Φραγκίσκος Λεονταρίτης
|
Ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης (περ. 1518 - περ. 1572˙ στις πηγές αναφέρεται ως Francesco Londarit, Franciscus Londariti, Leondaryti, Londaretus, Londaratus ή Londaritus) ήταν κρητικός αναγεννησιακός συνθέτης δυτικής μουσικής και βαρύτονος (contralto). Στοιχεία για τη ζωή και το έργο του έγιναν γνωστά μόλις τη δεκαετία του 1980, μετά από έρευνες του ιστορικού και φιλόλογου Νικόλαου Μ. Παναγιωτάκη στα βενετικά κρατικά αρχεία του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο) και σε άλλες συναφείς αρχειακές πηγές.
Τα νεανικά χρόνια Ο Λεονταρίτης γεννήθηκε στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα το αργότερο το 1518, σε μια εποχή κατά την οποία η σύζευξη ελληνοβυζαντινού και ιταλικού αναγεννησιακού πολιτισμού είχε οδηγήσει τις εικαστικές τέχνες και τη λογοτεχνία σε σημαντική άνθιση. Ο Λεονταρίτης ήταν Έλληνας από πλούσια αστική οικογένεια πελοποννησιακής καταγωγής, καθολικός στο θρήσκευμα και προικισμένος με εξαίσια φωνή. Μητρική του γλώσσα ήταν τα ελληνικά. Μεγάλωσε στο περιβάλλον του καθεδρικού ναού της καθολικής αρχιεπισκοπής Κρήτης, τον Άγιο Τίτο του Χάνδακα, όπου ο πατέρας του Νικόλαος Λεονταρίτης υπηρετούσε ως καθολικός ιερέας, θησαυράριος (thesaurarius) και εφημέριος του Βενετού δούκα της Κρήτης. Ο Φραγκίσκος ήταν ο δεύτερος καρπός της παράνομης, για ένα καθολικό ιερέα, σχέσης του πατέρα του με τη Μαρία Σιμιλινοπούλα, γόνο ελληνορθόδοξης οικογένειας κατώτερης τάξης, την οποία όμως ο Νικόλαος Λεονταρίτης δεν εγκατέλειψε. Ο αδελφός του Φραγκίσκου Γεώργιος σταδιοδρόμησε στο δικαστικό κλάδο.
Ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης έγινε κληρικός κατώτερης βαθμίδας σε νεαρότατη ηλικία και έμμισθος οργανίστας του ναού του Αγίου Τίτου. Λόγω της φροντίδας του πατέρα του και των συναναστροφών της οικογένειάς του με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης καλλιτεχνικής του αξίας, κατάφερε τελικά να υπερπηδήσει τα εμπόδια που αντιμετώπιζε κάθε νόθος γιος ιερέα στην κοινωνική και εκκλησιαστική σταδιοδρομία και να χειροτονηθεί ο ίδιος ιερέας. Του απονεμήθηκε επίσης ο τιμητικός τίτλος του αποστολικού πρωτονοταρίου. Ανέλαβε, μεταξύ άλλων, τα αξιώματα του κανονικού Σητείας (1537), του κανονικού της καθολικής αρχιεπισκοπής Κρήτης και του δεκάνου της επισκοπής Χερσονήσου, αξιώματα που συνδέονταν με μεγάλη κτηματική περιουσία, υψηλά αγροτικά εισοδήματα και προσβάσεις σε ανώτατα κλιμάκια της λατινικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της βενετικής κρατικής διοίκησης. Ωστόσο η οικονομική δυσπραγία, τα χρέη και οι δικαστικές διαμάχες δεν έλειψαν από τη ζωή του. Η διαχειριστική ανικανότητα, η ανευθυνότητα και η έλλειψη τιμιότητας φαίνεται πως ήταν τόσο σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα του, όσο και η μουσικότητα και η καλλιτεχνική του φύση. Μια άλλη πηγή βασάνων στη ζωή του ήταν η συμπάθειά του προς τις ιδέες της Μεταρρύθμισης, με τις οποίες ήλθε σε επαφή τόσο στη γενέτειρά του, όσο και στις ευρωπαϊκές πόλεις, όπου εγκαταστάθηκε κατά καιρούς.
Για τις μουσικές του σπουδές δεν διαθέτουμε παρά ελάχιστα στοιχεία. Δεν αποκλείεται να σπούδασε την τέχνη της δυτικής πολυφωνίας στη Ρώμη κατά τη χρυσή εποχή των παπικών χορωδιών και των μεγάλων συνθετών Ορλάντο ντι Λάσσο (Orlando di Lasso) και Τζοβάνι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα (Giovanni Pierluigi da Palestrina). Υπάρχουν μαρτυρίες και για συναναστροφή του με το δάσκαλο της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής Ιλαρίωνα Σωτήρχο.
Πρώτη παραμονή στη Βενετία Ήδη με μεγάλη φήμη ως μουσικός, ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης εγκατέλειψε το 1549 το Χάνδακα αφήνοντας τη διαχείρηση της περιουσίας του σε πληρεξούσιους επιτρόπους. Το παρωνύμιο Il Greco θα τον συνόδευε στο εξής στα μουσικά κέντρα της αναγεννησιακής Ευρώπης, όπως το El Greco θα συνόδευε το ζωγράφο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Αρχικά ο Λεονταρίτης εγκαταστάθηκε στη Βενετία την εποχή που άρχιζε η ανάπτυξη της λεγόμενης Βενετσιάνικης Σχολής στη μουσική, μια πρωτοποριακή σχολή με πανευρωπαϊκή αντινοβολία. Προσλήφθηκε ως έμμισθος χορωδός (cantore) στην περίφημη χορωδία του δουκικού ναού του Αγίου Μάρκου με παρέμβαση του ίδιου του δόγη και μισθό 50 δουκάτων το χρόνο, που σύντομα αυξήθηκαν σε 60. Εκεί ο Λεονταρίτης υπηρέτησε υπό τη διεύθυνση του Φλαμανδού συνθέτη και αρχιμουσικού Αντριάν Βιλαέρτ (Adriaen Willaert), του ιδρυτή της Βενετσιάνικης Σχολής. Η θέση του Λεονταρίτη σε μια χορωδία που απαρτιζόταν από επαγγελματίες μουσικούς υψηλού κύρους του εξασφάλισε μεγάλη προβολή στη βενετική αριστοκρατία. Συχνά δεχόταν προσκλήσεις για συναυλίες σε παλάτια Βενετών πατρικίων, όπως του Antonio Zantani. Τα παλάτια αυτά ήταν σημαντικές εστίες καλλιέργειας των γραμμάτων, των τεχνών και ιδιαίτερα της μουσικής. Ποικίλες αναφορές συγκαταλέγουν το Λεονταρίτη στους επιφανέστερους μουσικούς της Βενετίας.
Το 1552 τιμωρήθηκε με προσωρινή έκπτωση από την ιερατική του ιδιότητα για κάποιο σοβαρό παράπτωμα, που πιθανολογείται ότι ήταν ανθρωποκτονία. Του επιβλήθηκε μάλιστα και αφορισμός, τον οποίο όμως κατάφερε να άρει στο Βατικανό το 1555. Το 1556 αναγκάστηκε μάλλον να παραιτηθεί από τη χορωδία του Αγίου Μάρκου και μετακόμισε στην Πάδοβα, όπου δούλεψε για λίγο στη χορωδία του καθεδρικού ναού. Στα τέλη του 1561, ίσως λόγω και της συμπάθειάς του προς τις ιδέες της Μεταρρύθμισης, εγκατέλειψε τελικά την περιοχή του Veneto και εγκαταστάθηκε σε ένα άλλο σημαντικό μουσικό κέντρο της εποχής, την αυλή του φιλότεχνου και φιλόμουσου δούκα Αλβέρτου Ε΄ στο Μόναχο. Καθοριστική για τη σύνδεση του Λεονταρίτη με τη βαυαρική αυλή ήταν πιθανότατα η γνωριμία του με τον Φλαμανδό αρχαιοπώλη, εκδότη και στιχουργό Nicolaus Stopius (De Stoop) και, μέσω αυτού, με τον Γερμανό Johann Jakob Fugger του γνωστού εμπορικού και τραπεζικού οίκου των Fugger.
Η περίοδος του Μονάχου
<===---+---===>
Το 1562 ο Λεονταρίτης προσλήφθηκε στη διάσημη χορωδία του δουκικού παρεκκλήσιου της βαυαρικής αυλής υπό τη διεύθυνση ενός άλλου μεγάλου μουσικού της Αναγέννησης, του Ορλάντο ντι Λάσσο (Orlando di Lasso). Με τον ίδιο το ντι Λάσσο φαίνεται ότι δεν είχε καλές σχέσεις. Γνωρίστηκε όμως προσωπικά με το δούκα Αλβέρτο Ε΄, που εκτίμησε τη μουσική εμπειρία και τη σύνεσή του. Εκεί υπηρέτησε ως το 1566 μέσα σε μια καλλιτεχνική ατμόσφαιρα που λάμπρυναν με την παρουσία τους συνθέτες όπως ο Φλαμανδός Cipriano de Rore και ο Ιταλός Αντρέα Γκαμπριέλι (Andrea Gabrieli). Η παραμονή στο Μόναχο φαίνεται ότι ήταν η πιο δημιουργική του Λεονταρίτη. Σ’ αυτή χρονολογούνται οι τρεις γνωστές λειτουργίες του, δύο μοτέτα για το γάμο του Johann Jakob Fugger και συνθέσεις που απέστειλε στο γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β΄. Οι πηγές αναφέρουν σχέσεις του Λεονταρίτη με επιφανείς προσωπικότητες του Augsburg και του Salzburg και επιτρέπουν την υπόθεση ότι ήρθε σε επαφή με την πλούσια μουσική ζωή και αυτών των κοντινών στο Μόναχο πόλεων.
Δεύτερη παραμονή στη Βενετία Από το 1557 οι πηγές τοποθετούν το Λεονταρίτη και πάλι στη Βενετία και στην Κρεμόνα, σε άθλια οικονομική κατάσταση και μπλεγμένο σε μια υπόθεση κατασκοπείας υπέρ των Ισπανών, που εκείνη την εποχή κατείχαν το δουκάτο του Μιλάνου και απειλούσαν τη βενετική επικράτεια. Προσδοκώντας γενναία αμοιβή και από φόβο μην κατηγορηθεί ο ίδιος για την υπόθεση, που είχε περιέλθει τυχαία σε γνώση του, ο Λεονταρίτης κατήγγειλε στις βενετικές αρχές ένα μηχανικό, ότι είχε αποτυπώσει το βενετικό φρούριο της Κρέμας κοντά στην Κρεμόνα, με σκοπό να στείλει τα σχέδια στο βασιλιά Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας. Ο Λεονταρίτης παρέδωσε μάλιστα τα σχέδια στις βενετικές αρχές. Οι αρχές του υποσχέθηκαν αρχικά την αμοιβή, αργότερα όμως δολοφόνησαν κρυφά το μηχανικό και υποστήριξαν ότι ήταν τρελός, δεν ενήργησε με γνώση των Ισπανών και συνεπώς δεν επρόκειτο για σοβαρή υπόθεση. Ο Λεονταρίτης όχι μόνο δεν εισέπραξε την αμοιβή που θα έλυνε για πάντα το βιοτικό του πρόβλημα, αλλά χρεώθηκε και επιπλέον για να μπορεί να διατηρεί 5-6 σωματοφύλακες, που θα τον προστάτευαν από τους συγγενείς του μηχανικού. Ακόμα και οι προηγούμενοι προστάτες του Stopius και Fugger αναφέρουν ότι δεν είναι πια τόσο άξιος μουσικός και στρέφονται εναντίον του ζητώντας πίσω τα δανεικά που του είχαν δώσει.
Επιστροφή στην Κρήτη Από το 1568 ο Λεονταρίτης βρίσκεται και πάλι στην Κρήτη, όπου φαίνεται πως βρήκε καταφύγιο για να γλυτώσει από τους πιστωτές του. Άρχισε να πουλά την πατρική του περιουσία για να εξοφλήσει τα χρέη του και σταδιακά αποκαταστάθηκε κοινωνικά και εκκλησιαστικά και ανέκτησε την ιεροσύνη του. Εκλέχθηκε κανονικός του Αγίου Τίτου και προφανώς ξανάρχισε τη μουσική του δραστηριότητα. Από το 1572 σταματά η αναφορά του ονόματός του στις πηγές, γεγονός που σημαίνει ότι πέθανε. Αντίτυπα των έργων του συνεχίζουν να κυκλοφορούν στην αγορά, όμως από τις αρχές του 17ου αι. και μέχρι τη δεκαετία του 1980 είναι εντελώς ξεχασμένος.
Έργο Το έργο του Λεονταρίτη χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό τεχνικής αρτιότητας και μελωδικότητας. Στα γνωστά και κατά το μεγαλύτερο μέρος σωζόμενα έργα του περιλαμβάνονται τρεις παρωδιακές λειτουργίες (Missa super Aller mi faut, Missa super Je prens en grez, Missa super Letatus sum), 76 εκκλησιαστικά και κοσμικά μοτέτα σε δύο συλλογές, 6 μαδριγάλια και 2 ναπολιτάνες. Το έργο του Λεονταρίτη δεν έχει ακόμα μελετηθεί μουσικολογικά αν και έχει παρουσιαστεί σε συναυλίες και έχει δισκογραφηθεί.
Βιβλιογραφία Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Φραγκίσκος Λεονταρίτης. Κρητικός μουσικοσυνθέτης του δέκατου έκτου αιώνα. Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας αρ. 12, Βενετία 1990.
Δισκογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι Κοσμάς Βίδος, Ο άγνωστος Λεονταρίτης, εφημ. Το Βήμα, Νέες Εποχές.
Von http://el.wikipedia.org , der Inhalt dieser Seite steht unter der GNU-Lizenz für freie Dokumentation |
||
|
|