Άρπα


Άρπα

Η άρπα είναι αρχαίο μουσικό έγχορδο όργανο, το οποίο έχει ιστορία περίπου 5.000 ετών και η χρήση του οποίου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η σύγχρονη τεχνική απαιτεί να παίζεται με τα δάκτυλα (και όχι με τις άκρες των δακτύλων) και των δύο χεριών.

Ο σκελετός του οργάνου αυτού αποτελεί τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές τονισμένες σε «ντο ύφεση». Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα, και εμφανίζεται με χορδές που στηρίζονταν σε ελλειψοειδή σκελετό, ελεύθερο από τη μια πλευρά. Ο τύπος αυτός διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.

Εντούτοις, σε ανασκαφές που έγιναν στην Χαλδαία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήλθε στο φως από τάφο της Ουρ (3η χιλιετηρίδα π.Χ.) άρπα ξύλινη με σκελετό γωνιώδη. Αλλά και στην Αίγυπτο, στον τάφο του Ραμσή του Γ΄ (1160 π.Χ.) η άρπα φαίνεται να διατηρεί το παλαιό ελλειψοειδές σχήμα της, αν και έχει το ύψος του ανθρώπου, στηριζόμενη στο έδαφος.

Για την αρχαία Ελλάδα, η άρπα παραμένει πιθανώς άγνωστο όργανο, εμφανιζόμενο στην Ευρώπη περί τον 8ο αιώνα μ.Χ., κυρίως από τους Ιρλανδούς, αν και φαίνεται πως το γνώριζαν και οι Αγγλοσάξωνες. Το όργανο εκείνο ήταν φορητό με 10-12 χορδές και στηριζόταν στα γόνατα του οργανοπαίκτη, που έκρουε τις χορδές του και με τα δύο χέρια. Έπαιξε δε σημαντικό πολιτιστικό ρόλο στον Κελτικό πολιτισμό, καθώς κάθε κλαν Κελτών είχε το βάρδο του, που αναλάμβανε να διασκεδάζει τους υπολοιπους με την άρπα του. Η άρπα εικονίζεται σήμερα στο εθνόσημο της Ιρλανδίας, καθώς και στο ιρλανδικό νόμισμα του Ευρώ. Από τον 13ο αιώνα άρχισε το όργανο αυτό να δέχεται μεταβολές σε ενιαία εξέλιξη. Έτσι, το 1618 η άρπα αποτελούσε ενιαίο τύπο οργάνου σε όλη την Ευρώπη. Είχε 43 χορδές μεταλλικές, αν και στην ηπειρωτική Ευρώπη χρησιμοποιούσαν ζωικές χορδές.

Κατά τον Μεσαίωνα η άρπα ήταν το κατεξοχήν αγαπημένο όργανο Βασιλέων και ευγενών. Ήταν όμως ακόμη μικροτέρων διαστάσεων από τις σύγχρονες, και κρεμόταν με δερμάτινη ταινία από το λαιμό του οργανοπαίκτη. Ιδιαίτερη μεγάλη βοήθεια στην εξέλιξη της άρπας πρόσφερε ο Ιταλός Οράτιος Μίκης, στις αρχές του 17ου αιώνα, που γιαυτό το λόγο έλαβε το προσωνύμιο «Νταλ Άρπα». Από τότε, εκτός της προσθήκης μερικών ακόμη χορδών και αύξησης του μεγέθους της, καμία άλλη μεταβολή δεν υπέστη το όργανο αυτό μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα, οπότε επινοήθηκε σύστημα ανύψωσης του τόνου όλων των χορδών, που εφαρμόσθηκε από τον Βαυαρό Χανσμπρούγκερ και που τροποποιήθηκε περί το 1800 από τον Σεβαστιανό Εράρ, το οποίο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τις κινήσεις ρυθμίζουν 7 πετάλια (πεντάλ), εκ των οποίων τα τρία χειρίζονται από το αριστερό πόδι και τα άλλα τέσσερα από το δεξιό. Τέλος, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κατασκευάστηκε και η ηλεκτρική άρπα.

Παλιότερα η άρπα δεν θεωρούνταν μουσικό όργανο ορχήστρας. Τόσο ο Μπαχ και ο Μότσαρτ, όσο και ο Μπετόβεν την είχαν αγνοήσει. Εκείνος που την εισήγαγε όμως είναι ο Βάγκνερ και την διατήρησαν οι τελευταίοι ρομαντικοί συνθέτες (Μπερλιόζ, Στράους), από τους οποίους την παρέλαβαν και οι λεγόμενοι εξπρεσιονιστές (Ραβέλ, Ντεμπουσσύ, κ.λπ) καθώς επίσης και οι Ρώσοι (Κορσακώφ, Στραβίνσκυ κ.ά.)

Τα λεγόμενα, στη μουσική τέχνη, «γκλισάντι» της άρπας, θεωρούνται αναντικατάστατα.

Μουσικά όργανα

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License


www.hellenica.de