " κερατάς ο Μακρυγιάννης αυτός ανακατώνει όλα αυτά κάθε καιρό. Αύριο θα του κόψω το κεφάλι του. Και την Αθήνα θα την κάμω στάχτη, ότ' έχω στρατέματα " ταχτικά κι' άταχτα, πεζούρα και καβαλλαρία". Το βράδυ στέλνει

" και με μπλοκάρει. Την αυγή στέλνει ο Κανέλλος Ντηλιγιάννης, ο Κολιόπουλος κι' άλλοι πολλοί -ότ' ήταν συνασμένοι νέοι βουλευταί και γερουσιασταί- " και μου λένε τι άκουσαν από τον υπουργόν Λόντο· "κ' εδώ, καθώς" ακούσαμεν, θα γένη θόρυβος και κιντυνεύομεν όλοι· κι' ως άνθρωπος εδώ του τόπου να πάρης τα μέτρα σου δι' αυτά, ότι κιντυνεύεις κ' εσύ ατομικώς από " 'κείνο οπού φαίνεται". Τους είπα εγώ μίλησα του Βασιλέως και της Κυβέρνησης·" και με βιάσαν όλοι να πάγω πίσου εις τον Βασιλέα να μιλήσω κι' αυτά. Τους είπα να πάμεν και μαζί-μ' αυτούς δυο-τρεις. Εκρίθη εύλογον να πάγω μόνος-μου. Πήγα εις το σπίτι μου, συγυρίστηκα. Κατεβαίνοντας από την πόρτα μου πλάκωσαν πολίτες από το παζάρι -τους στείλαν οπού ήταν συνασμένοι όλοι οι κάτοικοι εις την Αγιά-Ειρήνη. 'Αρχισε η ψηφοφορία και η δύναμη της εξουσίας δεν τους άφινε ελεύτερους να κάμουν όποιους θέλαν. Τότε αντάμωσα το παιδί του Μιαούλη, οπού 'ναι εις τον Βασιλέα, και του είπα τι μίλησε ο Λόντος, τι μου είπε ο Κολιόπουλος και οι άλλοι· και ήθα πάγαινα εις την Μεγαλειότη του, αλλά ο λαός έστειλε και με ζητάγει. Και σήμερα θα γένουν όλα όσα είπα του Βασιλέως -κι' αυτός κιντυνεύει και η πατρίδα. Του παράγγειλα να γκρεμίση αυτό το υπουργείον και να βάλη τον Κωλέτη " μ' όποιους άλλους συβιβαστή "και να μιλήσης της Μεγαλειότης του και να " " μου φέρης απάντησιν εις την Αγιά-Ειρήνη". " Πήγα εγώ εις την Αγιά-Ειρήνη· ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα " τα σοκάκια· Τους λέγω· "Τι με θέλετε, αδελφοί; -Να λάβης πολίτες εις " το χέρι σου από 'μάς και να σταθής εδώ εις την εκκλησίαν δια την ασφάλειάν " μας". Τους έβαλα κ' εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι· "Η " αρετή κι' ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η 'διοτέλεια χάνουν την πατρίδα· και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το-λοιπόν φωνάζετε εμένα να " σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι' ομόνοια, θα ευλογήση ο " Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την Τρίτη-Σεπτεβρίου· κ' επιστάτησε μόνος-του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του 'σ εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρη και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου -αν η αφεντειά-σας " δεν έχετε αρετή κι' ομόνοιαν, τι να σας κάμω κ' εγώ;" Μου λένε γενικώς " " με μιαν φωνή· "'Ο,τι μας ειπής εσύ όλοι θ' ακολουθήσωμεν! -Κ' εγώ αν " σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν! Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι' άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε-ένας. " Εμένα (καθώς είχα μιλήση) μη μου δίνετε". Μείναμεν σύνφωνοι 'σ αυτό. " Πήρα πολίτες και τον Γιάννη-Κώστα με καμπόσους αξιωματικούς. 'Σ την ίδια στιμή μου στέλνει και η Μεγαλειότης του ότι να βαστήξω την ησυχίαν· και το Υπουργείον το γκρέμισα και ήφερα τον Κωλέτη να κάμη υπουργείον. 'Αρχισε η ψηφοφορία με την μεγαλύτερη 'λικρίνειαν και φόβον του Θεού, καθώς πηγαίνουν οι άνθρωποι να μεταλάβουν. Το παλιό υπουργείον δεν έπεσε ακόμα, 'νεργούσε όσο ο Κωλέτης να μιλήση μ' ανθρώπους να κάμη υπουργείον. Ξακολούθησε η ψηφοφορία ως την άλλη ημέρα το μεσημέρι μ' αυτείνη την ησυχίαν. Τότε στέλνει το παλιό υπουργείον τον μοίραρχο της πρωτεύουσας -σύντροφος αυτεινών -και τον Καλλέργη και κάνουν επέβασιν· κι' ανακάτωσαν όλους τους ανθρώπους. Οι πολίτες ρίχτηκαν απάνου τους και τους καταδιάλυσαν· και γύρευαν να κομματιάσουν και τον μοίραρχον. Τότε έπεσα εγώ εις τον λαόν και τους πήρα τον μοίραρχον και τον έβαλα εις την εκκλησία και τον έσωσα. Τότε αυτός, ο αφιλότιμος άνθρωπος, βγαίνει από την πίσου πόρτα της εκκλησίας και πάγει εις τον στρατώνα, οπού 'ναι πλησίον της εκκλησίας, και παίρνει δύναμιν κ' έρχεται άξαφνα και φωνάζει· Πυρ! Και ρίχνουν μέσα-εις τους ανθρώπους· και σκότωσαν δυο-τρεις. Τότε ορμούν ο λαός κι' ανακατώθηκαν με τους χωροφύλακες. Ρίχνονται και πεντέξι χωροφύλακες απάνου μου με τις μπαγυοννέτες. Εγώ τήραγα να ησυχάσω τον λαόν, κι' αυτείνοι άξαφνα μου ρίχτηκαν να με σκοτώσουνε. Κόντεψαν να με τρυπήσουνε σαν μπακακάκι -ο Θεός με γλύτωσε. Βλέποντας αυτό ο λαός, τους πιάσαν και γύρευαν να τους σκοτώσουν. 'Επεσα, αν-και χτυπημένος 'σ τ' αχαμνά από έναν από τους χωροφύλακες, και περικάλεσα τους ανθρώπους και τους έσωσα. Τότε ματαρρίχτηκαν πίσου οι δήμιοι της Κυβερνήσεως. Μου φεύγει κι' ο Γιάννη-Κώστας· 'σ εκείνον τον θόρυβο τον πήραν οι άνθρωποί του ομπρός να σωθούν από τον κίντυνον. Εγώ ήμουν τυλιμένος με τους ανθρώπους, δεν ήξερα τι γίνεταν. Τότε είδες μίαν ορμή του λαού αναντίον της εξουσίας! 'Εβγαλαν ξύλα, πέτρες από τ' αργαστήρια και τους πήραν ομπρός. Τότε έρχονται αναντίον μου με δόλο άνθρωποι αγορασμένοι με τα μαχαίρια, λάζους, κρυφίως μέσα-εις τον λαόν, οπού ήμουν τυλιμένος να τους ησυχάζω, να με δολοφονήσουνε. Εκεί οπού θέλησε να με βαρέση ένας, τον είδαν άνθρωποι και τον σκότωσαν. Τότε ο λαός φωνάζει να πάνε να πάρουν τα όπλα τους να σκοτώσουν τους αίτιους, Μαυροκορδάτο και συντροφιά. Με δάκρυα περικαλώ τους ανθρώπους να μην κάνουν αυτό το κίνημα, ότι χάνεται η πατρίδα, θα γένη ξένη επέβαση. Ο λαός αναμμένος δεν κόβει την θέλησίν του. Τους βάvω ένα λόγο και ν' ακολουθήσουν όλοι μαζί μου. Τράβησα εγώ ομπρός, δια-να τους ησυχάσω από την ορμή τους, και τους παίρνω κ' έρχομαι εις το σπίτι μου κι' ανοίγω τα βαρέλια με το κρασί και τους λέγω να πιουν. Αφού κάναμεν αυτό, έστειλα εις την Μεγαλειότη του να βγη να 'συχάση τον λαόν. Αφού ξεθύμαναν οι άνθρωποι, τους πήρα και κατεβήκαμεν πίσου εις την εκκλησία (ότ' ήταν άνθρωποι μέσα κλεισμένοι, οπού φύλαγαν την 'πιτροπή και τις κάλπες). Εκεί ήρθε και η Μεγαλειότης του με τους 'πασπιστάς του. Με ρώτησε πως έγινε το πράμα και του ξηγήθηκα όλα τα τρέχοντα. Τότε μου είπε να βαστήξω την ευταξία και να διοριστή μια 'πιτροπή να πάγη εις την Μεγαλειότη του να του ειπή την αλήθεια και να παιδευτούνε οι αίτιοι. " Του κάμαμεν το "ζήτω" κ' έφυγε. Είχε κι' ο Καλλέργης κονάκι εκεί" πλησίον, δια-να είναι κοντά-εις την εκκλησίαν και να 'νεργάγη να γένωνται οι εκλογές υπέρ αυτών. Θέλησε να βγη εις το μπαλκόνι, τον είδε ο κόσμος, ρίχτηκαν να μπούνε μέσα. Τρόμαξα να τους ησυχάσω· και του έκαμαν το... και τόσες αισχρές βρισές. 'Οτι χτύπησε τους πολίτες μ' απιστιά, όταν τους 'ρέθισαν οι ίδιοι αυτείνοι και πήγαν εις το Παλάτι, και ύστερα τους χτύπησαν μ' απιστιά και πάθαν τόσοι άνθρωποι αδίκως. Νύχτωσε. 'Εκλεισα τις κάλπες, έβαλα κι' ανθρώπους. Μίλησα των ανθρώπων αύριο την αυγή να συναχτούνε να τηράξωμεν την ψηφοφορία και να κάμωμεν και την 'πιτροπή να πάγη εις τον βασιλέα. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα. Πήγα κάτου εις την εκκλησίαν· άνοιξαν οι κάλπες. Τότε λέγω όλων " των ανθρώπων· "Διορίστε την 'πιτροπή όποιους θέλετε κι' όσους να πάνε " " εις τον Βασιλέα". Μου λέγει ο λαός· "Να τους διορίσης εσύ όποιους θελήσης·" " δώδεκα ανθρώπους θέλομεν μ' εσένα". Διόρισα έξι από το ένα κόμμα κι' έξι " από τ' άλλο κι' αυτείνοι όλοι θέλησαν συνφώνως εμένα μόνον να πάγω εις την Μεγαλειότη του να πάρω την ευκαρίστησιν απ' όλον τον λαόν δια την παρουσίαν του, οπού τους τίμησε· και δια όσα έγιναν ας βάλη την δικαιοσύνην του. Πήγα εις την Μεγαλειότη του, του είπα αυτά. Μου είπε τις ευκαρίστησες τις μεγάλες οπού 'χει από τους υπηκόγους του όλους και να ειπώ ότι διορίστη ο Κωλέτης πρωτοϋπουργός κι' ο Μεταξάς της Οικονομίας κι' ο Τζαβέλας του Στρατιωτικού και μπαίνουν και οι άλλοι. Πήγα είπα εις τον λαόν όλα αυτά κ' ευκαριστήθη. Κι' ακολούθησε την ψηφοφορία. Τελείωσε η ημέρα αυτείνη της ψηφοφορίας, κλείσαμεν τις κάλπες. Πήγα το βράδυ εις τον Κωλέτη, τον νέον μου φίλον, να τον συχαριαστώ οπού άνθισαν οι λόγοι μου δια της δύναμης του Θεού. Αφού τον ευκήθηκα, σηκώθηκα να φύγω ότ' ήμουν αστενής. Εκεί-οπού κατέβαινα, εις τον κάτου πάτο, τήραξα δια τους ανθρώπους μου, οπού 'χα μαζί μου να μ' ακολουθούνε· τηράγω δι' αυτούς και βρίσκω μέσα τον Γενοβέλη μοίραρχον, οπού 'φερε όλα αυτά τα δεινά εις την πρωτεύουσα. Δεν του μίλησα τίποτας. Ηύρα τους ανθρώπους έξω 'σ την πόρτα και πήγαμεν εις το σπίτι. Τον Γενοβέλη τον ζήταγε ο λαός με το κερί να τον κομματιάση, κι' ο νέος πρωτοϋπουργός τον φύλαγε εις το σπίτι του. Τότε κάνω τον κουτό και με τον νέον φίλον μου, ότι δεν ξέρω τίποτα- κι' αν μιλούσα χανόμουν, ότι θα 'λεγαν ότι κι' όντως εγώ είμαι το σκάνταλο σε όλα αυτά κι' ανακατώνω τον κόσμον. Τελείωσαν οι εκλογές. Βήκε ο Κωλέτης. 'Οτ' ήταν και η προσπάθειά μας αυτείνη. Βήκαν από την Αθήνα βουλευταί ο Μεταξάς, ο Καλλεφουρνάς κι ο Βλάχος. Είπε ο Πρωτοϋπουργός να κάμη κ' εμένα γερουσιαστή και 'πασπιστή " του Βασιλέως. Του είπα· "Εγώ φκαριστιώμαι οπού μπήκετε εις τα πράματα" και λείψαμεν από τα κακά, και δεν θέλω τίποτας. Το ίδιο είναι και να είμαι και να μην είμαι -'Οχι, αγαπητέ μου, μου λέγει, πρέπει να μπης καθώς μιλήσαμεν και με τον Γαρδικιώτη, να τηράξωμεν κι' όποτε βρούμεν την περίσταση συνφώνως και τα έξω. Και πρέπει να είσαι εις την Γερουσίαν και 'πασπιστής. Και θα σου δώσω και τον Μεγαλόσταυρον. -Του λέγω, από αυτά δεν θέλω τίποτας, ούτε η υγεία μου μου το συχωρεί δια 'πηρεσίες. Και σταυρούς έχω κολλημένους εις το σώμα μου, οπού μου τους έδωσαν τα ντουφέκια των Τούρκων και δεν μου τους παίρνει κανένας κι' ούτε ξεκολλάνε από το σώμα μου όσο-να πάγω εις τον τάφο. 'Ομως ένα σε περικαλώ· εις την πρωτεύουσα εδώ να βάλης έναν τίμιον δοικητή, έναν αστυνόμο τοιούτον, έναν αγρονόμον δια-να φυλάν την τάξη. 'Οτ' είναι και ξένοι άνθρωποι και θα κατηγοριέσαι εσύ και οι συντρόφοι σου. Και να βάλης και δυο αρχηγούς της εθνοφυλακής εις τα Ντερβένια και εις τον δρόμον της Χαλκίδος ν' αραδίζουν οι άνθρωποι ελεύτερα, να μην τους γυμνώνουν και κατηγοριέται η πατρίδα και εσύ· και θα μας λένε θερία ο ξένος κόσμος. 'Οτι τώρα είναι οι Βουλές και θ' αραδίζουν πολύς κόσμος. Βάλε αρχηγούς αξιωματικούς της μπιστοσύνης σου· βάλε από τον Ρωπό τον Σκουρτανιώτη οπού 'ναι φίλος σου, κατά της Φήβας τον δρόμον τον Κριεκούκη, οπού 'ναι κι'

αυτός φίλος σου και ντόπιοι και οι δυο. Το ίδιον κάμε και σε όλο το Κράτος να σβέση η διχόνοια και να ενωθή πίσου το 'Εθνος, να μην είμαστε εις αυτείνη την άχλια κατάστασιν και να σκοτώνωνται άνθρωποι κάθε ολίγον· είμαστε λίγοι και να μην χαθούμεν αδίκως. -Μου λέγει, σε ευκαριστώ, αγαπητέ, δια την πρότασίν " σου· είναι πατριωτική και θα την ακολουθήσω. Είναι χρέος μου". Και" σύναξε σε ολίγον καιρόν και τρογύρισε την πρωτεύουσα με τους πλέον μπερμπάντες. Κι' αστυνόμο -έβγαλε έναν από την φυλακή, Γιαννάκο Κυργιακό τον λένε. Κι' ο δήμαρχος κι' αυτός ο καλός άνθρωπος ο Κυργιακός φίλοι στενοί του Καλλεφουρνά· και τοιούτο και το Δημοτικόν Συνβούλιον· ότι τραβηχτήκαμεν οι άλλοι από μέσα, όσ' είχαμεν συνείθησιν. Δεν κόταγε άνθρωπος να περπατήση την νύχτα εις τους δρόμους. Τοιούτοι όλοι αυτείνοι και οι κλήτορες. Και γίνονταν οι μεγαλύτερες κλεψές κι' ατιμίες· και σκότωμα την νύχτα τους τίμιους ανθρώπους, όσοι δεν ήταν μ' αυτούς και είχαν και κατάστασιν. Από τον Περαία ως εδώ γύμνωναν τους εμπόρους και δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να κάμουν την δουλειά τους μόνοι-τους, να πάνε απάνου και κάτου χωρίς συντροφιά. Κι' όποτε έρχονταν χρήματα του ταμείου έπρεπε να τα συντροφέψουν με δύναμη εις την Οικονομίαν από τον Περαία. Και σκότωσαν - Ο Μαυροκορδάτος και οι φίλοι του, οπού γύρευαν να σκοτωθούν οι κάτοικοι, όμως να βγουν αυτείνοι βουλευταί, δεν εβήκε ούτε αυτός, ούτε εκείνοι. Βήκαν καμόσοι με τον Μεταξά· τον ακολούθησαν πίσου κι' από τους παλιούς του φίλους και το κόμμα το περισσότερον του Μαυροκορδάτου μ' αυτόν. Και οι φίλοι του οπού γύρισαν και οι άλλοι ήταν περισσότερον το χατίρι του υπουργού της Οικονομίας κι' όχι του Μεταξά. 'Οτι τα σκυλιά όταν τα μαθαίνουν εις το χασαπαρειό οι πιστικοί, μένουν πλέον εις αυτό· όσο ψωμί να ξοδιάση ο τζοπάνης, 'σ το μαντρί δεν πηγαίνουν άλλη φορά να φυλάξουν πρόβατα, να-μην τα φάγη ο λύκος. Και πρέπει ο τζοπάνης να 'χη γνώση όταν πηγαίνη πράματα εις τον χασάπη, τα σκυλιά να μην τα παίρνη μαζί του, ότι γνωρίζουν τον χασάπη τότε και θέλουν να τρώνε κοιλιές κι' άντερα. Το-λοιπόν συνάχτηκαν όλα τα σκυλιά, οι φίλοι του Μεταξά και των αλλουνών, όταν τον είδαν εις το χασαπαρειό της Οικονομίας, κι' αυτός παντύχαινε με τα σωστά του ότ' είναι πλέον δικά-του και τα τάγιζε κομμάτια. Κι' άρχισε ν' αντιπολεμή τον Κωλέτη. Κι' όντως συνάχτη ένα μεγάλο μέρος και είχαν την πολυψηφίαν. 'Ομως ανόγητα κινήματα κακό έβγαλαν κι' όχι καλό. Αφού έβλεπε αυτά ο Κωλέτης και την καταισκύνη οπού το' 'καναν εις τις Βουλές, με πλατειά καρδιά τραβούσε αυτά καμόσον καιρόν. Τράβησε πίσου τους φίλους του Μεταξά και τον άφησε μ' ολίγους -είχε και τον Βασιλέα βοηθόν- κι' έτζι δυνάμωσε. Είχε έρθη κι' ο φίλος του Μεταξά ο Γρίβας από το Μισίρι. Τον δέχτη ο Μεταξάς και οι συντρόφοι του κι' ο Φιλήμονας με τόσα εγκώμια, στεφάνια ασημένια, σε κάδρα τύπωμα κι' άλλα πολλά. Αφού απόλαψε όλα αυτά, πάγει με τον Κωλέτη αυτός, ο Κριτζώτης κι' άλλοι. Τότε έβλεπες, ήταν μια χαρά η πρωτεύουσα -κι' ο Καλλεφουρνάς ενωμένος- και κλεψές κι' άλλες ακαταστασίες πλήθος. Πγιάσαν κάτι ξένους σημαντικούς και τους γύμνωσαν. 'Ηρθε και μια γυναίκα από τη Σμύρνη με μεγάλη κατάστασιν και δυο κορίτζα να τα παντρέψη εις την Ελλάδα και να μείνη εδώ, να φκειάση σπίτι και ν' αγοράση χτήματα. Πήγαν μίαν βραδειά της πήραν και τα χρήματα και τα τζιβαϊρκά της και τ' ασήμια της κι' όλα της τα πράματα. Και διακόνευαν και ζούσαν. 'Οθεν μίλησαν, δικαιοσύνη δεν είδαν. Τότε κατάντησαν να γένουν άτιμες να τρώνε ψωμί. 'Ενας από αυτούς της κακής συντροφιάς δεν είχε συμμεθέξη εις αυτά τότε, είχε τραβηχτή, αλλά η συντροφιά είχε πίστη εις αυτόν· έρχεται και μου ξηγέται αυτά οπού κάνουν αυτείνοι οι άνθρωποι, δολοφονίες, κλεψές κι' άλλα. Μου λέγει να μη μαθευτή αυτός και κιντυνεύει εις την ζωή του -να του δώσω έναν πιστόν μου άνθρωπον να πάνε σε μέρος να του δείξη όλα τ' αντικλείδια και τις κλεψές· και τα χρήματα της γυναικός και τ' ασήμια της κι' όλο της το βιον και ξένα ρωλόγια κι' άλλα τα 'χουν 'σ ένα νησί σε μίαν τρύπα. Εγώ ήμουν απλός πολίτης, καμμίαν εξουσίαν δεν είχα· να το ειπώ του δοικητή, είναι σύντροφος του αστυνόμου· του Μεταξά, είχα πολύν καιρό οπού δεν του έκρινα, ούτε μο' 'κρινε. Το-λοιπόν αποφάσισα να το ειπώ του Βασιλέως, να δώση έναν άνθρωπον κι' ας πάγη να ιδή αυτά. Αφού τα είπα της Μεγαλειότης " του, μου λέγει· "Μπορείς αυτά να τ' αποδείξης εις το κριτήριον;- Του" " λέγω, τι έχει αυτό οπού σου λέγω εγώ με το κριτήριον; Δώσε έναν άνθρωπον" πιστόν σου να πάγη μαζί-μ' εκείνον να ιδούνε· κι' αν είναι αλήθεια όλα αυτά, να πάρης μέτρα, ότι πηγαίνει η κοινωνία κακά· έγινε ρουμάνι η πρωτεύουσά σου και δεν μπορούνε να κινηθούν οι άνθρωποι δια τις δουλειές " τους". Μου λέγει το ίδιον, να τ' αποδείξω εις το κριτήριον. Του λέγω·" Δεν έχω καμμίαν δουλειά με τα κριτήρια. Εμένα με κιντυνεύουν καθημένον εις το σπίτι μου κι' όχι ν' ανακατώνωμαι εις κριτήρια.- Μου λέγει, εις-το-εξής να είσαι ενωμένος με τον πρωτοϋπουργόν μου.- Του λέγω, δεν συνείθισα να απατώ απλούς ανθρώπους, όχι την Μεγαλειότη σου. Δεν είμαι σύνφωνος μ' αυτόν. -Σε διατάττω εγώ να είσαι σύνφωνος! -Του λέγω, δεν " μ' έχεις σκλάβον η Μεγαλειότη σου· υπήκογον μ' έχεις".


Σαν του είπα αυτό, βαρυθύμωσε πολύ. Του λέγω· "Το βλέπεις εκείνο το παλεθύρι, Μεγαλειότατε; " -Το βλέπω, μου λέγει. -'Σ εκείνο το παλεθύρι να είναι τρακόσοι, τετρακόσοι υπήκοοί σου, οι πλέον τίμιοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, θρησκευτικοί, εκείνοι οπού σου διατηρούν τον θρόνο σου, και να είναι ο Κωλέτης μ' έναν με δυο μόνον φίλους του από κείνους τους μπερμπάντες ή Κλεομένη, ή Σοφιανόπουλο, " ή άλλον τοιούτον, κ' ένας μόνον από αυτούς να του ειπή· "Ρίξε" " αυτούς όλους τους τίμιους ανθρώπους κάτου, ειδέ θα πέσω εγώ", έχει τέτοια" ψυχή, οπού ρίχνει όλους εκείνους κάτου να σκοτωθούν δια-να γλυτώση έναν μπερμπάντη. Για χατίρι αυτεινών των μπερμπάντων είναι έτοιμος να χαλάση κάθε τίμιον άνθρωπον, κάθε ηθική, το Ταμείον, το ιερόν Κράτος σου όλο και να μην αφήση κανένα γερόν πράμα και τίμιον. Και με τους τοιούτους " τήρα σε τι άχλιαν κατάστασιν είναι η ίδια-σου πρωτεύουσα". Μου λέγει" " 'σ απάντηση και πάλε να είμ' ενωμένος. Του λέγω· "Ως κυβέρνησή σου " υποτάζομαι, ως άτομον δεν θέλω να 'νεργήση την θέλησή του 'σ εκείνο οπού " δεν είναι δίκιον". Το' 'καμα το σκήμα κ' έφυγα. Μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, " άρχισε να λαβαίνη μέτρα αναντίον μου κακά. Συχνά έλεγε του Βασιλέα δια-να τον αποκοιμίση, κι'-αν μου κάμη τίποτας, να είναι προϊδεασμένος. Του " έλεγε· "Αυτός ο Μακρυγιάννης είναι καλός άνθρωπος, όμως απλός κι' ό,τι " " του λένε τα πιστεύει· ποτέ δεν ησυχάζει· και είναι επικίντυνος πολύ". Σε " λίγον καιρόν γίνονται κι' άλλες κλεψές από τον αστυνόμον και τους κλητήρες του -μπαίνουν σε ανάκρισιν από τον 'σαγγελέα και μαρτυρούνε τα νέα κλεψιμιά και τα παλιά· μπαίνουν ο αστυνόμος εις την χάψη και οι κλήτορες. Ως την-σήμερον είναι χάψη εις το μπουντρούμι της Χαλκίδος κι' από χρήματα και τζιβαϊρκά οι άνθρωποι ως την-σήμερον δεν πήραν τίποτας- ασήμαντα πράματα πήραν, τ' άλλα τα 'φαγαν όλα αυτείνοι οι καλοί άνθρωποι.


Με χιλιάδες μέσα τρόμαξαν να λευτερώσουν τον σύντροφόν τους αστυνόμο Γιαννάκον Κυργιακόν δια την τιμή τους, ότι τους έβαλαν οι άνθρωποι ομπρός κι' όλες οι 'φημερίδες. Και με πολύν καιρόν τον έβγαλαν από την χάψη. Βάλθηκαν να χαλάσουν το Σύνταμα. Φκειάνουν μίαν εταιρίαν πρώτα· 'σ έναν καιρόν να σκοτώσουν όλους τους Σεπτεβριανούς, όσοι δεν βουλλώθηκαν με την βούλλα τους. Τον όρκον τον είχε ο συνταματάρχης Γιώργη Ζέρβας Σουλιώτης εις την κασσέλλα του· κατηχούσαν μ' αυτόν και πάλε τον έβαιναν μέσα. 'Ηταν κ' ένας μ' εμάς και τον παντύχαιναν δικό-τους· κι' αφού έμαθε αυτά, βήκε έξω μίαν ημέραν ο συνταματάρχης, ο άνθρωπος έκλεψε τον όρκον αυτόν και τον πήγε του Γιάννη-Κώστα κι' αυτός τον ήφερε εμένα. Σύναξα τους Σεπτεβριανούς Κριτζώτη κι' άλλους και τον είδαν. Σε ολίγες ημέρες έστειλα και του Μεταξά και ήρθε εις το σπίτι μου, ότ' είχαμεν από τον καιρόν της Συνέλεψης να κρίνη ένας τον άλλον. Αφού τον είδε τον όρκον τρόμαξε. " Και τότε του λέγω· "Επειδήτις είχαμεν τέτοια αρετή κι' ομόνοια παθαίνομεν" αυτά, και θα μας φάνε και τα κεφάλια μας· κι' ας ενωθούμε οπίσου, ίσως και σωθούμεν. Τον Καλλέργη κι' άλλους τους έκαμαν εξορίαν, εμάς θα " μας φάνε". Κ' ενωθήκαμεν πίσου τον Μάρτιον μήνα το 1845. " Διατάττει ο Κωλέτης εις το τόξον της γιορτής της 25 Μαρτίου να μην βάλουν την επιγραφή του Συντάματος. Και πηγαίνοντας ο Βασιλέας εις την εκκλησιά κ' εμείς οι αξιωματικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί- είχε δυο συντροφιές κάμη, μίαν με τον Γιαννάκο τον Κυργιακό κι' άλλη μ' άλλους " τοιούτους: η μια κομπανία να ειπή "κάτου το Σύνταμα", η άλλη να ειπή " κάτου το Υπουργείον, και τότε να βάλη την στρατιωτική δύναμιν να πελεκήση εμάς. Αυτό το 'μαθα εγώ από φίλον στενόν· και μέσα-εις αυτό το σκέδιον 'νεργούσε κι' αυτός· τους έκανε τον φίλον. Τότε μαθαίνοντας αυτό, αντάμωσα τους οπλαρχηγούς όλους Κριτζώτη, Γρίβα, Παπακώστα κι' άλλους πολλούς και τους είπα αυτό το σκέδιον· και τους είπα 'κείνη την ημέρα να μην πάμε κανένας εις την εκκλησίαν· κι'-αν ιδούμεν τίποτας να συναχτούμεν όλοι 'σ ένα μέρος και να συνάξωμεν και τον λαόν· κι' ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν.


Μείναν σύνφωνοι όλοι να συναχτούνε εις το σπίτι μου ως παράμερον μέρος. Το κόμμα του Μαυροκορδάτου ήταν κι' αυτό πολύ φοβιμένο, ως αγαναχτισμένοι οι άνθρωποι από αυτούς δια τα όσα ακολούθησαν εις την κυβέρνησή τους, και δεν ήξεραν τι τρέχει. Εγώ ήμουν 'γγισμένος μ' αυτούς, όχι όμως να θέλω και το κακό τους. Στέλνει ο Μαυροκορδάτος τον " Κοντογιάννη κ' έρχεται εις το σπίτι μου. Του είπε· "Σύρε αντάμωσε τον " Μακρυγιάννη κι'-αν είναι κανένα κακόν, θα σου το ειπή, ότι αυτός δεν μπαίνει " μέσα-εις αυτά". 'Ηρθε κι' ο Σπυρομήλιος κι' άλλοι. Τους είπα τα τρέχοντα" και τους είπα τι αποφασίσαμεν· κι'-αν τύχη τίποτας που θα συναχτούμεν. Τότε μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, στέλνει τον Γαρδικιώτη, πήγαμεν " εκεί. Μου λέγει· "Τι 'ναι αυτές οι υποψίες οπού βάνεις των ανθρώπων χωρίς-να" " υπάρχουν; Και πρέπει όλοι να πάτε εις την εκκλησίαν, οπού θα πάγη κι' ο Βασιλέας. -Του λέγω, δεν πάμεν πουθενά· κι' ό,τι εργάζεστε τα εργάζεστε " μ' ανθρώπους και οι άνθρωποι τα λένε των ανθρώπων". Φύγαμεν με " " τον Γαρδικιώτη. Του λέγω· "Αυτός ο άνθρωπος είναι απατεώνας και ξένη " " κρεατούρα. Εσύ πρέπει να μιλήσης του Βασιλέως και να 'χης τον νου σου".


Τότε ο Κωλέτης σαν είδε αυτά, διάταξε τον δοικητή κ' έβαλε την επιγραφή του Συντάματος εις το τόξον και μίλησε της συντροφιάς τους να νεκρώσουνε αυτό το σκέδιον. Δεν πήγε κανένας απ' όσους μιλήσαμεν εις την εκκλησίαν, ούτε βήκαμεν από τα σπίτια μας. Άρχισε ο Κωλέτης να λαβαίνη μέτρα αναντίον μου και να στέλνη να με μπλοκάρη την νύχτα μ' ανθρώπους της - - Εις το κατάστημα οπού συνάζονται οι Βουλές είχαν βάλη μπαρούτι κρυφίως από-κάτου να τους αναποδογυρίσουν, όταν συναχτούν. Αυτό μαθεύτηκε, έγινε ένα μεγάλο πατριντί. Εγώ ήμουν αστενής· πήγα εις του Κριτζώτη το κονάκι. Συνάχτηκαν πολλοί οπλαρχηγοί κι' άλλοι, πιάστη η ομιλία αυτείνη. Εγώ τους είπα πρέπει να προσέχουν εκείνοι οπού φυλάνε βάρδιες και να μην γένωνται παρόμοια. Αυτό είπα. Φιλονίκησαν καμπόσο. Σηκώθηκα κ' έφυγα. 'Ρεθίζουν το ταχτικόν ότι τους ατίμησα και θέλει ο στρατός 'κανοποίηση από 'μένα. Το Φρουραρχείον με προσκάλεσε να με ξετάξη -σύντροφός τους κι' ο φρούραρχος -και τρόμαξα να ξεμπερδέψω από την άδικη κατηγορίαν. Από τότε οπού έπεσε ο Μαυροκορδάτος και η φατρία του έπεσε όλως-διόλου και η επιρροή της Αγγλίας και η δύναμη της Αγγλικής πρεσβείας. Ελαμπρύνθη ο Κωλέτης και η συντροφιά του κι' όλες οι ξεκλησμένες παντιέρες και οι σαβούρες του τόπου. Κι' ο πρέσβυς της Γαλλίας ήταν το παν και " κοντά-εις τον Βασιλέα και εις την Κυβέρνησιν. Και ήταν το "λύσε" και το " δέσε και γενικός συβουλάτορας σε όλα ο κύριος Πισκατόρης· κι' αδελφός στενός του πρώτου υπουργού Κωλέτη. Κι' ό,τι οδηγίες έστελνε ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας και η κυβέρνησή του εκείνο γένονταν. Κι' όλος ο αγώνας τους, τώρα οπού έλαβαν επιρροή και τα μέσα εδώ, είναι δια την θρησκείαν· σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες και πλήθος άλλα μέσα και κατήχησες εις τον κόσμο για-να προβοδέψουν αυτό το έργον. Μάσαν κι' όλους τους μπερμπάντες δικούς-μας και ξένους κι' αγωνίζονται εις αυτό το " αντικείμενον με μεγάλη προθυμία. Και ποιοι εργάζονται εις αυτό; Μεγάλοι " άντρες, βασιλέας πλούσιος από σοφία, από κατάστασιν, από υπηκόγους. Και " τι αγωνίζεται αυτός; Ν' αλλάξη την θρησκείαν ενού ξεψυχησμένου και μικρούτζικου" έθνους -να πάρη μισό δράμι νερόν να το ρίξη εις την θάλασσα να την γλυκάνη, να πγη νερό αυτός. Μεγάλε βασιλέα, δεν είναι δική-σου δουλειά αυτείνη. Οι θρησκείες είναι έργα ενού ανώτερου βασιλέα, του Θεού. Θέλει αυτός ν' ακούγη δοξολογίαν ξεχωριστή από την δική-σου. Θέλει κάθε έθνος κατά την θρησκείαν του να τον σέβεται, να τον λατρεύη και να τον δοξάζη. Οι ψεύτες και οι κόλακες, οπού σας κάνουν όλους εσάς τους βασιλείς με την γλυκή τους γλώσσα και χάνετε την δικαιοσύνη σας και γίνεστε επίορκοι εις τον Θεόν και δοξολογάτε τον διάβολον, αυτείνοι δεν πιστεύουν Θεόν. Δεν δουλεύουν δια την πατρίδα και θρησκεία αυτείνοι, δουλεύουν οι γενναίγοι άντρες και σκοτώνονται δι' αυτά. Εκείνοι θέλουν να 'χουν την θρησκεία τους και να δοξάζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγεστε κ' εσείς δίκαιοι βασιλείς, επίτροποι του Θεού, όταν τους αφίνετε ελεύτερους εις τα αιστήματά τους. Και ζήτε δοξασμένοι από τους υπηκόγους σας κι' όχι από τους τεμπέληδες. 'Οχι να κάθεσαι εσύ, ένας μεγάλος βασιλέας, και να καταγένεσαι ν' αλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ανθρώπους, οπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι και σβυσμένοι από την κοινωνίαν. Εκείνος οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν' αλλάξουν την θρησκείαν τους και δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Τώρα ο Θεός, ο δίκιος και παντοδύναμος, οπού ορίζει κ' εσένα, ανάστησε αυτείνο το μικρό έθνος και θέλει να δοξάζεται απ' αυτό το μικρό ορθόδοξο έθνος ορθοδόξως κι' ανατολικώς, καθώς οι εδικοί-σου υπήκοοι τον δοξάζουν δυτικώς. Κ' εσύ ο μεγάλος χριστιανός δυτικός βασιλέας, ο επίτροπος του Θεού εις τον λαόν σου, πρέπει να προσέχης να 'χη αυτός ο λαός αρετή και ηθική και να τον παρακινής να δοξάζη τον Θεόν κατά την θρησκείαν του· κ' εσέναν και την πατρίδα του να σας σέβεται, κι' όχι να χάνης τις βασιλικές σου στιμές και τις " πολυτίμητες να οδηγής τον "γκενεράλ" Κωλέτη σου, (οπού δεν ήξερε πως " βάνουν την πέτρα εις το ντουφέκι και τον ονόμασες και γκενεράλη· ότι οι Μεγαλειότες σας όλους τους τοιούτους τους τιμάτε και δοξάζετε, ότι αυτείνοι εκτελούν την θέλησή σας), και καταγίνεται να γυρίση από την θρησκεία τους τους απογόνους των παλιών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκο Μπότζαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι' αλλουνών πολλών, οπού θυσιάσαν και την ζωή τους και την κατάστασίν τους δι' αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι' αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Η Μεγαλειότη σου μπορεί να μην τα ξέρης " αυτά· ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του δεν τα ξέρουν; Ο Μαυροκορδάτος και " " οι οπαδοί του δεν τα ξέρουν; Και οι άλλες οι φατρίες δεν τα ξέρουν, να σας " " ειπούνε, της Μεγαλειότης σας και της συντροφιάς σας, ότι· "Αυτό δεν γένεται" εις την θρησκεία μας και εις την πατρίδα μας, ότι αυτείνη η θρησκεία κι' αυτείνη η πατρίδα είναι δική-μας και μας τίμησε κιόλα και μας γιόμισε δόξες, σταυρούς και μας έδωκε βαρυούς μιστούς και μας έκαμεν Εκλαμπρότατους και μας τιμάει και μας σέβεται, οπού ήμαστε πρώτα τουρκοκόπελα " και τώρα εγίναμεν τοιούτοι". Αν είναι τοιούτοι αυτείνοι όλοι, προδότες" της θρησκείας τους κι' όλων των τίμιων ορθοδόξων Χριστιανών, ο Βασιλέας " μας διατί αμελεί απάνου-εις αυτό; 'Οταν δέχτη να 'ρθή να βασιλέψη κι' ορκίστη" ότι θα βασιλέψη και θα δοικήση 'Ελληνες ορθόδοξους χριστιανούς και θα τους διατηρήση θρησκεία, τιμή, κατάσταση και συνταματικώς θα κυβερνάγη- " όλα αυτά η Μεγαλειότης του διατί τα αμέλησε και τα τζαλαπάτησε;" Μάθαινα από ανθρώπους τίμιους ότι η κατήχηση των ξένων αναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τα μάτια μου. Πάγω εις τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη, τον παίρνω σε μίαν κάμαρη, του λέγω πως ήρθε εις αυτείνη την πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οι άλλοι γιατροί οπού 'ρθαν φέραν " κι' από 'να γλυστήρι και γιατρικά και τήραγαν τους αστενείς· "Εσύ, του" είπα, ούτε αυτά ήφερες, ούτε αστενείς κύταξες. Ετιμήθης, δοξάστης από την πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυρούς, χρήματα· -δεν μας αφίνεις πλέον ήσυχους να ζήσουμεν εδώ εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα με την θρησκεία μας, αλλά " μας τζαλαπατάς και μας διαιρείς;" Αφού του είπα πολλά, του λέγω· "Γνωρίζομεν" τις ενέργειες τις μυστικές των ξένων οπού εργάζονται δια την θρησκεία μας -θρησκείαν δεν αλλάζομεν εμείς, ούτε την πουλούμεν! Σου είπα και εις 'Αργος, όταν γύρισες με τον Αγουστίνο και γέλαγες εμάς τους άλλους· το κεφάλι του Καποδίστρια έγινε μια τρύπα κ' εσένα θα γένη καυκιά. Τότε, όταν σ' απάτησαν εις τα νιτερέσια σου και θα σε σκότωναν, γύρισες μ' εμάς και τρομάξαμεν να σε σώσωμεν και να σωθούμεν κ' εμείς, όσοι μείναμεν. Τώρα θα γένης κομμάτια από αυτά οπού εργάζεσαι εσύ με τους όμοιους σου κι' αφίνεις και τους ξένους κ' εργάζονται δια την θρησκείαν " μας". 'Ηρθε κ' έγινε κατακίτρινος και πέρασε καμπόσο διάστημα να μου " " δώση απάντησιν. Μου λέγει· "Η Κυβέρνηση πρέπει να λάβη μέτρα δια " " 'σένα. -Του είπα, κουσούρι να μην κάμης εσύ και η Κυβέρνησή σου!" Σηκώθηκα" κ' έφυγα. Τότε έστειλε στρατιώτες, την νύχτα, μου τρογύριζαν το σπίτι. 'Οτι καθώς εγίναμεν κουμπάροι τους είχε σηκώση· σαν είδε οπού δεν απόλαψε τίποτας από την κουμπαριά του, έβαλε εκ-νέγου στρατιώτες και φίλους του πιστούς κι' αφού με φύλαγαν, έρχονταν και πέτρες εις το σπίτι μου δια-να βγω να τους μιλήσω, να κάμουν τον κακό τους σκοπόν. Αυτό το πετροβόλησμα το ακολουθούσαν πάντοτες. Μίλησα του υπουργού του Στρατιωτικού Τζαβέλα, του-κάκου. Το 'βαλα εις την 'φημερίδα. 'Ερχονταν πάντοτες άνθρωποι και μο' 'λεγαν να φυλαχτώ, ότι θα με σκοτώσουνε. Μίαν ημέρα έρχεται ο υποστράτηγος Γιατράκος· ήταν κι' ο Μαμούρης ομπροστά· μου 'χε παραγγείλη κι' άλλες φορές· αυτός ήταν μ' αυτούς, όμως ως συναγωνιστή τον είχα και εις τον όρκον πρωτύτερα. Μου λέγει ομπρός-εις το Μαμούρη " ότι· "Σου παράγγειλα τόσες φορές θα σε σκοτώσουν χωρίς άλλο και θ' αφήσης" τόση φαμελιά εις τους πέντε δρόμους. Σου είπα να 'νωθής μ' αυτούς, καθώς ενωθήκαμεν όλοι· εσύ δεν θέλεις. Σαν δεν θέλης, φυλάξου, ότι θα σε σκοτώσουν. 'Εχεις πολλούς οχτρούς. -Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δεν λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα δια το νιτερέσιον μου. 'Οταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα 'νεργήσω κι' ό,τι θέλουν " ας μου κάμουν". Είχε κάμη μεγάλη κάψη· και οι κόρυζες και τα κουνούπια" μας αφάνισαν κλεισμένους όλους μέσα· και μ' αρρώστησε όλη μου η φαμελιά. Μίαν ημέρα καθόμουν εις την κρεββάτα· ήταν κι' άλλοι άνθρωποι, και μιλούσαμεν. Απόξω τα τείχη του περιβολιού μου πέρναγαν δυο άνθρωποι, " και καταπάταγαν τον τόπον. Λέγει ένας· "Αυτείνοι δεν είναι καλοί άνθρωποι"." Και πιάσαμεν πάλε την ομιλίαν. Το βράδυ ήρθαν εναδυό φίλοι εις το σπίτι μου κι' ο δήμαρχος των Μεγάρων. Φάγαμεν ψωμί. 'Επεσαν να κοιμηθούν εις την ταράτζα. Λέγω κ' εγώ ας κοιμηθώ, τώρα οπού 'ναι τόσοι άνθρωποι εις την ταράτζα· και είχα και δυο-τρεις δικούς-μου. Την νύχτα σηκώθηκα· από-μέσα το περιβόλι μου, εις τ' αγκωνάρι του σπιτιού μου φύλαγαν άνθρωποι, μο' 'δωσαν ένα ντουφέκι -πέρασε από το μπλέφαρό μου· δεν με πήρε. Ρίχτηκα εγώ πήρα το ντουφέκι μου, έρριξα· έρριξαν κ' εκείνοι πάλε. Φύγαν. Τότε βήκαμεν έξω αναντίον αυτεινών. Πήραν ποδάρι, νύχτα, φύγαν. 'Ηταν και τ' Αλώνια -ανακατεύτηκαν οι άνθρωποι. 'Αλλοι, συντρόφοι τους αυτεινών, " έλπιζαν ότι με σκότωσαν· είπαν· "Τρόμαξε να βγη όξω η νύφη, οπού" " κοπιάζαμεν τόσον καιρό". Αυτό τ' άκουσαν οι άνθρωποι εις τ' Αλώνια, δεν " γνώρισαν τους ανθρώπους. Την ημέρα ήρθε ο αστυνόμος, ο μοίραρχος -της συντροφιάς τους -να ξετάσουνε. Δεν θέλησα να τους μιλήσω τίποτας. Τότε έφκειασα μίαν έκθεσιν εις τον τύπον, έβαλα και την κόπια του όρκου, οπού θα σκότωναν τους Σεπτεβριανούς, και τ' άλλα όλα. Σηκώθηκα και πήγα και μίλησα και του Βασιλέα καμόσα και του υπουργού του Στρατιωτικού. Τους είπα, εις-το-εξής τόμως ιδώ άνθρωπον οπού να με φυλάγη, θα ρίξω να τον σκοτώσω. Τότε με προσκαλεί ο υπουργός του Στρατιωτικού και βάνουν ανακριτάς και μ' ανάκρεναν τόσες ημέρες. Προσκάλεσα κι' όσους ήταν εις

το σπίτι μου μάρτυρες. Ο Γιατράκος αρνήθη όλως-διόλου, οπού τον άκουσε κι' ο Μαμούρης, ο Χατζηχρήστος κι' άλλοι τόσοι αξιωματικοί. Τον φώναξε ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του κ' έγινε επίορκος. Σε λίγον καιρόν έφκειασαν του αδελφού του το κεφάλι εις την πατρίδα του σκαφίδα, τον δολοφόνησαν την νύχτα. Τότε βάργε το κεφάλι του ο υποστράτηγος. Οι Βουλές κι' όλες οι 'φημερίδες θέλανε η Κυβέρνηση ν' αποδείξη τους αίτιους της εταιρίας οπού 'ναι αναντίον των Σεπτεβριανών και του Συντάματος. 'Εβαλαν 'πιτροπή οι Βουλές να συναγροικιέται με την Κυβέρνησιν περί αυτής της εταιρίας. Ο Κωλέτης αντίς-δια τον συνταματάρχη Ζέρβα, οπού 'χε τον όρκον, το έρριξε εις έναν Αντώνη Πατέρα λοχαγό. Τον φαρμάκωσαν κι' αυτόν, πέθανε. Και γύρα-γύρα, σήμερα ταχιά, σαν είδε ότι το πράμα χοντραίνει, γύρισε και καμόσους από την 'πιτροπή βουλευτές και γερουσιαστές κ' έμεινε ως την σήμερον νεκρό και παγωμένο. Εγώ, αφού έγινε η μεταβολή της Τρίτης-Σεπτεβρίου και κατατρέχτηκα απ' όλους αυτούς, Μεταξά, Μαυροκορδάτο, Κωλέτη και συντροφιές τους, ακολουθούσα να 'νεργάω τον όρκον δια τα έξω· κ' έστελνα τίμιους ανθρώπους και κατηχούσαν· και σύσταιναν και 'πιτροπές. Κι' αγροικιώμουν παντού μέσα κ' έξω. Και μο' 'στελναν κ' εμένα ανθρώπους και γράμματα. 'Ηρθε ένας άνθρωπος από την Γουργαροσερβία στελμένος 'σ εμένα και εις τον Χατζηχρήστο και τον Κωλέτη, επειδή ήταν εις τα πράματα και είχε κι' αυτός αυτείνη την ιδέα και την μίλησε και εις το βήμα της Συνελέψεως. Από τους ανθρώπους οπού 'στελνα έξω, ως φαίνεται, κανένας είχε φίλον κι έναν σημαντικόν Τούρκον -ήταν αναντίος του Σουλτάνου. Σαν έγινε η μεταβολή της Τρίτης-Σεπτεβρίου κ' έμαθε ο Τούρκος αυτός ότι 'νέργησα κ' εγώ κατά δύναμιν, υποπτεύτηκε να-μην κινηθούμεν μ' αυτείνη την ορμή και δια έξω αναντίον τους. Βρίσκει ο Τούρκος εκείνος έναν φρόνιμον Ρωμιόν και τον ορκίζει και του δίνει τα μέσα και του λέγει να 'ρθή να μ' ανταμώση. Μου λέγει· Ο τάδε Τούρκος μ' έστειλε να σ' ανταμώσω -να μην ξέρη άλλος κανένας, ότι προδίνεται και χάνεται. Μου είπε να σου ειπώ, αν έχετε σκοπόν να κινηθήτε όποτε είναι καιρός, να βάλωμεν ένα καβούλι να μας φυλάξετε τιμή και κατάστασιν και να 'χωμεν κ' εμείς τα ίδια δικιώματα· κι' αυτός σας βρίσκεται " με δέκα-χιλιάδες ανθρώπους". 'Εκατζε 'δώ καπόσες ημέρες. Του λέγω" " μίαν ημέραν· "Να πας να ειπής αυτά του Κωλέτη". Τον έπιασε τρομάρα " " τον άνθρωπον. "Δεν πηγαίνω, μου λέγει, εις αυτόν, ότι χανόμαστε. -Του " λέγω, να πας καθώς θα σου ειπώ εγώ, ότι θέλω να μάθω τι φρονεί αυτός δια " τα έξω· να τον ορκίσης και να του ειπής "ένας Τούρκος μ' έστειλε" -ούτε " τ' όνομά του, ούτε την πατρίδα του· και να του ειπής όσα μου είπες εμένα. Και μ' έστειλε, να του ειπής, 'σ εσένα και εις τον Μακρυγιάννη, κι' όποτε " είναι καιρός αγροικιέστε εσείς οι δυο μ' εμένα κ' εγώ μ' αυτόν". Και του " " είπα· "Να μην του ειπής ότι μ' αντάμωσες εμένα και μου μίλησες, αλλά " " πρωτοπήγες εις αυτόν". Πήγε τον αντάμωσε και του είπε να πάγη το βράδυ. " Αφού πήγε το βράδυ, του λέγει αυτά κι' ότι τον έστειλε ο Τούρκος 'σ αυτόν " και 'σ εμένα. Του λέγει ο Κωλέτης "Να-μην πήγες εις αυτόν; -'Οχι. " Πρώτα ήρθα εις την Εκλαμπρότη σου, έτζι είμαι διαταμένος. -Μην πας 'σ αυτόν τον μπερμπάντη. Αυτός είναι εις την οργή του Βασιλέως, ότι απάτησε τον λαόν και τους όρκισε και τους πήρε τις υπογραφές τους κ' έκαμε αυτό το μπερμπάντικο πράμα. Και μ' αυτό οπού 'καμεν θα λάβη τα 'πίχειρα " της κακίας του". Τον ορκίζει να μη μου ειπή εμένα παρόμοιον, ούτε αλλουνού" αυτό. Του είπε ότι αυτός έχει 'νεργήση και μ' άλλους σημαντικούς κι' " όποτε είναι καιρός, "έχομεν όλες τις ετοιμασίες και θα λευτερώσουμε όλα " " αυτά τα μέρη". Πήγαν άνθρωποι πολλοί -του είπε να γυρίση την άλλη 'μέρα " να του μιλήση ακόμα. Τον άνθρωπο τον στένεψε να μάθη τ' όνομα του Τούρκου. 'Ερχεται μου λέγει αυτά, καταλυπημένος διατί να τον στείλω εκεί, και " μπορεί να προδοθή. Του λέγω· "Αυτά ήθελα να μάθω εγώ. Σήκου να πας " " εις την δουλειά σου και να μη ματαπάς εις αυτόν". Του είπα τι να μιλήση " και του Τούρκου. Και πάγει κι' αυτός εις την δουλειά του· και δεν τον ματάειδε ο Κωλέτης. Και βήκα κ' εγώ από την απάτη, οπού νόμιζα κάτι μπορεί να βγη από αυτόν δια τους αδελφούς μας τους σκλαβωμένους. Αφού κι' ο Μεταξάς τον γνώρισε καλά, απαρατήθη. Είναι η αλήθεια ότι εις την Οικονομίαν όσο εστάθη έκαμεν τα χρέη του πολλά τίμια και πατριωτικά· κι' ωφέλησε το δημόσιο κι' άφησε και καμόσα χρήματα εις το ταμείον. Και βγαίνοντας αυτός, τα πάστρεψε ο Κωλέτης και η συντροφιά. Πήρε με το μέρος του πολλούς βουλευτάς πολιτικούς και στρατιωτικούς, 'διοτελείς όλους, Κριτζώτη, Γριβαίους, Παπακώστα κ' επίλοιπους κ' έκαμεν δια 'νεργείας αυτεινών τους κακούς του σκοπούς -ωφελήθηκαν κι' αυτείνοι. Κι' αφού τους καταλάσπωσε, τους δίνει μίαν κλωτζά. Και τους κατατρέχει όλους. Τότε κι' αυτείνοι θέλησαν να δείξουν τα πατριωτικά τους αιστήματα εις την Βουλή -γύρισαν με την αντιπολίτεψιν. Ο Κωλέτης είχε κάμη όλα του τα θελήματα εις την Βουλή και τότε οπού δεν τους είχε ανάγκη τους κυνήγησε. Και γίναμεν συντρόφοι. 'Οταν ήταν μ' αυτόν με κατάτρεχαν κι' αυτείνοι " όλοι. Τώρα μο' 'λεγαν· "Πως τον γνώρισες εσύ κ' εμείς απατηθήκαμεν;" -Κ' εσείς, τους είπα, τον γνωρίζεταν καλύτερα από 'μένα, όμως η 'διοτέλεια " τα 'κανε αυτά". " 'Νέργησα κ' έγιναν συντρομηταί εισέ όλο το Κράτος και κάμαμεν μίαν " εφημερίδα "Εθνοκρατία" και βαρούγαμεν με φρονιμάδα τα κακά. Αυτείνη " η 'φημερίδα πείραζε τον Κωλέτη και συντροφιά του διατί μιλούσε με ηθική κ' έλεγε τα σφάλματά τους. 'Ηταν τρεις καλοί νέοι και με μεγάλη αρετή οπού γράφαν κ' εγώ ήμουν ταμίας. 'Ενα βράδυ, τη νύχτα, να ένας άνθρωπος βαλμένος να με δολοφονήση. 'Ηξερε την ώρα αυτείνη, οπού καθόμουν μόνος-μου εις την κάμαρά μου, παράμερη. Είχε κι' άλλους τέσσερους ανθρώπους· δυο άφησε εις την αυλόπορτα, δυο ήφερε απάνου εις την άλλη πόρτα κι' αυτός μπήκε μέσα. Είχαν και τα διαβατήριά τους βγαλμένα από τρεις ημέρες πρωτύτερα. Μπήκε μέσα, είδε " τους ανθρώπους, μου λέγει· "'Εβγα 'σ την σάλλα, κάτι θα σου μιλήσω μυστικά." -Του λέγω, μίλησέ μου εδώ. -'Οχι, λέγει, έξω. -Σύρε, του λέγω, " εις την σάλλα κ' έρχομαι". Μπήκε εις την σάλλα. Οι άνθρωποί μου έτρωγαν " ψωμί κάτου-εις το υπόγειον κλεισμένοι όλοι, ότ' ήταν κρύο πολύ. Τότε τους λέγω να 'ρθούν απάνου. Εγώ πήρα το μαχαίρι μου και το είχα από-κάτου εις την καπότα μου· και πήγα κ' έκατζα κοντά του, εις τα δεξιά του. Του " λέγω· "Τι ορίζεις, αδελφέ; 'Αλλη βολά εις το σπίτι μου δεν εκόπιασες.- " 'Ηρθα κι' άλλη βολά, μου λέγει, με τον αρχηγό μου τον Γρίβα. -Τι θέλεις " τώρα τη νύχτα; -Θέλω, λέγει, ωρέ, τα δίκια μου! -Τι δίκια ζητείς από " " 'μένα; Βασιλέας είμ' εγώ, Κυβέρνηση είμαι, Βουλές είμαι; Ο αρχηγός, οπού " είσαι, είναι Γενικός Επιθεωρητής, είναι βουλευτής. Εγώ είμαι ένας ιδιώτης " κατατρεμένος· κάθομαι εις το σπίτι μου. -Από 'σένα θέλω τα δίκια μου!" " Εις τον ίδιον καιρόν μπήκαν και οι άνθρωποί μου μέσα. Τότε άρχισε να χάνη " την γενναιότητα. Του είπα· "Πήγαινε εις την δουλειά σου και να μη ματαρθής" " εδώ". Βγαίνοντας έξω, είδαμεν και τους συντρόφους του αρματωμένους." Αυτό το πράμα το είπα κι' αλλουνών, κ' ένας φίλος μου είπε ότ' είχαν βγάλη και τα διαβατήριά τους προ ημερών -ήταν εις την αστυνομίαν όταν τα 'βγαλαν. Ούτε πήγαν πουθενά. Κι' όταν πήγαν εις την πατρίδα τους το καυκήθηκαν αυτό, έμαθα, μ'-όλον-οπού δεν πέτυχαν τον σκοπόν τους. Αφού ο Κωλέτης έκαμεν την δουλειάν του καθώς ήθελε με τις Βουλές, τότε τους διάλυσε για-να 'νεργήση να γένουν νέες. Τότε ο Κριτζώτης, Γρίβας, Παπακώστας, Μαμούρης κι' άλλοι ενώνονται με τον Μεταξά και Μαυροκορδάτο και γίνονται ένα. Μου λένε κ' εμένα να ενωθώ. Τους λέγω δεν θέλω μήτε υπέρ, μήτε κατά. 'Οταν ιδώ πράματα πατριωτικά και φρόνιμα, " είμαι μαζί τους, ειδέ δεν είμαι· "Και δεν είμαι και προδότης να σας προδίνω"," είπα του Μεταξά και Μαυροκορδάτου. Ο Κωλέτης, σαν φύγαν αυτείνοι, " μου στέλνει τον Γαρδικιώτη να πάγω, με θέλει. Σηκώθηκα πήγα. "Αγαπητέ" " κουμπάρε, τόσον καιρόν εδώ πλησίον σου και να μην έρθης να σε ιδώ;-" Του λέγω, έχεις πολλές δουλειές και δεν σε βαρύνω κ' εγώ με την παρουσίαν " μου. Τι με θέλεις; -Σε θέλω να σε ιδώ". Του λέγει ο Γαρδικιώτης· "Ο " Μακρυγιάννης είναι κουμπάρος μας, να έμπη τώρα εις τις εκλογές τις νέες βουλευτής αυτός κι' ο Βλάχος, να 'μπης κ' εσύ κι' ο Καλλεφουρνάς. Και να " ενωθούμεν όλοι. -Αγαπητέ Γαρδικιώτη, ο Μακρυγιάννης να 'μπη βουλευτής; " Εγώ τον έχω να τον κάμω γερουσιαστή! Εγώ θα τον κάμω αρχηγό της Εθνοφυλακής, θα τον κάμω 'πασπιστή του Βασιλέως -όσα μιλήσαμεν οι τρεις όταν ορκιστήκαμεν· κι' όποτε βρούμεν τον καιρόν, να τηράξωμεν δια τα έξω, ν' αξήνωμεν την πατρίδα μας. Ο Μακρυγιάννης έφκειασε αυτό το τραπέζι, οπού καθόμαστε, και μας σύναξε όλους· κι' αφού το 'στρωσε, σηκώθη κ' έφυγε και μας άφησε μοναχούς. Εγώ του είχα τον Μεγαλόσταυρον έτοιμο. Ο Μακρυγιάννης (λένε του Βασιλέα, λένε εμέναν) κάνει νέους όρκους και " παίρνει υπογραφές". Εγώ λέγω του Βασιλέα· "Ψέματα, Μεγαλειότατε". Ο " Μακρυγιάννης τώρα εις τις νέες Βουλές πρέπει να συντρέξη την Κυβέρνησιν να μπούνε εκείνοι οπού θα διορίσω κ' εγώ, δια-ν' ακούγεται και εις τους έξω ανθρώπους ότι ο Κωλέτης είναι με το μέρος του... και τον υπολήπτονται οι 'Ελληνες. Ο Μακρυγιάννης πρέπει εις-το-εξής να είναι με το πνεύμα της Κυβερνήσεως. -Κύριε Κωλέτη, στάσου να σου μιλήσω κ' εγώ. -Σ' ακούω, αγαπητέ. -Δεν ήρθα μόνος-μου εδώ· έστειλες τον Γαρδικιώτη και με φώναξες: Ούτε βουλευτής θέλω, ούτε γερουσιαστής, ούτε αρχηγός, ούτε 'πασπιστής, ούτε σταυρό -ούτε εσύ μου τα δίνεις, ούτε εγώ τα φαντάζομαι. Υπογραφές κι' όρκους νέους οπού μου λες δεν έκαμα και κανένας από σας δεν θέλω να έχη εσπλαχνία 'σ εμένα. Ομιλίες και συνωμοσίες είχα κάμη νέες, να βάλω εσέναν 'σ τα πράματα και τους φίλους σου, οπού είσαστε ως την σήμερον. Εις αυτείνη την συνωμοσίαν έβαλα και τον ίδιον Βασιλέα, να σε βάλη εις τα πράματα, οπού είσαι. Αν έστρωσα το τραπέζι και κάθεστε και τρώτε εσείς, αν έφαγα καμμίαν χαψιά, να σας πλερώσω το κόστος. Συντροφιά δεν θέλω αν δεν ιδώ να κυβερνάγη η αρετή κι' ο πατριωτισμός. Τι με γυρεύεις " σύντροφον; Εσύ στέλνεις ένα λόχο και κάποτε δυο και με τρογυρίζεις ως-να " ήμουν

ο μεγαλύτερος κακούργος, δια-να με δείχνης εις τον κόσμον και εις τον Βασιλέα ότ' είμαι τοιούτος κ' εσύ προσέχεις δια 'μένα τον κακόν άνθρωπον, δια-ν' ασφαλίσης το Κράτος και τον Βασιλέα από 'να ληστή. Πόσες ληστείες είδες από 'μένα κι' απ' όσους οδηγούσα όταν ήσουνε εις τα πράματα, εις την " Επανάστασιν; Τότε οπού ήμουν νέος και χωρίς γυναίκα και παιδιά, ήμουν " φρόνιμος· τώρα οπού γέρασα και είμαι φορτωμένος τόσον κόσμο φαμελιά, " τρελλάθηκα; Θα κάτζω εις το σπίτι μου· ούτε την Κυβέρνησιν βοηθώ, ούτε " είμαι αναντίος της. Κι' αυτείνη την υποψίαν οπού 'χεις, τώρα οπού τραβήχτη ο Κριτζώτης και οι άλλοι, να-μην ενωθώ μ' εκείνους, δεν ενώνομαι, ότ' είναι " εγωιστές και δεν κάνουν δουλειά πατριωτική". Και σηκώθηκα κ' έφυγα." Ο Κριτζώτης, Γρίβας, Μαμούρης, Παπακώστας κι' άλλοι ενώθηκαν με τον Μεταξά, Μαυροκορδάτο κι' άλλους και πάνε δια τις νέες εκλογές να κάμουν δύναμιν να 'ρθούνε αναντίον της Κυβέρνησης. Και συνομίλησαν να γένη μίαν ημέρα κίνημα παντού, ώστε η Κυβέρνηση να μην μπορή να προφτάση. Δεν ήταν πατριωτική η καρδιά τους. Πήγε ο Γρίβας εις την Βόνιτζα, σήκωσε την σημαία. Τον πλάκωσαν χωρίς-να ρίξη ντουφέκι, τον έρριξαν εις την θάλασσα. Αν δεν τον σώναν οι 'Αγγλοι, ήταν χαμένος. Πήγε εις την Αγιομαύρα με καμμίαν ογδοηνταριά ανθρώπους οπού 'χε, έκατζε καμόσες ημέρες κι' από-'κεί πήγε εις την Πρέβεζα κι' από-κεί 'σ τα Γιάννενα. Τελειώνοντας αυτός, σηκώνεται ο Φαρμάκης μ' άλλους εις τον 'Επαχτον. Παίρνει ο Μαμούρης του Μεταξά και Μαυροκορδάτου τριάντα-πέντε-χιλιάδες δραχμές, οπού σύναξαν συνεισφορά δια-να βοηθήσουνε αυτό το κίνημα, τους γέλασε και γύρισε με την Κυβέρνησιν. Πήγε και σκοτώνεταν με τους συντρόφους του, τον Φαρμάκη και τους άλλους. Γύμνωσε κι' ένα χωριόν, κεφαλοχώρι του Κράβαρι, οπού ήταν ο Φαρμάκης μέσα και τ' άφησε κ' έφυε· μπήκε ο Μαμούρης με το φουσσάτο της Κυβέρνησης, δεν τους άφησαν ούτε στάχτη. Καταπολέμησαν τον Φαρμάκη, τον νίκησαν. Τον έπιασαν μ' άλλους και τον πήγαν εις το Παλαμήδι. Σηκώνεται ο Κριτζώτης εις την Χαλκίδα. Πάγει ο Γαρδικιώτης μ' όλη την δύναμη, πολεμούν. Κόβει το κανόνι το χέρι του Κριτζώτη. Σώθη εις την Χιόν. Ρήμαξε το Γριπονήσι το φουσσάτο κι' ο αρχηγός Γαρδικιώτης. Και σκοτώθη τόσος κόσμος. Σηκώνεται ο Παπακώστας, Κοντογιανναίγοι, Μπαλατζός, Βελέτζας κι' άλλοι πολλοί, δεν μπόρεσαν να κάμουν τίποτας. Πάνε εις την Τουρκιά. Καταφανίστηκαν κι' αυτείνοι κι' ο τόπος. Οι πολιτικοί αρχηγοί τους εδώ νεκρωμένοι· με δόλο το ένα μέρος με τ' άλλο 'μονοιασμένοι, με τα χείλη κι' όχι με την καρδιά· άλλα 'νεργούσε το 'να το μέρος και το άλλο άλλα. 'Οσοι σηκώθηκαν έπαθαν κι' αυτείνοι, οι δυστυχισμένοι, κι' ο τόπος 'σ άχλιαν κατάστασιν. 'Οταν σηκώθηκε ο Βελέτζας με τους άλλους, ηύρα κ' εγώ τον διάβολό μου. Ο υπουργός του Πολέμου ο Τζαβέλας είπε ότι του έδωσα τα μέσα και τον έβγαλα έξω κι' ότι και του Κριτζώτη του έστειλα ανθρώπους· κι' αν ανακατώθηκα εις αυτά όλα, είμαι άτιμος άνθρωπος. Με φύλαξε ο Θεός και με φώτισε, ότι έβλεπα την συντροφιά τους ολουνών, και στρατιωτικών και πολιτικών, και την 'λικρίνειάν τους, και δεν ανακατώθηκα. Και τρόμαξα να σωθώ από αυτείνη την αδικίαν. 'Οτι με διαβάλαν και εις τον Βασιλέα. Ο Κωλέτης άρχισε να κάμη τις εκλογές. Αν δεν είχαν οι συντρόφοι του ψήφους πολλούς κατά τον νόμον, γιόμιζαν τις κάλπες αυτοί και της Κυβέρνησης τα όργανα. Παντού εις το Κράτος γίνηκαν σκοτωμοί κι' αφανισμός των κατοίκων. Ο Κωλέτης πήρε όλες τις εκλογές, κι' ο Μαυροκορδάτος ούτε εις τις εκατό μία. 'Εχει όμως την δόξαν ο Μαυροκορδάτος ότι 'σ τις πρώτες εκλογές έδειξε αυτός με τους συντρόφους του το παράδειμα. Βήκε κι' ο Κωλέτης από την Αθήνα βουλευτής κ' έβγαλε και τον Καλλεφουρνά, τον Βρυζάκη και Πετράκη, ανθρώπους της μπιστοσύνης του. Τ' άλλο το μέρος Μεταξάς, Βλάχος, Ζαχαρίτζας, Σκουρτανιώτης απέτυχαν. Εγώ καθόμουν εις το σπίτι μου, δεν ανακατώθηκα ούτε 'σ το 'να το μέρος, ούτε 'σ τ' άλλο. Αφού ο Κωλέτης κιντύνεψε τον Κριτζώτη κι' αλλουνούς και τους έδιωξε από την πατρίδα τους, οπού 'χυσαν το αίμα τους εις τους κιντύνους της, και πάνε εις τους Τούρκους να βρούνε άσυλο, ήρθε και η αράδα η δική-μου να με βγάλη από τα μάτια του. Κάνει συβούλιον με τους φίλους του πως να μπορέσουν να με συλλάβουν την νύχτα. 'Ερχονταν και με φύλαγαν να βρούνε καιρό. Φίλοι ήρθαν μου είπαν ότι μιλούσε αυτός ο καλός άνθρωπος αυτά 'σ ενού Δεσπότη φίλου του το σπίτι, οπού οϊντίζει κ' εκεινού του άγιου ανθρώπου η ψυχή μ' εκεινού. 'Ηρθαν κι' άλλοι, οπού άκουσαν τα ίδια μέσα-εις την Γραμματείαν. Είδα και τους ανθρώπους οπού με τρογύριζαν εκ-νέου να μου κάμουν αυτείνη την τιμή. 'Αλλοι με βιάζαν να φύγω να σωθώ. Εγώ τους έλεγα από το σπίτι μου δεν μπορώ να φύγω κι' ό,τι μ' εύρη να μ' εύρη εδώ. Τότε κάθομαι και φκειάνω μίαν έκθεσιν κ' έλεγα πως με ζήτησε ο Κωλέτης τόσες φορές και τι ήταν οι σκοποί του, τι δουλεύει δια την πατρίδα και θρησκεία, πως πιάστηκα μ' αυτόν, πως έστειλε εις-το-υστερνό το Γαρδικιώτη και πήγα εκεί· κι' ό,τι μου είπε κι' ό,τι του είπα. Το 'φκειασα αυτό, το 'δωσα ενού φίλου μου· του είπα, αν κλειστώ εις το σπίτι μου -με βιάσουν αυτείνοι, ή με διώξουν, ή με σκοτώσουνε -αυτός ευτύς να το δώση εις τους τύπους· και τους όρκιζα όλους να το βάλουν. 'Εσασα τ' άρματά μου όλα, μίλησα και πέντ'-έξι παιδιών να 'τοιμαστούν να το βροντήσουμεν " ώσο-να λυώσουμεν. 'Ετοιμοι αυτείνοι οι αγαθοί άνθρωποι· "Πεθαίνομεν, μου " " λένε, όποτε θέλεις!". " Τότε έκρινα εύλογον να πάγω να τους μιλήσω πρώτα εκεινών. Πήγα εις τον Γαρδικιώτη, οπού ήταν παρών όταν μίλησα του Κωλέτη, οπού 'ρθε ο Γαρδικιώτης και με πήγε. Δεν τον ηύρα το Γαρδικιώτη. Είχε πάγη εις την Κόρθο να συβιβάση τα οτζάκια των Νοταράδων, ότι τρώγονταν. Πήγα εις τον Παλαμήδη· ήταν υπουργός του Εσωτερκού. Του είπα όσα μου κάνει ο αφέντης του κι' αυτείνοι και να τα ειπή του Βασιλέα όλα κι' εκεινού του μπερμπάντη. Μου είπε ότι πάγει και μιλεί, όμως την έκθεση να μην τη δώσω εις τον τύπον. Πήγε και μίλησε. Συχρόνως ήρθε κι' ο Γαρδικιώτης. Του μίλησα κι' αυτεινού. Το δειλινό βλέπω τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη κ' έρχεται εις το σπίτι μου και μου κάνει χιλιάδες τζιριμόνιες· κι' έκατζε περίτου από τέσσερες ώρες. Ούτε καταδέχτηκα να του μιλήσω δι' αυτά, ούτε μου μίλησε· αλλά μου είπε πρέπει να ετοιμαζώμαστε δια έξω -όσα είχαμε μιλημένα προ καιρού. 'Οτι έστειλε τα μέσα του Γκιουλέκα και πολεμάγει εις την Αρβανιτιά και να μην τον αφήσουμεν να χαθή. Μου είπε αυτά κ' έφυγε. Μου σήκωσε και τον μπλόκον. Σε δυο-τρεις ημέρες τον κολλάγει ένας νεφρίτης και γύριζε και φώναζε νύχτα και ημέρα. Του βαστήχτη το κάτουρό του. Μαζώχτηκαν όλοι οι γιατροί. Πήγε κι' ο Βασιλέας τόσες φορές. Τον έκαμε κι' αντιστράτηγον. Είδε οπού θα πεθάνη, συβούλεψε τον Βασιλέα να μην αλλάξη το σύστημά του- και το βαστάγει ως την-σήμερον. Μπήκε ο Τζαβέλας πρωτοϋπουργός. Τον έκαμαν βουλευτή, ή να ειπώ καλύτερα έγινε μόνος-του με την βοήθεια της συντροφιάς του· γιόμωσαν τις κάλπες ψήφους. Κ' έδειξε κι' αυτός αρετή και δείχνει σαν τον μακαρίτη κατά τις οδηγίες οπού άφησε εις τον πεθαμό του -δεν αλλάξαμεν ούτε γιώτα. Και κυβερνιώμαστε και τώρα καθώς πρώτα και χερότερα. Και σε όλες τις τάξες από την μεγαλύτερη και κάτου και εις Κυβέρνησιν και Βουλές και παντού εις το Κράτος δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του. Κλεψές 'σ τα ταμεία και 'σ τα 'σοδήματα, ληστείες. Η αρετή, η αλήθεια, ο πατριωτισμός εχάθηκαν. 'Οτι όποιος έχει αυτά τον κιντυνεύουν, κι' όθεν ψεύτης και κατρεγάρης και κλέφτης, ή ντόπιος ή ξένος, εκείνος έχει την τύχη του. Τον Μαυροκορδάτο και Μεταξά και συντρόφους τους κατατρέχουν επειδήτις ήταν αντιπολιτευόμενοι κ' έγιναν αυτά τα κινήματα έξω, χωρίς-να βγάλουν κι' αυτείνοι κάνα πατριωτικόν αποτέλεσμα· ότι ποτές δεν στοχάστηκαν πατριωτικώς και να είναι σύνφωνα και τα δυο μέρη, αλλά άλλα έκανε το 'να το μέρος κι' άλλα το άλλο· και τους ανθρώπους τους έχασαν, οπού τους άκουγαν, και η πατρίδα έπαθε τόσα κακά. Είχε έρθη ένας αξιωματικός -είχε αγωνιστή εδώ και είχε πάγη εις την Σερβογουργαρίαν· ήταν από 'κείνα τα μέρη -τον έστειλαν από-'κεί έμποροι κι' άλλοι να 'ρθή εις τον Χατζηχρήστον και 'σ εμένα να μας ειπή εκεινών την κατάστασιν και την ετοιμασίαν τους και να του ειπούμεν κ' εμείς τα εδώ· λέγοντας αυτά του Χατζηχρήστου -δεν είχε έρθη ακόμα 'σ εμέναν- αυτός ο ευλογημένος, άκακος άνθρωπος κι' ως 'πασπιστής του Βασιλέως, του το είπε· το είπε και του Γαρδικιώτη. 'Υστερα μου το είπαν κ' εμένα. Του λέγω του Χατζηχρήστου να πάη να ειπή του Βασιλέα ότι εγώ δεν ανακατώνομαι εις αυτά -πρέπει να τα ξέρη πρώτα η Μεγαλειότης του· ότι και τα καλά είναι δικά-του και τα κακά. Το είπαν αυτό του Βασιλέα και του άρεσε. Τότε πήρα τον Χατζηχρήστο και πήγαμεν εις τον Γαρδικιώτη και του είπα, αυτά θέλουν μυστικότη και να 'νεργούνε άνθρωποι με συνείθησιν και πολύ " μυστικοί, ότι κιντυνεύομεν από τους δυνατούς. "Κι' αν θέλετε, ν' αγροικιέσαι" εσύ, Γαρδικιώτη, κι' ο Χατζηχρήστος κ' εγώ· και τον Βασιλέα να τον έχωμεν " πολύ φυλαμένον". Του άρεσε κι' αυτεινού. Το είπε και της Μεγαλειότης" " του και τ' άρεσε. Τότε πηγαίνω και του λέγω· "Αυτά θέλουν και ικανούς " ανθρώπους εις τα πράματα και καταξοχή εις το υπουργείον του Πολέμου. " Ο Τζαβέλας δεν είναι άξιος εις αυτά". (Κι' όταν ζούσε ο Κωλέτης και ύστερα" αυτός έστειλαν προξένους παντού ανίκανους τους περισσότερους. Ο Τζαβέλας είχε κάμη μίαν εταιρίαν με τον Τισαμενόν, Βέικον, Χατζηπέτρο κι' άλλους και γελούγαν τους ανθρώπους έξω ότι θα κινηθούν αναντίον της Τουρκιάς· και συνάχτηκαν τόσα χρήματα παντού -τα 'φεραν αυτεινών και τα 'φαγαν όλα χωρίς-να χρησιμέψουν πουθενά. Και τότε πιάστηκαν αναμεταξύ τους και τα 'βαλαν αυτά όλα εις τους τύπους και το 'μαθε κι' όλη η Ευρώπη· και η Τουρκιά πειράχτη πολύ· κ' έπαθαν τόσοι χριστιανοί. Τι κάνει ο Θεός! Καίγεται το σπίτι του Τζαβέλα κι' όλο του το πράμα. Κόντεψαν να καγούνε κι' όλοι οι άνθρωποι μέσα. Με μίαν μπουνάτζα έλυωσε όλο αυτό μόνον· και κολλητά του ήταν σπίτια με τζατμάδες κι' άλλα καρσί και δεν πειράχτη τίποτας αλλουνού, οπού αν ήταν ολίγος αγέρας, καθώς ήταν εις το κέντρο του παζαριού, θα κιντύνευε η περισσότερη πολιτεία). Είπα του Γαρδικιώτη ότι ο Τζαβέλας δεν κάνει εις το υπουργείον και ήταν καλό να βάλη ο Βασιλέας τον

Μεταξά υπουργό του Πολέμου. 'Οτι και εις τα σαράντα οπού μπήκε ο Μαυροκορδάτος κ' έβαλε αυτόν υπουργόν του Πολέμου, εφέρθη τιμίως όσον καιρόν έκαμε, καθώς και εις την Οικονομίαν. Την αλήθειαν να " την λέμε. "Που θέλει να τους ξέρη, μου λέγει, αυτούς ο Βασιλέας; (Μαυροκορδάτο" " και Μεταξά). -Του λέγω, διατί; -'Οτ' είναι αντιπολιτευόμενοι-." Κ' εσένα, του λέγω, να σ' αφήση ο Βασιλέας χωρίς μιστόν κ' εμένα -δεν γενόμαστε έθνος έτζι, του λέγω. Και κατατρέχετε κ' εμένα οπού είμαι φίλος αυτεινών. 'Οσα έκαμεν ο Κωλέτης και τούτοι οπού είναι τώρα είναι πολύ περισσότερα από εκείνα οπού κάμαν εκείνοι. Πες του Βασιλέως την γνώμη " μου. Πρέπει να ενωθή μ' όλους τους τίμιους ανθρώπους". " 'Οταν έγινε η Δημοκρατία της Γαλλίας και πήραν φωτιά κι' άλλα μέρη της Ευρώπης, άρχισαν κ' εδώ τα κόμματα και οι φατρίες και καταξοχή το παρτίδο του Κωλέτη και τουτουνών οπού μας κυβερνούν, οι άνθρωποι της διαθήκης του Κωλέτη. Αυτό το σύστημα της δημοκρατίας δεν το θέλαμεν οι τίμιοι άνθρωποι, ότι το γευτήκαμεν κι' αυτό. Πήραν μπούγιον οι άνθρωποι εδώ, γύρευαν αυτό το σύστημα· 'νεργούσαν απάνου-εις αυτό και να κινηθούνε να πάνε να πάρουν και την Κωσταντινόπολη. 'Ερχονταν πολλοί τοιούτοι εις το σπίτι μου και με ζητούγαν κ' εμένα σύντροφόν τους να συνπράξωμεν. " Τους έλεγα· "Αυτό το σύστημα, οπού το 'χαμεν και πρώτα, τι καρπόν μας " ήφερε και που καταντήσαμεν φαίνεται. Πρέπει να περιμένωμεν, να ιδούμεν αυτείνη η φωτιά της Ευρώπης που θα καταντήση, και τότε να τηράξωμεν και δια τα έξω· να κάμη η Κυβέρνηση αμνηστείαν, να μπούνε μέσα οι αγωνισταί οπού 'ναι εις την Τουρκιά και να βγάλωμεν και τους άλλους αγωνιστάς από τις φυλακές, οπού 'ναι γιομάτα από αυτούς όλα τα μπουντρούμια του Κράτους, και τότε γένονται αυτά με τον καιρόν τους -να μην χάσουμεν κι' " αυτά οπού 'χομεν". 'Σ αυτά οπού τους έλεγα αυτείνοι μο' 'λεγαν· "'Εχασες κ'" εσύ τον εθνισμό σου, έγινες ένα με τους άλλους και είσαι αντιπατριώτης.- Τους λέγω, σαν μου λέτε αυτό, κοπιάστε βάλτε τα μέσα όλα, οπού χρειάζεται " το κίνημα αυτείνο, να κινηθούμεν. 'Εχετε τα μέσα; -Βάνουμεν, μου" λένε, ένα σπίτι, οπού 'χει ένας οπού 'ναι 'σ την εταιρίαν· το πουλούμεν και κάνομεν " τα μέσα. -Πόσο αξίζει αυτό το σπίτι; -Δεκαπέντε-χιλιάδες δραχμές.-" " Γένεται κίνημα με δεκαπέντε-χιλιάδες;" Και τι άνθρωποι μο' 'λεγαν" " αυτά; 'Ανθρωποι προκομμένοι. Τότε απολπίστηκα και είπα είναι οργή Θεού " να χαθούμεν. Πάγω εις το κονάκι του Μεταξά και είπα να στείλη να 'ρθη κι' ο Μαυροκορδάτος, ότι κάτ' έχω να τους μιλήσω και των δυωνών. 'Ηρθε ο " Μαυροκορδάτος. Τους λέγω· "Αδελφοί, η πατρίδα χάνεται -τι κάνετε σίγρι; " " Αυτείνη είναι η πατρίδα οπού 'ρθετε νέοι κι' αγωνιστήκετε και γεράσετε; " " Αυτείνη έγινε γης Μαδιάμ! Διατί χαθήκαμεν όλοι εμείς; Μόνον δια-να δοξαστήτε" εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί μας. Πάντοτες σας έχομε κεφαλές εις τα πράματα της πατρίδος κι' απολάψετε εκείνο οπού αγωνίζεται κάθε σημαντικός άνθρωπος ν' απολάψη, δόξα και τιμή. Αυτά τ' απολάψετε. 'Ομως σαν χαθή " η πατρίδα, που θα ζήσετε κ' εσείς κ' εμείς όλοι; Και καθώς φαίνεται από " την τρέλλα μας χάνεται· θα κινηθούν οι τρελλοί άνθρωποι και θα μας ειπούνε· Κοπιάστε κ' εσείς ομπρός. Να μην πάμεν, μας σκοτώνουν, ή θα μας ειπούνε τουρκολάτρες· να πάμεν εμείς μ' άσπρα μουστάκια κοντά-εις αυτούς " κι' από την ανοησία μας ολουνών να χαθή η πατρίδα, δεν είναι αμαρτία; " " Δεν θα ειπούνε οι μεταγενέστεροι, σαν ιδούνε αυτό, δεν θα ειπούνε· "Αυτείνη" " η πατρίδα δεν είχε ανθρώπους τέλειους και χάθηκαν αδίκως"; Τότε δεν θα " " κατηγορηθήτε εσείς πρώτα κ' εμείς ύστερα; -Μου λένε, το βλέπουμεν. Τι " " να κάμωμεν οπού των ανθρώπων τα κεφάλια άναψαν ολουνών; -Εμείς σαν " " θέλομεν τα σβένομεν και ησυχάζουν. -Πως; μου λένε. -Εσύ, Μαυροκορδάτο, " να στείλης να φωνάξης τον τάδε, τον τάδε (καμμιά δεκαριά), εσύ, Μεταξά, το-ίδιο κ' εγώ το-ίδιο και κάθε τίμιος πατριώτης. Και να μιλούμεν όλοι " μίαν γλώσσα, να τους παρηγορούμεν και να τους λέμε· "Ετοιμαζόσαστε " ολοένα, όμως χρειάζεται μυστικότη ώσο-να ετοιμαστούμεν και να ιδούμεν και " την Ευρώπη πως θ' αποκαταντήσουν αυτά τα κινήματά της". Κ' έτζι ακολουθήσαμεν." Κ' έσβυσε η μεγάλη φωτιά η ανόητη, οπού 'ρθε εις το κεφάλι μας. " Παραγγέλνω του Βασιλέως με τον Χατζηχρήστο· "Ο αγέρας οπού φυσάγει" εις την Ευρώπη (πες του Βασιλέως) αναποδογύρισε βατζέλα. Εμείς είμαστε μισή φελούκα· και θα μας πάρη αυτός ο κακός αγέρας και δεν θα ιδούμεν ένας τον άλλον. Και δεν είναι καιρός να κοιμώνται οι τίμιοι άνθρωποι κι' ο " Βασιλέας". Πήγε του τα είπε. Του λέγει ο Βασιλέας· "Σύρε πες του Μακρυγιάννη" " να 'ρθή εδώ". Εγώ είχα να πάγω να παρουσιαστώ από τον καιρό οπού" πήγα και του μίλησα δια τις ληστείες οπού γένονταν εις την πρωτεύουσα, οπού μου είπε να ενωθώ με τον πρωτοϋπουργόν του και δεν δέχτηκα· και ήμουν εις την οργή του. Παρουσιάστηκα εις την Μεγαλειότη του κατά την " διαταγήν του. Μου λέγει· "Τι θα μου ειπής; -'Ο,τι ιδέα είχα κ' εγώ ως " πολίτης σου την παράγγειλα με τον 'πασπιστή σου. -Τι θέλεις να μου ειπής " τώρα; -Ψέματα θέλεις να σου ειπώ ή αλήθεια; -Εγώ, μου λέγει, ποτές " δεν ακώ ψεύματα· όλο αλήθειες. -Του λέγω, εγώ έχω γιομάτες δυο τζέπες μίαν με ψέματα, την άλλη μ' αλήθειες. Τώρα τι αγαπάς η Μεγαλειότη " σου; -Αλήθεια" μου λέγει. Γυρίζω τα μάτια μου εις τον ουρανόν και ορκίζομαι" εις το όνομα του Θεού να ειπώ την αλήθεια γυμνή εμπροστά-εις τον " Βασιλέα της πατρίδος μου. Του λέγω· "Η αλήθεια είναι πικρή και θα με " πάρης πίσου εις την οργή σου. 'Ομως δια πάντα να είμαι εις την οργή σου, την αλήθεια θα σου λέγω, ότ' είναι του Θεού· το ψέμα του διαβόλου. Και δεν είναι καιρός να κρύβεται η αλήθεια. (Του είπα)· Θυμάσαι πόσον καιρόν " έχω να παρουσιαστώ μπροστά σου; Από τον καιρόν οπού μου είπες " να είμαι σύνφωνος με τον πρωτοϋπουργόν σου και σου είπα δεν είμαι, ότ' " είναι δόλιος. Τι σου είπα; Θα σου χαλάση το Κράτος σου, θ' αφανίση το " Ταμείον, θα σε τρογυρίση με κακούς ανθρώπους και θα κιντυνέψωμε. 'Ολα τα έκαμεν αυτά και είναι τα ως την σήμερον. Αυτός πάγει εις την δουλειά του, όμως την φωτιά την κακή την άφησε εις το κράτος σου. -Μου λέγει, μην τον καταριέσαι. -Δεν μπορώ και να τον συχωρέσω, ότι 'σ άλλη πατρίδα δεν έχω σκοπόν να ζήσω μ' είκοσι ψυχές. Είναι καιρός να τρογυριστής με τους τίμιους ανθρώπους και να τους μπιστευτής, να διορθώσης τα εσωτερκά σου, τα κριτήριά σου, οπού αφανίστη ο κόσμος, γενικώς το κράτος σου. Αυτείνοι οπού κυβερνούνε είναι το σύστημα της Γαλλίας, οπού 'χε ο Κωλέτης. 'Επεσε αυτό· κάμαν δημοκρατία. Τούτο επιθυμούν κι' αυτείνοι εδώ. Σαν γένη αυτό, δεν θα είσαι βασιλέας η Μεγαλειότη σου. Τους έπιασες τόσα πολεμοφόδια και φέρνουν τόση ανησυχία εις το κράτος σου. Φαίνονται ποιοι τα κάνουν αυτά. 'Ομως είναι αδύνατοι και δεν μπορούν να φέρουν το αποτέλεσμα της θελήσεώς τους. 'Οτι όλοι οι τίμιοι άνθρωποι δεν θέλομεν αυτό. Να κάμης και γενικήν αμνηστείαν, να ενωθούμεν όλοι. Κι' αν σου έφταιξε κανένας, οι μεγάλοι άνθρωποι συχωρούν τους μικρούς, μ'-όλον-οπού ο αίτιος ήταν ο Κωλέτης. 'Οτι τους έκλεισε από τα δίκια τους, καθώς μου έκαμεν κ' εμένα το-ίδιο και ήθα χανόμουν αδίκως. Και να πάρης και τον Μαυροκορδάτο και Μεταξά 'σ αυτές τις περίστασες. Διατί, Μεγαλειότατε, δεν τους δίνεις κι' αυτούς να ζήσουνε " από τον αγώνα τους; Αυτό φέρνει όλον αυτόν τον 'ρεθισμόν. -Μου είπε, να " τους μιλήσης αν θέλουν. -Του είπα, να γένη ένας νόμος δια τους παλιούς αγώνες τους. Και να τους φωνάξης να τους ενώσης· και να τους μιλήσης- " 'σ αυτές τις περίστασες να τρογυριστής μ' ανθρώπους ικανούς". Λέγοντάς " του αυτά κι' άλλα τέτοια πλήθος, με βάσταξε περίτου από τέσσερες ώρες. Το βράδυ τους φώναξε και τον Μεταξά και τον Μαυροκορδάτο. Δεν δέχτηκαν. Είχαν δίκιον. 'Ηθελαν να κυβερνήσουν με το ίδιον σύστημα. Διόρισε ύστερα τον Κουντουργιώτη πρώτον υπουργόν κ' έκαμεν υπουργείον. Το νέον υπουργείον έστειλε να πάμεν να παρουσιαστούμεν εγώ, ο Ζαχαρίτζας κι' ο Βλάχος. Πήγαμεν. Μας είπαν ότι το κόμμα της πεσμένης κυβερνήσεως εις την πρωτεύουσα είναι ασυνείθητοι άνθρωποι και να δώσουμεν τον λόγον της τιμής μας, αν θέλωμεν, να ρωτήσουμεν και τους άλλους τους συντρόφους μας, αν είναι σύνφωνοι, να κάμωμεν νέαν εκλογή πρώτου παρέδρου, να χρησιμέψη δια δήμαρχος. 'Οτι αυτός ο δήμαρχος με τους συντρόφους του αφάνισαν τον τόπον. Και να συνάξωμεν κ' εκατό πολίτες ως εθνοφύλακας. Κι' αρχηγός 'σ αυτούς να είμαι εγώ. 'Ηρθαν εις το σπίτι μου όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαν κι' αυτείνοι ότ' είναι σύνφωνοι. Διάταξε τότε η Κυβέρνηση να γένη η εκλογή. Την κερδέσαμεν εμείς. 'Εκαμα και τους εκατό εθνοφύλακας. Με την μεγαλύτερη τιμιότη φέρνονταν εις τα χρέη τους. Κόπηκαν οι κλεψές εις την πρωτεύουσα κι' όλες οι αταξίες. Φκαριστημένη η Κυβέρνηση, το Φρουραρχείο κι' όλες οι αρχές κι' όλοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας από την 'πηρεσία μας. Μαθαίνομεν μπήκαν εις το Κράτος ο Παπακώστας, ο Βελέτζας, ο Μπαλατζός, οι Κοντογιανναίοι και οι άλλοι όλοι οπού ήταν εις την Τουρκιά. Μπήκαν με μίαν δύναμιν. Κατάχρησιν δεν κάναν. Πήγαν αναντίον τους με μεγάλη δύναμη της Κυβέρνησης ο Γαρδικιώτης κι' ο Μαμούρης κι' άλλοι ταχτικοί κι' άταχτοι. Πολέμησαν καμόσες ημέρες. 'Επεσε η διχόνοια αναμεταξύ τους των αντάρτων και πήγαν πίσου εις την Τουρκιά. Σκοτώθηκαν καμμιά τρακοσιαριά από το 'να το μέρος κι' από τ' άλλο και πληγώθηκαν. Κ' έπαθαν οι επαρχίες από τα βασιλικά στρατέματα, οπού αφανίστηκαν οι δυστυχισμένοι κάτοικοι. Και οι χάψες του Κράτους ξαναγιόμωσαν οπίσου και είναι γιομάτες ως την-σήμερον. Και οι αρχηγοί των βασιλικών στρατεμάτων θησαύρισαν.


Οι 'φημερίδες ξιστορίζουν όλα αυτά αρχή και τέλος. Αφού διαλύθηκαν αυτείνοι και πάνε πίσου εις τους Τούρκους, τότε διαλεί η Κυβέρνηση και το σώμα της εθνοφυλακής, τους εκατό ανθρώπους, οπού ήταν εις την οδηγίαν μου, όλο νοικοκυραίοι και τίμιοι άνθρωποι. Διαλώντας αυτείνοι, την άλλη βραδειά κλέψαν ένα σπίτι και πήραν καμόσες χιλιάδες δραχμές. Κι' άνοιξε πίσου το συνειθισμένο εμπόριον της κλεψάς. Ξέκλησαν και την εκλογή. Και η δημοτική αρχή κ' η συντροφιά της ως αγαναχτισμένοι από αυτό -άξηναν οι κατάχρησές τους. Η Κυβέρνηση προσωρινώς μετακόμισε τα πατριωτικά της αιστήματα εις τους τίμιους ανθρώπους- οπού μας γύρεψε και πήγαμεν ο Βλάχος, ο Ζαχαρίτζας κ' εγώ και μας είπεν ότι επιθυμάγει να γυρίση με τους τίμιους ανθρώπους. Στάθη 'σ αυτόν το νου λίγον καιρόν και πάλε γύρισε εις το στοιχείον της. Παίρνει τον Καλλεφουρνά υπουργόν του Εκκλησιαστικού και της Παιδείας, ότι και παιδεία μεγάλη έχει κ' εκκλησιαστικός άνθρωπος είναι. Σύχασε πλέον, Σωκράτη, μη λυπείσαι ότι δεν είχες ως τώρα σύντροφο εις την παιδεία και θα κιντύνευε η Ελλάς χωρίς φώτα -γεννήθη συνπολίτης σου παιδεμένος κ' έγινε της Παιδείας υπουργός! Κ' εσύ Μεγάλε Βασίλειε, τώρα θα ιδής δοξολογίαν από τον πατέρα της εκκλησίας Δημήτριον Καλλεφουρνά Αθηναίον!. Κι' ο Γιαννάκος Κυργιακός -τον έβγαλε από την φυλακή -'πασπιστής του υπουργού.


Προηγούμενο - ΠεριεχόμεναΕπόμενο



Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>