Μελανόμορφη αγγειογραφία


Χρονολογικός πίνακας
αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας
(κυρίως αττικής)
Πρωτογεωμετρικός Ρυθμός (περ. 1050-900 π.Χ.)
Γεωμετρικός Ρυθμός
περ. 900-700 π.Χ
Πρώιμος (περ. 900-850 π.Χ.)
Μέσος (περ. 850-760 π.Χ.)
Ύστερος (περ. 760-700 π.Χ.)
Πρωτοαττικός Ρυθμός
περ. 700-630-620 π.Χ
Πρώιμος (περ. 700-675 π.Χ.)
Μέσος (περ. 675-650 π.Χ.)
Ύστερος (περ. 650-620 π.Χ.)
Μελανόμορφος Ρυθμός
περ. 630-500 π.Χ.
Πρωτομελανόμορφος (περ. 630-600 π.Χ.)
Πρώιμος (περ. 600-570 π.Χ.)
Ώριμος (περ. 560-530 π.Χ.)
Ύστερος (περ. 530-500 π.Χ.)
Ερυθρόμορφος Ρυθμός
περ. 530-390 π.Χ.
Πρώιμος Αρχαϊκός (περ. 530-500 π.Χ.)
Ώριμος Αρχαϊκός (περ. 500-475 π.Χ.)
Πρώιμος Ελεύθερος Ρυθμός (περ. 475-450 π.Χ.)
Ελεύθερος ή Ωραίος Ρυθμός (περ. 450-420 π.Χ.)
Πλούσιος Ρυθμός (περ. 420-390 π.Χ.)
Ρυθμός Kertsch (περ. 390-320 π.Χ.)

Μελανόμορφη αγγειογραφία ή Μελανόμορφος ρυθμός χαρακτηρίζεται η αρχαία ελληνική ζωγραφική αγγείων που αποδίδει τα εικονιστικά και διακοσμητικά μοτίβα με μαύρο χρώμα πάνω στην ανοικτόχρωμη επιφάνεια του πηλού και τις λεπτομέρειες με εγχάραξη, αντίθετα από ό,τι ο ερυθρόμορφος ρυθμός. Η τεχνική αυτή πρωτοεμφανίστηκε στην Κόρινθο γύρω στο 700 π.Χ. και υιοθετήθηκε στην Αττική γύρω στο 630 π.Χ., όπου γνώρισε και τη μεγαλύτερη ακμή της για τα επόμενα 100 χρόνια περίπου. Ενώ στην Κόρινθο χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά σε ζώνες με μοτίβα ζώων πάνω σε μικρά αγγεία, στην Αθήνα επεκτάθηκε και σε πολυπρόσωπες αφηγηματικές σκηνές πάνω σε μεγάλα αγγεία. Στην Αθήνα η νέα τεχνική χρησιμοποιήθηκε πρώτα από ένα καλλιτέχνη που είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα Ζωγράφος του Βερολίνου Α 34.

Μοτίβα με μελανό γάνωμα πάνω στο ανοικτό χρώμα του πηλού των αγγείων ζωγραφίζονταν και με την τεχνική της σκιαγραφίας, που ήταν γνωστή ήδη από τα προϊστορικά χρόνια στο Αιγαίο και χρησιμοποιήθηκε στην αγγειογραφία μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. Η διαφορά της μελανόμορφης από τις προηγούμενες τεχνικές είναι ότι χρησιμοποιούσε και την εγχάραξη για την απόδοση λεπτομερειών μέσα στο περίγραμμα των μορφών. Η ανάπτυξή της οφείλεται στην αυξανόμενη ζήτηση αφηγηματικών και μυθολογικών θεμάτων πάνω στα αγγεία, που απαιτούσαν πιο λεπτομερειακή και φυσιοκρατική προσέγγιση των εικόνων. Η ζήτηση αυτή τροφοδοτούνταν από τη διάδοση πολύτιμων χάλκινων αγγείων και τορευμάτων με εγχάρακτες λεπτομέρειες ήδη κατά τη Γεωμετρική περίοδο. Η μελανόμορφη αγγειογραφία πήρε την εγχάραξη από τη χαλκοτεχνία και την εφάρμοσε στο πιο φθηνό και ευρύτερα διαδεδομένο μέσο της κεραμικής.

Η ανάπτυξη της λεπτομέρειας στη ζωγραφική του μελανόμορφου ρυθμού οδήγησε τους αγγειογράφους σε μεγαλύτερη αυτοσυνειδησία και το κοινό τους στην αναγνώριση του προσωπικού ύφους. Από το 570 π.Χ. περίπου οι αγγειογράφοι της Αττικής, με πρώτο το Σοφίλο, αρχίζουν να υπογράφουν τα έργα τους με το όνομά τους και το ρήμα «έγραψεν». Εκτός Αττικής υπάρχουν υπογραμμένα έργα ήδη από τον πρώιμο 7ο αι. π.Χ.

Στους σημαντικότερους αγγειογράφους του Μελανόμορφου ρυθμού της Αττικής συγκαταλέγονται ο Ζωγράφος του Νέσσου (δ΄ τέταρτο 7ου αι. π.Χ.), ο Ζωγράφος των Γοργόνων (α΄ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.), ο Σοφίλος (580-570 π.Χ.), ο Κλειτίας (β΄ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.), ο Νέαρχος (περ. 570-555), ο Λυδός (560-540/535 π.Χ.), ο Ζωγράφος του Άμαση (560-515 π.Χ.) και ο Εξηκίας (γ΄ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.).

Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., με την ανάπτυξη της ερυθρόμορφης τεχνικής, παρήκμασε η μελανόμορφη αγγειογραφία. Η νέα τεχνική έδωσε στους αγγειογράφους την πρόσθετη δυνατότητα να ζωγραφίζουν πολυπρόσωπες σκηνές με μορφές που αλληλοεπικαλύπτονταν. Μετά από ένα μεταβατικό στάδιο, κατά το οποίο εξακολουθούσαν να ζωγραφίζονται μελανόμορφα δευτερεύοντα φυτικά μοτίβα, μεμονωμένα μετάλλια κυλίκων ή και ολόκληρες σκηνές σε ερυθρόμορφα αγγεία (βλ. Δίγλωσσα αγγεία), η παλιά τεχνική εγκαταλείφθηκε. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η ιδιαίτερη κατηγορία των Παναθηναϊκών αμφορέων, που εξακολούθησαν να ζωγραφίζονται μελανόμορφα μέχρι τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. διατηρώντας αυτή την τεχνική ως αρχαιοπρεπή τρόπο διακόσμησης. Οι αμφορείς αυτοί δίνονταν από το αθηναϊκό κράτος γεμάτοι λάδι ως έπαθλα σε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες στα Μεγάλα Παναθήναια.

Τεχνολογία

Στη μελανόμορφη τεχνική όλες οι μορφές και τα παραπληρωματικά κοσμήματα σχεδιάζονται με γάνωμα, δηλαδή με το ζωγραφικό διάλυμα του πηλού. Τμήματα των μορφών, κυρίως ενδύματα και μέρη των κοσμημάτων τονίζονται επιπλέον με κόκκινο χρώμα. Το χρώμα αυτό αποτελείται από οξείδιο του σιδήρου Fe3O4, νερό και 10% διάλυμα πηλού ως συνδετική ύλη. Διάφορες μικρολεπτομέρειες αποδίδονται με επίθετο λευκό χρώμα που συνίσταται από πολύ καθαρό πηλό, πτωχό σε προσμίξεις σιδήρου. Τα δύο αυτά χρώματα, αν και χρησιμοποιούνται πριν το ψήσιμο, δεν πιάνουν καλά με αποτέλεσμα να έχει χαθεί ένα μεγάλο μέρος της πολυχρωμίας των μελανόμορφων αγγείων. Άλλα επίθετα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν είναι το μενεξεδί και το κίτρινο. Στο τέλος χαράζεται στο εσωτερικό των μορφών το σχέδιό τους με μια αιχμηρή γραφίδα πάνω στο σχεδόν στεγνό επίχρισμα. Ό,τι εμφανίζεται με το ψήσιμο ως ανοιχτόχρωμη γραμμή μέσα στην μαύρη μορφή είναι η αρχική επιφάνεια του αγγείου που απελευθερώνεται με το χάραγμα.

Ένα από τα σημαντικότερα στυλιστικά χαρακτηριστικά που συνέχισε από την προηγούμενη παράδοση της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας και ανέπτυξε περαιτέρω ο μελανόμορφος ρυθμός κατά τους δύο αιώνες της κυριαρχίας του είναι η διακοσμητικότητα, που έφτανε συχνά στη μανιεριστική επεξεργασία φυτικών μοτίβων, ενδυμάτων και λεπτομερειών του ανθρώπινου σώματος. Η ίδια τάση παρατηρείται και στη σύγχρονη αρχαϊκή γλυπτική. Η διάθεση για διακοσμητικότητα έκανε απαραίτητη και τη συμμετρία, στη οποία μπορούσε να υποταχθεί ακόμα και η αφηγηματικότητα. Συχνά προσθέτονταν στις αφηγηματικές σκηνές άσχετες μορφές για να συμπληρώσουν τη συμμετρία.

Εξάλλου η σκιαγραφία της μελανόμορφης τεχνικής επέβαλλε σκηνές με παρατακτικά τοποθετημένες μορφές, που δεν συμπλέκονταν μεταξύ τους. Η αλληλοεπικάλυψη μελανών σκιαγραφημένων μορφών θα μείωνε τη σαφήνεια των σκηνών. Οι αγγειογράφοι της Ομάδας του Λεάγρου (520-500 π.Χ.), μιας από τις τελευταίες του μελανόμορφου ρυθμού, προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, να μιμηθούν τους σύγχρονούς τους Πρωτοπόρους της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας και να αποδώσουν περίπλοκα συμπλέγματα με κινημένες, αλληλοεπικαλυπτόμενες μορφές. Το αποτέλεσμα όμως ήταν εμφανώς κατώτερο από αντίστοιχες σκηνές στην ερυθρόμορφη τεχνική.

Για λόγους τεχνικής ο μελανόμορφος ρυθμός διατήρησε επίσης τη σύμβαση του σκούρου καστανού χρώματος για το ανδρικό και του λευκού για το γυναικείο σώμα, που είχε μακρά παράδοση στη ζωγραφική των πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου.

Στο μελανόμορφο ρυθμό η δράση και το συναίσθημα αποδίδονται με τη στάση και τις χειρονομίες των μορφών. Πρόκειται για το σημαντικότερο τεχνοτροπικό χαρακτηριστικό που δεν επιβαλλόταν από την τεχνική και μπορεί να θεωρηθεί συνειδητή καλλιτεχνική επιλογή των αγγειογράφων. Η απόδοση λεπτομερειών με το πινέλο αντί της ακίδας ήταν γνωστή από τον 7ο αι. π.Χ., δεν γενικεύτηκε όμως παρά μόνο γύρω στο 520 π.Χ. στην Αττική, όταν επικράτησε η τάση για ακόμα περισσότερη φυσιοκρατία και μαζί με αυτή ο ερυθρόμορφος ρυθμός.

Εκτός Αττικής

Εργαστήρια μελανόμορφης κεραμικής αναπτύχθηκαν και έξω από την Αττική. Η κορινθιακή κεραμική, που είχε την πρωτοπορία το μεγαλύτερο μέρος του 7ου αι. π.Χ., ξεπεράστηκε από την αθηναϊκή τον 6ο αι., τουλάχιστο στην αγορά μεγάλων αγγείων. Όμως η λεγόμενη Ώριμη Κορινθιακή Αγγειογραφία της περιόδου 630-550 π.Χ. εξακολούθησε να είναι σημαντική, πρωτοποριακή και να εμπνέει τους Αθηναίους αγγειογράφους. Κορινθιακό δημιούργημα αυτής της περιόδου είναι ο κιονωτός κρατήρας και οι πρώτες ελληνικές σκηνές συμποσίου με ανακεκλιμένους συμποσιαστές κατά το ανατολικό, μάλλον φοινικικό έθιμο.

Σημαντικά κέντρα μελανόμορφης αγγειογραφίας είναι γνωστά και από τη Λακωνία, την Εύβοια (κυρίως την Ερέτρια), τις χαλκιδικές αποικίες της Δύσης και στην ιωνική Καίρη της Ετρουρίας. Η ζήτηση των μελανόμορφων αγγείων της Αττικής, της Κορίνθου και των άλλων ελληνικών εργαστηρίων ήταν τόσο μεγάλη στη «διεθνή» αγορά της εποχής σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στους Ετρούσκους ευγενείς, ώστε να αναπτυχθούν εργαστήρια στην Ελλάδα, που κατασκεύαζαν αγγεία αποκλειστικά για το υπερπόντιο εμπόριο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι λεγόμενοι Τυρρηνικοί αμφορείς του β΄ τέταρτου του 6ου αι. π.Χ., που κατασκευάζονταν στην Αττική και απεικόνιζαν τις περιπέτειες του Ηρακλή, Αμαζονομαχίες, κωμαστές, σατύρους ή ερωτικές σκηνές.

Βιβλιογραφία

# J. D. Beazley, The development of Attic black-figure, αναθεωρημένη έκδοση, Sather classical lectures 24, University of California Press: Berkeley κ.α. 1986.

# R. S. Folsom, Attic black-figured pottery, Noyes classical studies, Noyes: Park Ridge, NJ 1975

# J. Boardman, Αθηναϊκά μελανόμορφα αγγεία, μτφρ. Ο. Χατζηαναστασίου, Εκδόσεις Καρδαμίτσα: Αθήνα 1980.

# C. Tronchetti, Ceramica attica a figure nere, grandi vasi: anfore, pelikai, crateri, Archaeologica 32 (=Materiali del Museo Archeologico Nazionale di Tarquinia 5), Bretschneider: Roma 1983.

# Μ. Τιβέριος, Προβλήματα της μελανόμορφης αττικής κεραμικής, Θεσσαλονίκη 1988.

# A. Lioutas, Attische schwarzfigurige Lekanai und Lekanides, Beiträge zur Archäologie 18, Triltsch: Würzburg 1987 (διδακτορική διατριβή).

# K. Kilinski II, Boeotian black figure vase painting of the archaic period, Philipp von Zabern: Mainz am Rhein 1990.

# A. Coulié, La céramique thasienne à figures noires, École Française d'Athènes: Athènes 2002

Αλφαβητικός κατάλογος


Εισάγετε τους δικούς σας όρους αναζήτησης Αναζήτηση

 

Web

www.hellenica.de


Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License


www.hellenica.de