AC/DC
|
AC/DC Highway to hell Οι AC/DC είναι ένα hard rock γκρουπ (αν και οι ίδιοι λένε πως παίζουν Rock n Roll) που δημιουργήθηκαν στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας το 1973 από τα αδέρφια Angus και Malcolm Young. Θεωρούνται από τους πρωτοπόρους της hard rock μουσικής μαζί με τους Black Sabbath, Deep Purple, Led Zeppelin, Thin Lizzy και άλλους. Aπό το πρώτο τους άλμπουμ το High Voltage το 1975,η πορεία τους στον χώρο της hard rock μουσικής είναι ανοδική με αποκορύφωμα τo άλμπουμ Back in Black το 1980.Έκτοτε είχαν αρκετά "σκαμπανεβάσματα".Επανήλθαν στα top το 1990 με το άλμπουμ The Razors Edge.Οι AC/DC σήμερα δουλεύουν στο επόμενο στούντιο άλμπουμ τους. Σημείο αναφοράς πάντως όλα αυτά τα χρόνια είναι οι συναυλίες τους.Από τον Angus Young που τρέχει ασταμάτητα στην σκηνή ως την τεράστια φουσκωτή "Rossie",και από τα κανόνια του "For Those About To Rock" ως την καμπάνα του "Hells Bell" οι AC/DC έχουν να επιδείξουν στους φίλους της rock μουσικής ένα απίστευτο θέαμα.Δυστυχώς η τελευταία τους συναυλία ήταν στις 21 Οκτωβρίου 2003 στο Λονδίνο. Όνομα Το όνομα τους σημαίνει συνεχές και εναλλασόμενο ρεύμα (Alternating Current/Direct Current). Το εμπνεύστηκε η αδερφή τους Margaret από την ετικέτα της ραπτομηχανής της. Παρόλο που διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις κατά καιρούς έδιναν άλλες ερμηνείες στην ονομασία τους όπως "Anti-Christ/Devil's Child" και τους θεωρούσαν σατανιστές, το συγκρότημα πάντα τις διέψευδε. Ο Malcolm Young ανέφερε* πως έμαθαν από έναν οδηγό ταξί μια διαφορετική ερμηνεία του ονόματός τους, όταν εκείνος αναρωτήθηκε αν τα μέλη του γκρουπ είναι ομοφυλόφιλοι, εξηγώντας πως AC/DC σημαίνει επίσης αμφισεξουαλικότητα σε κάποιες χώρες. Στην αρχή σκέφτηκαν να αλλάξουν το όνομά τους, αλλά στη συνέχεια αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερο να το αφήσουν ως είχε και να διαπιστώσουν αν ο κόσμος θα τους μάθαινε μέσω της μουσικής τους. Ιστορία Το 1963 οι William και Margaret Young αποφασίσανε να μεταναστεύσουν από την Γλασκώβη της Σκωτίας στην Αυστραλία παίρνοντας μαζί τους τα 4 από τα 5 παιδιά τους. Τους George,Margaret,Malcolm και Angus.(Πίσω έμεινε μόνο ο μεγάλος τους γιος Alex). Φίλοι της μουσικής οι Alex και George ήταν η αιτία που οι μικρότεροι Malcolm και Angus επηρεάστηκαν και θέλησαν να ακολουθήσουν τα βήματα τους. Ο Alex ήταν μπασίστας στο γκρουπ Grapefruit ενώ ο George έπαιζε ρυθμική κιθάρα στους Easybeats. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν η αφορμή να ασχοληθούνε με το Rock n Roll όταν το συγκρότημα του,την άνοιξη του 1967,έφτασε την 1η θέση του Αυστραλιανού Top και 16η του Αμερικάνικου με το τραγούδι Friday On My Mind. Το ξεκίνημα Τα αδέρφια Malcolm και Angus Young μετά την επιτυχία του αδερφού τους αποφασίσανε να παρατήσουν το σχολείο και να ασχοληθούνε με την μουσική. Ο Malcolm ξεκίνησε να παίζει με τους The Velvet Underground (καμία σχέση με τους γνωστούς Velvet Underground), ενώ ο Angus στους Kentuckee. Τον Νοέμβριο του 1973 ο 20χρονος Malcolm πρότεινε στον 18χρονο αδερφό του Angus να τον ακολουθήσει ως βασικός κιθαρίστας το γκρουπ που έφτιαχνε και που αποτελούνταν από τους Dave Evans στα φωνητικά, Colin Burgess στα ντράμς και Larry Van Kriedt στο μπάσο. Τον επόμενο μήνα παίξανε σε κοινό στην περιοχή Chequers του Σίδνευ και μάλιστα την παραμονή πρωτοχρονιάς. Έπαιξαν κομμάτια του Chuck Berry (από τον οποίο επιρρεάστηκαν περισσότερο), των Beatles, Rolling Stones, Free και δυο δικά τους. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των AC/DC. Το πρώτο τους βήμα στην δισκογραφία έγινε με την βοήθεια του αδερφού τους George Young και του φίλου του Harry Vanda που μετά την διάλυση των Easybeats έστησαν την δισκογραφική εταιρία Albert Productions και αποφασίσανε να ηχογραφήσουν τους AC/DC. Το πρώτο single είναι γεγονός και περιέχει τα κομμάτια Can I Sit Next To You και Rockin’ In The Parlour. Ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1974 αλλά κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ενώ μερικές μέρες αργότερα κυκλοφόρησε και το video clip του Can I Sit Next To You. Η καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός, ότι αλλάξανε πολλοί μπασίστες και ντράμερ όλο αυτό το διάστημα. Η μεγάλη αλλαγή έγινε όμως στην θέση του τραγουδιστή ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του single. Οι αδερφοί Young απέλυσαν τον Dave Evans λόγω του γεγονότος ότι χρησιμοποιούσε makeup, φορούσε πολύχρωμα κασκόλ και ψηλοτάκουνες μπότες και γενικά το στυλ του είχε επιρροές από glam rock και όχι rock n roll. Bon Scott H αναζήτηση νέου τραγουδιστή δεν κράτησε καιρό. Πριν ακόμη φύγει ο Evans οι αδερφοί Young είχαν δοκιμάσει τον μέχρι πρότινος οδηγό τους, τον Ronald Belford Scott. Ο Σκωτσέζικης καταγωγής Bon Scott βρέθηκε στην Αυστραλία μετανάστης με την οικογένεια του το 1952. Έχοντας εμπειρία από τα γκρουπ The Spectors, The Valentines και τους Fraternity δεν δυσκολεύτηκε να πείσει για της φωνητικές του ικανότητες τους αδερφούς Young. Και ήταν ότι ακριβώς έψαχναν. Είχε ουρλιαχτό, μελωδία, συναίσθημα και αυτό που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η παρουσία του στην σκηνή. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1974 ο 26χρονος Bon Scott γίνεται επίσημα ο νέος τραγουδιστής των AC/DC και εμφανίζεται πρώτη φορά μερικές μέρες αργότερα στο Brighton-Le-Sands Masonic Hall του Σίδνεϋ. Πρώτα άλμπουμ,πρώτες επιτυχίες Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς οι AC/DC δουλεύουν στο πρώτο τους άλμπουμ. Στις ηχογραφήσεις βοήθησε ο George Young παίζοντας μπάσο, ενώ στα κομμάτια έπαιξαν επίσης 3 διαφορετικοί ντράμερ!Οι ηχογραφήσεις κράτησαν μόλις 10 μέρες. Αποφάσισαν όμως πριν βγει στην κυκλοφορία το άλμπουμ να έχουν έναν μόνιμο ντράμερ. Έτσι προσελήφθη ο Αυστραλός Phil Rudd με θητεία στους Buster Brown. Στις 17 Φεβρουαρίου του 1975 κυκλοφορεί σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία το πρώτο άλμπουμ των AC/DC, το High Voltage. Στις 3 Μαρτίου κυκλοφόρησαν single που περιείχε τα Love Song και Baby Please Don’t Go, το οποίο παρόλο που είναι διασκευή του Big Joe Williams έφτασε στο Top-10 των Αυστραλιανών charts, ενώ τον ίδιο μήνα προσέλαβαν τον μπασίστα Mark Evans. Τον Ιούνιο το High Voltage έχει γίνει χρυσό στην Αυστραλία. Ένα μήνα αργότερα οι AC/DC μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους πάλι με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda. To Τ.Ν.Τ. κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1975 και παράλληλα οι AC/DC υπογράφουν συμβόλαιο με την Atlantic Records, ενώ μέχρι τα τέλη του χρόνου το High Voltage έχει γίνει τρεις φορές χρυσό και οι AC/DC χαρακτηρίζονται ως το κορυφαίο γκρουπ της Αυστραλίας. Η επιτυχία συνεχίζεται αμείωτα κι έτσι ο Ιανουάριος του 1976 βρίσκει τους AC/DC και πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το επόμενο τους άλμπουμ. Τον Φεβρουάριο το Τ.Ν.Τ. είναι Νο.2 στα charts της Αυστραλίας και τον Μάρτιο έχει γίνει τρεις φορές χρυσό. Τον Απρίλιο το συγκρότημα πηγαίνει στο Λονδίνο για μερικές εμφανίσεις, αλλά τελικά παραμένουν λόγω της τεράστιας επιτυχίας τους. Έτσι μια νέα έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί και στην Αγγλία, όπου περιέχει κομμάτια και από το T.N.T. τον Μάιο του 1975. Το καλοκαίρι βρίσκει το συγκρότημα σε συναυλίες στην Ευρώπη και τον Σεπτέμβριο κυκλοφορεί το τρίτο τους άλμπουμ από την Albert μόνο στην Αυστραλία. Ο τίτλος του είναι Dirty Deeds Done Dirt Cheap, ενώ η Ευρωπαϊκή έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί πια και στις Η.Π.Α. Τον Νοέμβριο το Dirty Deeds Done Dirt Cheap κυκλοφορεί και στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά απορρίπτεται από τις Η.Π.Α. Εκεί θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 1981. Τον Ιανουάριο του 1977 οι AC/DC ηχογραφούν για τελευταία φορά με την Albert μέχρι το 2001(Κυκλοφόρησαν στην Αυστραλία άλλη μια έκδοση του Stiff Uper Lip, που περιείχε και μερικά live κομμάτια της περιοδείας). Στις 21 Μαρτίου στην Αυστραλία και στις 23 Ιουνίου στις Η.Π.Α. κυκλοφορεί το Let There Be Rock. Τον Μάρτιο του 1977 μετά από διαμάχες με τον Angus Young απολύεται ο μπασίστας Mark Evans και την θέση του παίρνει ο Άγγλος Cliff Williams, ο οποίος είχε ιδρύσει τους Home και είχε παίξει και με τους Bandit. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το συγκρότημα παίζει για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη. Με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda τον Φεβρουάριο του 1978 ηχογραφούνε το Powerage, το οποίο βγαίνει στην κυκλοφορία τον ερχόμενο Μάιο. Στις 30 Απριλίου, όμως, έγιναν και οι ηχογραφήσεις για το πρώτο live άλμπουμ τους, το If You Want Blood (You Got It), στο Apollo Theatre της Γλασκώβης το οποίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Οι AC/DC όλο αυτό το διάστημα έχουν παίξει με τους Black Sabbath, REO Speedwagon, Kiss, Styx, Aerosmith, Blue Oyster Cult, Cheap Trick, Alice Cooper, Foreigner, Van Halen, Ted Nugent, UFO, Thin Lizzy κ.α. ενώ όλα δείχνουν πως η κατάκτηση της κορυφής δεν είναι μακριά... Οι 4 πρώτοι μήνες του 1979 βρίσκουν τους AC/DC να δουλεύουν πάνω στο έκτο στούντιο άλμπουμ τους. Ο τίτλος στην αρχή δεν άρεσε στην δισκογραφική εταιρία, αλλά οι αδερφοί Young αποφάσισαν πως η ονομασία του δίσκου δεν θα άλλαζε. Έτσι, στα τέλη του Ιουλίου, το Highway To Hell(Λεωφόρος προς την κόλαση) κυκλοφορεί σε ολόκληρο τον κόσμο και ήδη στις αρχές του Αυγούστου είναι μέσα στα Τop-20 σε Μεγάλη Βρετανία και Η.Π.Α., ενώ οι πωλήσεις του άλμπουμ μέχρι τον Οκτώβριο του 1979 μόνο στις Η.Π.Α έχουν φτάσει στα 500.000 αντίτυπα. Ο τίτλος του άλμπουμ, το εξώφυλλο του και τα "κέρατα" του Angus στις συναυλίες έδωσαν το έναυσμα σε διάφορους να πιστεύουν πως οι AC/DC είναι σατανιστές. Το συγκρότημα παρέπεμψε τους επικριτές τους στους στίχους του ομώνυμου κομματιού λέγοντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δίσκο αφιέρωμα στις συνεχόμενες συναυλίες και στον σκληρό δρόμο της επιτυχίας μέχρι την κατάκτηση της κορυφής... Ο θάνατος του "αδερφού" Το συγκρότημα AC/DC ήταν πάντα υπόθεση οικογενειακή. Όμως, το κοινό στοιχείο της μετανάστευσης από την Σκωτία στην Αυστραλία για τους αδερφούς Young και του Bon Scott ήταν κάτι που τους είχε δέσει σαν αδέρφια. Έτσι, το πρωινό της Τρίτης της 19ης Φεβρουαρίου 1980, η είδηση του θανάτου του Bon Scott έπεσε σαν κεραυνός στο συγκρότημα. Ο Angus ήταν ο πρώτος που το έμαθε και ενημέρωσε και τα υπόλοιπα μέλη. Ο Bon το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με έναν φίλο του να πιει μερικά ποτά στο κέντρο του Λονδίνου. Κάτι, που ήταν απολύτως φυσιολογικό για έναν rocker που βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Άλλωστε ο Bon πάντα έπινε κάτι παραπάνω, αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει. Ο φίλος του στην αρχή τον οδήγησε στο σπίτι, αλλά επειδή ο Bon δεν σηκωνόταν, πήγε στο δικό του και τον άφησε να κοιμηθεί στο αυτοκίνητο. Το πρωί που σηκώθηκε είδε τον Bon να πνίγεται στον ίδιο του τον εμετό, λόγω της στάσης, που είχε το κεφάλι του. Λίγο πριν φτάσει στο νοσοκομείο Kings o Bon Scott ξεψύχησε... Ήταν μόλις 33 χρονών... Η κατάκτηση της κορυφής Πριν τον θάνατο του Bon Scott οι αδερφοί Young δούλευαν στο επόμενο άλμπουμ τους. Το μόνο, που έλειπε ήταν τα φωνητικά. Μετά το τραγικό συμβάν σταμάτησαν τα πάντα και φρόντισαν να βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του Bon. Σκεφτόταν να συνεχίσουν, αλλά δεν είχαν το κουράγιο. Όμως, οι γονείς του Bon ήταν αυτοί, που τους ενθάρρυναν, ώστε το συγκρότημα να μην διαλυθεί. Άλλωστε και ο ίδιος ο Bon δεν θα το ήθελε να συμβεί με αυτό τον τρόπο... Έτσι, με την ευλογία των γονιών του Bon, ξεκίνησαν την αναζήτηση του επόμενου τραγουδιστή τους. Ο παραγωγός τους Mutt Lange είχε αναφέρει το όνομα του Brian Johnson από τους Geordie. Επίσης ένας fan του συγκροτήματος από το Κλίβελαντ είχε στείλει γράμμα στους AC/DC και τους πρότεινε να ακούσουν τον Johnson γράφοντας τους πως είναι ο κατάλληλος. Έτσι αποφασίσανε να τον δοκιμάσουν. Στην ακρόαση ο Johnson ζήτησε να τραγουδήσει το Nutbush City Limits της Tina Turner και οι αδερφοί Young το δικό τους Whole Lotta Rosie. Στις 8 Απριλίου 1980, συμπληρώθηκαν 50 μέρες από τον θάνατο του Bon Scott και οι AC/DC ανακοινώνουν τον Brian Johnson ως νέο τους τραγουδιστή. Μια απόφαση, που εξέπληξε, όμως, τους φίλους των AC/DC, ήταν να ηχογραφήσουν το επόμενό τους άλμπουμ στις Μπαχάμες. Έτσι στα μέσα Απριλίου το συγκρότημα μετακόμισε στην πόλη Nassau και στα Compass Point Studios ξεκίνησαν να δουλεύουν για το έβδομο άλμπουμ τους. Το ίδιο το συγκρότημα δικαιολόγησε αυτή την απόφαση με το ότι ήθελαν να είναι όλοι μαζί και να δουλεύουν όλοι μαζί, να μην επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες και να μπορεί και ο ίδιος ο Johnson να προσαρμοστεί πιο γρήγορα. Και γι’ αυτό, όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις, πριν κυκλοφορήσουν το άλμπουμ έκαναν μια συναυλία ντεμπούτο για τον Brian στο Βέλγιο. Στα μέσα Ιούλιου του 1980 το συγκρότημα ξεκινάει περιοδεία σε Η.Π.Α. και Καναδά για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ, το οποίο θα έχει κυκλοφορήσει σε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Ο τίτλος του είναι Back In Black. Το μαύρο εξώφυλλο του είναι σημάδι πένθους για τον αδικοχαμένο Bon Scott, ενώ το τραγούδι "Have A Drink On Me" είναι αφιερωμένο στον μέχρι πρόσφατα τραγουδιστή του συγκροτήματος. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1980 το Back In Black είχε πουλήσει 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μάλιστα το Νο.2 άλμπουμ όλων των εποχών σε πωλήσεις με περισσότερα από 42 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ είναι το Νο.1 σε πωλήσεις από συγκρότημα. [Επεξεργασία] Μια άσχημη δεκαετία Η μεγάλη επιτυχία του Back In Black οδήγησε και το επόμενο άλμπουμ του συγκροτήματος στην κορυφή. Το For Those About To Rock(We Salute You) ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1981 και κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μάλιστα το πρώτο άλμπουμ των AC/DC που έφτασε στο Νο.1 των Αμερικάνικων charts, ενώ έφτασε στο Νο.3 στην Μεγάλη Βρετανία. Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα το συγκρότημα επέστρεψε στις Μπαχάμες για να ηχογραφήσει το επόμενό τους άλμπουμ και μάλιστα με δική τους παραγωγή. Έχει τίτλο Flick OF The Switch και κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1983 σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό, που έκανε, όμως, εντύπωση ήταν ο διωγμός του ντράμερ Phil Rudd. Βέβαια, οι σχέσεις του με τον Malcolm ήταν τεταμένες και ήταν θέμα χρόνου η απόλυση του, όταν μάλιστα ο Phil, μην μπορώντας να ξεπεράσει τον χαμό του Bon Scott, είχε ξεπέσει σε διάφορες ουσίες. Ο αντικαταστάτης του ήταν ο Άγγλος Simon Wright με θητεία στους Α ΙΙ Ζ. Έτσι, φτάνουμε στον Οκτώβριο του 1984, που το συγκρότημα ξεκινάει και πάλι ηχογραφήσεις, αλλά παράλληλα κυκλοφορεί και ένα μίνι άλμπουμ με 5 τραγούδια, που είχαν ηχογραφήσει την περίοδο 1974-1976 και έχει τίτλο ’74 Jailbreak. 28 Ιουνίου κυκλοφορεί το δεύτερο –και τελευταίο- άλμπουμ με παραγωγούς τα μέλη του συγκροτήματος. Το Fly On The Wall για πολλούς θεωρείται το χειρότερο άλμπουμ τους μέχρι σήμερα... Και δυστυχώς και η συνέχεια δεν είναι καλύτερη. Nightstalker Τον Μάρτιο του 1985 είχε ξεκινήσει μια σειρά δολοφονιών στο Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία σταμάτησε μερικούς μήνες αργότερα με την σύλληψη του δράστη. Σε μια από τις δεκαέξι δολοφονίες στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε ένα καπέλο που είχε πάνω του ραμμένο το λογότυπο του συγκροτήματος. Ο υπεύθυνος της υπόθεσης είχε την ιδέα να δημοσιεύσει το καπέλο πιστεύοντας, πως θα βοηθούσε στην σύλληψη του δολοφόνου, αν εμφανιζόταν μάρτυρας, ο οποίος θα γνώριζε κάποιον με συνήθεια να φοράει καπέλο AC/DC... Αυτό, που βοήθησε τελικά, ήταν να δώσουν υλικό στους δημοσιογράφους, ώστε να γεμίσουν τις σελίδες των εφημερίδων τους. Αρχίσανε διάφορες συγκρίσεις σε εξώφυλλα και στίχους του συγκροτήματος με τον τρόπο, που ο Richard Ramirez διέπραττε τις δολοφονίες του, αλλά και τις πεντάλφες, που ζωγράφιζε στα σπίτια των θυμάτων του. Το χειρότερο ήταν, όμως, πως στην σύλληψη του ο Nightstalker ισχυρίστηκε, πως επηρεάστηκε από το τραγούδι Night Prowler των AC/DC. Το τραγούδι, βέβαια, αναφέρεται σε παιδικές "αταξίες", όπως το να επισκέπτεσαι αργά το βράδυ την φιλενάδα σου, όταν οι υπόλοιποι κοιμούνται... Ήταν μάλιστα η περίοδος που οι δημοσιογράφοι παρερμήνευσαν το AC/DC και έγραψαν, πως σημαίνει Anti-Christ/Devil's Child. Και παρόλο που το συγκρότημα εξηγούσε την έμπνευση από την ραπτομηχανή της αδερφής τους, πάντα επέμεναν πως υπάρχει κάτι περισσότερο... P.M.R.C. Μετά την υπόθεση Nightstalker ήρθε άλλο ένα πρόβλημα να αναστατώσει στο συγκρότημα. Το 1985 ιδρύθηκε το P.M.R.C (Parents Music Resource Center) από συζύγους βουλευτών του Αμερικάνικου Κογκρέσου με σκοπό την καταπολέμηση των άσεμνων στίχων από τραγούδια της rock μουσικής. Το P.M.R.C. με πρόεδρο την Tipper Gore (σύζυγος του Al Gore) "κυνήγησε" με μανία τους AC/DC κατηγορώντας τους συνεχώς για το περιεχόμενο των στίχων τους. Ένα από τα κομμάτια, που έχουν στην λίστα τους είναι το Let Me Put My Love Ιnto You από το Back In Black. Maximum Overdrive Ένας από τους καλύτερους συγγραφείς και σκηνοθέτες ταινιών τρόμου και δηλωμένος θαυμαστής των AC/DC, ο Stephen King ζήτησε από το συγκρότημα τραγούδια για την μουσική υπόκρουση της ταινίας του Maximum Overdrive. Έτσι, τον Μάιο του 1986 κυκλοφόρησε το Who Made Who έχοντας 6 τραγούδια από παλιότερες δουλειές του γκρουπ και τρία καινούργια. Τα Who Made Who, D.T. και Chase the Ace. Η αποχώρηση του Malcolm Το μόνο θετικό όλα αυτά τα χρόνια για το συγκρότημα των AC/DC ήταν οι sold out συναυλίες τους. Αλλά τα προβλήματα δεν σταματάνε... Τον Αύγουστο του 1987 το συγκρότημα ξαναμπαίνει στο στούντιο για να αρχίσει τις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1988. Έχει τίτλο Blow Up Your Video. Κατά την διάρκεια, όμως, της περιοδείας για την προώθηση του Blow Up Your Video ο Malcolm αποχώρησε από το συγκρότημα λόγω προβλημάτων αλκοολισμού. Την θέση του στις περιοδείες πήρε ο ανιψιός του Stevie Young, ενώ ο Malcolm ξεκίνησε την απεξάρτηση του από το αλκοόλ με την βοήθεια των ανωνύμων αλκοολικών. Στο τέλος της περιοδείας αποχώρησε και ο ντράμερ Simon Wright για να συνεχίσει την καριέρα του στους Dio. Και πάλι στην κορυφή Με την επιστροφή του Malcolm το συγκρότημα άρχισε να δουλεύει στο επόμενο του άλμπουμ αφού πρώτα αντικατέστησε τον Wright στην θέση του ντράμερ με τον Chris Slade, ο οποίος είχε εμπειρία με γκρουπ όπως τους Uriah Heep, Gary Moore και άλλους. Με παραγωγό τον Bruce Fairbairn και δουλεύοντας από τα τέλη του 1989 μέχρι τον Ιούνιο του 1990 οι AC/DC κατάφεραν να φτιάξουν ένα άλμπουμ αντάξιο της ιστορίας τους. Το The Razors Edge κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1990, και μέχρι τον Οκτώβριο μόνο στις Η.Π.Α. έχει πουλήσει 3 εκατομμύρια αντίτυπα και έχει φτάσει στο Νο.2 στα charts, ενώ έχει φτάσει στο Νο.4 και στην Μεγάλη Βρετανία. Το γκρούπ έχει φτάσει πια τις 60 εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ μόνο το Back In Black και μόνο στις Η.Π.Α. έχει πουλήσει περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Ο θάνατος ξαναχτυπά Στις 18 Ιανουαρίου 1991 το πρόγραμμα της περιοδείας για την προώθηση του The Razors Edge έγραφε Utah/Salt Lake City. Μόλις οι πόρτες άνοιξαν 13.000 θεατές έτρεξαν μπροστά για να πιάσουν όσο το δυνατόν καλύτερες θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν τρία άτομα να ποδοπατηθούν και να πεθάνουν από ασφυξία. Το συγκρότημα στην αρχή έμαθε το θάνατο ενός ατόμου. Ήταν έτοιμοι να σταματήσουν την συναυλία, αλλά οι υπεύθυνοι τους συμβούλεψαν να συνεχίσουν για να αποφύγουν τα χειρότερα. Στο τέλος της συναυλίας έμαθαν πως τα θύματα ήταν τρείς. Το γεγονός αυτό μέχρι και σήμερα ο Malcolm δεν θέλει καν να το συζητήσει... Junior Οι AC/DC τον Οκτώβριο του 1992 κυκλοφορούνε το δεύτερο ζωντανό τους άλμπουμ, που έχει τον τίτλο Live και αρχές του 1993 έγιναν οι ηχογραφήσεις για το τραγούδι Big Gun, το οποίο περιέχεται στο soundtrack της ταινίας "Last Action Hero" και που πρωταγωνιστεί ο Arnold Schwarzenegger. Το 1994 επιφυλάσσει κάτι ευχάριστο για τους φίλους του συγροτήματος. Οι αδερφοί Young ξεκινήσανε να δουλεύουν πάνω στο επόμενο άλμπουμ τους και κάλεσαν τον παλιό τους φίλο και πρώην ντράμερ του συγκροτήματος Phill Rudd να παίξει μερικά κομμάτια μαζί τους. Τελικά ο Chris Slade απολύεται και την θέση του παίρνει ο Rudd. Αυτή είναι και η τελευταία αλλαγή στο σχήμα του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα. Τον Οκτώβριο του 1994 το συγκρότημα άρχισε τις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ του, αλλά θα κυκλοφορήσει σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Έχει τίτλο Ballbreaker. Το τελευταίο άλμπουμ των AC/DC μέχρι και σήμερα έχει τίτλο Stiff Upper Lip. Οι ηχογραφήσεις έγιναν από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1999 και το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2000. Το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει ένα άγαλμα του Angus. Το γκρούπ αποφάσισε να φτιάξει ένα τεράστιο άγαλμα για τις ανάγκες της Stiff Upper Lip περιοδείας. Η ονομασία του αγάλματος είναι Junior. Τα μέλη Angus Young - σόλο κιθάρα Malcolm Young - ρυθμική κιθάρα Brian Johnson - τραγούδι Phill Rudd - ντράμς Cliff Williams - μπάσο Hells Bells Δισκογραφία 1975 - High Voltage (Μόνο σε Αυστραλία) 1975 - Τ.Ν.Τ (Μόνο σε Αυστραλία) 1976 - High Voltage (Συνδιασμός των 2 πρώτων άλμπουμ για παγκόσμια κυκλοφορία) 1976 - Dirth Deeds Done Dirt Cheap (Μόνο σε Αυστραλία) 1976 - Dirth Deeds Done Dirt Cheap (Διαφορετική έκδοση για παγκόσμια κυκλοφορία) 1977 - Let There Be Rock (Μόνο σε Αυστραλία) 1977 - Let There Be Rock (Διαφορετική έκδοση για παγκόσμια κυκλοφορία) 1978 - Powerage 1978 - If You Want Blood (You Got It) 1979 - Highway To Hell 1980 - Back In Black 1981 - For Those About To Rock 1983 - Flick Of The Switch 1984 - '74 Jaibreak 1985 - Fly On The Wall 1986 - Who Made Who 1988 - Blow Up Your Video 1990 - The Razors Edge 1992 - Live (Υπάρχει και συλλεκτική έκδοση σε διπλό CD με περισσότερα κομμάτια) 1995 - Ballbreaker 1997 - Bonfire (Συλλογή αφιέρωμα στον Bon Scott που περιέχει τα Volts, Live From Atlantic Studios και Let There Be Rock: The Movie) 2000 - Stiff Upper Lip 2001 - Stiff Upper Lip:Tour Edition (Μόνο σε Αυστραλία) Thunderstruck Πηγές * Το άρθρο στηρίχτηκε σε συνεντεύξεις του συγκροτήματος στο κανάλι VH1 και στις εκπομπές Behind The Music και The Ultimate Album. * Κάποιες πληροφορίες είναι από τις συνεντεύξεις, που έδωσαν οι AC/DC στα μουσικά DVD που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς, όπως το Stiff Upper Lip και την DualDisk έκδοση του Back In Black. * Ενώ για κάποιες λεπτομέρειες χρησιμοποιήθηκαν τα http://www.acdcrocks.com και http://www.ac-dc.net. Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
|
|
|