Αγανάκτηση
|
Ετυμολογία αγανάκτηση < αρχαία ελληνική ἀγανάκτησις < ρήμα ἀγανακτῶ Προφορά ΔΦΑ : /a.ɣa.ˈna.kti.si/ Ουσιαστικό αγανάκτηση θηλυκό και αγανάχτηση * μεγάλη δυσαρέσκεια, οργή, παραφορά εκφράζω την αγανάκτησή μου Συγγενικές λέξεις * αγανακτώ, αγαναχτώ Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|