Όθων
|
Ο Όθων (Otto von Wittelsbach, προφ, Όττο φον Βίττελσμπαχ) (1 Ιουνίου 1815- 14 Ιουλίου 1867), Πρίγκιπας της Βαυαρίας και πρώτος Βασιλεύς του Βασιλείου της Ελλάδος με τον επίσημο τίτλο «Βασιλεύς της Ελλάδος». Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Διαδόχου και μετέπειτα Βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄. Πήρε εκπαίδευση ενός πρίγκηπα που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. Μάλιστα ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και ανέθεσε τις σπουδές του στον φανατικό καθολικό παπά Oetel που αργότερα έγινε επίσκοπος του Άϊχστατ. Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια (εθεωρείτο ρωσόφιλος), το 1830 η Αγγλία κατά την υπογραφή της συνθήκης ανεξαρτησίας της Ελλάδας πέτυχε συμφωνία με τις Μεγάλες Δυνάμεις («Προστάτιδες Δυνάμεις») της δημιουργίας Ελληνικού Βασιλείου. Το 1832, ο Όθων εκλέχθηκε Βασιλεύς της Ελλάδας, ύστερα από την τελική άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξονίας (γιου του δούκα του Sachsen-Coburg-Saalfeld Φραγκίσκου) που είχε επιλεγεί αρχικά Βασιλεύς της Ελλάδας και έγινε κατόπιν Βασιλεύς του νεοσύστατου Βασιλείου του Βελγίου. Η Αντιβασιλεία και το έργο της Στις 25 Ιανουαρίου 1833 σε ηλικία 17 ετών, ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο εν μέσω λαϊκών επευφημιών, συνοδευόμενος από τριμελή αντιβασιλεία Βαυαρών (που θα κυβερνούσε μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί το 1835) και πολυμελή βαυαρικό τακτικό στρατό που βαθμιαία συμπληρώθηκε από «εθελοντές», στην πλειοψηφία Γερμανούς. Η Αντιβασιλεία (Armansberg, Maurer, Eideck με την καθοδήγηση του Λεοπόλδου της Βαυαρίας) υπήρξε εξαιρετικά σκληρή. Από τα πρώτα διατάγματα ήταν η διάλυση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων των οπλαρχηγών. Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και κάποιες εξεγέρσεις πνίγηκαν στο αίμα. Συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν πολλοί γνωστοί καπετάνιοι. Πέρασαν από δίκη τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα που καταδικάστηκαν αρχικά σε θάνατο, αλλά η ποινή τους μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλακή. Η διοίκηση του Κράτους ήταν έντονα συγκεντρωτική και γραφειοκρατική, με νομοθεσία εισηγμένη χωρίς να λαμβάνει υπ' όψη τις τοπικές ιδιομορφίες. Τα μέλη της Κυβέρνησης μοιραζόντουσαν ως προς την εύνοια ανάμεσα στους Αντιβασιλείς. Νομοθετικό και πολιτικό έργο της αντιβασιλείας Διαίρεση του κράτους σε 10 νομούς και 42 επαρχίες με επικεφαλής τους νομάρχες και έπαρχους. Οι νομάρχες είχαν ευρύτατες πολιτικο-στρατιωτικές και οικονομικές δικαιοδοσίες. Οι επαρχίες διαιρέθηκαν σε δήμους (πόλεις και κοινότητες). Σε κάθε δήμο υπήρχε δημοτικό συμβούλιο του οποίου τα μέλη εκλέγονταν από τους κατοίκους. Για τους δημάρχους ίσχυε το τριπρόσωπο= σε κάθε δήμο εκλέγονταν 3 υποψήφιοι και ο βασιλιάς επέλεγε ένα για δήμαρχο. Οι νομάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν από τον βασιλιά (έλεγχος δημοτικής Εκπαίδευση Τα μέλη της Αντιβασιλείας (και πιο συγκεκριμένα ο Μάουρερ) έλαβαν αποφάσεις και εξέδωσαν διατάγματα σύμφωνα με τα οποία : 1) Ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία σε όλους τους δήμους με υποχρεωτική φοίτηση για παιδιά άνω των 6. (6χρόνια) 2) Ιδρύθηκαν Ελληνικά σχολεία σε όλες τις επαρχίες (3 χρόνια) 3) Ιδρύθηκαν γυμνάσια στην έδρα κάθε νομού. (4 χρόνια) Έτσι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε πάνω στα πρότυπα του αντίστοιχου Βαυαρικού, με έναν κύκλο βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δυο διαφορετικούς κύκλους μέσης, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές της Βαυαρίας. Κύριο χαρακτηριστικό του περιεχομένου των σπουδών ήταν ο κλασικισμός και η αρχαιολατρία, ενώ ελάχιστη βάση δινόταν στην απόκτηση θετικών και τεχνικών γνώσεων. Τη δαπάνη των δημοτικών σχολείων αναλάμβαναν οι δήμοι ενώ των Ελληνικών σχολείων και των γυμνασίων το κράτος. Για την εκπαίδευση των δασκάλων ιδρύθηκε το πρώτο Διδασκαλείον και συγκροτήθηκε επιτροπή που θα έκρινε τα προσόντα όσων επιθυμούσαν να εργαστούν ως καθηγητές. Αργότερα, το 1855, αποφασίστηκε οι καθηγητές να είναι αποκλειστικά απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί το 1837. Η αντιβασιλεία διατήρησε ορισμένες από τις τομές που έγιναν στον τομέα αυτό από τον Καποδίστρια και έτσι έχουμε την επαναλειτουργία των αλληλοδιδακτικών σχολείων, διόριση νέων δασκάλων, αναδιοργάνωση του Ορφανοτροφείου και της Βιβλιοθήκης στην Αίγινα. Τέλος ιδρύθηκε η Αρχαιολογική υπηρεσία για τη συλλογή και προστασία αρχαιοτήτων. Η εκκλησία εξακολουθούσε να υπάγεται στη διοίκηση του Πατριαρχείου της Κων/λης αλλά η Επανάσταση οδήγησε στη διακοπή των σχέσεων με το Πατριαρχείο. Η Αντιβασιλεία προχώρησε στη ρύθμιση των σχέσεων με τη συγκρότηση επταμελής, μικτής επιτροπής για την εκπόνηση Σχεδίου Κανονισμού ή Συντάγματος Εκκλησιαστικού με το οποίο αποφασιζόταν για την εκκλησιαστική ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ελλάδος και τη σύσταση Διαρκούς Ι. Συνόδου. Από το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδας θα είχε μόνο δογματική και πνευματική εξάρτηση από το Πατριαρχείο. Ήταν δηλαδή αυτοκέφαλη με ανώτατη εκκλησιαστική αρχή την πενταμελή Ιερά Σύνοδο. Τα μέλη όμως εκλέγονταν από τον βασιλιά και στις συνεδριάσεις θα παρίστατο βασιλικός επίτροπος με δικαίωμα αρνησικυρίας. Επίσης έκλεισαν όλα τα μοναστήρια που είχαν κάτω από 6 μοναχούς και οι ελλαδικές επισκοπές περιορίστηκαν σε 10. Έκλεισαν τα γυναικεία μοναστήρια και απαγορεύτηκαν οι δωρεές. Εκποιήθηκε τέλος μεγάλο μέρος της περιουσίας των διαλυθέντων εκκλησιών για τα κονδύλια του κράτους γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις – απομάκρυνση από παραδόσεις και εφαρμογή ενός καισαροπαπικού σχεδίου Βαυαρών. Στρατός Ο τακτικός στρατός μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια διαλύθηκε. Άτακτα στρατιωτικά σώματα περιφέρονταν στην περιοχή του Ναυπλίου και έδιναν μια εικόνα αναρχίας. Τα στρατεύματα αυτά θεωρούνταν από την Αντιβασιλεία ως εχθρικά προς τη μοναρχία. Η Αντιβασιλεία διέλυσε όλα τα έκτακτα στρατεύματα και απομακρύνθηκαν οι στρατολογηθέντες μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Άλλοι που πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν μεταξύ της απόλυσής τους και την κατάταξη στους στο τακτικό στρατό. Τελικά συγκροτήθηκαν 10 ελαφριά τάγματα τακτικού στρατού. Κάθε τάγμα αποτελόταν από 4 λόχους με 50 άνδρες το καθένα. Επικεφαλής των ταγμάτων διορίστηκαν παλιοί οπλαρχηγοί του Αγώνα. Θέσεις στο στρατό κατέλαβαν και οι Βαυαροί καθώς και φιλέλληνες. Δικαιοσύνη Ιδρύθηκαν Πρωτόκλητα Δικαστήρια, τρία Εμποροδικεία, δυο Εφετεία και ένα Ακυρωτικό Δικαστήριο. Το 1834 η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε στην Αθήνα από το Ναύπλιο. Ευθύς εξ αρχής, η συμπεριφορά του Όθωνα χαρακτηριζόταν από αναποφασιστικότητα, σχολαστικότητα και αυταρχισμό, με συνέπεια τις επανειλημμένες προστριβές του ακόμη και με το στενό αυλικό περιβάλλον του. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ισχυρή πρόθεσή του και πρωταρχικός στόχος του ήταν η δημιουργία νοσοκομείων και σχολείων στην Ελλάδα. Το 1837 ίδρυσε το Πολυτεχνικό Σχολείο στην Αθήνα. Το 1937 παντρεύτηκε τη δούκισα Αμαλία του Ολδεμβούργου (Oldenburg) (1818-1875). Δεν έκαναν παιδιά. Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 Η δυσαρέσκεια του λαού κατά την πολιτική του Όθωνα και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων απαιτούσαν την παραχώρηση Συντάγματος. Συγκεκριμένα η Αγγλία πίστευε ότι ο κοινοβουλευτισμός θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα της ενώ η Γαλλία δεν ήθελε να φαίνεται αντίθεση με την παραχώρηση ελευθεριών. Τέλος η Ρωσία επιδίωκε κάποια αλλαγή με την οποία ο Όθωνας θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί καθώς είχε ελπίδες ότι θα ανέβαινε στο θρόνο Ρώσος πρίγκιπας. Μοχλός πίεσης των Δυνάμεων ήταν οι οικονομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Έτσι η Ρωσία απαίτησε άμεση καταβολή των τοκοχρεωλυσίων των πρώτων 2 δόσεων του 1833 και την επιστροφή των προκαταβολών της 3ης δόσης. Με αυτά συμφώνησαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η δυσφορία κατά του Όθωνα, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντιλαϊκά μέτρα (σταμάτησε την εκτέλεση έργων, ανέστειλε την καταβολή μισθών και απέλυσε πολλούς). Η δυσαρέσκεια οδήγησε στη συνωμοσία μερικών πολιτικών και αξιωματικών- με αρχηγούς τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη- οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Ωστόσο ο Όθωνας και η κυβέρνηση δεν έλαβαν καθόλου προστατευτικά μέτρα. Τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου ένα τάγμα συγκέντρωσε πολίτες και κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα με την κραυγή «Ζήτω το Σύνταγμα». Ο Όθωνας κάλεσε το πεζικό, του οποίου όμως επικεφαλής ήταν μυημένος και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο Μακρυγιάννης αυτοανακηρύχθηκε φρούραρχος της πόλης και ανέλαβε την προστασία των ανακτόρων και των δημοσίων καταστημάτων. Το υπουργείο του Χρηστίδη έχει διαλυθεί και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μεταξά. Μια εξαμελής επαναστατική επιτροπή παρουσιάστηκε στο βασιλιά και τον ανάγκασε να διατάξει σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για τη ψήφιση του Συντάγματος. Οι επαναστάτες διεκδικούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και όχι την απομάκρυνση του Όθωνα. Ο Όθωνας τελικά παραχώρησε Σύνταγμα αλλά η νέα κυβέρνηση ζητούσε από το βασιλιά όχι μόνο αμνηστία αλλά και την απονομή μεταλλίου στους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Ο βασιλιάς αρχικά δεν συμφώνησε αλλά τελικά πιέστηκε από τις Μ.Δ., υποχώρησε και έγινε δεκτός από το λαό και το στρατό. Η νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στην Ελλάδα. Η καθιέρωση της Συνταγματικής Μοναρχίας Η κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά είχε την αποστολή τη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για την προετοιμασία και ψήφιση του Συντάγματος και την διενέρεια εκλογών. Στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι ("πληρεξούσιοι") και από περιοχές που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση αλλά δεν απελευθερώθηκαν. Το Μάρτιο του 1844 αναδείχτηκε πρόεδρος ο Πανούτσος Νοταράς. Αποφασίστηκε η διατήρηση της μοναρχίας αλλά με συνταγματικούς περιορισμούς. Αυτή τη μέση οδό προτίμησαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις που δεν συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση και μπορούσαν τώρα να παίξουν το ρόλο του μεσολαβητή. Η Ρωσία όμως ήταν αντίθετη προς την παραχώρηση Συντάγματος. Στο νέο πολίτευμα η θέση του βασιλιά ήταν και πάλι κυρίαρχη αφού η Εθνοσυνέλευση εξακολουθούσε να θεωρεί φορέα της συντακτικής εξουσίας τον μονάρχη. Η νέα μορφή πολιτεύματος ήταν ηγεμονική, διαδοχική, συνταγματική και κοινοβουλευτική. Ο βασιλιάς διατήρησε την εκτελεστική του εξουσία και μοιραζόταν μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία –της οποίας τα μέλη όριζε ο ίδιος- τη νομοθετική. Ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους: επικύρωνε νόμους, απένεμε βαθμούς στρατιωτικών, διόριζε και έπαυε δημοσίους υπαλλήλους. Με το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου αναγνωρίστηκε ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα η ορθοδοξία, ενώ οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ήταν ανεκτή. Επίσης η Εκκλησία της Ελλάδος είναι δογματικά ενωμένη με το Πατριαρχείο της Κων/λης αλλά αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη Εκκλησία. Στο θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων προέκυψε μεγάλη ένταση, αφού νωρίτερα είχε αποφασιστεί ότι μόνο Έλληνες πολίτες ήταν δεκτοί στα δημόσια επαγγέλματα. Ο καθορισμός των αυτοχθόνων απαιτούσε πολιτογράφηση των ετεροχθόνων, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις όλων των Ελλήνων που προέρχονταν από τις υπόδουλες ακόμη περιοχές. Αυτό προκάλεσε και την αντίδραση των ετεροχθόνων με αποτέλεσμα η απόφαση να ενταχθεί στα Ψηφίσματα και όχι στο Σύνταγμα. Στο θέμα της διαδοχής, το Σύνταγμα προέβλεπε ότι κάθε μελλοντικός διάδοχος του Ελληνικού θρόνου θα έπρεπε να είναι ορθόδοξος, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις αφού η Συνθήκη του Λονδίνου δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Η Ρωσία όμως δεν είχε πρόβλημα, και η Αγγλία και η Γαλλία αποδέχτηκαν το τετελεσμένο γεγονός. Πολλοί υποστήριζαν ότι η Γερουσία, που προβλεπόταν από το νέο Σύνταγμα, ήταν ένας αριστοκρατικός και επικίνδυνος θεσμός, αφού ο βασιλιάς όριζε τους ισόβιους γερουσιαστές, οι οποίοι όντας πιστοί σε αυτόν θα περιόριζαν το έργο των εκλεγμένων βουλευτών. Τελικά σχηματίστηκαν δύο αντίθετες ομάδες και επικράτησαν οι υποστηρικτές των βασιλικών απόψεων. Το Σύνταγμα βασιζόταν σε ευρωπαϊκά συντάγματα και τις εμπειρίες μερικών πολιτικών αλλά δεν καθοριζόταν από συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία. Η εκθρόνιση και η εξορία του Όθωνα Δυσαρέσκειες και αντιδυναστικές εκδηλώσεις
<===---+---===>
Ο Όθων φτάνει στο Ναύπλιο το 1832, πίνακας του Peter von Hess, 1835.
Επίσης το φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσε στην Ιταλία εμψύχωσε τους Έλληνες οι οποίοι πίστευαν ότι οι Ιταλοί μετά από τη νίκη τους πάνω στην Αυστρία θα προχωρούσαν στην απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής. Ο λαός περίμενε από τον Όθωνα ενεργή δράση αλλά εκείνος δίσταζε και κατηγορήθηκε για φιλοαυστριακά αισθήματα. Ο Τύπος στρεφόταν ανοιχτά κατά του βασιλιά και στη Βουλή ενισχύθηκε η αντιπολιτευτική παράταξη. Ο Όθωνας διέταξε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Μιαούλη η οποία διενήργησε εκλογές 1859 και κέρδισε. Η αντιπολίτευση αντέδρασε για τις σκανδαλώδεις παρεμβάσεις υπέρ των κυβερνητικών υποψηφίων. Μετά από την απομάκρυνση πολλών βουλευτών και αναταραχές ο Όθωνας τελικά διέλυσε τη Βουλή και έκανε εκλογές το 1861 στις οποίες τόσο ο Όθωνας, όσο και η κυβέρνηση χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να επικρατήσουν οι κυβερνητικοί. Μια απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας μετρίασε κάπως τα πνεύματα αλλά σε λίγο ο αντιδυναστικός αγώνας βρισκόταν και πάλι σε έξαρση. Ο Όθωνας κάλεσε τότε την αντιπολίτευση να σχηματίσει κυβέρνηση αλλά αυτή απαίτησε
Ενώ αρχικά ο Όθωνας συμφώνησε, έπειτα ανακάλεσε την εντολή και έδωσε την πρωθυπουργία και πάλι στον Μιαούλη. Στο Ναύπλιο εμφανιστήκαν τα πρώτα επαναστατικά κινήματα. Το 1862 οι επαναστάτες κατέλυσαν τις αρχές και επιδίωξαν την κατάργηση του συστήματος και την αναγόρευση νέου, τη διάλυση του παρανόμου της Βουλής και τη σύγκλιση Εθνοσυνέλευσης. Η κυβέρνηση πολιόρκησε το Ναύπλιο. Ο Όθωνας χορήγησε μερική αμνηστία, υπό τον όρο οι πρωτεργάτες να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος σε δύο πλοία. Επαναστατικά κινήματα πραγματοποιήθηκαν και στη Σύρο. Οι επαναστάτες εξόπλισαν ένα εμπορικό πλοίο αλλά ο Όθωνας έστειλε το πολεμικό Αμαλία με ικανή στρατιωτική δύναμη και σύλλαβε τους επαναστάτες. Χορήγησε αμνηστία σε όσους συμμετείχαν στην επανάσταση εκτός από τους πρωτεργάτες. Τελικά ο Μιαούλης υπέβαλε την παραίτηση του και ο Όθωνας έκανε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Όθωνας μάλιστα έκανε κρυφά σχέδια με την Ιταλία για κοινή δράση κατά της Πύλης. Η Αγγλία, μαθαίνοντας γι’αυτά τα σχέδια, έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για τη ματαίωση τους. Στο εσωτερικό επικρατούσαν οι αντιβασιλικές διαδηλώσεις και το βασιλικό ζεύγος θεώρησε σωστό να κάνει μια περιοδεία στις επαρχίες για να αποκατασταθεί η δημοτικότητα του. Ενώ όμως η υποδοχή έδειχνε ενθουσιώδης, στο μεταξύ ξέσπασε στην Αιτωλοακαρνανία επανάσταση που έφτασε μέχρι την Αθήνα. Το βασιλικό ζεύγος έμεινε στο πολεμικό Αμαλία ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τους συμβούλευαν να αναχωρήσουν αμέσως. Ο Όθωνας και η Αμαλία εγκατέλειψαν την Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου 1862 με το αγγλικό πολεμικό Σκύλλα. Κατέφυγαν στο Μόναχο και αργότερα στη Βαμβέργη, αλλά ο Όθωνας δεν παραιτήθηκε επίσημα από το θρόνο. Μετά από περίοδο μεσοβασιλείας, ο ελληνικός θρόνος δόθηκε στον Δανό πρίγκηπα Γεώργιο, που αναγορεύτηκε Βασιλεύς των Ελλήνων ως Γεώργιος Α΄. Όπως έχει αναφερθεί από πολλούς ιστορικούς, ο Όθων αγάπησε την Ελλάδα, όσο τίποτε άλλο, όχι όμως και τους Έλληνες. Απεβίωσε στις 14 Ιουλίου 1867 στη Βαμβέργη (Bamberg). Ο ίδιος θέλησε να θαφτεί με την παραδοσιακή ενδυμασία της Ελλάδας, τη φουστανέλα. Είναι θαμμένος μαζί με την Αμαλία στον οικογενειακό τάφο της Βαυαρικής δυναστείας, στην εκκλησία Theatinerkirche στο κέντρο του Μονάχου. Βιβλιογραφία Ελληνική
[Ξένη
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|