Αργεντινή
|
Η Δημοκρατία της Αργεντινής ή συνηθέστερα Αργεντινή είναι μια Ισπανόφωνη χώρα στο νότιο τμήμα της Λατινικής Αμερικής, μεταξύ των Άνδεων και του νοτίου Ατλαντικού ωκεανού. Είναι η δεύτερη σε μεγαλύτερη έκταση χώρα της Λατινικής Αμερικής μετά τη Βραζιλία. Συνορεύει με τις Ουρουγουάη, Βραζιλία, Παραγουάη, Βολιβία και Χιλή. Πήρε την ονομασία από το «αργέντουμ» (άργυρος), ένα πολύτιμο μέταλλο το οποίο προμηθεύονταν οι πρώτες ευρωπαϊκές αποικίες στην περιοχή. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Μπουένος Άιρες, το οποίο βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας, που είναι και ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του Ατλαντικού ωκεανού. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι οι Σάντα Φε και Ροζάριο στο κεντρικό τμήμα της χώρας, Τουκουμάν στο βόρειο και Ρίο Γκράντε στο νότιο. Γεωγραφία Βασικά χαρακτηριστικά Η συνολική έκταση της Αργεντινής (χωρίς τις εδαφικές διεκδικήσεις της στην Ανταρκτική) ανέρχεται σε 2.766.891 τετρ.χλμ, από τα οποία τα 2.736.691 είναι ξηρά και τα 30.200 επιφανειακά ύδατα. Στον άξονα βορρά-νότου η χώρα εκτείνεται κατά περίπου 3.900 χλμ, ενώ το μέγιστο εύρος της στον άξονα ανατολής-δύσης είναι 1.400 χλμ. Η Αργεντινή διακρίνεται σε τέσσερις κύριες περιοχές: τα υψίπεδα του Γκραν Τσάκο στο βορρά με το υποτροπικό κλίμα, τις γόνιμες πεδιάδες (πάμπας) στο κέντρο της χώρας, τις στεπώδεις εκτάσεις της Παταγονίας στο νότο, και την οροσειρά των Άνδεων στα δυτικά σύνορα με τη Χιλή. Το υψηλότερο σημείο της χώρας βρίσκεται στη περιοχή Μεντόζα, με την κορυφή Ακονκάουα στα 6.962 μέτρα να είναι το ψηλότερο βουνό σε όλη την ήπειρο της Αμερικής[3] (Βόρειας και Νότιας), καθώς και του νοτίου ημισφαιρίου[4]. Το χαμηλότερο σημείο της Αργεντινής είναι η λίμνη Λαγκούνα ντελ Καρμπόν στην περιοχή Σάντα Κρουζ, στα -105 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας[5]. Το σημείο αυτό είναι και το χαμηλότερο στη Νότια Αμερική. Το γεωγραφικό κέντρο της χώρας βρίσκεται στη νοτιοδυτική επαρχία της Λα Πάμπα. Η Αργεντινή διεκδικεί μέρος της Ανταρκτικής, πράξη που δεν αναγνωρίζεται από καμία άλλη χώρα, και διατηρεί από το 1904 συνεχή παρουσία εκεί. Η Αργεντινή διακρίνεται παραδοσιακά σε διάφορες χαρακτηριστικές γεωγραφικές περιοχές: Πάμπας: Οι πάμπας προσδιορίζονται ως οι πεδιάδες δυτικά και νότια από την πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των επαρχιών του Μπουένος Άιρες και της Κόρντοβα, καθώς και τμήματα των επαρχιών της Σάντα Φε και Λα Πάμπα. Το δυτικό τμήμα της τελευταίας και η επαρχία Σαν Λουίς είναι επίσης μέρος των πάμπας, αλλά πιο ξηρές. Χαρακτηριστικό τοπογραφικό στοιχείο της ευρύτερης αυτής περιοχής είναι η οροσειρά Σιέρα ντε Κόρντοβα. Γκραν Τσάκο: Η περιοχή του Γκραν Τσάκο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας και έχει υποτροπικό κλίμα με ξηρή και υγρή εποχή. Εκτείνεται στις επαρχίες Τσάκο και Φορμόσα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από υποτροπικά δάση, θαμνώδεις εκτάσεις και ορισμένους υδροβιότοπους, ενδιαίτημα πολλών ειδών χλωρίδας και πανίδας. Η επαρχία του Σαντιάγκο ντελ Εστέρο βρίσκεται επίσης στην πιο ξηρή περιοχή του Γκραν Τσάκο. Μεσοποτάμια: Η περιοχή μεταξύ των ποταμών Παρανά και Ουρουγουάη είναι γνωστή με το χαρακτηρισμό Μεσοποταμία, και εκτείνεται στις επαρχίες Κοριέντες και Έντρε Ρίος. Αποτελείται κύρια από επίπεδες εκτάσεις και τους υδροβιότοπους της Ιμπερά στην κεντρική Κοριέντες. Η επαρχία Μισιόνες έχει περισσότερο τροπικά χαρακτηριστικά και εντάσσεται στη γεωγραφική περιοχή των βραζιλιανών υψιπέδων, με χαρακτηριστική τροπική βλάστηση του δάσους βροχής και τους καταρράκτες Ιγκουαζού. Παταγονία: Η Παταγονία είναι γνωστή από τις χαρακτηριστικές της στέπες που εκτείνονται στις επαρχίες Νεουκέν, Ρίο Νέγκρο, Τσουμπούτ και Σάντα Κρουζ. Η περιοχή χαρακτηρίζεται ημίξηρη και εύκρατη στο βορρά και ψυχρή ξηρή στο νότο, αλλά υπάρχουν δασικές εκτάσεις στις δυτικές παρυφές της, καθώς και αρκετές λίμνες. Η Γη του Πυρός έχει ψυχρό και υγρό κλίμα, με επιρροές ωκεάνιων κλιματικών χαρακτηριστικών. Η βόρεια Παταγονία αναφέρεται και ως Κομάουε. Κούγιο: Η κεντροδυτική Αργεντινή κυριαρχείται από την οροσειρά των Άνδεων, ενώ στην ανατολική πλευρά τους βρίσκεται η ξηρή περιοχή του Κούγιο. Η περιοχή διατρέχεται από νερά προερχόμενα από τα βουνά, δημιουργώντας έτσι γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια φρούτων και αμπελιών στις επαρχίες Μεντόζα και Σαν Χουάν. Βορειότερα το κλίμα είναι επίσης ξηρό αλλά πιο θερμό, όπου βρίσκεται και η επαρχία Λα Ριόχα. Το ανατολικό όριο του Κούγιο καθορίζεται από τα υψίπεδα Σιέρας Παμπεάνας, με άξονα βορρά-νότου στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Σαν Λουίς. Βορειοδυτική περιοχή: Η περιοχή αυτή έχει το μεγαλύτερο μέσο υψόμετρο και αποτελείται από παράλληλες οροσειρές, με κορυψές μεγαλύτερες και από 6.000 μέτρα, που διευρύνονται προς το βορρά. Χαρακτηριστικές εύφορες κοιλάδες συμπληρώνουν το τοπίο, ενώ οι επαρχίες της περιοχής είναι οι Καταμάρκα, Τουκουμάν και Σάλτα. Η επαρχία Χουγιούι βορειότερα προς τη Βολιβία ανήκει κύρια στο υψίπεδο Αλτιπλάνο των κεντρικών Άνδεων, ενώ στο βορειότερο σημείο της περιοχής διέρχεται και ο Τροπικός του Αιγόκερω.
Οι κυριότεροι ποταμοί της Αργεντινής είναι ο Πιλκομάγιο, ο Παραγουάη, ο Μπερμέγιο, ο Κολοράντο, ο Ρίο Νέγκρο, ο Σαλάντο, ο Ουρουγουάη και ο μεγαλύτερος ποταμός Παρανά. Οι τελευταίοι δύο εκβάλουν μαζί στον Ατλαντικό ωκεανό, σχηματίζοντας τον Ρίο ντε λα Πλάτα. Ποταμοί περιφερειακής σημασίας είναι ο Ατουέλ και ο Μεντόζα, στην ομώνυμη περιοχή, ο Τσουμπούτ στην Παταγονία, ο Ρίο Γκράντε στο Χουγιούι και ο Σαν Φραντσίσκο στη Σάλτα. Στην Αργεντινή υπάρχουν πολλές μεγάλες λίμνες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στην Παταγονία. Μεταξύ αυτών είναι η Αρχεντίνο και η Βιέντμα στη Σάντα Κρουζ, η Ναουέλ Ουαπί στην επαρχία Ρίο Νέγκρο, η Φανιάνο στη Γη του Πυρός και οι Κολουέ Ουαπί και Μόστερς στην επαρχία Τσουμπούτ. Η λίμνη Μπουένος Άιρες και η λίμνη Ο'Χίγκινς / Σαν Μαρτίν βρίσκονται στα σύνορα με τη Χιλή. Η Αργεντινή έχει επίσης πολλές θερμές πηγές, όπως οι Τέρμας ντε Ρίο Χόντο με θερμοκρασίες μεταξύ 27 °C και 41 °C[6]. Η Αργεντινή έχει συνολικά 4.665 χλμ ακτογραμμής[7]. Η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα είναι γενικά ασυνήθιστα πλατιά, και η υπερκείμενη θάλασσα στον Ατλαντικό ωκεανό είναι γνωστή με την ονομασία Μαρ Αρχεντίνο (Θάλασσα της Αργεντινής). Οι ακτές του Ατλαντικού αποτελούν εδώ και αιώνες δημοφιλές θέρετρο για τους κατοίκους της ενδοχώρας. Η θάλασσα είναι πλούσια σε ψάρια και επίσης εικάζεται ότι υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Οι ακτές της χώρας ποικίλλουν, καθώς υπάρχουν αμμόλοφοι ή θίνες και απόκρημνοι βράχοι. Τα δύο βασικά θαλάσσια ρεύματα που επηρεάζουν τις ακτές είναι το θερμό ρεύμα της Βραζιλίας και το ψυχρό ρεύμα Φόκλαντ. Λόγω της ανισοκατανομής του μεγέθους της ξηράς από βορρά προς νότο, τα δύο ρεύματα αλλάζουν την επιρροή τους στο τοπικό κλίμα και δεν επιτρέπουν την ομοιόμορφη πτώση της θερμοκρασίας με το γεωγραφικό πλάτος. Επειδή η Αργεντινή εκτείνεται σε μεγάλο εύρος γεωγραφικών πλατών, καθώς και έχει μεγάλες υψομετρικές διακυμάνσεις, παρατηρείται στη χώρα ένα σύνολο κλιματικών τύπων. Κατά κανόνα, το κλίμα είναι κυρίως εύκρατο με διακυμάνσεις από υποτροπικό στο βορρά και υποπολικό στο νότο. Το βόρειο τμήμα της χώρας έχει χαρακτηριστικά ιδιαίτερα θερμά καλοκαίρια και ήπιους ξηρούς χειμώνες, με περιοδικές περιόδους ξηρασίας. Η κεντρική Αργεντινή έχει θερμά καλοκαίρια με καταιγίδες και ψυχρούς χειμώνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέγεθος χαλαζιού παγκόσμια έχει καταγραφεί στην κεντροδυτική Αργεντινή. Οι νοτιότερες περιοχές έχουν θερμά καλοκαίρια και ψυχρούς χειμώνες με έντονες χιονοπτώσεις, ιδιαίτερα στις ορεινές ζώνες. Τα μεγαλύτερα υψόμετρα έχουν πιο ψυχρές συνθήκες σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Οι πιο ακραίες τιμές θερμοκρασίες σε όλη τη Νότια Αμερική έχουν καταγραφεί στην Αργεντινή. Η μέγιστη θερμοκρασία των 49,1 °C σημειώθηκε στη Βίγια ντε Μαρία στην επαρχία Κόρντοβα στις 2 Ιανουαρίου του 1920. Η ελάχιστη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί είναι -39 °C στη Βάγιε ντε λος Πάτος Σουπεριόρ, στην επαρχία Σαν Χουάν, στις 17 Ιουλίου του 1972. Χαρακτηριστικός άνεμος της Αργεντινής είναι ο ψυχρός Παμπέρο που πνέει στις πεδιάδες της Παταγονίας και στις πάμπας, ενώ στο τέλος του χειμώνα ακολουθείται από θερμούς βόρειους ανέμους. Αντίστοιχα, ο Ζόντα είναι ένας θερμός ξηρός άνεμος της κεντροδυτικής χώρας. Προερχόμενος από τις Άνδεις έχει εξατμίσει όλη την υγρασία του κατά την κατάβαση από τα 6.000 μέτρα, και συχνά παρουσιάζει ριπές μέχρι και τα 120 χλμ/ώρα. Ο Ζόντα εμφανίζεται από τον Ιούνιο ως το Νοέμβριο και είναι επικίνδυνος για την εκδήλωση πυρκαγιών, ενώ συνοδεύεται με χιονοθύελλες στα μεγάλα υψόμετρα των Άνδεων. Οι Σουντεστάδα είναι νότιοι άνεμοι που πνέουν κατά την εμφάνιση ιδιαίτερα χαμηλών βαρομετρικών συστημάτων το χειμώνα, φέρνοντας μέτριες χαμηλές θερμοκρασίες και έντονες βροχοπτώσεις, θαλασσοταραχή και παράκτιες πλυμμήρες. Συνήθως εμφανίζονται στο τέλος του φθινοπώρου και το χειμώνα στις ακτές της κεντρικής χώρας και στο Ρίο ντε λα Πλάτα. Βασικό στοιχείο στις νότιες περιοχές της Αργεντινής είναι η μεγάλη περίοδος ημέρας από το Νοέμβριο ως το Φεβρουάριο, που κυμαίνεται μέχρι και 19 ώρες τη μέρα, καθώς και αντίστροφα μεγάλες νύχτες από τον Μάιο ως τον Αύγουστο. Προκολομβιανή περίοδος Τα πρώιμα στοιχεία ανθρώπινης παρουσίας στην Αργεντινή έχουν βρεθεί στην Παταγονία (Πιέδρα Μουσέο, Σάντα Κρουζ) και χρονολογούνται από το 11.000 π.Χ. (Σάντα Μαρία, Χουάρπες, Ντιαγκουίτας, Σαναβιρόνες). Η αυτοκρατορία των Ίνκας κατά την ηγεμονία του Πατσακουτέκ ξεκίνησε μία επεκτατική εκστρατεία το 1480, κατακτώντας τη σημερινή βορειοδυτική Αργεντινή και ενσωματώνοντάς την στην ευρύτερη περιοχή γνωστή με την ονομασία Κογιασουγιού. Αντίστοιχα, οι αυτόχθονες Γκουαρανί ανέπτυξαν ένα πολιτισμό βασισμένο στη γεωργία και στην καλλιέργεια της γιούκας, της γλυκοπατάτας και του καλαμποκιού. Στις κεντρικές και νότιες περιοχές (πάμπας και Παταγονία) υπήρχαν νομαδικές φυλές που ενώθηκαν κατά τον 17ο αιώνα κάτω από την αρχηγία των Μαπούτσε. Ο στρατηγός Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν (Jose de San Martin), απελευθερωτής της Αργεντινής, της Χιλής και του Περού. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι εξερευνητές έφτασαν στην Αργεντινή το 1516 και η Ισπανία ίδρυσε μία αποικία στη θέση του σημερινού Μπουένος Άιρες το 1580. Το 1776 ιδρύθηκε η Αντιβασιλεία του Ρίο ντε λα Πλάτα και η ευρύτερη περιοχή αποικήθηκε από Ισπανούς και τους μετέπειτα απογόνους τους, που προσδιορίζονταν με την ονομασία κριόγιος. Παράλληλα, υπήρχαν σημαντικοί πληθυσμοί αυτόχθονων φυλών, καθώς και Αφρικανών σκλάβων. Τουλάχιστον το 1/3 των εποίκων της αποικιοκρατικής περιόδου ήταν συγκεντρωμένοι στο Μπουένος Άιρες και σε άλλες πόλεις, ενώ το υπόλοιπο κατοικούσε στις πάμπας. Οι αυτόχθονες κάτοικοι βρίσκονταν σε όλη την υπόλοιπη χώρα. Η Βρετανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να κατακτήσει το Μπουένος Άιρες δύο φορές το διάστημα 1806-07, αλλά συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των κριόγιος και απέτυχε. Στις 25 Μαΐου του 1810, μετά από επιβεβαίωση της φήμης για την ανατροπή του βασιλιά Φερδινάνδου του 7ου από το Ναπολέοντα, οι πολίτες του Μπουένος Άιρες ίδρυσαν την πρώτη τοπική κυβέρνηση, γνωστή ως Χούντα (Επανάσταση του Μάη). Από αυτή την επανάσταση δημιουργήθηκαν δύο κράτη: Οι Ηνωμένες Επαρχίες της Νότιας Αμερικής (1810) και η Λίγκα Φεντεράλ (Ομοσπονδία) (1815). Άλλες επαρχίες, ως αποτέλεσμα διαφορών μεταξύ αυτονομιστικών και συγκεντρωτικών ρευμάτων, καθυστέρησαν την είσοδό τους στην Ένωση. Η Παραγουάη αποχώρησε το 1811, κηρύσσοντας την ανεξαρτησία της. Οι στρατιωτικές εκστρατείες με ηγέτη το στρατηγό Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν μεταξύ του 1814 και του 1817 ενίσχυσαν την ανεξαρτησία της Αργεντινής, και ο Σαν Μαρτίν θεωρείται σήμερα ο εθνικός ήρωας της ανεξαρτησίας. Η στρατιά του διέσχισε το 1817 τις Άνδεις και νίκησε βασιλικές δυνάμεις στη Χιλή και το Περού, εξασφαλίζοντας την αυτοδιάθεση της χώρας. Η βουλή του Τουκουμάν, που συνεδρίασε στις 9 Ιουλίου του 1816, διακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία από την Ισπανία. Η Λίγκα Φεντεράλ ηττήθηκε το 1820 από δυνάμεις των Ηνωμένων Επαρχιών της Νότιας Αμερικής και στρατιωτικές δυνάμεις της Πορτογαλίας, προερχόμενες από τη Βραζιλία, και ενσωματώθηκε τελικά στην Ένωση. Η Βολιβία κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1825, ενώ η Ουρουγουάη δημιουργήθηκε το 1828 ως αποτέλεσμα της εκεχειρίας στον πόλεμο Αργεντινής-Βραζιλίας. Αυτή η αντιφατική εκεχειρία οδήγησε στην άνοδο του κυβερνήτη της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, Χουάν Μανουέλ ντε Ρόσας, ο οποίος, ως υποστηρικτής της ομοσπονδίας, κυβέρνησε αυταρχικά, αλλά διατήρησε την ενότητα της εύθραυστης Ένωσης. Οι κεντρώοι Ουνιτάριος (Ενωτικοί) και οι Φεντεράλες (Ομοσπονδιακοί) διατήρησαν μία αντιπαλότητα μέχρι την αποπομπή της κυβέρνησης του ντε Ρόσας το 1852, και για να αποφευχθούν μελλοντικές διαμάχες, το 1853 συντάχθηκε το πρώτο σύνταγμα της χώρας. Η εθνική ενότητα ενισχύθηκε το 1865 μετά από επίθεση της Παραγουάης σε τοπικά βρετανικά συμφέροντα, και οδήγησε στον Πόλεμο της Τριπλής Συμμαχίας και την ήττα της Παραγουάης[8]. Ένα κύμα ξένων επενδύσεων και μετανάστευσης από την Ευρώπη μετά το 1870, οδήγησε στην ανάπτυξη της σύγχρονης γεωργίας και τη σχεδόν αναγέννηση της κοινωνίας και της οικονομίας της Αργεντινής, ενισχύοντας παράλληλα τη συνομοσπονδία σε ένα ενιαίο κράτος. Παρόλα αυτά, η «κατάκτηση της ερήμου» τη δεκαετία του 1870 εξάρθρωσε τους υπάρχοντες αυτόχθονες πληθυσμούς των νότιων πάμπας και της Παταγονίας[9][10]. Η Αργεντινή ενίσχυσε την ευημερία και τον πλούτο της μεταξύ του 1880 και του 1929, καθώς ήταν μία από τις δέκα πλουσιότερες χώρες στον κόσμο με μία επικερδή οικονομία βασισμένη στην αγροτική παραγωγή. Με τη μετανάστευση και τη μείωση της θνησιμότητας, ο πληθυσμός σχεδόν πενταπλασιάστηκε και τα οικονομικά μεγέθη έγιναν σχεδόν 15 φορές μεγαλύτερα[11]. Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν συντηρητικά συμφέροντα με μη δημοκρατικά μέσα μέχρι το 1912, όταν ο πρόεδρος Ροκέ Σάενς Πένια καθιέρωσε την καθολική (μόνο για τους άντρες) και μυστική ψηφοφορία. Αυτό επέτρεψε στους παραδοσιακούς αντιπάλους των συντηρητικών, δηλαδή την κεντρώα Ριζοσπαστική Αστική Ένωση, να κερδίσει τις πρώτες ελεύθερες εθνικές εκλογές το 1916. Ο πρόεδρος Ιπολίτο Ιριγκογιέν εφάρμοσε κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυσε την υποστήριξη στις αγροτικές οικογένειες και τις μικρές επιχειρήσεις. Η μεγάλη οικονομική κρίση και η πολιτική απομόνωση όμως, οδήγησε στην παύση του από τον στρατό το 1930. Το διάδοχο συντηρητικό καθεστώς κυβέρνησε για μία δεκαετία, εφαρμόζοντας προστατευτικές πολιτικές. Η Αργεντινή παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και για το μεγαλύτερο μέρος του Δεύτερου, ενώ ήταν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές εφοδίων και τροφής για τους Συμμάχους. Η πολιτική αλλαγή οδήγησε στην προεδρία του Χουάν Περόν το 1946, ο οποίος υποστήριξε την εργατική τάξη και διέδωσε το συνδικαλισμό, εφαρμόζοντας παράλληλα κοινωνικά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Η σύζυγος του Περόν, Εύα Περόν, γνωστή και ως Εβίτα, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο ως πρώτη κυρία κατά τις δύο πρώτες θητείες του Περόν. Αποτελούσε την κινητήρια δύναμη για την επιτυχία του Περόν στην εργατική τάξη. Το 1947 ίδρυσε το Ίδρυμα Εύα Περόν με προσανατολισμό κοινωνικής προσφοράς[12]. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που η χώρα προσανατολίζονταν στην κοινωνική πρόνοια, κάτι που συνάντησε την αντίδραση της ολιγαρχίας. Η Εβίτα ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον μη εκφραστικό Περόν και τους υποστηρικτές του. Εισήγαγε την ψήφο των γυναικών και οργάνωσε το Γυναικείο Κόμμα Περονιστών[13]. Κατά τις δύο πρώτες θητείες του Περόν ενισχύθηκε η βιομηχανική και αστική ανάπτυξη[11]. Μετά το θάνατο της Εβίτα το 1952 στην ηλικία των 33 ετών, η κυβέρνηση Περόν αποσυντονίστηκε μέσα από διαμάχες με την Καθολική Εκκλησία. Ο Περόν απομάκρυνε αρκετούς σημαντικούς και ικανούς συμβούλους του, ενώ προώθησε τον απολυταρχισμό. Ένα βίαιο πραξικόπημα τον ανέτρεψε το 1955, μετά από το βομβαρδισμό της Κάσα Ροσάντα και το θάνατο πολλών πολιτών. Ο Περόν διέφυγε στο εξωτερικό και τελικά παρέμεινε στην Ισπανία. Μετά από προσπάθειες υποβάθμισης της επιρροής του Περόν και τον εξοστρακισμό των Περονιστών από την πολιτική ζωή, οι εκλογές του 1958 έφεραν τον Αρτούρο Φροντίτσι στην κυβέρνηση, ο οποίος είχε την υποστήριξη μερικών οπαδών του Περόν, ενώ η πολιτική του ενίσχυσε τις απαιτούμενες επενδύσεις στη βιομηχανία και την ενέργεια, που παρουσίαζαν μεγάλο έλλειμμα για την Αργεντινή. Ο στρατός όμως παρενέβαινε συχνά υπέρ των συντηρητικών συμφερόντων και τα αποτελέσματα της πολιτικής ήταν αμφιλεγόμενα[11]. Ο Φροντίτσι υποχρεώθηκε σε παραίτηση το 1962 και ο Αρτούρο Ίγια εκλέχθηκε το 1963 και εφάρμοσε επεκτατικές πολιτικές. Παρά την ευημερία, οι προσπάθειές του να συμπεριλάβει Περονιστές στην πολιτική σκηνή κατέληξε στην επέμβαση του στρατού για μία ακόμη φορά, με ένα αναίμακτο πραξικόπημα το 1966. Αν και απολυταρχικό, το νέο καθεστώς συνέχισε να υποστηρίζει την τοπική ανάπτυξη και επένδυσε υψηλά ποσά σε δημόσια έργα. Η οικονομία μεγάλωσε δυναμικά, ενώ η φτώχεια μειώθηκε στο 7% το 1975. Η πολιτική βία όμως κλιμακώθηκε και ο Περόν από την εξορία στήριξε τις φοιτητικές και εργατικές διαμαρτυρίες, με συνέπεια τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών από το καθεστώς το 1973. Ο Περόν επέστρεψε από την εξορία και σχημάτισε κυβέρνηση[14]. Ο θάνατός του το 1974, έφερε την αντιπρόεδρο και τρίτη σύζυγό του, Ισαμπέλ, στην εξουσία. Η Ισαμπέλ Περόν αποτέλεσε μία συμβιβαστική επιλογή ανάμεσα στα ρεύματα των Περονιστών, με σύντομο χρόνο ζωής, καθώς η σύγκρουση μεταξύ των ακραίων ρευμάτων προκάλεσε οικονομικό χάος με αποτέλεσμα ένα νέο πραξικόπημα στις 24 Μαρτίου του 1976. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70, ένοπλες αριστερές ομάδες, όπως ο Επαναστατικός Λαϊκός Στρατός απήγαγαν και δολοφονούσαν πολίτες σχεδόν κάθε εβδομάδα[15]. Το αυτονομαζόμενο καθεστώς της Εθνικής Διαδικασίας Αναδιοργάνωσης καταπίεζε την αντιπολίτευση και τα αριστερά ρεύματα με βίαια και παράνομα μέτρα, γνωστά και ως ο βρώμικος πόλεμος. Χιλιάδες διαφωνούντες εξαφανίστηκαν, ενώ η μυστική υπηρεσία SIDA συνεργάζονταν με τη χιλιανή DINA και άλλες νοτιοαμερικανικές υπηρεσίες, αλλά και τη CIA, στην Επιχείρηση Κόνδορας. Πολύ από τους στρατιωτικούς αρχηγούς που έλαβαν μέρος στον βρώμικο πόλεμο εκπαιδεύτηκαν σε σχολές με αμερικανική χρηματοδότηση, όπως οι Αργεντινοί δικτάτορες Ρομπέρτο Βιόλα και Λεοπόλντο Γκαλτιέρι[16]. Αυτή η νέα δικτατορία έφερε αρχικά σταθερότητα στη χώρα και κατασκεύασε μεγάλο αριθμό σημαντικών δημοσίων έργων. Αλλά το συχνό πάγωμα μισθών και η απορρύθμιση της οικονομίας κατέληξε σε απότομη μείωση του επιπέδου ζωής και υψηλό δημόσιο χρέος[11]. Η αποβιομηχάνιση, η κατάρρευση του πέσο της Αργεντινής και η πτώση των επιτοκίων, μαζί με τη διαφθορά, τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την τελική ήττα της Αργεντινής στον πόλεμο των Φόκλαντ, οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος και στις ελεύθερες εκλογές του 1983. Η κυβέρνηση του Ραούλ Αλφονσίν (1983) ανέλαβε δράσεις για την αποκατάσταση των διωγμένων, καθιέρωσε τον πολιτικό έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις και εδραίωσε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Τα μέλη των τριών δικτατοριών δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια. Το δημόσιο χρέος όμως που κληροδότησε το τελευταίο καθεστώς, άφησε την οικονομία της Αργεντινής σε κρίσιμη κατάσταση απέναντι στους ιδιώτες δανειστές και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προτεραιότητα δόθηκε στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους σε βάρος των δημοσίων έργων και του εσωτερικού χρέους. Η αδυναμία του Αλφονσίν να επιλύσει τα συνεχώς διογκούμενα οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην απώλεια της λαϊκής στήριξης. Μετά από μία νομισματική κρίση το 1989 και τον σχεδόν δεκαπενταπλασιασμό των τιμών, η κυβέρνηση παραιτήθηκε πέντε μήνες νωρίτερα από τη θητεία της[17]. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Κάρλος Μένεμ ξεκίνησε τις διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων και μετά από ένα δεύτερο επεισόδιο υπερπληθωρισμού το 1990, ζήτησε τη συνδρομή του οικονομολόγου Ντομίνγκο Καβάγιο, ο οποίος επέβαλε σταθερή ισοτιμία πέσο-δολαρίου το 1991 και υιοθέτησε μακροπρόθεσμες πολιτικές αγοράς, καταργώντας τον προστατευτισμό και επιχειρηματικούς κανονισμούς, επιταχύνοντας τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν σε σημαντικές αυξήσεις των επενδύσεων και της ανάπτυξης με σταθερές τιμές για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του '90. Η σταθερή αξία του πέσο όμως μπορούσε να διατηρηθεί μόνο με τη χρήση δολαρίων στην εγχώρια αγορά, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση του εξωτερικού χρέους. Το 1998 όμως, μία σειρά διεθνών κρίσεων στην οικονομία και η υπερεκτίμηση του πέσο προκάλεσαν σταδιακά μία εγχώρια οικονομική κρίση. Η αίσθηση της σταθερότητας και ευημερίας που επικρατούσε υποχώρησε γρήγορα και με το τέλος της θητείας του το 1999, ο Μένεμ δεν ήταν καθόλου δημοφιλής[18]. Ο διάδοχος πρόεδρος Φερνάντο ντε λα Ρούα κληρονόμησε μειωμένη ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγές, καθώς και χρόνια ελλείμματα. Ο κυβερνών συνασπισμός επανέφερε τον Καβάγιο στο Υπουργείο Οικονομικών, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως μία κίνηση πανικού από τις αγορές παραγώγων. Ο Καβάγιο αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για τα διαφυγόντα κεφάλαια και να αντιμετωπίσει την κρίση με πάγωμα των λογαριασμών. Η λαϊκή δυσφορία εντάθηκε και στις 20 Δεκεμβρίου του 2001, η Αργεντινή μπήκε στη χειρότερη θεσμική και οικονομική της κρίση από το 1890. Βίαιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις αρχές οδήγησαν σε τραυματισμούς και θανάτους. Το χαοτικό κλίμα που εντεινόταν και οι φωνές διαμαρτυρίας οδήγησαν τελικά στην παραίτηση του πρόεδρου ντε λα Ρούα[19]. Σήμερα πρόεδρος της χώρας είναι η Κριστίνα Φερνάντες. Επικεφαλής του Υπουργικού Συμβουλίου είναι, από τις 7 Ιουλίου του 2009 ο Ανίμπαλ Φερνάντες[20] Από τις 10 Δεκεμβρίου του 2007 Αντιπρόεδρος είναι ο Χούλιο Κόμπος. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική. Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 28 Ιουνίου του 2009 για το ήμισυ των εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και για το ένα τρίτο των εδρών στη Γερουσία. Παράλληλα διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στο Μπουένος Άιρες και δημοτικές εκλογές σε άλλες πόλεις.[21][22] Αρχικά οι εκλογές είχαν οριστεί για τις 25 Οκτωβρίου του 2009, ωστόσο το Μάρτιο αποφασίστηκε να διενεργηθούν τον Ιούνιο, από το δήμαρχο του Μπουένος Άιρες, Μαουρίσιο Μάκρι.[23] Η Αντιπολίτευση επέκρινε την απόφαση του δημάρχου.[24] Οι εκλογές είχαν αποτέλεσμα να υποστεί δεινή ήττα (για πρώτη φορά στην 6χρονη ηγεμονία τους) το κυβερνών κόμμα των Περονιστών, το οποίο απώλεσε την πλειοψηφία στο Κογκρέσο[25]. O σύζυγος της προέδρου Φερνάντες, Νέστορ Κίρχνερ ηττήθηκε στο Μπουένος Άιρες από τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, Φρανσίσκο ντε Ναρβάες, έναν κεντροδεξιό επιχειρηματία. Η απώλεια αυτή θεωρείται ταπεινωτική, καθώς το Μπουένος Άιρες ήταν προπύργιο των Περονιστών[26]. Μετά τις εκλογές, η Φερνάντες προχώρησε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησής της, στις 7 Ιουλίου. Δημογραφία Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2001) του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Απογραφών (INDEC) της Αργεντινής, ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται στα 36.260.130, τρίτος σε σειρά στη Νότια Αμερική και τριακοστός παγκόσμια. Η εκτίμηση για το 2008 ανέρχεται στα 40.482.000. Η πληθυσμιακή πυκνότητα εκτιμάται στους 15 κατοίκους ανά τετρ.χλμ., αρκετά χαμηλότερα από τη μέση τιμή των 50 κατοίκων ανά τετρ.χλμ. παγκόσμια. Η κατανομή της πληθυσμιακής πυκνότητας δεν είναι ομοιόμορφη, καθώς το Μπουένος Άιρες έχει πυκνότητα μεγαλύτερη από 14.000 κατ./τετρ.χλμ., ενώ η επαρχία Σάντα Κρουζ μικρότερη από 1 κατ./τετρ.χλμ. Η ηλιακή κατανομή του πληθυσμού είναι 28% στις ηλικίες από 0 ως 14 ετών, 62% από 15-64 και 10% από 65 ετών και μεγαλύτερες. Ο πληθυσμός έχει αυξητικές τάσεις με ποσοστό 1,11% ανά έτος, ενώ τα ποσοστά γεννήσεων και θανάτων είναι 19,51 ανά 1.000 κατοίκους και 8,62 ανά 1.000 κατοίκους, αντίστοιχα. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009 τα 76,56 χρόνια (73,32 χρόνια οι άνδρες και 79,97 οι γυναίκες).[1]. Η Αργεντινή είναι επίσης το μόνο κράτος στη Λατινική Αμερική με εισρροή μεταναστών, η οποία ανέρχεται σε 0,4 μετανάστες ανά 1.000 κατοίκους σε ετήσια βάση. Το 85% του πληθυσμού αποτελείται απο λευκούς ενώ το υπόλοιπο 15% από Ινδιάνους και άλλες φυλές. Η επίσημη θρησκεία του κράτους είναι η ρωμαιοκαθολική (93%) και ακολουθούν οι ευαγγελικοί με 10%, οι εβραίοι με 2% και με 6% διάφορες άλλες, μεταξύ των οποίων Σουνίτες ισλαμιστές (1,5%) και μια μεγάλη κοινότητα Μορμόνων που αριθμεί γύρω στα 330.000 μέλη. Οι 25 μεγαλύτερες σε πληθυσμό μητροπολιτικές περιοχές της Αργεντινής, είναι οι εξής:
Διοικητική διαίρεση Επαρχίες της Αργεντινής: Η Αργεντινή διεκδικεί τα Νησιά Φόκλαντ (Νήσοι Μαλβίνες), τα οποία αποτελούν Βρεταννική υπερπόντια περιοχή, καθώς και τμήμα της Ανταρκτικής, τα οποία υπάγονται στην επαρχία της Γης του Πυρός (*) Η Αργεντινή διαιρείται διοικητικά σε 23 επαρχίες (provincias) και μία αυτόνομη πόλη, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Μπουένος Άιρες (capital federal - Ciudad Autónoma de Buenos Aires):
Αν και το Μπουένος Άιρες ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα το 1853, στην πράξη έγινε το 1880, καθώς υπήρχαν διάφορες προσπάθειες να μεταφερθεί το διοικητικό κέντρο σε άλλες πόλεις. Κατά την προεδρία του Ραούλ Αλφονσίν ρυθμίστηκε νομοθετικά η μεταφορά της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας στη Βιέντμα, πόλη της επαρχίας Ρίο Νέγκρο της Παταγονίας. Κατά τη διάρκεια εκπόνησης των μελετών όμως, οικονομικά προβλήματα προκάλεσαν την ακύρωση της προσπάθειας αυτής το 1989. Αν και η ρύθμιση δεν έχει τυπικά ακυρωθεί, παραμένει ανεφάρμοστη. Οι επαρχίες της Αργεντινής χωρίζονται σε μικρότερες διοικητικές μονάδες που καλούνται ντεπαρταμέντος (τμήματα), που αριθμούν 376 σε όλη τη χώρα. Η επαρχία του Μπουένος Άιρες έχει 134 αντίστοιχες υποδιαιρέσεις, γνωστές με την ονομασία παρτίδος. Τα ντεπαρταμέντος και τα παρτίδος διαχωρίζονται διοικητικά στη συνέχεια σε δήμους και διαμερίσματα. Οι κυριότερες πόλεις από άποψη πληθυσμού στην Αργεντινή είναι το Μπουένος Άιρες, η Κόρντοβα, το Ροσάριο, η Μεντόζα, το Τουκουμάν, η Λα Πλάτα, η Μαρ ντελ Πλάτα, η Σάλτα, η Σάντα Φε, το Σαν Χουάν, η Ρεσιστένσια και το Νεουκέν. Δημογραφικά στοιχεία Το Φεστιβάλ των Μεταναστών (Fiesta del Inmigrante) είναι αφιερωμένο στη μετανάστευση στην Αργεντινή κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, και διοργανώνεται στην πόλη Ομπερά της επαρχίας Μισιόνες. Εθνογραφία Η Αργεντινή, όπως πολλές χώρες της Αμερικανικής ηπείρου, θεωρείται χώρα μεταναστών. Οι περισσότεροι Αργεντίνοι είναι απόγονοι Ευρωπαίων μεταναστών του 19ου και 20ου αιώνα, ενώ το 86% του πληθυσμού αυτοπροσδιορίζεται ως Ευρωπαϊκής καταγωγής. Η πλειοψηφία των μεταναστών προέρχοταν από την Ισπανία και την Ιταλία. Περίπου 25 εκατομμύρια Αργεντίνοι (60% του πληθυσμού) δηλώνουν ότι έχουν έστω και κάποιο βαθμό ιταλικής καταγωγής. Το 8% περίπου του πληθυσμού προσδιορίζεται ως μεστίζο (mestizo), δηλαδή μιγάδες ινδιάνων με Ευρωπαίους, ενώ ένα 4% έχουν αραβική ή ανατολικοασιατική καταγωγή. Κατά την τελευταία απογραφή, περίπου 600.000 Αργεντίνοι αυτοπροσδιορίστηκαν ως αυτόχθονες ινδιάνοι. Μετά την άφιξη των Ισπανών αποίκων, περίπου 6,2 εκατ. Ευρωπαίοι μετανάστευσαν στην Αργεντινή από το μέσο του 19ου ως το μέσο του 20ου αιώνα. Τα μεγαλύτερα ποσοστά προέλευσης καταγράφονται από την Ιταλία (αρχικά από το Πεδεμόντιο, το Βένετο και τη Λομβαρδία, ενώ αργότερα από την Καμπανία και την Καλαβρία), από την Ισπανία (Γαλικία και Χώρα των Βάσκων), και τη Γαλλία. Μικρότερες, αλλά σημαντικές σε μέγεθος ομάδες μεταναστών, προέρχοταν από τη Γερμανία και την Ελβετία, τη Δανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Αντίστοιχα, από την ανατολική και κεντρική Ευρώπη οι περισσότεροι μετανάστες είχαν προέλευση από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, το Μαυροβούνιο και τη Σλοβενία. Επίσης, υπάρχει μία μεγάλη παροικία Αρμένιων, ενώ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στην επαρχία Τσουμπούτ είναι Ουαλικής καταγωγής. Μικροί αλλά αυξανόμενοι αριθμοί ατόμων από την ανατολική Ασία εγκαθίστανται στην Αργεντινή, κυρίως στην πόλη του Μπουένος Άιρες. Οι πρώτοι Ασιάτες άποικοι προέρχοταν από την Ιαπωνία, ενώ υπάρχουν ακόμα ομάδες από την Κορέα, το Βιετνάμ και την Κίνα, που αριθμούν συνολικά περίπου 60.000 άτομα. Επίσης, η πλειοψηφία της Εβραϊκής παροικίας της Αργεντινής είναι Εβραίοι Ασκενάζι, ενώ περίπου το 15-20% είναι Σεφαρδιστές, κυρίως Εβραίοι Σύριοι. Η Εβραϊκή κοινότητα της Αργεντινής είναι η πέμπτη σε μέγεθος στον κόσμο. Η Παταγονία έχει επίσης μία μοναδική κοινότητα Νοτιοαφρικάνων Μπόερς, που βρήκαν εκεί καταφύγιο μετά τον πόλεμο με την Αγγλία το 1902. Υπολογίζεται ότι περίπου 100-120 αγροτικές οικογένειες Μπόερς διαμένουν ακόμα στις περιοχές που τους δόθηκαν από το στρατηγό Χούλιο Ρόκα. Η Αργεντινή επίσης έχει μία μεγάλη κοινότητα Αράβων, κυρίως από μετανάστες από τη Συρία και το Λίβανο, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι ή Μαρωνίτες, με μικρές κοινότητες Μωαμεθανών και Εβραίων. Αρκετοί έχουν αναδειχθεί στο κοινωνικό, επιχειρηματικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας, όπως ο πρών πρόεδρος Κάρλος Μένεμ, Συριακής καταγωγής. Αν και μικρή σε πληθυσμό, η Αγγλική παροικία της Αργεντινής έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του σύγχρονου κράτους, καθώς οι περισσότεροι Άγγλοι μετανάστες βρέθηκαν σε θέσεις ισχύος στους τομείς των μεταφορών, της βιομηχανίας και της γεωργίας. Οι σχέσεις μεταξύ των Άγγλων και των Αργεντινών παρέμεναν ιστορικά συγκεχυμένες, μέχρι την κατάργηση της οικονομικής επιρροής τους με τις εθνικοποιήσεις πολλών βρετανικών εταιριών από τον Χουάν Περόν τη δεκαετία του 1940, και πιο πρόσφατα με τον πόλεμο των Φόκλαντ το 1982. Η λαθρομετανάστευση εντοπίζεται έντονη στα πρόσφατα δημογραφική στοιχεία της Αργεντινής. Οι περισσότεροι παράνομοι μετανάστες προέρχονται από τη Βολιβία και την Παραγουάη, μέσω των βόρειων συνόρων της χώρας, ενώ μικρότεροι αριθμοί λαθρομεταναστών προέρχονται από το Περού, τον Ισημερινό και τη Ρουμανία. Η κυβέρνηση της Αργεντινής υπολογίζει ότι περίπου 750.000 κάτοικοι της χώρας δεν έχουν επίσημα έγγραφα, ενώ εφαρμόζει ένα πρόγραμμα με την ονομασία "Μεγάλη Πατρίδα" (Patria Grande) για να ενθαρρύνει την επισημοποίηση των λαθρομεταναστών. Μέχρι στιγμής στο πρόγραμμα έχουν υποβληθεί περίπου 670.000 αιτήσεις. Ο πληθυσμός της Αργεντινής παρουσιάζει μεγάλα ποσοστά αστικοποίησης, καθώς οι δέκα μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της χώρας έχουν περίπου το μισό συνολικό πληθυσμό, ενώ το λιγότερο από το 10% ζει σε αγροτικές περιοχές. Η αυτόνομη πόλη του Μπουένος Άιρες έχει πληθυσμό περίπου 3 εκατομμυρίων, ενώ η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή αριθμεί 12.8 εκατ. κατοίκους, μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμια. Οι αντίστοιχες μητροπολιτικές περιοχές των δύο επόμενων μεγάλων πόλεων της Αργεντινής, της Κόρντοβα και του Ροσάριο, αριθμούν 1.3 και 1.2 εκατ. κατοίκους, αντίστοιχα, ενώ άλλες πέντε αστικές περιοχές έχουν πληθυσμούς μεγαλύτερους του μισού εκατομμυρίου. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι μετανάστες στην Αργεντινή εγκαταστάθηκαν σε πόλεις, στις οποίες έβρισκαν δουλειά, εκπαίδευση και ευκαιρίες για να ενταχθούν στη μεσαία τάξη. Πολλοί μετοίκησαν επίσης σε μικρές αναπτυσσόμενες πόλεις κατά μήκος των επεκτάσεων του σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ από το 1930 έχει παρατηρηθεί ρεύμα μετοίκησης των αγροτών στις πόλεις. Στη δεκαετία του 1990 πολλές επαρχιακές πόλεις σταδιακά εγκαταλείφθηκαν μετά την κατάργηση του σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η τοπική παραγωγή προϊόντων αντικαταστάθηκε από μαζικές εισαγωγές αντίστοιχων αγαθών. Φτωχές συνοικίες, γνωστές και ως "villas miserias", περιβάλλουν πολλές πόλεις της χώρας και επεκτάθηκαν κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, ενώ υπολογίζεται ότι εκεί διαβιούν περίπου 4.000.000 άνθρωποι (750.000 νοικοκυριά). Ο πληθυσμός τους αποτελείται κυρίως από εισοδήματα χαμηλής τάξης, αγροτικούς μετανάστες από τις βόρειες περιοχές, καθώς και πολλούς μετανάστες από γειτονικές χώρες που μετοίκησαν στην Αργεντινή μεταξύ του '60 και του '90. Αν και μεγάλος αριθμός αυτών των μεταναστών επαναπατρίστηκε κατά την κρίση του 2001-2002, πολλοί έχουν επιστρέψει μετά την ανάκαμψη της οικονομίας. Πολλές αστικές περιοχές παρουσιάζουν Ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, αντανακλώντας την επίδραση των Ευρωπαίων μεταναστών. Οι περισσότερες πόλεις έχουν ρυμοτομία παρόμοια με το Ισπανικό ορθογωνικό σύστημα, με παράλληλους και κάθετους δρόμους να αναπτύσσονται περιμετρικά από μία κεντρική πλατεία (plaza), πάνω στην οποία συνήθως βρίσκονται ο καθεδρικός ναός και σημαντικά κυβερνητικά ή διοικητικά κτίρια. Ο γενικός σχεδιασμός της αστικής ρυμοτομίας είναι γνωστός με την ονομασία "damero" που σημαίνει σκακιέρα, καθώς είναι βασισμένος σε μία επανάληψη ορθογώνινω τετραγώνων, αν και οι σύγχρονες επεκτάσεις συχνά αποκλίνουν. Η πόλη της Λα Πλάτα που ιδρύθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, είναι ρυμοτομημένη με το πρότυπο damero, συμπληρωμένο με διαγώνιες λεωφόρους σε τακτές αποστάσεις, ενώ ήταν η πρώτη στη Λατινική Αμερική με ηλεκτρικό φωτισμό στους δρόμους. Η Αργεντινή κατέχει άφθονους φυσικούς πόρους, έναν πληθυσμό με υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, έναν εξαγωγικό αγροτικό τομέα και μία ελαφρά διαφοροποιημένη βιομηχανική υποδομή. Η εσωτερική αστάθεια και οι διεθνείς τάσεις όμως, συνέβαλαν στην παρακμή της Αργεντινής από την εξέχουσα θέση του 10ου πιο πλούσιου κράτους ανά κεφαλή το 1913, στην 36η θέση το 1998. Αν και δεν υπάρχει σχετική καταγραφή, τα συστημικά προβλήματα της χώρας περιλαμβάνουν το αυξανόμενο δημόσιο χρέος, την αβεβαιότητα του νομισματικού συστήματος, την υπερβολική γραφειοκρατία, περιορισμούς στο ελεύθερο εμπόριο, καθώς και αδύναμους νόμους σε συνδυασμό με διαφθορά. Ακόμα όμως και κατά την περίοδο της παρακμής της, από το 1930 ως το 1980, η οικονομία της Αργεντινής δημιούργησε τη μεγαλύτερη μεσαία τάξη αναλογικά στη Λατινική Αμερική. Αυτό το μέρος του πληθυσμού όμως επλήγη περισσότερο από τις διαδοχικές οικονομικές κρίσεις μεταξύ του 1981 και του 2002, όταν η σχετική ύφεση έλαβε έντονα χαρακτηριστικά. Η οικονομία της Αργεντινής εισήλθε σε σχετικά αργούς ρυθμούς ύφεσης μετά το 1930, κατά τη μεγάλη οικονομική κρίση, και ανέκαμψε μερικά στη συνέχεια. Ασταθείς πολιτικές οδήγησαν τη χώρα σε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας κατά τα διαστήματα 1949-52 και 1959-63, χάνοντας παράλληλα τη θέση ανάμεσα στα πλούσια κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και η εκβιομηχάνισή της συνεχιζόταν. Μετά από μία αισιόδοξη δεκαετία, η οικονομία συνέχισε να παρακμάζει κατά τη δικτατορία μεταξύ του 1976 και του 1983, αλλά και για ένα διάστημα στη συνέχεια. Η κυβέρνηση προσπάθησε μία φιλελευθεροποίηση στην οικονομία, χωρίς όμως οργάνωση και διαφάνεια, η οποία αύξησε το δημόσιο χρέος και ανέστειλε τη βιομηχανική ανάπτυξη και την κοινωνική ανάταση. Περισσότερες από 400.000 εταιρίες όλως των μεγεθών χρεωκόπησαν μέχρι το 1982, ενώ οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν από το 1983 ως το 2001 απέτυχαν να αναστρέψουν την κατάσταση. Οι πληρωμές των εξωτερικών χρεών έφτασαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα, ενώ η φοροδιαφυγή και η διαφυγή κεφαλαίων συνέβαλαν σε μία κρίση ισοζυγίου πληρωμών, που έθεσε την οικονομία σε καταστολή από το 1975 ως το 1990. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ο οικονομολόγος Ντομίνγκο Καβάγιο υποτίμησε το πέσο σε σχέση με το δολάριο το 1991 και μείωσε τις χρηματικές παροχές. Το οικονομικό επιτελείο του προώθησε την απελευθέρωση του εμπορίου, την άρση του προστατευτισμού και τις ιδιωτικοποιήσεις. Ο πληθωρισμός έπεσε και το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1/3 μέσα σε τέσσερα χρόνια. Οι εξωτερικές όμως δυσμενείς συνθήκες και η αδυναμία του συστήματος ακύρωσαν τυχόν θετικά αποτελέσματα, προκαλώντας τη σταδιακή υποβάθμιση της οικονομίας από το 1995 μέχρι την τελικής της κατάρρευση το 2001. Τη διετία 2001-02 η οικονομία της Αργεντινής παρουσίασε τη χειρότερη κατάσταση από το 1930. Το 2002, το χρέος είχε αυξηθεί, το ΑΕΠ είχε συρρικνωθεί, ενώ η ανεργία ανερχόταν στο 25%, με το πέσο να έχει υποτιμηθεί κατά 70%. Το 2003, οι εξωστρεφείς πολιτικές και η εξαγωγή αγαθών συνέβαλαν σε αύξηση του ΑΕΠ. Αυτή η τάση έχει διατηρηθεί με επιτυχία, δημιουργώντας εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και υποστηρίζοντας την εσωτερική κατανάλωση. Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση βελτιώνεται σταθερά και η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 9% σε ετήσια βάση για μία διαδοχική πενταετία (2003-07), και κατά 7% το 2008. Ο πληθωρισμός όμως, αν και επίσημα ανερχόταν στο 9% το 2006, εκτιμάτο από άλλες πηγές στο 12-15% για το ίδιο έτος, και περισσότερο από 15% το 2008, αποτελώντας ένα σημαντικό πρόβλημα. Το ποσοστό αστικής φτώχειας μειώθηκε στο 18% στα μέσα του 2008, φτάνοντας το 1/3 από την εκτίμηση του 2002, αν και παραμένει σε επίπεδα μεγαλύτερα του 1976. Η κατανομή του εισοδήματος έχει βελτιωθεί από το 2002, αν και ακόμα θεωρείται σε σημαντικό βαθμό άνιση. Η Αργεντινή αντιμετωπίζει ελάττωση των ρυθμών ανάπτυξης στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Η κυβέρνηση Κίρχνερ έλαβε μέτρα στο τέλος του 2008 με ένα εντυπωσιακό πρωτοποριακό πρόγραμμα δημοσίων έργων της τάξης των 32 δις δολαρίων για το διάστημα 2009-10, και με νέες περικοπές φόρων της τάξης των 4 δις δολαρίων. Παράλληλα, προχώρησε στην εθνικοποίηση ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, τα οποία απαιτούσαν οικονομικές επιβαρύνσεις, σε μία κίνηση χρηματοδότησης των εθνικών χρεών. Η Αργεντινή είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγροτικούς παραγωγούς παγκόσμια, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στην παραγωγή μελιού, σόγιας και ηλιόσπορων, ενώ είναι πέμπτη στην παραγωγή καλαμποκιού, και ενδέκατη στην παραγωγή σιταριού. Το 2007, η αγροτική παραγωγή ανέρχονταν στο 9,4% του ΑΕΠ και περίπου στο 1/3 των συνολικών εξαγωγών. Η σόγια και τα παραπροϊόντα της, κυρίως ζωοτροφές και φυτικά έλαια, αποτελούν βασικά εξαγώγιμα αγαθά, καταλαμβάνοντας το 24% του συνόλου. Το σιτάρι, το καλαμπόκι και άλλα αγρωστώδη αποτελούν το 8%. Η κτηνοτροφία αποτελεί επίσης μεγάλη βιομηχανική δύναμη, κυρίως όμως για εσωτερική κατανάλωση. Τα βοοειδή, το δέρμα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα ανέρχονται στο 5% των συνολικών εξαγωγών. Επίσης, η εκτροφή προβάτων και το μαλλί είναι σημαντική οικονομική παράμετρος στην Παταγονία, αν και από το 1990 αυτές οι δραστηριότητες συνεχώς συρρικνώνονται.
Το ποσοστό των αναλφάβητων ανέρχεται στο 2,5% (2007). Το εργατικό δυναμικό της χώρας είναι 15 εκατομμύρια (1999) από τα οποία το 5% ασχολείται με τη γεωργία, το 28% εργάζεται στη βιομηχανία και το 67% σε διάφορες άλλες υπηρεσίες, δημόσιες και μη. Η Αργεντινή ήταν, μέχρι το οικονομικό κραχ του 2001, μια από τις ισχυρότερες οικονομίες παγκοσμίως κυρίως χάρη στις εξαγωγές βοδινού και λευκού κρέατος, καλαμποκιού και ζάχαρης. Οι τελευταίες επίσημες μετρήσεις κάνουν λόγο για 16,3% ανεργία (Σεπτέμβριος 2003), 3,7% πληθωρισμό (2003) και 51,7% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (Μάιος 2003). Παρόλα αυτά τόσο οι ρυθμοί της αύξησης του πλούτου όσο και της βιομηχανικής παραγωγής παρουσιάζουν αυξήσεις της τάξεως του 8 και 7% αντίστοιχα (στοιχεία 2003). Επίσης το κατά κεφαλήν εισόδημα ανέρχεται στα 11.200 αμερικάνικα δολάρια (2003). Στην Αργεντινή υπάρχουν αρκετές βιομηχανίες, τόσο ελαφριές όπως επεξεργασίας τροφίμων, υφαντουργία κλπ, όσο και βαριές όπως μεταλλουργίας, αυτοκινήτων και επεξεργασίας χημικών και πετροχημικών. Η παραγωγή ηλεκτρικού ανέρχεται στα 97,17 δισεκατομμύρια κιλοβάτ (2001) ενώ οι ανάγκες κυμαίνονται στα 92,12 δις κιλοβάτ. Υπάρχει εισαγωγή και εξαγωγή ηλεκτρικού της τάξεως των 7,417 δις και 5,662 δις κιλοβάτ αντίστοιχα (2001). Η παραγωγή πετρελαίου φτάνει στα 828.600 βαρέλια ανά ημέρα ενώ οι ανάγκες δεν ξεπερνούν τα 486.000 βαρ./μερα (στοιχεία 2001). Επίσης η παραγωγή φυσικού αερίου φτάνει τα 37,15 δις κυβικά το χρόνο ενώ οι ανάγκες είναι 31,1 δις κυβικά ανά έτος (στοιχεία 2001). Η χώρα εισάγει μηχανικούς εξοπλισμούς, πλαστικά, χημικά, μηχανοκίνητα οχήματα. Οι εισαγωγές κατά το 2003 ανήλθαν στα 13,27 δις αμερικανικά δολάρια χωρίς τους φόρους. Η Αργεντινή εισάγει προϊόντα κατά κύριο λόγο από τις Βραζιλία 28,1%, Η.Π.Α 20,1% και Γερμανία 6,2%. Οι εξαγωγές της αφορούν κυρίως πρώτες ύλες και κρεατικά είδη. Το ύψος αυτών των συναλλαγών κατά το 2003 κυμάνθηκε στα 29,57 δις αμερικάνικα δολάρια χωρίς φόρους. Κύριοι συνέταιροι είναι η Βραζιλία σε ποσοστό 18,8%, η Χιλή 11,5%, οι Η.Π.Α 11,5%, η Ισπανία 4,5%, η Κίνα 4,2% και η Ολλανδία 4,1%. Κύριοι λιμένες της Χώρας είναι το Μπουένος Άιρες, η Μπαΐα Μπλάνκα, η Λα Πλάτα, η Ροζάριο και η Σάντα Φε. Το 1974 ο εμπορικός στόλος της αποτελούνταν από 176 πλοία συνολικής χωρητικότητας 1.256. 297 κ.ο.χ. και κατελάμβανε την 24η σειρά στο κόσμο. Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Παραπομπές 1. ↑ 1,0 1,1 CIA World Fact Book
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|