Μπέτι Ντέιβις
|
Η Μπέτι Ντέιβις (αγγλικά Bette Davis) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός (5 Απριλίου 1908 - 6 Οκτωβρίου 1989) που θεωρείται η μεγάλη κυρία ή το ιερό τέρας του αμερικάνικου κινηματογράφου. Πρωταγωνίστησε σε πολλές κλασσικές ταινίες της χρυσής περιόδου του αμερικάνικου κινηματογράφου, προτάθηκε 11 φορές για όσκαρ και το κέρδισε δύο φορές για τις ταινίες Μια επικίνδυνη γυναίκα το 1935 και Ζέζεμπελ το 1938. Είναι γνωστή επίσης για τις ταινίες της Ανθρώπινη δουλεία του 1934, Το γράμμα του 1940, Μικρές Αλεπούδες του 1941, Το ξέσπασμα μιας ψυχής του 1942, Όλα για την Εύα του 1950 και Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν του 1962. Η καριέρα της διήρκεσε 50 χρόνια και το 1977 τιμήθηκε με βραβείο καριέρας από το ινστιτούτο του αμερικάνικου κινηματογράφου. Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατάφερε αυτό το επίτευγμα. Ήταν επίσης η πρώτη γυναίκα που κατάφερε να γίνει πρόεδρος της ακαδημίας των όσκαρ το 1941.Υποδυόταν συνήθως αντιπαθείς ηρωίδες και η τεχνική της έχει αντιγραφεί από πολλούς μεταγενέστερους ηθοποιούς. Το 1981 ένα τραγούδι της Κιμ Καρνς με τίτλο Bette Davis Eyes αφιερωμένο σε αυτήν έκανε παγκόσμια επιτυχία. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει δεύτερη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών. Πρώτα βήματα (1908-1930) Η Ρουθ Ελίζαμπεθ Ντέιβις γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 5 Απριλίου του 1908 κι οι γονείς της, ο δικηγόρος Χάρλοου Μόρελ Ντέιβις και η φωτογράφος Ρουθ Αυγούστα Ντέιβις, απέκτησαν ένα χρόνο μετά ακόμη μια κόρη τη Μπάρμπαρα.[2] Η οικογένειά της ήταν αγγλικής, γαλλικής και ουαλικής καταγωγής. Όταν ήταν 7 χρονών οι γονείς της χώρισαν κι η μητέρα τους αναγκάστηκε να δουλέψει ως φωτογράφος για να μεγαλώσει τα δυο της παιδιά. Η οικογένεια μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη όταν η Ρούθ Ελίζαμπεθ βρίσκονταν στην εφηβεία. Εκείνη την εποχή η Μπέτι, όνομα το οποίο υιοθέτησε εμπνευσμένη απ'το μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ Η εξαδέλφη Μπέτι (La cousin Bette)[3], παρακολουθώντας στο θέατρο την Αγριόπαπια του Ίψεν αποφασίζει να γίνει ηθοποιός[4]. Σπουδάζει χορό, ενώ ταυτόχρονα φοιτά στη δραματική σχολή έχοντας για συμφοιτήτριες την Κάθριν Χέπμπορν και την Λούσι Μπολ. Το 1929 την επιλέγουν να ερμηνεύσει στο θέατρο, τη Χέντβιχ στην Αγριόπαπια του Ίψεν, το ρόλο που την είχε αρχικά παρακινήσει να γίνει ηθοποιός. Ακολουθούν ακόμη δυο θεατρικά στο Μπρόντγουεϊ για τα οποία παίρνει πολύ καλές κριτικές και το 1930 την καλούν από τη Universal, για δοκιμαστικό. Παρόλο που απείχε από το στερεότυπο της ομορφιάς των σταρ του Χόλυγουντ της εποχής της, υπογράφει συμβόλαιο με την Universal. Πρώτοι κινηματογραφικοί ρόλοι (1931-1934) Το 1931 γυρίζει την πρώτη της ταινία Η κακιά αδελφή (The bad sister) κι ακολουθούν άλλες πέντε ταινίες στη Universal, οι οποίες δεν έχουν επιτυχία. Οι αποτυχία των πρώτων της ταινιών έχει σαν αποτέλεσμα να μην της ανανεώσουν το συμβόλαιο και να αφήσει τη Universal. Tο 1932 ο Τζόρτζ Άρλις, ο οποίος την είχε δει παλιότερα στο θέατρο, τη ζητά για συμπρωταγωνίστριά του σε μια παραγωγή της Warner το Ο άνθρωπος που έπαιζε το Θεό (The man who played God). Oι κριτικές αυτή τη φορά είναι με το μέρος της και την ίδια χρονιά υπογράφει συμβόλαιο με τη Warner. Το 1932 παντρεύεται επίσης τον αγαπημένο της Χάρμον Όσκαρ Νέλσον. Η Warner φημίζονταν για τις γκανγκστερικές ταινίες που έθιγαν το κατεστημένο της αμερικάνικής κοινωνίας του 30, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιείται σωστά το ταλέντο της Ντέιβις. Οι ταινίες που γυρίζει εκεί έχουν μεν επιτυχία, αλλά δεν την ικανοποιούν καλλιτεχνικά και αρχίζει να ζητά καλύτερους ρόλους. Το 1934 ο Τζακ Γουόρνερ, ο διευθυντής της Warner, αρνείται να τη δανείσει στην Columbia για να παίξει στο Συνέβη μια νύχτα (It happened one night) του Φρανκ Κάπρα κι ο ρόλος της πηγαίνει στην Κλοντέτ Κολμπέρ. Την ίδια χρονιά ακόμη μια ευκαιρία της χτυπά την πορτα κι αυτή τη φορα δεν πρόκειται να τη χάσει, η R.K.O. τη ζητά για να πρωταγωνιστήσει στην ταινία Ανθρώπινη Δουλεία (Of human bondage), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Σόμερσετ Μομ. Ο ρόλος είναι αυτός μιάς αντιπαθητικής κι αδίστακτης γυναίκας, τόσο που καμιά απ' τις σταρ της εποχής εκείνης δεν ήθελε να τον παίξει. Ο Γουόρνερ είναι αρχικά διστακτικός να τη δανείσει, αλλά η Ντέιβις τον πείθει γυρίζοντας σαν αντάλλαγμα μια ακόμη ταινία που δεν είναι της αρεσκείας της για τη Warner. Όταν βγαίνει η ταινία στους κινηματογράφους, οι κριτικοί την αποθεώνουν αναφέροντας ότι πρόκειται για την καλύτερη ερμηνεία που έχει ποτέ γίνει από Αμερικανίδα ηθοποιό[5]. Παρά της ευνοϊκές κριτικές όμως, η Ντέιβις δεν προτείνεται για βραβείο όσκαρ, κάτι που προκαλεί την οργή του τύπου και του κόσμου του θεάματος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η ακαδημία να επιτρέψει στους ψηφοφόρους να διαλέξουν, άσχετα με τους προκαθορισμένους υποψήφιους[6]. Στην ψηφοφορία η Ντέιβις έρχεται τρίτη χάνοντας απ' την Κλοντέτ Κολμπέρ, που κερδίζει το όσκαρ για το Συνέβη μια νύχτα αλλά καταφέρνει να ξεπεράσει τη Γκρέις Μουρ που ήταν αρχικά υποψήφια[7]. Το πρώτο Όσκαρ & η δικαστική διαμάχη (1935-1937) Το 1935 πρωταγωνίστησε στο Μια επικίνδυνη γυναίκα (Dangerous) με τον Φράντσο Τόουν. Στα γυρίσματα της ταινίας φημολογείται ότι ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε σχέση με τη Τζόαν Κρόφορντ. Ο Τόουν στη συνέχεια παντρεύτηκε την Κρόφορντ, κάτι που δημιούργησε αντιπάθεια ανάμεσα στις δυο γυναίκες η οποία θα μεγάλωνε με την πάροδο των χρόνων. Η Ντέιβις ωστόσο προτάθηκε για Όσκαρ για τη συγκεκριμένη ταινία, το οποίο και κέρδισε. Όντας ειλικρινής παραδέχτηκε ότι η ακαδημία θέλησε να διορθώσει την αδικία που της είχε γίνει την προηγούμενη χρονιά[8]. Την επόμενη χρονιά εμφανίστηκε στην ταινία Το πετρωμένο δάσος με τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Λέσλι Χάουαρντ. Η ταινία πήρε καλές κριτικές, αλλά η Ντέιβις ήταν ακόμη δυσαρεστημένη με το γεγονός ότι δεν της δίνονταν το προνόμιο της έγκρισης των σεναρίων κι αποφάσισε να σπάσει το συμβόλαιο. Έτσι στα τέλη του 1936 αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αγγλία, για να γυρίσει δύο φιλμ με τον Άγγλο σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα[9]. Το επιτελείο της Warner τότε την πήγε στα δικαστήρια γι' αθέτηση συμβολαίου. Η Ντέιβις έχασε τη δίκη και γύρισε στο Χόλυγουντ έχοντας χάσει σχεδόν όλη της την περιουσία. Η επόμενή της ταινία ήταν το (Marked Woman) για το οποίο κέρδισε βραβείο στο φεστιβάλ της Βενετίας. Χρόνια ακμής (1938-1940) Μετά τη δικαστική διαμάχη, η Ντέιβις απέκτησε κάποιες ελευθερίες στη Warner. Η επόμενή της ταινία ήταν η Ζέζεμπελ (Jezebel) του 1938 με συμπρωταγωνιστή το Χένρι Φόντα και σκηνοθέτη το Γουίλιαμ Γουάιλερ. Η ταινία αυτή θεωρείται προπομπός της υπερπαραγωγής του Ντέιβιντ Σέλζνικ Όσα παίρνει ο άνεμος κι ο ρόλος της Ντέιβις, ως κακομαθημένη καλλονή του αμερικάνικου νότου, παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνον της Σκάρλετ Ο'Χάρα. Η Ντέιβις είχε ληφθεί υπόψιν για το ρόλο της Σκάρλετ κι όταν ο Σέλζνικ, μετά από ψάξιμο, δεν κατάφερε να βρει την κατάλληλη ηθοποιό για το ρόλο της Σκάρλετ, ζήτησε απ' τον Γουόρνερ τη Ντέιβις. Ο Γουόρνερ θα δάνειζε τη Ντέιβις στο Σέλζνικ με την προϋπόθεση ότι το ρόλο του Ρετ θα τον έπαιζε ο Έρολ Φλιν. Τόσο ο Σέλζνικ όσο κι η Ντέιβις δεν το θεώρησαν καλή ιδέα και το σχέδιο ναυάγησε[10]. Η Ζέζεμπελ παίχτηκε στους κινηματογράφους ένα χρόνο πριν το Όσα παίρνει ο άνεμος και χάρισε στη Ντέιβις το δεύτερό της Όσκαρ, στο μεταξύ ο Σέλζνικ βρήκε την ηθοποιό που ενσάρκωσε τελικά τη Σκάρλετ στο πρόσωπο της Βίβιαν Λι. Η Ντέιβις στη διάρκεια των γυρισμάτων της Ζέζεμπελ ερωτεύτηκε και σύναψε σχέση με τον Γουάιλερ, ο οποίος όπως κι εκείνη ήταν παντρεμένος και δεν ήταν διατεθειμένος να χωρίσει τη γυναίκα του. Η Ντέιβις τον αποκάλεσε αργότερα στη βιογραφία της σαν τον έρωτα της ζωής της[11]. Ο γάμος της με τον Νέλσον πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο και τον χώρισε στα τέλη του 1938. Την ίδια χρονιά συμπρωταγωνίστησε με τον Έρολ Φλιν, για τον οποίο έτρεφε μεγάλη αντιπάθεια, στην ταινία Οι αδελφές (The Sisters). Το 1939 που από τους κριτικούς θεωρείται η καλύτερη χρονιά στην ιστορία του κινηματογράφου, η Μπέτι Ντέιβις είχε τέσσερις ταινίες στο Box Office: την Πικρή Νίκη (Dark Victory), που στην Ελλάδα είναι γνωστή επίσης και σαν Το λυκόφως μιας ζωής, το Χουαρέζ (Juarez), τη Γεροντοκόρη (The Old Maid) και το Ελισάβετ και Έσσεξ (The private lives of Elisabeth & Essex). Για την πρώτη ταινία, που συμπρωταγωνιστεί με το Τζορτζ Μπρεντ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και υποδύεται μια γυναίκα που πεθαίνει από καρκίνο, έλαβε την τέταρτή της υποψηφιότητα στα Όσκαρ. Η Πικρή Νίκη ήταν η αγαπημένη ταινία της Ντέιβις[12], αλλά έχασε το Όσκαρ απ' τη Σκάρλετ Ο'Χάρα της Βίβιαν Λι. Στο Χουαρέζ, μια ταινία στην οποία συμμετείχε όλη η αφρόκρεμα των ηθοποιών της Warner από τον Τζον Γκάρφιλντ μέχρι και τον Πολ Μιούνι, υποδύθηκε την αυτοκράτειρα του Μεξικού Καρλόττα. Ενώ στη Γεροντοκόρη συμπρωταγωνίστησε με τη Μίριαμ Χόπκινς με την οποία υπήρχε έχθρα. Στο Ελισάβετ και Έσσεξ υποδύθηκε την βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας και συνεργάστηκε για δεύτερη και τελευταία φορά με τον Έρολ Φλιν, ενώ στην ταινία εμφανιζόταν κι η φίλη της Ολίβια Ντε Χάβιλλαντ. Το γράμμα (The Letter) του 1940, που στην Ελλάδα είναι επίσης γνωστό κι ως Η έχιδνα, βασισμένο επίσης σε μυθιστόρημα του Σόμερσετ Μομ, την ξανάφερε κοντά στον αγαπημένο της σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ. Αυτή η ταινία του Γουάιλερ της απέφερε περαιτέρω καταξίωση απ' τους κριτικούς[13] και μια ακόμη, την πέμπτη, υποψηφιότητα για τα Όσκαρ. Ωστόσο η μοιχαλίδα και δολοφόνος ηρωίδα της ταινίας, δεν κατάφερε να της εξασφαλίσει ακόμα ένα Όσκαρ το οποίο πήγε στην Τζίντζερ Ρότζερς. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε και με τον Σαρλ Μπουαγιέ στην ταινία Όλα, και τον ουρανό ακόμα!, όπου ερμήνευσε μια γκουβερνάντα στη Γαλλία του 19ου αιώνα κατηγορούμενη για ένα φόνο που δεν διέπραξε. Σ' αυτή τη φάση της καριέρας της η Ντέιβις ήταν η πιο επιτυχημένη ηθοποιός και η πιο ισχυρή προσωπικότητα του Χόλλυγουντ[14]. Παράλληλα με την επαγγελματική επιτυχία ήρθε και η προσωπική, καθώς το 1940 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Άρθουρ Φαρνσγουόρθ. Τα χρόνια του πολέμου (1941-1945) Τον Ιανουάριο του 1941 η Μπέτι Ντέιβις έγινε πρόεδρος της ακαδημίας των Όσκαρ, ήταν πρώτη ηθοποιός με αυτή τη διάκριση. Οι πρώτες της προτάσεις δεδομένου του Β' Παγκοσμίου πολέμου, ήταν να πωλούνται εισιτήρια για την τελετή των Όσκαρ, των οποίων τα κέρδη θα διατίθεντο για βοήθεια στα εμπόλεμα κράτη, επίσης πρότεινε να ματαιωθεί η δεξίωση μετά την τελετή. Οι ριζοσπαστικές τις ιδέες βρήκαν αντίσταση κι η Ντέιβις αποχώρησε απ' τη θέση του προέδρου και μήνες αργότερα, όντας ακόμα θυμωμένη, δεν παρευρέθηκε στην βραδιά των Όσκαρ, παρόλο που είχε λάβει την 6η της υποψηφιότητα για την ταινία Μικρές αλεπούδες (The Little Foxes) του 1941. Το βραβείο πήγε στη Τζόαν Φοντέιν. Οι Μικρές αλεπούδες μεταφορά του θεατρικού της Λίλιαν Χέλμαν σημάδεψαν την τρίτη και τελευταία της συνεργασία με τον Γουίλιαμ Γουάιλερ. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τσακώθηκαν, γιατί ο Γουάιλερ πίστευε ότι η Ντέιβις έπαιζε τον ρόλο της Ρετζίνα Γκίντενς, μιας συμφεροντολόγας και μοχθηρής γυναίκας, χωρίς να της δίνει καμία ανθρώπινη υπόσταση. Η Ντέιβις αποχώρησε από το σετ της ταινίας, για να ξαναεπιστρέψει αφότου έμαθε ότι θα την αντικαθιστούσε η Κάθριν Χέπμπορν. Τα γυρίσματα τελείωσαν με τη γνώμη της Ντέιβις να επικρατεί και την θετική υποδοχή της ταινίας απ' τους κριτικούς να τη δικαιώνει. Παρόλο που η Ντέιβις δεν ξαναδούλεψε με το Γουάιλερ, οι δυο τους μοιράζονταν αμοιβαία εκτίμηση για τα χρόνια που ακολούθησαν. Το 1942 βρήκε τη Ντέιβις να πρωταγωνιστεί στην ταινία Το ξέσπασμα μιας ψυχής (Now Voyager), στο ρόλο μιας γεροντοκόρης που αλλάζει εμφάνιση, αποκτά αυτοπεποίθηση και γνωρίζει τον έρωτα. Η ταινία αυτή, που της χάρισε την 7η υποψηφιότητά της στα Όσκαρ, θεωρείται η επιτομή των Woman's pictures. Ως Woman's pictures("ταινίες γυναίκας") χαρακτηρίζεται μια ομάδα ταινιών που γυρίστηκαν εκείνη την εποχή κι αποσκοπούσαν στο να δώσουν παρηγοριά στις γυναίκες, όσο οι σύζυγοί τους έλειπαν στον πόλεμο. Η Ντέιβις εκείνη τη χρονιά έχασε το Όσκαρ απ' τη Γκριρ Γκάρσον. Τον επόμενο χρόνο η Ντέιβις με τη βοήθεια του Τζον Γκάρφιλντ, του Τζακ Γουόρνερ και του Κάρι Γκραντ ίδρυσε το Hollywood Canteen, ένα κλαμπ διασκέδασης στο οποίο σύχναζαν οι Αμερικάνοι στρατιώτες όταν δεν βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης. Όλη η αφρόκρεμα του Χόλυγουντ προσπαθούσε να εμψυχώσει τους στρατιώτες με θεαματικές εμφανίσεις κι εκδηλώσεις στο Hollywood Canteen[15]. Το 1980 η Ντέιβις τιμήθηκε με μετάλλιο απ' το αμερικανικό κράτος για την προσφορά της, μ' αυτόν τον τρόπο, κατά τη διάρκεια του πολέμου[16]. Την ίδια χρονιά γύρισε και την ταινία Φρουρά επί του Ρήνου (Watch On The Rhine) που ήταν αντιπολεμική προπαγάνδα, ενώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Δάκρυα του χθες (Old Aquaintance) πέθανε ο δεύτερος της σύζυγος. Το 1944 προτείνεται για 8η φορά για Όσκαρ για το φιλμ Μαραμένο λουλούδι (Mr. Skeffington), χάνοντας αυτή τη φορά απ' την Ίνγκριντ Μπέργκμαν για την ταινία Εφιάλτης (Gaslight) και την επόμενη χρονιά κέρδισε και πάλι τις εντυπώσεις με την ταινία Άγουρα στάχυα (The Corn is Green). Καθοδική πορεία στη Warner (1945-1949) Η Ντέιβις το 1945 βρίσκονταν σε θέση ισχύος στη Warner. Είχε πλέον την πολυτέλεια να διαλέγει και ν' απορρίπτει σενάρια και να μπορεί να επιβάλλεται στους σκηνοθέτες με τους οποίους δούλευε. Εκείνη τη χρονιά η μεγάλη της αντίπαλος Τζόαν Κρόφορντ υπέγραψε συμβόλαιο με τη Warner. Η ηθοποιός πίστεψε ότι η Κρόφορντ, της οποίας η δημοτικότητα είχε πέσει αισθητά απ' τις αρχές της δεκαετίας, δε θα τα 'βγαζε πέρα με το Τζακ Γουόρνερ, που ήταν πολύ πιο σκληρός απ' τον Λούι Μπι Μάγιερ της Metro-Goldwyn-Mayer όπου δούλευε πριν η Κρόφορντ. Έτσι ένα σενάριο, που είχε απορρίψει πρωτύτερα η Ντέιβις, έγινε ταινία με πρωταγωνίστρια την Κρόφορντ και τίτλο Θύελλα σε μητρική καρδιά (Mildred Pierce)[17]. Η Κρόφορντ κέρδισε το Όσκαρ το 1945 για την ταινία αυτή και κέρδισε την εύνοια του Γουόρνερ. Η έχθρα μεταξύ των δύο γυναικών εντείνονταν όλο και περισσότερο, ενώ το στούντιο προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη ταινία για να τις κάνει να εμφανιστούν μαζί, κάτι που έγινε πολλά χρόνια αργότερα με το Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν του 1962. Εκείνη την περίοδο η Ντέιβις παντρεύτηκε με τον Γουίλιαμ Γκραντ Σέρι. Το 1946 η Ντέιβις έγινε και παραγωγός στο Κλεμμένη ευτυχία (A stolen life), μια ταινία που τη βρήκε να συμπρωταγωνιστεί με τον Γκλεν Φορντ, αυτή ήταν η πρώτη ταινία μετά από χρόνια που πήρε αρνητικές κριτικες, παρόλα αυτά ήταν κερδοφόρα. Oι ταινίες όμως μετα απ'αυτήν άρχισαν να χάνουν λεφτά κι η δημοτικότητά της άρχισε να πέφτει[18]. Το 1947 η εγκυμοσύνη, στο πρώτο της παιδί της απαγόρεψε να παίξει στα Λύτρα του πόνου (Possessed)[19], ο πρωταγωνιστικός ρόλος πήγε πάλι στην Κρόφορντ, η οποία ήταν πάλι υποψήφια για τα όσκαρ. Στα τέλη του 1947 έφερε στον κόσμο την κόρη της Μπάρμπαρα. Η ταινία του 1948 June Bride σημείωσε μικρή επιτυχία, έτσι η Ντέιβις ανανέωσε το συμβόλαιό της με τη Warner και με μισθό $10.285 την εβδομάδα, έγινε η πιό ακριβοπληρωμένη σταρ του Χόλυγουντ[20]. Ο Τζακ Γουόρνερ όμως της απαγόρεψε την έγκριση σεναρίων και την ανάγκασε να εμφανιστεί σε μια κακή ταινία το Beyond the forest του 1949. Η Ντέιβις συμφώνησε να συμμετάσχει, ενώ δεν της άρεσε ο ρόλος που της προσφέρονταν, με την προϋπόθεση ότι θα την αποδέσμευαν απ'το συμβόλαιο της. Έτσι όταν τελείωσαν τα γυρίσματα και μετά από 18 χρόνια άφησε τη Γουόρνερ, ενώ στο Χόλυγουντ υπήρχε η πεποίθηση ότι η επιτυχία είχε τελειώσει πλέον για τη Ντέιβις. Η ηθοποιός είχε δημιουργήσει τη φήμη ότι ήταν δύσκολη κι οι παραγωγοί δύσκολα θα της εμπιστεύονταν πλέον σενάρια, παράλληλα ο γάμος της με τον Γουίλιαμ Σέρι όδευε προς το τέλος του και το διαζύγιο ήταν αναπόφευχτο. Ξανά στο προσκήνιο (Όλα για την Εύα) (1950) Η τύχη ξαναχαμογέλασε στη Μπέτι Ντέιβις στα τέλη του 1949: όταν η Κλοντέτ Κολμπερ η οποία είχε επιλεχθεί απ'το σκηνοθέτη Τζόσεφ Μάνκιεβιτς και το Ντάριλ Ζάνουκ διευθυντή της 20th Century Fox για τον ρόλο της Μάργκο Τσάνινγκ στην ταινία Όλα για την Εύα είχε ένα ατύχημα και δε μπορούσε να παίξει στην ταινία. Ο Ζάνουκ κι ο Μάνκιεβιτς τότε στράφηκαν στη μοναδική ηθοποιό που ήταν εύκαιρη εκείνη την περίοδο και σ'εκείνη η οποία είχε την εμπειρία να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του ρόλου τη Μπέτι Ντέιβις. Ο Ζάνουκ δεν είχε καλές σχέσεις με τη Ντέιβις και παρόλα αυτά αποφάσισε να επικοινωνίσει μαζί της για να της προτείνει το ρόλο. Η Ντέιβις διαβάζοντας το σενάριο διαπίστωσε ότι ήταν ενα απ'τα καλύτερα σενάρια που της δόθηκαν ποτέ κι αποφάσισε να παίξει στην ταινία. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η Ντέιβις ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της Γκάρι Μέριλ, τον οποίο αργότερα παντρευτηκε και βρήκε μια καινούργια φίλη στο πρόσωπο της Αν Μπάξτερ που είχε το ρόλο της Εύας. Η Ντέιβις έδωσε την ερμηνεία της ζωής της[21] κι οι κριτικές για την ταινία που προβλήθηκε το 1950 ήταν διθυραμβικές[22] , τόσο που η Ντέιβις ευχαρίστησε τον Μανκιεβιτς που την έσωσε απ'την αφάνεια. Υπήρξε πρόβλημα όμως όταν η Αν Μπάξτερ επέμεινε το στούντιο να την υποστηρίξει για να προταθεί για Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου αντί για β' γυναικείο, κάτι που θα ελάττωνε τις πιθανότητες της Ντέιβις να κερδίσει το τρίτο της Όσκαρ. Έτσι κι έγινε, το φίλμ έλαβε ρεκόρ υποψηφιοτήτων, δεκατέσσερις στο σύνολο, μεταξύ των οποίων και πέντε για Όσκαρ ερμηνείας, στον α' γυναικείο ρόλο η Ντέιβις με τη Μπάξτερ, στο β' ανδρικό ο Σάντερς και στο β' γυναικείο η Χολμ και η Ρίττερ. Το αποτέλεσμα ήταν η Ντέιβις με τη Μπάξτερ να ακυρώσουν η μιά την άλλη και το Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου να πάει στη Τζούντι Χόλιντεϊ για το Γεννημένη χθες. Ο μόνος που κατάφερε ν'αποσπάσει Όσκαρ ερμηνείας ήταν ο Τζώρτζ Σάντερς για τον κυνικό κριτικό Άντισον Ντε Γουίτ. Το φιλμ κερδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου για το Μανκιεβίτς και καλύτερης ταινίας. Η Ντέιβις παρέλαβε μερικούς μήνες μετά το βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών για την ερμηνεία της στην ταινία. Ανεξάτητες παραγωγές, θέατρο και πτώση (1951-1960) Έχοντας καταφέρει να ανανεώσει την εικόνα της με το Όλα για την Εύα, η Ντέιβις ξεκίνησε να συμμετέχει σε ανεξάρτητες παραγωγές. Οι ταινίες τις οποίες διάλεξε να εμφανιστεί μετά όμως ήταν μέτριες και ούτε η 10η υποψηφιότητά της στα όσκαρ για την ταινία Η ντίβα (The star) του 1952 δεν μπόρεσε ν'ανανεώσει το ενδιαφέρον του κοινού για τα έργα στα οποία εμφανιζόταν. Οι κριτικοί ήταν πολλές φορές ευνοικοί μαζί της, μα άλλες αρνητικοί. Κατέκριναν κυρίως το γεγονός ότι μετά το Όλα για την Εύα η Ντέιβις υποδύονταν περισσότερο τον εαυτό της στις ταινίες της κι ότι πλέον η προσωπικότητά της, οι χειρονομίες της και το κάπνισμα απότελούσαν μέρος της κάθε κινηματογραφικής της εμφάνισης. Η Ντέιβις ήταν πλέον γνωστή ως ιδιαίτερη προσωπικότητα κι οι χαρακτηριστικές της κινήσεις αντιγράφονταν από κωμικούς και μίμους σε κλαμπ. Απ'τις ταινίες που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 50 ξεχωρίζουν η Εστεμμένη Παρθένα του 1955, όπου ξαναϋποδύθηκε την Ελισάβετ Α' της Αγγλίας και το Τόπο στα νιάτα του 1956 όπου υποδύθηκε μια νοικοκυρά που παντρεύει την κόρη της. Απέρριψε επίσης πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ταινίες Η βασίλισσα της Αφρικής και Ξαναγύρισε, μικρή μου Σέμπα, ρόλους που χάρισαν ευνοϊκές κριτικές και βραβεία στις ηθοποιούς που τους ενσάρκωσαν. Το 1952 διαπιστώνοντας την ύφεση στην κινηματογραφική της καριέρα η Ντέιβις στράφηκε ξανά στο θέατρο. Το καινούργιο της θεατρικό εγχείρημα ήταν το μιούζικαλ Two's Company με σκηνοθέτη το Ζυλ Ντασέν. Η Ντέιβις δεν είχε εμπειρία στο μιούζικαλ και βρέθηκε έξω απ'τα χωράφια της. Οι κριτικές ήταν μέτριες κι η Ντέιβις αναγκάστηκε να διακόψει μετά από βαρύ κρούσμα οστεομυελίτιδας. Ο τέταρτος γάμος της με το Γκάρι Μέριλ αρχικά πήγαινε καλά, ο Γκάρι υιοθέτησε την κόρη της Μπάρμπαρα (Μπι Ντι) και μαζί υιοθέτησαν άλλα δυό παιδιά το Μάικλ και τη Μάργκο, η οποία λίγο καιρό μετά την υιοθεσία της παρουσίασε προβλήματα, λόγω εγκεφαλικού τραύματος που προκλήθηκε κατα τη διάρκεια ή αμέσως μετά τον τοκετό. Η Μάργκο τοποθετήθηκε σε ίδρυμα για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 50 η Ντέιβις κι ο Μέριλ άρχισαν να καυγαδίζουν και το 1960 πήραν διαζύγιο[23]. Την ίδια χρονιά η μητέρα της πέθανε κι η Ντέιβις έγραψε την πρώτη της βιογραφία Μιά μοναχική ζωή (A lonely life). Επιλεγμένη Φιλμογραφία * Ο άνθρωπος που έπαιζε το Θεό - The man who played God(1932) Εξωτερικοί Σύνδεσμοι Παραπομπές 1. ↑ AFI's 100 Years...100 Stars. American Film Institute (ανακτήθηκε 23 Οκτωβρίου 2006 ) Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|