Οι Μύγες
|
Οι Μύγες (γαλλ. "Les Mouches") είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ που παρουσιάστηκε στο κοινό (με εξαίρεση το Bariona, που ανέβηκε ενόσο ο συγγραφέας ήταν στη φυλακή). Πρόκειται για δράμα σε τρείς πράξεις εμπνευσμένο από τον ελληνικό μύθο των Ατρειδών που αναπτύσσει μία φιλοσοφική αντίληψη της τραγωδίας με υπαρξιστικά στοιχεία. Ιστορικά Ο Σαρτρ συνέλαβε το πυρήνα του έργου του με αφορμή ένα δρώμενο του Ζαν Λουί Μπαρρώ με τίτλο Θέατρο-Μουσική-Αθλητισμός, που παρουσιάστηκε στο στάδιο Ρολάν Γκαρός (stade Roland-Garros ) στις 5 και 6 Ιουνίου 1941 και περιελάμβανε αποσπάσματα από τις Ικέτιδες του Αισχύλου. Είχε την παρότρυνση του κύκλου του και ειδικότερα της πολύ κοντινής φίλης του ιδίου και της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, Olga Kosakiewicz -με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ogla Dominique. Αναφέρεται μάλιστα ότι καθώς η ανερχόμενη ηθοποιός παρακολουθούσε μαθήματα υποκριτικής με τον γάλλο ηθοποιό Σαρλ Ντυλέν (Charles Dullin), εκείνος υπέδειξε στο φιλόσοφο πως ο καλύτερος τρόπος για να μάθει η νεαρά τη δουλειά της ηθοποιού θα ήταν να συμμετάσχει σε ένα έργο. Έτσι ο Σαρτρ έγραψε για αυτήν τις Μύγες. Στην περιγραφή του σκηνικού εμπνεύστηκε από τις διακοπές που πέρασε στην Ελλάδα μαζί με τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ το καλοκαίρι του 1937. Το έργο παρουσιαστηκε τελικά από το Ντυλέν στο θέατρο Σάρα Μπερνάρ[1] με αρκετές θετικές κριτικές αλλά όχι ιδιαίτερη εισπρακτική επιτυχία. Στην πρεμιέρα του έργου, που έγινε στις 3 Ιουνίου 1943, ο Σαρτρ γνωρίστηκε με τον Αλμπέρ Καμύ τον οποίο θα έχει αρχικά στο μυαλό του για το ρόλο του Garcin όταν γράψει το "Κεκλεισμένων των θυρών". Ο ίδιος έχει δηλώσει για το έργο του "Θέλησα να ασχοληθώ με την τραγωδία της ελευθερίας σε αντίθεση με την τραγωδία της μοίρας" [2] Υπόθεση Ο Ορέστης επιστρέφει στο Άργος, τη γενέθλια πόλη του, που είναι πλέον κυριευμένη από τις μύγες. Παρουσιάζεται σαν ξένος, με το όνομα Φλέβιος, και συνοδεύεται από τον πιστό παιδαγωγό του. Εκεί βλέπει ένα λαό να υποφέρει από τις τύψεις για τα κρίματα του, που υλοποιούνται με τη μορφή των ενοχλητικών μυγών. Ο φόνος του βασιλιά του Άργους και πατέρα του Ορέστη, Αγαμέμνονα από τη σύζυγό του και μητέρα του ήρωα, Κλυταιμνήστρα και από τον εραστή της Αίγισθο βαραίνει όλον το λαό του Άργους σαν προπατορικό αμάρτημα. Η Ηλέκτρα, αδερφή του Ορέστη είναι αναγκασμένη να ζει στο παλάτι ως δούλα, για να υπηρετεί τους άρχοντες. Αποτελεί όμως τη μοναδική φωνή αντίδρασης και προσπαθεί μάλιστα να ξεσηκώσει μία λαϊκή επανάσταση ενάντια σε αυτήν την αιώνια τιμωρία, αλλά ο Δίας, θεός των μυγών και του θανάτου την εμποδίζει. Ο Ορέστης αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα στην Ηλέκτρα και παρασύρεται άμεσα από το πάθος της, αποφασίζοντας να εκδικηθεί το φόνο του Αγαμέμνονα και να σκοτώσει τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα. Παρά τις αντίθετες προσπάθειες του Δία, ούτε ο Ορέστης παραιτείται από τα σχέδιά του αλλά ούτε και ο Αίγισθος αποφασίζει να προστατεύσει τον εαυτό του . Μετά τη δολοφονία, τα δύο αδέρφια βρίσκουν καταφύγιο στο ναό του Απόλλωνα, για να ξεφύγουν από τις απειλητικές μύγες που τους κυκλώνουν. Τέλος ο θεός του Ήλιου πετυχαίνει τη συγχώρεση της Ηλέκτρας -που έχει πια λυγίσει υπό το βάρος της πράξης τους- αλλά όχι και του Ορέστη. Εκείνος ως ελεύθερος άνθρωπος επιλέγει να αποχωρήσει από το Άργος παίρνοντας μαζί του όλες τις μύγες και απελευθερώνοντας έτσι τους Αργείους από τις τύψεις τους. Θεματολογία Η μετάνοια Οι κάτοικοι του Άργους βασανίζονται και κυβερνώνται από τις τύψεις τους σε σημείο μαζοχισμού. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της επονομαζόμενης «γιορτής των νεκρών», που αποτελεί το αποκορύφωμα του αυτοβασανισμού τους , συμμετέχουν όλοι στον εορτασμό της επανόδου των νεκρών. Έτσι οι νεκροί απελευθερώνονται και βγαίνουν μέσα από μια σπηλιά -η οποία έχει ανοιχθεί ειδικά για την περίσταση – προκειμένου να μπορέσουν να τιμωρήσουν με την παρουσία τους τους ζωντανούς για όλα τα λάθη τους. Αρχικά η Ηλέκτρα και στη συνέχεια και μέχρι τέλους ο Ορέστης αμφισβητούν έντονα αυτήν την πρακτική αυτοτιμωρίας, πρεσβεύοντας αντίθετα την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Για τον Ορέστη η μετάνοια για ένα έγκλημα ισοδυναμεί με δειλία έναντι της αρχικής επιλογής. Ο ίδιος δε όταν έρχεται η ώρα αποδέχεται πλήρως το διπλό φονικό και τις συνέπειες της -δίκαιης κατ’αυτόν- πράξης του. Η τελική σκηνή όμως αναδεικνύει τις εκ διαμέτρου αντίθετες αντιδράσεις του Ορέστη και της Ηλέκτρας απέναντι στο έγκλημα. Ενώ ο Ορέστης αποδέχεται τις πράξεις του και είναι αποφασισμένος να ζήσει με τις επιλογές του, η Ηλέκτρα δειλιάζει, μετανοεί και εξομοιώνεται έτσι με τους υπόλοιπους Αργίτες. Συνεπώς ο Ορέστης αποφασίζει την ελευθερία τόσο από το ειδεχθές βάρος της μοίρας του όσο και από τις τύψεις. Ωστόσο ο Ορέστης τελικά επιλέγει να θυσιαστεί για τον λαό του. Αποχωρεί, ακολουθούμενος από τις μύγες, απελευθερώνοντας έτσι την πόλη από αυτές. Οι άνθρωποι απομένουν πλέον μόνοι, ελεύθεροι να επιλέξουν τις πράξεις τους. Εδώ όμως αξίζει να σημειωθεί και ο χριστιανικός υπαινιγμός της τελευταίας σκηνής του έργου κατά την οποία ο Ορέστης φεύγει παίρνοντας στους ώμους του όλα τα κρίματα των κατοίκων του Άργους. Με αυτόν τον τρόπο τίθεται η προβληματική της απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάποιον άλλο. Σύμφωνα με τον Σαρτρ πάντως, ο μόνος τρόπος για να καταστούν οι άνθρωποι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους είναι να τους αποκαλυφθεί το πέπλο των ψευδαισθήσεών τους. Η ελευθερία "Το επώδυνο μυστικό των θεών και των βασιλιάδων είναι πως οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι», εξηγεί ο Δίας στον Αίγισθο. Πραγματικά, ο Δίας επεμβαίνει όταν τον επικαλείται κάποιος (αρχικά η Ηλέκτρα κι έπειτα ο Ορέστης) και κάνει ένα θαύμα, αλλά χάνει κάθε εξουσία πάνω σε όποιον είναι ελεύθερος. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τον Αίγισθο που δεν μπορεί να κυβερνήσει έναν συνειδητά ελεύθερο λαό. Για αυτόν το λόγο οφείλουν να εμποδίσουν τον Ορέστη να μεταδώσει την «ασθένειά» του στον λαό. Και ο ίδιος ο λαός όμως φαίνεται να είναι ικανοποιημένος με την καταδίκη του και αρνείται την πρόταση απελευθέρωσης που κάνει η Ηλέκτρα στη γιορτή των νεκρών. Όλο το έργο του Σαρτρ διέπεται από αυτόν τον πολιτικό συμβολισμό. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στην τυραννία και στην καταπίεση του λαού, αφήνοντας όμως παράλληλα αιχμές για την ευθύνη του ίδιου του λαού σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας. Γιατί η ελευθερία έχει ένα κόστος: Ο Ορέστης για αυτόν το λόγο παραμένει σε όλο το έργο αποκομμένος και σχεδόν απόκληρος, πρώτα από τον παιδαγωγό του και έπειτα από τον Δία , την αδελφή του και το λαό του. Έτσι ο Σαρτρ κατορθώνει να ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη-θεατή στην προσωπική δύναμη του. Η πολιτική θέση Ο Σαρτρ, προσπάθησε με τις Μύγες να εναντιωθεί στη νομιμοποίηση του ισχύοντος καθεστώτος, την οποία πρέσβευε ο συνεργαζόμενος τότε με τους Ναζί, καθολικισμός. Το έργο πρέπει να ενταχθεί στην ιστορική του περίσταση: Αποδίδοντας στον Ορέστη τα χαρακτηριστικά του υπερανθρώπου του Νίτσε ή ακόμα του αντίχριστου, ο Σαρτρ αποπειράθηκε να δώσει κουράγιο στους Γάλλους, οι οποίοι εκείνον τον καιρό μπορούσαν να παραλληλιστούν με τους Αργείους. Ο Αίγισθος και ο σύμμαχός τους Δίας περιγράφουν αντίστοιχα το Πετέν και τον καθολικισμό που υποστήριζε στοργικά «το καθήκον συνεργασίας»[3]. Βιβλιογραφία * Ζαν Πωλ Σαρτρ:"Οι μύγες", μτφ Γ. Πρωτόπαππας, Εκδόσεις Δωδώνη, 1987 Εξωτερικοί σύνδεσμοι * Αφιέρωμα στον Σαρτρ της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας (στα γαλλικά) Παραπομπές 1. ↑ Eκείνη την εποχή το θέατρο είχε μετονομαστεί σε "théâtre de la Cité" από τους Γερμανούς 2. ↑ "J'ai voulu traiter de la tragédie de la liberté en opposition avec la tragédie de la fatalité." (εφημερίδα Comœdia, 24 Απριλίου 1943 -μτφ του συντάκτη) 3. ↑ Εφημερίδα «La Croix», 4 Ιανουαρίου 1941 Η πρώτη εκδοχή του παρόντος άρθρου βασίστηκε στο αντίστοιχο γαλλικό άρθρο: "Les Mouches"
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|