Δημήτριος Γούναρης
|
Ο Δημήτριος Γούναρης (Πάτρα 5 Ιανουαρίου 1867 - 15 Νοεμβρίου 1922 Γουδί) ήταν Πατρινός πολιτικός, αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, κύριος εκπρόσωπος του Αντι-Βενιζελισμού και τρείς φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Το όνομα του συνδέθηκε με την αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας εξαιτίας των λάθων χειρισμών της κυβερνήσεώς του, η οποία κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή. Ύστερα απο αυτό το γεγονός συνελλήφθη, παραπέμφθηκε στη δίκη των έξι και εκτελέστηκε στο Γουδί. Ανηψιός του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Πρώϊμα χρόνια Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν γιός του εμπόρου Παναγιώτη Γούναρη με καταγωγή απο το Άργος. Εκπαιδεύτηκε στο λύκειο Πράπα & Γκιαούρη και γνώριζε ήδη απο την παιδική του ηλικία γαλλικά και ιταλικά χάρις την βοήθεια της ιταλίδας παιδαγωγού Λαφφόν.
Το 1884 ενεγράφη στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ'οπου αποφοίτησε με άριστα το 1889, αποκτώντας παράλληλα και τον τίτλο του διδάκτορος της νομικής επιστήμης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια. Συγκεκριμένα παρακολούθησε μαθήματα νομικής στα γερμανικά πανεπιστήμια της Λειψίας, του Μονάχου, της Γοτίγγης και της Χαϊδελβέργης, έπειτα μαθήματα πολιτικών επιστημών & κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και του Λονδίνου. Η κρίση όμως που έπληξε εκείνη την εποχή το εμπόριο στην Ελλάδα ανάγκασε[1] τον Γούναρη να επιστρέψει εσπευσμένα στην Πάτρα για να βοηθήσει την οικογένεια του, αφού η επιχείρηση του πατέρα του είχε χρεοκοπήσει. Κατα τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό τελειοποίησε τη γαλλική γλώσσα ενώ έμαθε αγγλικά και γερμανικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γερμανία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον μετέπειτα πρωθυπουργό & στενό του φίλο Παναγή Τσαλδάρη[2].
Μετά την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του ασχολήθηκε με την δικηγορία, όπου διέπρεψε[3] κυρίως λόγο της ρητορικής του δεινότητας. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη στην κηδεία του Πατρινού πολιτικού Θάνου Κανακάρη-Ρούφου, στου οποίου εκφώνησε τον επικήδειο, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης τον πλησίασε και του είπε «είσθε απαραίτητος για το κοινοβούλιο, κύριε Γούναρη»[4].
Πολιτική σταδιοδρομία Για πρώτη φορά πολιτεύθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1902 με ανεξάρτητο συνδυασμό, οπότε και εκλέχτηκε. Στις 17 Μαΐου του 1903, στη συζήτηση του νόμου για την κύρωση της συμβάσεως του μονοπωλίου που είχε φέρει στη βουλή η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, ο Γούναρης διαφώνησε και εκφώνησε θαυμαστό για την εποχή λόγο που ανάγκασε την κυβέρνηση μετά απο λίγες μέρες, και εξαιτίας των αντιδράσεων για τον νόμο αλλα και της διαφωνίας Ζαΐμη, σε παραίτηση[5]. Στις εκλογές το 1905 συνεργάστηκε με το Θεοτοκικό κόμμα αλλά συνάντησε την αντίσταση των σταφιδοπαραγωγών με αποτέλεσμα να μην εκλεγεί. Στις εκλογές όμως του Μαρτίου του 1906, και αφού είχε προηγηθεί η τραγική δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, κατάφερε να επανεκλεγεί με το Θεοτοκικό κόμμα. Τον Ιούνιο του 1906 δημιουργήθηκε η γνωστή πολιτική «ομάδα των Ιαπώνων», η οποία ονομάστηκε έτσι απο τον εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολη», Βλάση Γαβριηλίδη, αποτελείτο απο τους Στέφανο Δραγούμη, Δημήτριο Γούναρη, Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Χαράλαμπο Βοζίκη, Απόστολο Αλεξανδρή και Ανδρέα Παναγιωτόπουλο. Αρχηγός τέθηκε ο Στέφανος Δραγούμης, κυρίως λόγω του κύρους του αλλά ουσιαστικός καθοδηγητής ήταν ο Γούναρης. Η δράση των Ιαπώνων ενόχλησε τον Γεώργιο Θεοτόκη που διαβλέποντας την επικείμενη κρίση προσπάθησε να προσεταιριστεί[6] μερικούς απο αυτή την πολιτική ομάδα. Προσέφερε υπουργικά αξιώματα στον Γούναρη, τον Πρωτοπαπαδάκη και στον Ρέπουλη. Οι δύο πρώτοι δέχτηκαν με αποτέλεσμα η ομάδα των Ιαπώνων να εξουδετωρωθεί πολιτικά.
Έτσι τον Ιούνιο του 1908 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών. Τον Φεβρουάριο όμως του 1909, και αφού είχε συνειδοτοποιήσει οτι η συνεργασία του ήταν αδύνατη, υπέβαλε την παραίτηση. Με την εκδήλωση του κινήματος του στρατιωτικού συνδέσμου, ο Γούναρης, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ιταλία, εναντιώθηκε και κράτησε σταθερά αρνητική θέση. Η διαφωνία του δεν ήταν ιδεολογική αλλα θεσμική αφού δεν συμφωνούσε με την επέμβαση του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις. Έμεινε λοιπόν πιστός στις ιδέες του παρά τις προσπάθειες του στριατιωτικού συνδέσμου να τον εντάξει στο κυβερνητικό σχήμα. Συγκεκριμένα απάντησε στην πρόταση αυτή: «Πρέπει να έλθω δια του λαού»[7].
Στις εκλογές το 1910 εκλέχτηκε με άνεση βουλευτής Πατρών με την υποστήριξη του Θεοτοκικού κόμματος. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου που ακολούθησαν τον ίδιο χρόνο, ο Γούναρης δεν έθεσε υποψηφιότητα εξαιτίας των αποφάσεων των τριών παλαιών κομμάτων, Θεοτοκικό, Μαυρομιχαλικό & Ραλλικό, να μην συμμετάσχουν στις εκλογές. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1911 πραγματοποιήθηκε μυστική συγκέντρωση στην οικία του Ηλία Σισίνη στην Γαστούνη υπο την παρουσία του Γούναρη, του Πρωτοπαπαδάκη, του Τσαλδάρη κ.α. όπου αποφασίστηκε η δημιουργία μιας πολιτικής ομάδας που θα στηριζόταν σε κοινή ιδεολογία.
Στις εκλογές του Μαρτίου ο Γούναρης μόλις και μετα βίας κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής Πατρών, εξαιτίας της ανετοιμότητας του και της επιτυχίας του κόμματος των Φιλελευθέρων, το οποίο κέρδισε τις 151 απο τις 181 βουλευτικές έδρες. Η πρώτη σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και Γούναρη πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1913 με κύριο θέμα τους χειρισμούς της κυβέρνησης Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική. Η διαμάχη συνεχίστηκε και στους επόμενος μήνες με κύριο πάντα θέμα την εξωτερική πολιτική.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1915, και αφού είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ πρότεινε στον Αλέξανδρο Ζαΐμη την πρωθυπουργία, και κατόπιν αρνήσεως του στον Στέφανο Σκουλούδη. Ύστερα και απο την άρνηση του τελευταίου απευθύνθηκε στον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις 24 Φεβρουαρίου σχημάτισε κυβέρνηση[8]. Σε αυτήν κράτησε για τον εαυτόν του το υπουργείο στρατιωτικών. Κατα τη διάρκεια της κυβερνήσεως του συγκρούστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο εξαιτίας μιας κυβερνητικής ανακοίνωσης[9], με την οποία ο Γούναρης εμμέσως πλην σαφώς κατηγορούσε τον Βενιζέλο για άσκοπες παραχωρήσεις στην εξωτερική πολιτική που δεν ευνοούσαν την χώρα. Ο Βενιζέλος αντέδρασε στέλνοντας επιστολή στον υπουργό των εξωτερικών Ζωγράφο, ο οποίος τον παρέπεμψε σε επιστολή του Γούναρη προς τον πρώτο. Ο Βενιζέλος δεν ικανοποιήθηκε απο τις εξηγήσεις και απευθύνθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος την μεταβίβασε στον πλέον αρμόδιο, τον πρωθυπουργό Γούναρη. Τελικά η κρίση έληξε με την ανακοίνωση του Βενιζέλου οτι αποχωρεί[10] απο την ενεργό πολιτική, τον Απρίλιο του 1915.
Στις εκλογές το Μαΐου ο Γούναρης πολιτεύθηκε με το κόμμα, το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει, των Εθνικοφρόνων. Η ενασχόληση του όμως με την διακυβέρνηση του κράτους δεν του επέτρεψε να δείξει την απαιτούμενη προσοχή με αποτέλεσμα να υποστεί συντριπτική ήττα[11] απο το κόμμα των Φιλελευθέρων. Συγκεκριμένα έλαβε 95 βουλευτικές έδρες έναντι 185 του κόμματος του Βενιζέλου. Αρνήθηκε να υποβάλει αμέσως την παραίτηση του, επικαλούμενος την κατάσταση υγείας του Βασιλιά, ενώ παράλληλα ο Βασιλιάς παρέτεινε για ένα μήνα την έναρξη των εργασιών της νέας βουλής, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις απο την πλευρά των Φιλελευθέρων. Τελικά στις 4 Αυγούστου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, αφού η κυβέρνηση Γούναρη είχε παραιτηθεί πέντε μέρες νωρίτερα. Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ εκλογών και κυβέρνησης Βενιζέλου, ο Γούναρης είχε αναλάβει[12] και το υπουργείο εξωτερικών, ύστερα απο την παραίτηση Ζωγράφου.
Στις κυβερνήσεις Ζαΐμη και Σκουλούδη, που σχηματίστηκαν 24 Σεπτεμβρίου & 25 Οκτωβρίου αντίστοιχα, χρημάτισε υπουργός εσωτερικών. Εξαιτίας του θανάτου του Θεοτόκη, ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του θανόντος, δηλαδή το υπουργείο οικονομικών. Με τον ερχομό του Βενιζέλου στην κυβέρνηση, στις 14 Ιουνίου του 1917 και αφού ειχαν προηγηθεί τα Νοεμβριανά, ο Γούναρης έλαβε εντολή να παρουσιαστεί στο συμμαχικό στρατηγείο στον Πειραιά, όπου μαζί με άλλες 30 αντι-Βενιζελικές προσωπικότητες θα εξοριζόταν στην Κορσική. Αφού ανέγνωσε ένα σύντομο λόγο[13], αναχώρησε στις 7 Ιουλίου για Αιάκιο της Κορσικής με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Ο φόβος των εξορίστων για πιθανές διώξεις μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα ανάγκασε μερικούς απο αυτούς να σκεφτούν την λύση της απόδρασης. Έτσι, κατόπιν συννενόησης[14], ο Γούναρης, ο Μεταξάς και ο Πεσμαζόγλου διέφυγαν στη Σαρδηνία, όπου συνελλήφθησαν απο τις ιταλικές αρχές, απο τις οποίες τους παρεσχέθη η απαραίτητη κάλυψη. Η ιταλική κυβέρνηση παρ'ολες τις έξωθεν πιέσεις αρνήθηκε να τους εκδόσει και αφού έλαβαν την δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα εντός της χώρας, ο Γούναρης εγκαταστάθηκε αρχικά στην Πίζα και έπειτα στη Σιένα.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1920 επέστρεψε απο την Ιταλία στη Κέρκυρα και μια μέρα αργότερα βρέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Πάτρα, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής[15]. Στις 17 Οκτωβρίου ίδρυσε το Λαϊκό κόμμα· ουσιαστικά μετονόμασε το «κόμμα των Εθνικοφρόνων». Κύρια δέσμευση[16] του ήταν η απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου τον βρήκαν νικητή, έχοντας καταφέρει να εκλέξει η «Ηνωμένη Αντιπολίτευση», όπως ονομαζόταν ο συνασπισμός των Αντι-βενιζελικών κομμάτων, 260 βουλευτές έναντι 110 του Βενιζέλου. Συγκεκριμένο το Λαϊκό κόμμα είχε αποσπάσει 75 έδρες. Προτίμησε όμως να κινηθεί σε παρασκηνιακό επίπεδο, δεχόμενος την πρωθυπουργία να την αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης. Στη κυβέρνηση Ράλλη ο Γούναρης προτίμησε να αναλάβει το υπουργείο στρατιωτικών. Μια απο τις πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για την επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Παρά τις έντονες αντιδράσεις[17] του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Δαγκλή, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Βενιζέλο με τη σύμφωνη γνώμη του δεύτερου, και των ξένων δυνάμεων.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1921 ο Δημήτριος Ράλλης, κατόπιν διαφωνίας με τον Γούναρη, υπέβαλε την παραίτηση του και αντικαταστάθηκε απο τον Νικόλαο Καλογερόπουλο. Και σε αυτή την κυβέρνηση ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο των στρατιωτικών. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1921 έφτασε στο Λονδίνο μαζί με τον πρωθυπουργό Καλογερόπουλο και διαφόρους κυβερνητικούς συμβούλους για να συναντηθεί με τον Άγλλο πρωθυπουργό Τζώρτζ. Η συνάντηση δεν ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη με τον Δημήτριο Μάξιμο, τότε διοικητή της εθνικής τράπεζας, να επιμένει να εγκαταλειφθεί η Μικρά Ασία απο τα ελληνικά στρατεύματα, άποψη που δεν την συμμεριζόταν ούτε ο Καλογερόπουλος αλλά ουτε ο ίδιος ο Γούναρης. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε απο το πρωθυπουργικό αξίωμα.
Η πρωθυπουργία 1921-1922
<===---+---===>
Ύστερα απο την παραίτηση του Καλογερόπουλου σχηματίστηκε κυβέρνηση απο τον Γούναρη, ο οποίος διατήρησε και το υπουργείο δικαιοσύνης. Το κλίμα δυσφορίας που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο λαό, κυρίως λόγω της μη τήρησης των υποσχέσεων περι απόσυρσης[18] των ελληνικών στρατευμάτων, είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στους στρατιώτες. Προς τόνωση λοιπόν του ηθικού, ο Γούναρης μαζί με τον Βασιλιά επισκέφθηκαν τα στρατεύματα στη Σμύρνη ενώ παράλληλα ενίσχυσε το στρατό με καινούρια αυτοκίνητα, όπλα κ.λπ.
Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, στις 3 Οκτωβρίου του 1921 αναχώρησε μαζί με τον υπουργό των εξωτερικών, Γεώργιο Μπαλτατζή, για το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον γάλλο ομόλογό του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, όπου είχε προκαθορισμένη συνάντηση με τον άγγλο πρωθυπουργό, στον οποίο δήλωσε οτι δέχεται τις συμμαχικές προτάσεις που είχαν γίνει απο το Μάρτιο του 1921. Ακολούθησε η μετάβαση του στη Ρώμη, έπειτα στις Κάννες, στο Παρίσι και τέλος πάλι στο Λονδίνο. Έπεστρεψε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1922, έχοντας ουσιαστικά αποτύχει να επισπεύσει τη λήξη του Μικρασιατικού ζητήματος και την άρση του οικονομικού αποκλεισμού, που είχε επιβληθεί απο τις μεγάλες δυνάμεις για την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄.
Με την επιστροφή του λοιπόν στην Αθήνα απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος όμως καταψηφίστηκε. Έτσι ο Γούναρης ανέλαβε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, στην οποία κράτησε πάλι το υπουγείο δικαιοσύνης για τον ευατόν του. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής διορίστηκε υπουργός εξωτερικών και ναυτικών, ο Γούδας εκκλησιαστικών, ο Νικόλαος Θεοτόκης στρατιωτικών και ο Πρωτοπαπαδάκης οικονομικών. Άμεση πρωτοβουλία της κυβέρνησης ήταν να αποδεχθεί τους όρους της συμμαχικής συνδιάσκεψης, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους στρατιωτικούς κύκλους, με πρωταγωνιστή τον αρχιστράτηγο Παπούλα, και στη κοινωνία της Μικράς Ασίας.
Απο την άλλη πλευρά η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση. Χαρακτηριστικό είναι οτι το μέσο ημερήσιο κόστος[19] της εκστρατείας είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δραχμές. Ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αναγκάστηκε να διχτομήσει το χαρτονόμισμα, δηλαδή να προβεί σε μια πράξη δανεισμού. Ο Γούναρης, προσπαθώντας να λάβει οικονομική αλλά και διπλωματική ενίσχυση, αναχώρησε για τη Βιέννη, όπου συναντήθηκε στο περιθώριο της διάσκεψης για τα μέτρα της οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώης με ξένους ομολόγους του χωρίς όμως να καταφέρει κάτι το ουσιαστικό.
Απότοκο αυτής της προσπάθειας ήταν ο προυπολογισμός να καταψηφιστεί και να οδηγηθεί σε παραίτηση. Αντικαταστάθηκε πάλι απο τον Νικόλαο Στράτο, ο οποίος δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, και στη συνέχεια την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Πρωτοπαπαδάκης, όντας επικεφαλής κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Γούναρης διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης. Μια απο τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης ήταν η ψήφιση του νόμου περι κοινωνικών ασφαλίσεων και η αντικατάσταση του Παπούλα απο τον Γεώργιο Χατζανέστη.
Το σκηνικό στη Μικρά Ασία ήταν δραματικό. Ο στρατός ανοργάνωτος και με χαμηλό ηθικό, η Ελλάδα παρατημένη απο τους συμμάχους ενώ απο την αντίθετη πλευρά οι Τούρκοι με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων οργάνωνε αντεπίθεση. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη πρότεινε για αντιπερισπασμό επίθεση στη Κωνσταντινούπολη, οι σύμμαχοι όμως, και ιδιαίτερα η Γαλλία, αντέδρασαν. Έτσι στις 13 Αυγούστου εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση που είχε ως συνέπεια τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής.
Η κυβέρνηση αμέσως παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε απο την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία δεν στάθηκε ικανή για να αντιμετωπίσει το στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Μυτιλήνη και τη Χίο.
Δίκη & εκτέλεση Στις 17 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο για τη δίκη των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής. Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης είχαν ήδη συλληφθή απο ομάδα αξιωματικών με αρχηγό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Αρχικά η ανακριτική επιτροπή αποτελείτο απο τους Καλλάρη και Ζυμβρακάκη, οι οποίοι όμως παραιτήθηκαν λόγων των παρεμβάσεων των μελών της επαναστατικής επιτροπής. Αντικαταστάθηκαν αμέσως απο τον Οθωναίο και τον Πάγκαλο, αφού όμως πρώτα έλαβαν την διαβεβαίωση[20] οτι δεν θα τους απενέμετο χάρις.
Στις 15 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν οι κρατούμενοι απο τις φυλακές Αβέρωφ σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στην παλιά Βουλή, έτσι ωστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Όταν ξεκίνησε η δίκη, που έμεινε στην ιστορία ως η δίκη των έξι και οι κατηγορούμενοι άκουσαν το κατηγορητήριο, ο Γούναρης δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις τον κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκη μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς»[21]. Χαρακτηριστικό της καλλιέργειας του και της ικανότητας του είναι οτι, αν και έπασχε απο υψηλό πυρετό, κατάφερε και έγραψε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Εξαντλήθηκε όμως και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του δεν παρίστατο ελάχιστες φορές στην ακροαματική διαδικασία.
Την 7η Νοεμβρίου ο συνήγορος του, Σωτηριάδης, κατέθεσε ένσταση αναβολής της δίκης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας του πελάτη του. Ο Γούναρης, ο οποίος είχε ξεπεράσει τους 40 βαθμούς πυρετό, μεταφέθηκε στην κλινική Ασημακοπούλου, όπου οι γιατροί διέγνωσαν βαριάς μορφής τύφο. Στην κλινική παρέμεινε μέχρι και το τέλος της δίκης. Παρ'όλα αυτά ο πρόεδρος του δικαστηρίο, Αλέξανδρος Οθωναίος, αρνήθηκε[22] να διακόψει τη δίκη, αγνοώντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου για υπεράσπιση.
Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, στις 5 π.μ. ο ταγματάρχης Κατσαγιαννάκης ξύπνησε τον Γούναρη για να τον μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ, παρ'ολο που οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει οποιαδήποτε μετακίνηση, προκειμένου να λάβει γνώση της απόφασης του δικαστηρίου. Μάλιστα επειδή αργούσε να ντυθεί λόγω της καταστάσεως του, ο Κατσαγιαννάκης τον απείλησε[23] οτι θα τον μεταφέρει γυμνό έστε και αργούσε λίγο ακόμα. Στις 9 π.μ η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στους κατηγορουμένος και ήταν καταδικαστική για τους έξι απο τους συνολικά οκτώ κατηγορούμενους. Ο Γούναρης μαζί με τους Μπαλτατζή, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Στράτο και Χατζανέστη καταδικάζονταν στην ποινή του θανάτου.
Στις 11:27 π.μ. εκτελέστηκε στο Γουδί, παρουσία λιγοστών συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ξάδερφος του και μετέπειτα δήμαρχος Πατρέων, Ιωάννης Βλάχος. Δεν δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια. Τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών την ίδια μέρα, παρουσία λιγοστών συγγενών και φίλων, με έναν ιερέα και χωρίς ψαλμωδία. Η κηδεία γενικά ήταν πρόχειρη και βιαστική γιατι η επαναστατική επιτροπή είχε διατάξει να ολοκληρωθούν ολες οι ταφές πριν τις 3 μ.μ. Αξίζει να σημειωθεί οτι πριν εκτελεστεί έγραψε την διαθήκη[24] του, στην οποία ανέφερε:
Ότι περισσεύει εκ της μικράς μου περιουσίας, αφού πληρωθούν τα χρέη μου, επιθυμώ να περιέλθη εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Α. Κανελλόπουλον ον εγκαθιστώ κληρονόμον ίνα το χρησιμοποιήση προς καλλιτέραν αποκατάστασιν της θυγατρός του Μαρίας. Εις τη υπηρέτριαν μου Ευφροσύνην Στρατή αφίνω δέκα χιλιάδας, και την βιβλιοθήκην μου εις τον Δήμον Πατρών.
Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1922. Δημήτριος Π. Γούναρης
Με την διαθήκη του ο Γούναρης έγινε μέγας ευεργέτης του Δήμου Πατρέων και συγκεκριμένα της δημοτική βιβλιοθήκης. Στις 3 Ιουνίου του 1931, με απόφαση του δημοτικού συμβουλείου η οδός Καλαβρύτων ή νέος δρόμος μετονομάστηκε σε οδός Δημήτριου Γούναρη. Ήταν μια απο τις πρώτες κινήσεις για την αποκατάσταση του ονόματος του. Επίσης το 1933 αναρτήθηκε επιγραφή[25] απο το υπουργείο δικαιοσύνης στην αίθουσα των φυλακών Αβέρωφ, στην οποία οι κατηγορούμενοι πληροφορήθηκαν τη θανατική τους καταδίκη.
Αναφορές & Σημειώσεις
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
||
|
|