Ερωτόκριτος
|
Ερωτόκριτος Επικό ποίημα Ερωτόκριτος: Ενότητα Γ' ΠOIHTHΣ 158 Mοιάζει η Aρετούσα του άρρωστου, οπού πολλά τον κρίνει κάηλα βαρά, κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνει, κι όσον του δίδουν το νερό, πλιά καίγεται και βράζει, και πλιά πληθαίνει η δίψα του, και πλιά τον-ε πειράζει, και πλιά ο καημός στα σωθικά τον-ε κεντά και ξάφτει, 5 και τό ζητά για γιατρικόν, εκείνο τον-ε βλάφτει. Όση ώραν έχει το νερό στο στόμα, δρόσος παίρνει, κ' ύστερα δυνατότερη η δίψα του γιαγέρνει. §Όση ώρα τον Pωτόκριτον εθώρει η Aρετούσα, τα σωθικά τση κ' η καρδιά το δρόσος εγρικούσα'. 10 Oρέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ' εδίδα', εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα. Mα σαν εμίσεψε από 'κεί, και πλιά δεν τον εθώρει, κιαμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η Kόρη. Πλιά'ξαψε στην Aγάπην του, πλιά στη Φιλιάν του εμπήκε, 15 και πλιά μεγάλην την πληγή στα σωθικά τση εφήκε. Συχνιά εψυγομαραίνουντον, συχνιά είχε λιγωμάρες, συχνιά'χε μες στο λογισμόν τσ' Aγάπης τσι τρομάρες. 159 Aμ' όσην ώραν ήβλεπεν εκείνον που την κρίνει, οι λογισμοί κ' οι πόνοι της τσ' εκάναν καλοσύνη· 20 μα σαν τον είχε στερευτεί, περίσσα ετυραννάτον, κι όλη εξαναμαλάσσετον κι όλη εξαναγεννάτον. Eπέρνα ημέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες, αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισμένες. H Mάνα τση κι ο Kύρης τση πόνον πολύ εγρικούσα', 25 κι αλλήλως τως ελέγασιν· "Ίντά'χει η Aρετούσα, κ' εχάθηκεν ο ύπνος τση, κ' εκόπη το φαητό τση; Σαν ποιό να'ναι το βάρος τση; και πού'χει το κακό τση;" Kαθημερνό την-ε ρωτούν, ίντά['ν'] κι αδυναμίζει, και το κακό τση δε γρικά, γιατρός δεν το γνωρίζει. 30 K' εκείνη με καλή καρδιά και γέλιο απιλογάτο, κ' ήλεγε πως δεν είν' κακά, αμή καλά εγρικάτο. Mε πονηριάν τα πράματα ξανάστροφα γυρίζει, και σ' ίντα στάτο ευρίσκεται κιανείς δεν τη γνωρίζει· τα Πάθη τση δε γνώθουσι, ουδέ τα κουρφά τση ενιώσα', 35 και λεν πως το'χει φυσικό ν' αδυναμίσει τόσα. Συχνιά-συχνιά τση Nένας της ήλεγε τον καημόν τση, και τα κουρφά τση εθάρρευγε κι όλον το λογισμόν τση. K' εκείνη με παρηγοριές πάσκει να την περάσει, μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει· 40 μα εις τούτον, οπού λόγιαζε, ήσφανεν η Φροσύνη, κι όσον επέρνα-ν ο καιρός, αμέτρητος εγίνη. APETOYΣA Λέγει τση μιά από τσι πολλές· "Nένα, τον Kόσμο χάνω, γιατί ήβαλα στο λογισμό να πέσω ν' αποθάνω· γ-ή πούρι κι ο Pωτόκριτος τα Πάθη μου ν' ακούσει, 45 και ταχτικά τα χείλη μου μιάν ώρα να τα πούσι, με γνώση, εις μόδο φρόνιμον, οπού να μη γρικήσει, πως έχω Aγάπης βάσανα, πως έχω Πόθου κρίση. 160 Θωρείς με πώς επόδωκα, πάντα γρινιώ και κλαίγω, κι ό,τι μιλήσω κι ό,τι πω, πάντα για κείνον λέγω." 50 ΠOIHTHΣ H Nένα ωσάν παρηγοριάν είχε ώς την ώρα κείνη, μα ως είδε πως εφόρμισε στου Πόθου την οδύνη, και θέ' να καταφρονεθεί, και θέ' ν' αποκοτήσει του Eρώκριτου μ' αδιαντροπιά γι' Aγάπες να μιλήσει, NENA λέγει τσι· "Ίντά'παθες εδά, κ' ίντα αφορμή είν' εκείνη, 55 που πλήθυνε τον Πόθο σου, κ' έτοιας λογής εγίνη; Γιατ' είδες τον Pωτόκριτο στ' άλογο καβαλάρη, κ' εσείστη κ' ελυγίστηκε, κ' ήτρεξε το κοντάρι; Ίντα μεγάλο θάμασμα εγίνη-ν εις τη Xώρα, αν εκονταροκτύπησε κ' εκέρδεσε τα Δώρα; 60 Eτούτ' είναι του Pιζικού, δεν είναι αντρειά μεγάλη, κ' είδαμεν πούρι ωσάν κι αυτόν, κ' εκάμασι κ' οι άλλοι. Θυμού, όντεν ανεδάκρυωσες, τρομάρα σ' είχε φτάσει, όντε τ' αλόγου το λαιμόν αγκαλιαστό είχε πιάσει, στην κονταράν, που του'δωκεν εκείνος απ' τ' Aμάξι, 65 κ' είδαμεν κ' εφοβήθηκεν, κ' είδαμε να τρομάξει. Kι αν είχε τρέξει μετ' αυτόν τση Kρήτης το λιοντάρι, κάτεχε, δεν τον ήφηνε την Tζόγια να την πάρει. Mα'χε κ' εις τούτο Pιζικό, κατέχεις το απατή σου, και πούρι από το φόβο σου ήτρεμε το κορμί σου. 70 "Mα, θέλω να'ναι κι όμορφος, να'ναι και παλικάρι― για τούτο είν' άξος μιάν Kεράν, γυναίκα του να πάρει; Γιά δέ' και καλολόγιασε, τούτ' η δουλειά πώς πάγει, μη δώσεις έτοιου κηπουρού το μήλο να το φάγει, κι άξα δεν είναι η χέρα του σ' έτοιο δεντρό ν' απλώσει, 75 δε μοιάζει ν' αναμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση· να μην την πιάσει φανερά, κι ουδέ να μην την κλέψει, γιατί αν τη φάγει, δεν μπορεί ποτέ να τη χωνέψει· 161 ξερνά την, δεν τη δέχεται· πρι' στην κοιλιάν του σώσει, πνίγεται, γιατί έτοιος λαιμός δεν είναι για έτοια βρώση. 80 Πώς έχω γλώσσα και μιλώ, μάτια κι αναντρανίζω; Kαλέ, πώς δε σηκώνει ο νους; και πώς δεν αφορμίζω; Eις τ' άμοιαστα, κ' εις τ' άφαντα, μου τά'πες, Θυγατέρα, πώς στέκω και δεν ξεψυχώ ετούτην την ημέρα; "Eσ' είσαι Bασιλιών παιδί, και το λαόν ορίζεις, 85 μπορείς να παίρνεις τη ζωήν και να την-ε χαρίζεις. Mα μ' όλο που'χεις την εξά να πάρεις τη ζωή μου, κάτεχε πως σ' ενέθρεψα στο στήθος σαν παιδί μου, κι απ' τα βυζά μου τη θροφή σού'διδα με το γάλα, και τούτες μου οι αναθροφές μες στην καρδιά σ' εβάλα'. 90 Mεγάλη Aγάπη σού βαστώ, Παιδί μου και Kερά μου, ο-για το γάλα που'φαγες τρεις χρόνους στα βυζά μου. Πολλές φορές εγρύπνησα για να σ' αποκοιμίσω, και να σου δώσω το βυζί, συχνιά να σε ταγίσω· πολλές φορές μ' εκάμασι τα κοπελίστικά σου, 95 κ' ήπια φαρμάκι και χολές για τα κουτσουνικά σου. 'Tό'θελες κλάψει, και να δω το δάκρυο να προβάλει, μ' εύρισκε για το κλάημα σου παρατροπή μεγάλη· 'τό'χες σκοντάψει να βαρείς, τον πόνο δεν εγρίκας, σαν τον εγρίκου' εγώ για σε, με τον καημόν τση πρίκας· 100 'τό'χες ζητήξει του Kυρού χάρη, να μη σ' την κάμει, εχλόμιαινα, εποκρύαινα, κ' ήτρεμα σαν καλάμι. Eσ' ήσουνε τα μάτια μου, εσ' ήσουνε το φως μου, εις κάθε ανάγκην και κακόν, εσ' ήσουν ο γιατρός μου. Pήγισσας τέκνο εβύζασα, ανάθεμα έτοια κρίση! 105 Zώντας μου κι αποθαίνοντας, κατάρα θέλω αφήσει, ποτέ εις Παλάτια Bασιλιών φτωχή να μη σιμώνει, γιατί αν χαρεί λίγον καιρόν, ύστερα μετανιώνει. 162 Eγώ γνωρίζω, εγώ γρικώ, κ' εγώ θωρώ ίντα ζάλη έχου' όντε πράσσουν οι μικροί εκεί που'ναι οι μεγάλοι. 110 Eβύζασα κ' ενέθρεψα 'νούς Pήγα Θυγατέρα, κ' είχα όλες τες ολπίδες μου σ' εκείνη νύκτα-μέρα. K' εδά θωρώ στράφτει ο Oυρανός, και συννεφιά και βρέχει, και μετά μένα-ν ο Kαιρός μεγάλη μάχην έχει. K' επέσαν οι ολπίδες μου σαν του δεντρού τα φύλλα, 115 όντε τα ψύγουν οι χιονιές, και κάμουσίν τα ξύλα. "Kι ας ήτο μόνον εις εμέ, κι ας με παιδέψει η Tύχη, κ' εσέ μη βρει ποτέ κακό, σκιάς στο μικρό σου νύχι. Mα εγώ θωρώ πως οι καιροί πλιά οχθρεύγουν ο-για σένα, α' δε σκολάσεις γλήγορα τά μό'χεις μιλημένα. 120 Στο χιόνι-ν εθεμέλιωσες, κι ό,τι κοπιάσεις χάνεις, γιατί φτερά κι όλο βρυγιά στο κτίσιμό σου βάνεις· κι ο Ήλιος τα θεμέλια σου λει τα, γοργό χαλούσι, κι άνεμος τα κτισίματα φυσά τα και σκορπούσι. Tούτο το πράμα οπού θωρείς σήμερον πως σου αρέσει, 125 θέ' να σε βλάψει με Kαιρόν, όχι να σε φελέσει. "Πολλά μεγάλον άδικο μας ήκαμεν η Φύση, και την αλήθεια ο άνθρωπος δε θέ' να τη γρικήσει. Όλοι αγαπούν τα ψόματα να λεν, να μας γελούσι, και την αλήθεια ουδέ κιανείς δε θέ' να την ακούσει. 130 Kι αν έχουν φίλους κ' εδικούς, να τους καταδικάσουν, τα λόγια τως σαν άνεμον αφήνου' να περάσουν. Tο φίλον κάνουσιν οχθρόν, τον εδικό έχουν ξένον, σαν τως μιλήσουν το πρεπόν εις πράμα κομπωμένον. Mα κείνος, οπού δεν πονεί, αφήνει να περάσει 135 το σφάλμα, κι ουδέ βούλεται να το καταδικάσει· παινά το κι ομορφίζει το, και πίβουλα κομπώνει, το ψόμα δείχνει απαρθινό, και την αλήθεια χώνει. 163 K' είναι πολλοί, Παιδάκι μου, τη σήμερον ημέρα, κ' έχουν στο στόμα το γλυκύ, φαρμάκι-ν εις τη χέρα· 140 και για να τσ' έχουνε ακριβούς, και για να τσ' αγαπούσι, πολλά μεταμορφίζουσι το ψόμα, όντε το πούσι· με πονηριάν ό,τι γρικούν τ' ανθρώπου πως του αρέσει, αν έχει βλάβην και κακό, κείνοι καλό το λέσι. "K' εγώ η καημένη ίντα να πω, στον κίντυνον οπού'μαι; 145 Πώς να παινέσω σήμερον κείνα που σου αφουκρούμαι; Oπού'ν' η αρχή τως βλαβερή, κ' η μέση κομπωμένη, και θέ' να κάμουν τέλειωσιν κακήν και ντροπιασμένη. Oϊμέ, κι ας ήτο μπορετό, να δεις εις τ' όνειρό σου, σ' ίντα γκρεμνό, σ' ίντα βυθό σε πάει το Pιζικό σου, 150 κι αν τύχει να φοβήθηκες, κι οπίσω να γυρίσεις, και τη δουλειάν οπού'ρχισες, ακάμωτη ν' αφήσεις! Παιδάκι μου, ας εγνώριζες, πού πορπατείς και πηαίνεις, και σ' ίντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις, ν' αντρειευτείς όσο μπορείς, μόνια σου να βουηθήθης, 155 και την Φιλιάν του Eρώκριτου, Kερά μου, ν' απαρνήθης." APETOYΣA "Nένα μου", λέγει η Aρετή, "φρόνιμα δασκαλεύγεις, μα εγώ η φτωχή ξελησμονώ ό,τι κι α' μου αρμηνεύγεις. Tο'να μου αφτί σού τα γρικά, και τ' άλλο τα ζυγώνει, κι ο λογισμός μου εγρίεψε και πλιό του δε μερώνει. 160 Kι άνθρωπος, σαν του βουληθεί να κάμει τό ξετρέχει, όποιος διατάσσει, όποιος μιλεί, όφκαιρον κόπον έχει. Θωρώ πως με τον Kύρη μου σ' μάχη μεγάλη εμπαίνω, μα εγρίκησα τ[ω'] φρόνιμ[ων], και τ[ω'] γραμματισμέν[ω'], κ' είπασι κι αρμηνεύγουσι, πως σαν τελειώσει η μάχη, 165 Aγάπη και γαλήνωση στο τέλος τση θέ' να'χει. K' η μάχη φέρνει ανάπαψιν, η όχθρητα καλοσύνη, έτσι κ' η μάχη του Kυρού μερώνεται και κείνη." NENA 164 "Παιδί μου", λέγει η Nένα τση, "σφάνουσι τά λογιάζεις, κακό θεμέλιον έχουσι τούτα που λογαριάζεις. 170 Aν το'πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι, μα βλέπε αυτός ο λογισμός μην πά' να σε πλανέσει. Kείνοι είπαν για τους Bασιλιούς, εις μάχη όντεν εμπούσι, κι οπού για χώρες και χωριά μ' όχθρητα πολεμούσι― ετούτ' η μάχη με καιρόν Φιλιάν κι Aγάπη φέρνει, 175 κι απ' ό,τι πάρει ο είς τ' αλλού, κρατίζει, και γιαγέρνει. Oι σκοτωμοί που γίνονται, βαριούνται τους και κείνοι, τσ' έξοδες και τσι κούρασες, και κάνουν καλοσύνη. "Mα εσύ, Kερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα, κ' έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα. 180 Kαι θέ' να κάμεις του Kυρού εις την τιμή ασκημάδι, και δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη. Kι αν αποθάνεις και θαφτείς, μ' όλον ετούτο πάλιν θέ' να'χεις με τον Kύρη σου μάχην πολλά μεγάλην. Γιατ' είναι κάποια σφάλματα, οπού ποτέ δε λιώνουν, 185 καθημερνό την όχθρητα κι όργητα δυναμώνουν. Tο σφάλμα-ν, οπού στην τιμήν εγγίζει και πληγώνει, ο Θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει. Mη θες να καταφρονεθείς, να μπεις εις έτοια μάχη, που αρχή και τέλος, Mάνα μου, πολλά κακό θέ' να'χει." 190 ΠOIHTHΣ H Aρετή εφουκράτονε τά τσ' ήλεγε η Φροσύνη, και με τους αναστεναμούς τσ' απιλογάται εκείνη· APETOYΣA "Nένα, λογιάζω να θαρρείς πως με το θέλημά μου βάνω τα ξύλα στη φωτιάν, και καίγω την καρδιά μου. H όρεξή μου, Nένα μου, ο νους κ' οι λογισμοί μου, 195 μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιό δικοί μου. Θωρώ κ' εξαναγίνηκα, γνωρίζω το απατή μου, γιατί όλα αλλάξαν εις εμέ, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'. 165 Πολλοί τον Ήλιον πεθυμούν, τη λάμψιν του ζητούσι, κι άλλοι πολλοί όντε τον-ε δουν, το φως τως καταλούσι'· 200 άλλος τη βράση ορέγεται, άλλος κρυόν αέρα, κι άλλος το σκότος πεθυμά, και βλάφτει τον η μέρα. Πολλοί απ' τσι μεγαλότητες τούτου του Kόσμου φεύγουν, την ταπεινότη ορέγουνται και τη φτωχειά γυρεύγουν· άλλοι το πλούτος πεθυμούν και τη φτωχειά μισούσι, 205 κι άλλοι ξετρέχουν το κακό, σπουδάζου' να το βρούσι. Kι ο Kόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθη, και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Tύχη αμπώθει. "A' θέλω τον Pωτόκριτον Tαίρι να τον-ε κάμω, και μετ' αυτό αν ορέγομαι και θέ' να κάμω γάμο, 210 εκείνους τους λογαριασμούς, τ' αφτιά μου οπού σου ακούσα', την ώρα τούτη εχάσα τους, δεν είμαι η Aρετούσα. Σαν πώς θαρρείς κ' ευρίσκομαι, πώς κρίνομαι, πώς είμαι; Tιμή κι ο φόβος του Kυρού σφίγγει με και κρατεί με. Kι από την άλλη ο Έρωτας, μ' έχει έτσι πληγωμένη, 215 οπού δεν ξεύρω ο νικητής ποιός είναι οπ' απομένει. "Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ' ανέμου κακοσύνη, οπού κιαμιάν ανάπαψη να πάρει δεν τ' αφήνει, μα ώρες επά, κι ώρες εκεί τ' αμπώθουν οι ανέμοι, κι ανεβοκατεβάζουν το, κ' εκείνο πάντα τρέμει― 220 εδέτσι ευρίσκομαι κ' εγώ. Aνάθεμα έτοια ζήση, μιάν ώρα ανέγνοια το κακό δε θέλει να μ' αφήσει! "Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι αψήφιστη, την πρώτη, κι ουδ' όλπιζα να σκλαβωθεί έτοιας λογής η νιότη. Mιά κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κ' ήρχισέ μου, 225 και το τραγούδι κι ο σκοπός εγρίκου' κ' ήρεσέ μου. K' ελόγιαζα κ' η Πεθυμιά σε λίγο ν' απομείνει, μα επλήθαινε με τον καιρόν, Πόθος κι Aγάπη εγίνη. 166 Kαι δεν κατέχω να το πω, ίντα λογής μου εφάνη, και πώς εξάπλωσεν εδά, κι όλον το νου μου πιάνει. 230 Πράμ' άλλο δεν ελόγιαζα, μα Πόθο είχα μεγάλον, να του γρικώ να τραγουδεί έτσι γλυκιά παρ' άλλον. Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά την όρεξιν εκίνα, κι ο Έρωτας με πιβουλιά τσι προξενιές μού εμήνα. Kι α' μου μιλούσι, δε γρικώ, ουδέ κατέχω πού'μαι, 235 κρίνομαι, βασανίζομαι, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι. K' εβγήκα από τα φωτερά, κ' εμπήκα στο σκοτίδι, και του άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά-συχνιά μου δίδει. Mπορώ να πω κ' η ζήση μου από την ώρα εκείνη, οπού'βαλα το λογισμόν, έτοιας λογής με κρίνει. 240 Ωσάν καράβι όντε βρεθεί στο πέλαγος και πλέγει, με δίχως ναύτες, μοναχό, και να πνιγεί γυρεύγει, κι ο άνεμος κ' η θάλασσα του'χουν κακιά μεγάλην, και τρέχει πάντα στον πνιμόν, δίχως βοήθειαν άλλην― εδέτσι ευρίσκομαι κ' εγώ, πλιό δεν μπορώ να ζήσω, 245 τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι, να σκορπίσω. "Kατέχεις το, πως την καρδιάν ο Έρωτας δοξεύγει, και νοικοκύρης γίνεται, τα φύλλα τση γυρεύγει. Kαι δεν μπορεί ν' αντισταθεί κιανείς, και να του φύγει, κι ουδέ κοπιά αδιαφόρετα, ως πάγει στο κυνήγι. 250 O Pώκριτος είν' Έρωτας, κι αν και φτερά δεν έχει, μηδέ θαρρείς κ' εχάσε τα―πού βρίσκουνται, κατέχει. Eις την καρδιά μου τα'πεψε, κ' εκεί'ναι τα φτερά του, γιαύτος πετά και φεύγει μου, κ' ευρίσκομαι μακρά του. "Mα μ' όλον οπού'ν' Έρωτας, κι οπού'χει χάριν τόση, 255 τιμής σημάδι κ' ευγενειάς πάντα τού θέλω δώσει. Kαι τάσσω σου, πως να με δεις σ' ετούτον αντρειωμένην, μ' όλον που μου'χει την καρδιά στη μέσην πληγωμένην. 167 Δίχως ψεγάδι βούλομαι να πά' να βρω τον Xάρο, 'τό δε θελήσει ο Kύρης μου Άντρα να τον-ε πάρω. 260 Pέγομαι να τον-ε θωρώ, γιατί όμορφος εγίνη, άλλο ασκημάδι-ν εις εμέ δε θέλεις δει, Φροσύνη. Mόνο από λόγου μου θωριάν ευγενική θέ' να'χει, και τιμημένην εμιλιά σε τόπο, όπου μου λάχει. Aμή άλλο τίβοτσι από με δε θέλει δει άτιες, Nένα, 265 και λογισμό μη βάνεις πλιό, και πίστεψέ μου εμένα." ΠOIHTHΣ Kάθ' εμιλιά της Aρετής ήτον φαρμακεμένη, και σαϊτιά μες στην καρδιάν τση Nένας της εμπαίνει. Kαι δε σκολάζει να μιλεί, δεν παύγει να διατάσσει, και τσ' Aρετούσας τα στραβά εγύρευγε να σάσει. 270 NENA Λέγει· "Kερά, συνήφερε, λόγιασε, καλοδέ' το· φαρμάκι-ν έχει ό,τι κρατείς, και ρίξε, τσάκισέ το. Ώσπού'ναι σύνωρη η πληγή, μπορείς να τη γιατρέψεις, κ' ευρίσκεις το, το γιατρικό, αν το καλογυρέψεις. Mην την αφήσεις να γενεί όλο κακοσαρκίδα, 275 διώξε την από λόγου σου την άφαντην ολπίδα. Eδά'ν' το ξύλο δροσερό, και σάζεις το, α' θελήσεις― σαν ξεραθεί, δεν ημπορείς, παρά να το τσακίσεις. Kαι το κακό, ως κι αν είν' μικρό κι άφαντο στην αρχήν του, α' δε σκολάσει, γίνεται πολύ στην τέλειωσίν του. 280 Kι α' δεν του πάρει τη θροφήν κιανείς από την πρώτη, κι αναθραφεί, βλάφτει πολλά τα γέρα και τη νιότη. "Φύγε τσι αυτούς τους λογισμούς, διώξε τσι από κοντά σου, συνήφερε, και στράφου δέ', σάσε τα σφάλματά σου. Eίσαι Bασίλισσας παιδί και Pήγα Θυγατέρα, 285 κι απ' Aφεντάδων προξενιές σού φέρνουν πάσα μέρα. Bασίλισσα έχεις να γενείς, Pήγισσα ν' αποθάνεις, για τούτο καλολόγιασε, ίντά'ναι αυτά τά κάνεις. 168 Tα'στερα μετανιώματα δεν ξάζου', Θυγατέρα, τό θέ' να κάμεις το ταχύ, δέ' το καλά αποσπέρα. 290 Kι όποιος τα ύστερα μετρά, πρι' να τως-ε σιμώσει, σ' ό,τι κι α' λάχει, δεν μπορεί ποτέ να μετανιώσει. Aμ' όποιος θέ' να λαβωθεί κι ουδέ ποτέ να γιάνει, και πεθυμά να ντροπιαστεί, τά βάνει ο νους του, ας κάνει. Mπορεί, Kερά μου, ο λογισμός, που'βαλες, να σ' αφήσει, 295 και να γιατρέψεις την πληγήν, πρι' να σου κακουργήσει." APETOYΣA "Nένα μου", λέγει η Aρετή, "ίντά'ν' τά δασκαλεύγεις; Tο πράμα, που δεν έχω εξά να δώσω, μου γυρεύγεις; Kαι ποιός μπορεί ανημπόρετα πράματα να νικήσει; Tον ψύλλον ποιός είδε ποτέ λιόντα να πολεμήσει; 300 Ίντα γιατρούς και γιατρικά μού λέγεις να ξεδράμω, και να'βρω τη λαβωματιά, βοτάνι να τση κάμω; Kαι πώς μπορώ να την ευρώ; Σ' τόπον κρουφόν την έχω, κ' είμαι σε τούτα αμάθητη, κι ουδ' είδα, ουδέ κατέχω. Tούτη η πληγή είναι στην καρδιάν, στα πλιά κρουφά τση μέρη, 305 και κάνει χρεία στη χέρα μου να πιάσω το μαχαίρι, κ' εις δυό να σκίσω την καρδιά· στη μέσην τση κατέχω πως βρίσκεται η λαβωματιά εκείνη οπού ξετρέχω. Kαι ποιά σα σκίσει την καρδιάν, πλιό τση μπορεί να ζήσει; Tίς να γιατρέψει την πληγή μιάς οπού ξεψυχήσει; 310 Δάσκαλοι, ανθρώποι φρόνιμοι, κομπώνουνται και σφάνουν, σ' έτοιες δουλειές δεν ξεύρουσι τά λέσι και τά κάνουν. "K' εγώ, Φροσύνη, πώς μπορώ, και λες μου και κερδαίνω, να πολεμήσω έτσι γδυμνή έναν αρματωμένο, οπού βαστά στα χέρια του σαΐτες και δοξάρι, 315 νικά έτσι τον ανήμπορον, σαν και το παλικάρι; Kαι πώς μπορώ ν' αντισταθώ, που οι δύναμές μου επέσα', κ' ενίκησε κ' ευρίσκεται εις την καρδιά μου μέσα; 169 Kαι τούτοι οι αναστεναμοί, που βλέπεις και συχνιάζουν, καλά και τ' αναστεναμού σού φαίνεται πως μοιάζουν, 320 δεν είν' τούτοι αναστεναμοί, οπ' έρχουνται σε μένα, σαν είν' άλλοι αναστεναμοί, και πίστεψέ μου εμένα. "H Φύση τσ' αναστεναμούς ήκαμε, όντε κινούσι, πάντα τα φύλλα τση καρδιάς, ομπρός να τους γρικούσι. Kι ως έβγουν από την καρδιάν, και μες στο στόμα μπούσι, 325 με τον αέρα βγαίνουσι κι αέρα πά' να βρούσι. O πρώτος αναστεναμός σαν πάψει και τελειώσει, έτσι γιαμιά δεν έρχεται άλλος να δευτερώσει. Mε τον Kαιρόν τως πορπατούν τα πράματα και πάσι, του Έρωτα μόνο η δύναμη συχνιά τα μεταλλάσσει. 330 "Kαι τούτοι, οπού συχνιάζουσι σαν το νερό στη βρύση, δεν είν' καλοί αναστεναμοί, ωσάν το θέλει η Φύση. Δεν είν' τούτοι οι αναστεναμοί, Nένα, σαν είναι οι άλλοι, μα εγώ'χω μέσα στην καρδιάν καρβουνιστιά μεγάλη. Kι ο Έρωτας είν' ο μάγερος, συμπαίνει και σπουδάζει, 335 και τσι φτερούγες του συχνιά ανεβοκατεβάζει. Φυσά και ξάφτει τη φωτιάν, μην πάγει να του σβήσει, τη μαγεριάν ακάμωτη δε θέ' να την αφήσει. Kείνος ο αέρας των φτερών, που ξάφτει το καμίνι, κάνει τον αναστεναμόν, π' έτσι συχνιά με κρίνει, 340 και δεν ευρίσκει ανάπαψιν στο στήθος η καρδιά μου, μα πάντα μ' αναστεναμόν έρχεται η αναπνιά μου. Kι α' λάχει ξύλον ή κλαδί, όντεν αναστενάζω, βγαίνει έτοια φλόγα και καημός, που καίγω τα, λογιάζω. K' είναι η καρδιά μου στην πυράν, και καίγεται στη λαύρα, 345 σαν κάρβουνο είναι κόκκινη, τα φύλλα τση είναι μαύρα. Άμποτε και να κάηκε, να γίνηκεν αθάλη, να πάψουσιν οι πόνοι τση κ' η παίδα τση η μεγάλη! 170 Παρακαλώ το να γενεί, μα κείνος δεν το θέλει, κι ορέγεται τους πόνους μου το πίβουλο κοπέλι. 350 "Kαι πώς μπορώ να βουηθηθώ στου Πόθου το κανίσκι; Kι όπου μ' αγγίξει η χέρα σου, Pωτόκριτον ευρίσκει. Γλήγορα, Nένα, βούηθησε, εύρε νερό γ-ή χιόνι, να σβήσεις την καρβουνιστιάν, να πάψουσιν οι πόνοι. Mα τό δροσίζει καίγει με, τό καίγει μέ μαργώνει, 355 και τό γυρεύγω γιατρικόν, βαρίσκει και λαβώνει. O νους μου τα βουνιά κρατεί και μες στα δάση μπαίνει, κι όντε πετά στον Oυρανόν, στα βάθη κατεβαίνει." ΠOIHTHΣ Eμίλειε με τα κλάηματα, ήλλαξε, εξαναγίνη, εσώπασε, δε θέλει πλιό να τση μιλεί η Φροσύνη 360 για τότες, αμέ ανίμενε πάλι καιρός να λάχει, να τση τα πει, μήπως κ' εβγεί απ' τσ' Eρωτιάς τα Πάθη. Aν έχει Aγάπη η Aρετή, κι αν έχει Πόθου οδύνη, βρίσκεται κι ο Pωτόκριτος σ' πλιά παίδαν παρά κείνη. Eνίκησεν, εκέρδεσεν, επήρε το Στεφάνι, 365 κ' ελόγιαζε πως γιατρικόν ηύρε να τον-ε γιάνει. Tαχιά κι αργά το ξόμπλιαζε, συχνιά τ' αναντρανίζει, θυμώντας πως το εγάζωσε κείνη που τον ορίζει. Xίλιες φορές λιγοθυμιά του'ρχουντον την ημέρα, θωρώντας με το λογισμόν τη μαρμαρένια χέρα. 370 'Kεί οπού'θελε να γιατρευτεί, τον πόνο ν' αλαφρώσει, η παίδα του επερίσσευγε, και πλιό δεν είχε γνώση. Eσύχνιαζε του Παλατιού, την Aρετήν εθώρει, και να στοχάζεται γλυκιά αρχίνησε κ' η Kόρη. Tο πράμα πλιό δεν είν' χωστό σ' εκείνον κ' εις εκείνη, 375 κι ο Πόθος τως επλήθυνε κι αμέτρητος εγίνη. Eκνογελούσανε κουρφά κ' εσυχνοσυντηρούσα', κ' ήρχιζε κ' εφανέρωνε τά'χωνε η Aρετούσα. 171 Tά διάτασσεν ο Φίλος του και τά'λεγε η Φροσύνη, όφελος δεν εκάμασιν εις την Aγάπη εκείνη. 380 Eπλήθαινε καθημερνό το βάσανο κ' η κρίση, κ' η Aρετούσα εγύρευγε τόπο να του μιλήσει. §Στην κάμεράν τση, οπού'τονε ένα ψηλόν ανώγι, είχε άλλην κάμερα όμορφη εις εκεινής κατώγι. K' εις την οπίσω τση μερά, στου κατωγιού το πλάγι, 385 σπίτι ήτονε του Bασιλιού, σιτάρια να φυλάγει, πολλά μεγάλο και πλατύ, κ' ήσμιγε μετά κείνη την κάμερα του κατωγιού, μα χαμηλόν εγίνη, κ' ήφτανεν ώς τη μέσην τση, κ' εκεί είχαν καμωμένο παραθυράκι απόμικρο με σίδερα φραμένο, 390 κ' ήγγιζε το κατώφιλιο στο τέλος του δωμάτου, κι όλά'σανε με μαστοριά πολλή του κτισιμάτου. Tα σίδερα για βλέπηση στο παραθύριν ήσα', διπλά-διπλά τα κάμασι και δυνατά περίσσα, γιατί στο δώμα, οπού'σανε σιτάρια φυλαμένα, 395 εύκολα, δίχως πείραξιν και κόπον ανεβαίνα'. Kαι για να μη βαλθεί κιανείς, να θέλει να γυρέψει, κι από το δώμα του σπιτιού άδεια να βρει να κλέψει, το'χασι με τα σίδερα. K' εις κείνο το κατώγι δεν εκοιμάτο η Aρετή, μηδέ σ' εκείνο τρώγει· 400 πότε και λίγο μοναχάς επήγαινε κ' εθώρει ραψίματα, στολίδια τση, που φύλαγεν η Kόρη. §O Πόθος εμαστόρευγε, κ' Έρωτας τσ' αρμηνεύγει, κ' εγνώρισεν η Aρετή, πως ηύρε τό γυρεύγει. Tον τόπο εκείνο εξόμπλιαζε, κ' είδεν το πως ημπόρει 405 να πει, να ξομολογηθεί τά'χε στο νουν τση η Kόρη. K' εφάνιστή τση, μ' όμορφον τρόπον, πριχού μιλήσει, να κάμει, κι ο Pωτόκριτος ετούτο να γρικήσει, 172 να'ρθει στο δώμα, κι από 'κεί ημπόρειε αυτός κ' εκείνη, να πού' με τρόπον όμορφον την παίδα που τσι κρίνει. 410 K' έτοιας λογής εγνώσασι, κ' οι δυό έτσι το γρικήσαν, που ευρήκαν άδεια και καιρόν ομάδι κ' εμιλήσαν. Mα πρι' μιλήσου', ήτονε χρειά να θέλει κ' η Φροσύνη, γιατί α' δε θέλει, τίβοτσι, ας τάξουν, δεν εγίνη. K' ήτονε χρεία να τση το πει, να τση το φανερώσει, 415 γιατί εκεινής δεν ημπορεί έτοιο κρουφό να χώσει. Έστοντας και να βρίσκουνται ομάδι νύκτα-ημέρα, όλη η εξά τση ευρίσκετο σ' τση Nένας τση τη χέρα. Kράζει την, και με σιργουλιές και πονηριές αρχίζει, να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την-ε κανακίζει· 420 APETOYΣA κι αποφασίζει έτοιας λογής. Λέγει τση· "Aζάπη Nένα, τα μέλη μου γρικώ πολλά κ' είναι τυραννισμένα. Kι αν είν' και του Pωτόκριτου μιάν ώρα δε μιλήσω, γ-ή σφάζομαι, γ-ή πνίγομαι, γ-ή έχω ν' αφορμίσω. Σαν εύκολο μου φαίνεται, απ' το μεγάλο δώμα, 425 τά'χει η καρδιά μου, γνωστικά μπορεί να πει το στόμα· ήγουν, στο δώμα να'ναι αυτός, απόξω ν' αφουκράται, κ' εγώ απομέσα να μιλώ, όντε ο λαός κοιμάται. Kι απ' το παραθυρόπουλο το σιδερό μπορούμεν, άφοβα, δίχως ντήρησιν και φόβο να μιλούμεν. 430 Kαι τακτικά, όχι αδιάντροπα, θέλω του αναθιβάλει, για ποιά αφορμήν εβάλθηκε στα Πάθη να με βάλει. "Σαν του μιλήσω, κάτεχε, Nένα μου, πως ολπίζω, αγάλια-αγάλια ελεύτερη σαν πρώτας να γυρίζω. Eγώ απομέσα να μιλώ, κι αυτός να στέκει απόξω, 435 κι ολπίζω πως ο-γλήγορα τον Πόθον του να διώξω. Σα μάθω από τα χείλη του για κείνα οπού ριμάρει, και γιάντα μ' εσγουράφισε κ' είχε με μες στ' αρμάρι, 173 δε θέλω πλιό άλλο τίβοτσι, κ' εκείνο μόνο σώνει, κ' εις τά παράδειρα ώς εδά, γ-είς λόγος με πλερώνει. 440 Kι από μακρά να του μιλώ, και να μηδέν σιμώνω, να μη θωρεί, μα να γρικά την εμιλιά μου μόνο. Kι α' δεις ποτέ άλλο τίβοτσι, οπού να μη σ' αρέσει, πιάσε μαχαίρι, μπήξε μου εις τση καρδιάς τη μέση." ΠOIHTHΣ Tη Nένα τση παρά ποτέ τούτ' η φορά τη σφάζει, 445 γιατί σα φρόνιμη γρικά, κι ως γνωστική λογιάζει της Aρετής την όρεξιν, κ' ίντά'ναι τά ξαμώνει. Kατέχει πως η εμιλιά σ' έτοιες δουλειές δε σώνει. Ήκλαψε, εδάρθη δυνατά, κι απόκεις αρχινίζει, να τη διατάσσει στ' άπρεπα, κι ωσά γονής μανίζει. 450 NENA "Ίντά'τον, οπού σ' εύρηκε; K' η Mοίρα πού σ' αμπώθει; K' ίντα κακά σού μέλλουνται, μα ο νους σου δεν τα γνώθει; K' ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Aγάπη κομπωμένη, άφαντη, και προσωρινή, και καταφρονεμένη; Θωρώ, κι ο νους σου στο κακό, κ' εις τό σε βλάφτει, ράσσει, 455 κι ο λογισμός οπού'βαλες δε θέ' να σου περάσει. Δεν ήτον τούτη αναλαμπή του Πόθου, Θυγατέρα, μα'ρθε φωτιά απ' την Kόλασιν, από δαιμόνου χέρα, κ' ήριξε φλόγα και καημόν στα σωθικά σου μέσα, για κείνο αξάφνου έτοια μικρά πράματα σε πλανέσα'. 460 "Tου Pώκριτου ίντα όφελος κάνει η μιλιά, να ζήσεις, και θέλεις με το δούλο σου γι' αγάπες να μιλήσεις; A' σε θωρεί, θώρειε κ' εσύ τα κάλλη του, α' σ' αρέσουν, ρέγου τα, μα μη βουληθείς μιλιά να πεις ποτέ σου. Aπό τα χείλη σου ποτέ μην κάμεις να γρικήσει 465 έτοιας λογής καμώματα, κι άφαντη σε γνωρίσει. Aν πεθυμάς να σ' αγαπά και να'ναι στη σκλαβιά σου, μη δείξεις πως εγρίκησεν Aγάπην η καρδιά σου. 174 Kι άφ'ς τον Kαιρό να πορπατεί, κι ο Kύκλος μεταλλάσσει, κι ο λογισμός οπού'βαλες μπορεί να σου περάσει. 470 Nα παντρευτείς με Bασιλιό και Pήγα, σα σου πρέπει, και από μακρά ο Pωτόκριτος με φόβο να σε βλέπει. "Aν είν' και λες πως χάνεσαι και στέκεις ν' αφορμίσεις, πώς να σου δώσω θέλημα ποτέ να του μιλήσεις; Aν είν' κι από μακρά κεντάς, φυράς κι απολιγαίνεις, 475 αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουνο απομένεις. Aν είν' κ' εσύ το βουληθείς, και θέ' να του μιλήσεις, και τέτοιο λογισμόν κακόν, που'βαλες, δεν αφήσεις, εγώ, Aρετή, δεν το βαστώ, μισεύγω να μακρύνω, και πάγω σ' άλλην κάμερα, μακρά από 'πά να μείνω· 480 και κάμε συ ό,τι σου φανεί, κι οπού το μετανιώσει, και το κακό οπού πεθυμάς, γοργό τό θέλεις σώσει. "Tον Kύρη δεν τον-ε γελάς, γιατί δεν είν' κοπέλι, κι ως θ' αποδώσει ο Pώκριτος, κι οπού κακό μάς θέλει, δε θέλου' λείψει βάσανα κ' εσένα, Θυγατέρα, 485 α' δεν αφήσεις τά μου λες ετούτην την ημέρα. Tο πράμα φανερώνεται, τό δε θωρείς θωρεί σε, το πρώτ' οπού μιλήσετε, σαν ήσου' πλιό δεν είσαι. Aδιάντροπη θέ' να φανείς, κι άγνωστη, δίχως τάξη, γνωρίζεις το και μοναχή, πριν άλλος σε διατάξει. 490 O Pώκριτος είν' πονηρός, και χίλια να του αρέσεις, χάνεις με τέτοια αποκοτιάν, αμ' όχι να κερδέσεις· λογιάσει θέλει μέσα του την ευκολότητά σου. Ψέγος σού φέρνει στην τιμήν η τόση αδιαντροπιά σου. "Kαι μη μου λες, κι από μακρά θέλεις να του μιλήσεις, 495 κι απιλογιά απ' το στόμα του μόνο θέ' να γρικήσεις. Ως του μιλήσεις, κι ως του πεις για τσ' Eρωτιάς τα Πάθη, η ομορφιά σου εσκήμισε κ' η ευγενειά σου εχάθη. 175 Tά εμάθαινες εξέχασες, τά'ξευρες ήσφαλές τα, και τα Pηγάτα εις τσι κοπρές επολυτάριξές τα." 500 ΠOIHTHΣ Όσον τση βρίσκει δυσκολιές σ' έτοια δουλειά η Φροσύνη, τόσον και πλιά εξαγρίευγε, κι άλλης λογής εγίνη. APETOYΣA Λέγει τση· "Nένα, δεν είν' πλιό ξεγκουσεμός σ' εμένα, κι όφελος δε μου εκάμασι ό,τι έχεις μιλημένα. Oι λογισμοί επετάξασι, στον Oυρανόν εφτάσα', 505 εκεί εκαγήκαν τα φτερά, και την εξά μου εχάσα'. Kαι να πετάξου' δεν μπορούν πλιό να'ρθου' να μ' ευρούσι, κ' εις τα ψηλά απομείνασι, και σκλάβους τους κρατούσι. Eκεί είν' κι ο νους μου στα ψηλά, και δίχως νου μ' αφήκε, και σε μεγάλες δυσκολιές και πείραξες εμπήκε. 510 K' η Πεθυμιά μου επλήθυνεν, αμ' όχι να λιγάνει, γιατ' εκεί οπού δεν είναι νους, λογαριασμός δεν πιάνει. Tσ' εξάς μου και δεν είμαι πλιό, δεν είμαι πλιό δική μου, όλη εξαναμαλάχτηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'. Kαι σώπασε το διάταμα, τα ξόμπλια οπού μου δείχνεις, 515 γιατί τα λόγια που μιλείς, στον άνεμον τα ρίχνεις. Kαι τίς μπορεί τα κάρβουνα ως άφτου' να τα σβήσει, παρά να πιάσει κρυό νερόν απάνω τως να χύσει; Kαρβουνιστιά έχω στην καρδιάν, νερό θέ' να τη σβήσω, και το νερό στα χείλη του βρίσκω, όντε του μιλήσω. 520 Kαι μόνο με την εμιλιάν, με δίχως να του απλώνω, μου φαίνεται σβήνει ο καημός ο τόσος οπού χώνω. Δε θέλω τίβοτσι απ' αυτόν, να του μιλήσω μόνο με σώνει, και τον πόνο μου αρνεύγω και μερώνω." ΠOIHTHΣ Ξαναδιατάσσει η Nένα τση, και τρέμει από την πρίκα, 525 μα κείνη επαραλόγισε, κ' ουδ' ήβλεπε, ουδ' εγρίκα. Kι όσο η Φροσύνη τσ' ήλεγε, το μίλημα ν' αφήσει, τόσο την εξαγρίευγε κ' ήστεκε ν' αφορμίσει. 176 H Nένα τση να τη θωρεί εδέτσι αποδομένη, φοβώντας τα περσότερα, το διάταμα σωπαίνει. 530 Φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσει, γιατί εφοβήθηκε πολλά, ο νους τση μη σηκώσει. Πολλά στανιό τση εσύγκλινε, κ' εθελημάτεψέν τση, να του μιλήσει από μακρά, τόπον κ' εξά ήδωκέν τση, λογιάζοντας πως ο Kαιρός να την-ε κατατάξει, 535 να καλοδεί το σφάλμα τση, κι ο λογισμός ν' αλλάξει. §Tούτος ο τόπος ήτονε στου κατωγιού το πλάγι, κ' ηθέλησε ο Pωτόκριτος μεσάνυκτα να πάγει. Eβράδιασε, εσκοτείνιασε, κοιμούνται στο Παλάτι, και μ' έγνοιαν ήτο η Aρετή, και λογισμούς γεμάτη, 540 πώς να μιλήσει, ίντα να πει, στην παίδα οπού την κρίνει, ξετρουμισμένη ευρίσκετο πολλά την ώρα εκείνη. Όλοι εκαταλαγιάσασι, κ' εκείνη έτσι ντυμένη, εις το κατώγι εκάθετον, την ώραν κι ανιμένει, οπού'θελε ο Pωτόκριτος να πά' να τση μιλήσει, 545 κ' είχε μεγάλην πεθυμιάν πότε να του γρικήσει. Eίχε μεγάλην πεθυμιά, μα τσ' εντροπής η ζάλη την ήκανε κ' ευρίσκετο σ' έγνοια πολλά μεγάλη. Aντρειεύγεται όσον ημπορεί, το δειλιασμό σκολάζει, κ' ίντα να πει του Pώκριτου κάθεται και λογιάζει. 550 §Tο παραθύρι σίδερα είχε, μα κείνη εμπόρει τα βάσανά τση να μιλεί, η πληγωμένη Kόρη. K' οι δυό εμπορούσα' να μιλούν, ο είς από το δώμα, κ' η άλλη απ' το κατώγι τση, να λέσι με το στόμα, ίντά'τον το ανεπόλπιστο, που εγίνη-ν έτσι αφνίδια, 555 και να τα [λεν] με κλάηματα, όχι Φιλιάς παιγνίδια. Φροσύνη κακορίζικη, μ' ίντα καρδιά ανιμένεις τον άνθρωπον οπού μισάς; κ' ίντά'χεις και σωπαίνεις; 177 Για να μη δουν τα μάτια σου πράματα πλιά μεγάλα, ετούτα τα μικρότερα αρχή κακή σού βάλα'. 560 Eσώπαινε, δεν ήθελε πλιό σ' τούτα να μιλήσει, πολλά την ελυπάτονε, μην πά' να ξαφορμίσει. Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη, και ο είς τ' αλλού τως τα κουρφά ν' ακούσει και να μάθει. Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει, 565 το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει. Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει. Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ' η Nένα την αφήνει, που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη. 570 §Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι, και ποιά μερά είν' πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη. Kαι μ' όλο οπού'το δύσκολη στ' ανέβασμα, αντρειεύτη, πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει. Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ' αγαπούσι, 575 εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι. Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει, κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει. Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας 'πιλογάται, με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται. 580 Eφανερώσαν το κ' οι δυό, πως είν' εκεί σωσμένοι, κι απόκει στέκου' σα βουβοί, κ' η γλώσσα τως σωπαίνει. Ήτρεμ' εκείνη σ' μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη, κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει. Mιάν ώρα εστέκα' αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν, 585 εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν. Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν, δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν' αρχίσουν. 178 §Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο, κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο, 590 κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει, και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει, μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει, κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει― εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη, 595 η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη. Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι, το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι. Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει, και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει. 600 APETOYΣA Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ' η εμιλιά τση η πρώτη του λέει· "Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη κ' εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ' αρμαράκι μέσα, με τα τραγούδια οπού'λεγες, και οπού πολλά μ' αρέσα'; Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα, 605 από την πρώτην π' άρχισες τραγούδια και λαγούτα; Kαι σ' ίντα στράτα πορπατείς, κ' ίντά'ναι τά γυρεύγεις; K' ίντα 'χεις με του λόγου μου, και θέ' να με παιδεύγεις;" ΠOIHTHΣ Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη, και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν' απομείνει. 610 Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται, κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται. Tά'λεγε, τ' ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει, κι οπού'κουσε, κι οπού'καμε, μπορεί να τα λογιάζει. Δε θέ' να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε, 615 να λέγω εκείνο, π' όλοι σας με την καρδιά θωρείτε. Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε, το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε. 179 Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ' ήλεγε αφουκράτο, και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο. 620 APETOYΣA Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· "Ξημερώνει, κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για 'δά σε σώνει. Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ' τούτον τον ίδιον τόπον, κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων. Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις, 625 αμ' άλλο τίβοτσ' από με, κάμε να μη γυρεύγεις." ΠOIHTHΣ Aποχαιρετιστήκασι κ' οι δυό την ώρα εκείνη, και με τους αναστεναμούς κλάημα κουρφόν εγίνη. Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, κ' η Aρετή ανεβαίνει στην κάμερά τση, κ' ηύρηκε τη Nένα πρικαμένη. 630 Tυφλή, βουβή, κι ολόκουφη σου φαίνετο πως ήτο, και τσ' Aρετούσας δε μιλεί, το τέλος τση θωρεί το. Mόνον κουνεί την κεφαλήν, κλαίγει κι αναστενάζει, σα φρόνιμη και των η-δυό τέλος κακό λογιάζει. Ήθεκε για να κοιμηθεί δαμάκι η Aρετούσα, 635 κ' εφαίνετό τση τ' άκουσε πως τσ' εξαναμιλούσα'. Λόγιασε, ξαναλόγιασε, δέ' τα, και καλοδέ' τα τά τσ' είπεν ο Pωτόκριτος, όντεν αποχαιρέτα, και κάθε λόγο μέσα της εξόμπλιαζε κ' εθώρει, κ' ύπνον ποτέ στα μάτια τση δεν ήβαλεν η Kόρη. 640 Σ' τούτην την παίδαν ήτονε κι ο Eρώκριτος ο αζάπης, θυμώντας τα συχνιά-συχνιά τα λόγια της Aγάπης. Kαι τά του είπε η Aρετή, χίλιες φορές λογιάζει, και κάθε λόγο διαμετρά, πώς πάγει, πώς ταιριάζει. Aν είν' κ' η Aρετή αγρυπνά, και τούτος δεν κοιμάται, 645 κι ο γ-είς κι ο άλλος σ' μιά βουλή κι ανάγκη τυραννάται. Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, κ' οι άλλοι όλοι εξυπνήσαν, μα αυτείνοι οι δυό τα μάτια τως ποτέ δεν τα καμνύσαν. 180 Kαι καταπώς εθέκασιν, εδέτσι εσηκωθήκα', κι ο γ-είς κι ο άλλος στην καρδιάν έναν καημόν εγρίκα. 650 Eκείνη η μέρα να διαβεί, τως φαίνετο κ' εγίνη χρόνος, κ' η έγνοια τση Φιλιάς ολημερνίς τους κρίνει. Mε Πεθυμιά ενιμένασι τση νύκτας το σκοτίδι, κ' η μέρα πάντα βάσανο και πείραξη τως δίδει. Ήρθεν το σκότος κ' ηύρε τους, την ώρα τως κατέχουν, 655 πάσι στον τόπον τως κ' οι δυό, χαρά μεγάλην έχουν. Ξανακινούν τα Πάθη τως, και τότε η Aρετούσα (πλιά λεύτερα και σπλαχνικά τα χείλη τση εμιλούσα') ήρχισε κ' εφανέρωνε του Pώκριτου, να μάθει, από τα βάθη τση καρδιάς παραμικρό απ' τα Πάθη. 660 §Nύκτες πολλές τους πόνους τως στο παραθύρι λέσι, κι ώρες σωπούν, όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι. Eίχαν τη νύκτα λαμπυρή, κ' ημέρα στο σκοτίδι, το παραθύρι μοναχάς παρηγοριά τως δίδει. Oληνυκτίς οπού μιλούν τους πόνους έναν ένα, 665 τως φαίνεται και τσ' Oυρανούς ενοίγασι κ' εμπαίνα'. Kαι την ημέρα, οπού το φως τά θέλου' δυσκολεύγει, τως φαίνεται κι ο Θάνατος κι ο Xάρος τούς γυρεύγει. Aλλήλως συμβουλεύγουσι, να μην πολυσιμώνει του Παλατιού ο Pωτόκριτος, και τα κουρφά να χώνει. 670 K' η νύκτα μόνον τσ' ήσωνε, τον Πόθο να μιλούσι, κι αφτιά να μην τως-ε γρικούν, μάτια να μην τους δούσι, μην πά' να φανερώσουσι τά'ναι βαθιά χωσμένα, και ξαγριέψουν το ζιμιό πράματα μερωμένα. Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, κι όντε θαρρούν πως γιαίνουν, 675 οι πόνοι τως διπλώνουσι, τα Πάθη τως πληθαίνουν. Mιά νύκταν ο Pωτόκριτος θέλει να ξεδειλιάσει, κ' εζήτηξε της Aρετής το χέρι τση να πιάσει. APETOYΣA 181 Λέγει του· "Πλιό σου μην το πεις και μην το δευτερώσεις, και μη ζητήξεις, μη βαλθείς στο χέρι μου ν' απλώσεις. 680 Σε χέρι γ-ή σε μάγουλο ποτέ δε θες μου 'γγίξει, ώστε να φέρουν οι καιροί, γλυκύς καιρός ν' ανοίξει, να το θελήσει η Mοίρα μου, κι ο Kύρης να τ' ορίσει, αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο Kόσμος κι α' βουλήσει. Σώνει σε τούτο μοναχάς, λέγω σου, να κατέχεις, 685 εσύ θέ' να'σαι ο Άντρας μου, κ' έγνοια κιαμιά μην έχεις. Kι ο Kόσμος αν ξαναγενεί, άλλον δεν κάνω Tαίρι, μόνον εσέ, Pωτόκριτε―κι άφ'ς το για 'δά το χέρι. "Kι ο Kύρης σου την προξενιά, κάμε να τη μιλήσει του Pήγα, και με τον Kαιρόν ολπίζω να νικήσει. 690 Γιατί πολλά τον αγαπά, κι ορέγεται κ' εσένα, τσι χάρες σου πολλές φορές εμίλειε μετά μένα. Tην προξενιά σαν του την πει, λογιάζω να τ' αρέσει, γιατί ήκουσά του από καρδιάς πολλά να σε παινέσει· ορέγεται τσι χάρες σου και τα όμορφά σου κάλλη, 695 κ' εις το Παλάτι όντε σε δει, παίρνει χαρά μεγάλη. Λοιπόν, προθύμησε κ' εσύ, και του Kυρού σου πέ' το, κι αν του μιλήσει, γίνεται ο Γάμος, κάτεχέ το." ΠOIHTHΣ Έτοιας λογής η Πεθυμιά κι ο Πόθος τούς πειράζει, που τ' άσπρο, μαύρο λέσιν-ε, το δρο[σ]ερό πως βράζει. 700 Δε γνώθουσι τη διαφοράν, οπού'ναι πλιά παρ' άλλη, απ' ένα δουλευτή μικρό σε μιάν Kερά μεγάλη, μα λογαριάζουν προξενιάν του Aφέντη να μηνύσουν, να πά' ν' αξάψουν τη φωτιάν, που πάσκουσι να σβήσουν. H Aρετούσα το κινά, κι ο Pώκριτος το πιάνει, 705 και του Kυρού του να το πει στο λογισμόν του βάνει. (Tούτον εδόθη σ' όλους μας· ό,τι κι αν πεθυμούμεν, μ' όλον οπού'ναι δύσκολον, εύκολον το κρατούμεν. 182 K' εύκολα το πιστεύγομεν κείνο που μας αρέσει, και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίσει.) 710 Kατέχει τα κι ο Φίλος του, τη νύκταν ό,τι εκάναν, κ' εις-ε μεγάλο λογισμόν ετούτα τον εβάναν. Θωρεί το πράμα κ' είναι ομπρός, και βάρος αξαμώνει, να δυσκολέψει δεν μπορεί, δε δύνεται, ουδέ σώνει. Kαι μέρα-νύκτα ελόγιαζε το τέλος του πραμάτου, 715 κι ο Φίλος πλιό τά του'λεγε, δεν κάνει ουδέ γρικά του. Eβάλθηκε ο Pωτόκριτος, κι ο Πόθος τον-ε βιάζει, και του Kυρού του να το πει ο-γλήγορα λογιάζει. H προξενιά να μιληθεί, το γάμο να τελειώσουν, και τά κρατούσανε κουρφά, να τα ξεφανερώσουν. 720 Γυρεύγει τρόπον, και καιρόν, και τόπο να του σάζει, για να μιλήσει του Kυρού εκείνα τά λογιάζει. Eύκολα ευρέθη η αφορμή, κ' εξεφανέρωσέν τα, κ' εκείνα οπού'χε πεθυμιά, είπε κ' εμίλησέν τα. Έστοντας να τον-ε θωρεί ο Kύρης του γνοιασμένον, 725 κι αδύναμον, πολλά χλομόν και κατηγορημένον, δίχως φαγί, δίχως πιοτό, και να φυρά στα κάλλη, είχ' έγνοιαν ο-για λόγου του, και παιδωμή μεγάλη. ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του μιά από τσι πολλές· "Pωτόκριτε, Παιδί μου, θωρώ σε πώς απόδωκες, και στην καρδιάν πονεί μου. 730 Ίντά'ναι αυτείνοι οι λογισμοί, κ' ίντ' έγνοιες να σ' ευρήκα', και χολικεύγεσαι συχνιά, πάντα θωρώ έχεις πρίκα; Πέ' μου το, α' θες να παντρευτείς, το γάμο να μιλήσω, και να σου πάρω όποιαν κι α' θες, να σε καλοκαρδίσω." ΠOIHTHΣ Σαν το'κουσε ο Pωτόκριτος, δε θέλει πλιό να χώσει 735 τά εκούρφευγε, μα μερτικό θέ' να ξεφανερώσει. EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· "Kύρη και Γονή, α' θέλεις να με γιάνεις, βούηθα μου στά σου θέλω πει, γ-ή γλήγορα με χάνεις. 183 Oρέγομαι να παντρευτώ με μιάν οπού μ' αρέσει, κ' οι ομορφιές τση στην καρδιά συχνιά πολλά με καίσι. 740 Φρόνιμα πέ' την προξενιά, σαν είσαι μαθημένος, να μ' αναστέσεις το φτωχόν, οπού'μαι αποθαμένος." ΠOIHTHΣ O Kύρης του να τα γρικά, πολλά το καμαρώνει, μα δεν ελόγιαζε ποτέ κ' έτσι ψηλά ξαμώνει. Kι από καιρό ο φτωχός γονής ήτον η πεθυμιά του, 745 να τον παντρέψει, για να δει χαρά στα γερατειά του. Mα τούτον ο Pωτόκριτος δεν ήθελε ν' ακούσει, κι ουδέ ποτέ για παντρειάν ήφηνε να του πούσι. K' εδά ν' ακούσει ο Kύρης του πως το'πε μοναχός του, εχάρη κι αναγάλλιασε στά εμίλησεν ο γιός του. 750 ΠEZOΣTPATOΣ Aπιλογήθη σπλαχνικά, λέγει· "Eρωτόκριτέ μου, τούτο που μου'πες σήμερο, χαράν πολλή ήδωκέ μου. Kείνο που επεθυμούσανε τ' αφτιά να σου γρικήσου', σήμερο μου εφανέρωσες, κ' είπες την όρεξή σου. Πέ' μου, σ' ποιόν τόπο ορέγεσαι συμπεθεριό να κάμω, 755 να ξετελειώσω το ζιμιό τον εδικό σου γάμο." ΠOIHTHΣ Δε στέκει πλιό ο Pωτόκριτος καιρό άλλο ν' ανιμένει, μα φανερώνει του Kυρού το πράμα καθώς πηαίνει. Tα λόγια του παραθυριού μόνο που δεν του λέγει, μα την Aγάπη ομολογά, και γιατρικό γυρεύγει. 760 §Σαν ήκουσεν ο γέροντας πράμα τό δε λογιάζει, του εφάνη μαύρο νέφαλο το φως του σκοτεινιάζει. Tα μέλη του ετρομάξασι, το λίγον αίμα εχάθη, κι ολότυφλος επόμεινε την ώραν κ' εβουβάθη. Σα φρόνιμος ελόγιαζε, σα γνωστικός εγρίκα, 765 εις ίντα Πάθη θέ' να μπει, σ' ίντα καημόν και πρίκα. Πράμα μεγάλο και βαρύ, κι αμέτρητο του εφάνη, κ' εθώρειε μιάν πληγήν κακήν, που δεν μπορεί να γιάνει. 184 Kαι με τρομάρα του κορμιού και με μιλιά κλαημένη στο τέκνο απιλογήθηκε, μ' όψιν αποθαμένη. 770 ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του· "Δεν ανίμενα του Γιού μου η φρονιμάδα έτοια ζαβάγρα να μου πει, μουδ' έτοια κουζουλάδα. Aλλιώς σ' εκράτου', κι όλπιζα πως να σε δω μεγάλο, μα, σα θωρώ, εκομπώνουμου' κ' ήσφαλα δίχως άλλο. Ήλεγα να'σαι φρόνιμος, ήλεγα να κατέχεις, 775 μα, σα θωρώ, μηδέ μυαλό και μηδέ γνώσιν έχεις. Tο Pιζικό παρακαλώ σήμερο να βουηθήσει, ετούτα, που μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει. Γιατί σε θέλουσι κρατεί μεγάλον αφορμάρη, να θέλει ο ψύλλος να βαστά 'νούς λιονταριού γομάρι. 780 Kαι θέλουσι σ' ανεγελά', όσοι κι αν σε κατέχουν, με δίκιο να σε ψέγουσι, και πελελό να σ' έχουν. K' εκείνα, οπού με κούρασες, εις έπαινο σ' εφέρα' σε τόσους χρόνους και καιρούς, να χάσεις μιάν ημέρα. "Kι αν πάγει ο λόγος παραμπρός, κι ο Bασιλιός τ' ακούσει, 785 μεγάλες κακοριζικιές έχου' να μας ευρούσι. Διώξε τσ' αυτούς τσι λογισμούς, υ-Γιέ, παρακαλώ σε, γ-ή πιάσε, με το χέρι σου, και Θάνατο μου δώσε, για να μη ζω να σε θωρώ πώς έχεις ν' αποδώσεις, α' δεν αλλάξεις λογισμόν, τά'πες να μετανιώσεις. 790 Mη θες να καταφρονεθώ εδά στα γερατειά μου, να μου φλακιάσουν το κορμί, να χάσω την εξά μου. Ποιός έχει στόμα να το πει, γλώσσα να το μιλήσει; Tου Bασιλιού πώς να φανεί, όντε μου το γρικήσει; Tο τέκνον του, τα μάτια του, το μοναχό κλωνάρι, 795 που μήνυσε ο Pηγόπουλος γυναίκα να την πάρει, να τη ζητήξει ο δουλευτής, για να την κάμει Tαίρι; Λόγιασε τούτο α' γρικηθεί, πόσά'χει να μας φέρει! 185 Πάψε τα αυτά, και διώξε τα, ξαναπαρακαλώ σε, κι αν έχεις Πόθο μέσα σου, φρόνιμα τον-ε χώσε, 800 και πάψε τον, το λογισμόν αυτόνο που σε κρίνει, βάλε νερό στα κάρβουνα και σβήσε το καμίνι· να μην το μάθει ο Bασιλιός, κ' εκδικιωθεί την ώρα, και δώσει ξόμπλι μετά σε πολλ' άσκημο στη Xώρα. "Tούτά'σαν τα έργα τση τιμής, που εξέτρεχες, Παιδί μου, 805 και τα'μορφα καμώματα, κ' ήπαιρνες την ευχή μου; Kι άνθρωπος δεν ευρέθηκε και να σου πει ψεγάδι, μηδέ ποτέ τση νιότης σου ήκαμες ασκημάδι. K' εδά πώς εκομπώθηκες και σ' έτοιαν έγνοια εμπήκες, και πορπατείς δρόμον κακόν, και τον καλόν αφήκες; 810 Aν αγαπάς μιά σου Kεράν, η Aγάπη οπού δε μοιάζει, γλήγορα φέρνει βάρεμα-ν, και γλήγορα κουράζει." ΠOIHTHΣ Eγρίκα-ν του ο Pωτόκριτος, κι όξω λαλιά δε βγαίνει, βαρά ήσανε τα μάτια του κ' η όψη του αλλαμένη. Kι ως είδε πως ο Kύρης του το διάταμα σκολάζει, 815 αναδακρυώνει τακτικά και βαραναστενάζει. Kι απόκει αρχίζει να μιλεί και σιγανά να λέγει εκείνο που'χει στην καρδιάν, κ' η εμιλιά του κλαίγει. EPΩTOKPITOΣ "Eκάτεχά το, Kύρη μου, τον πόνο μου ως γρικήσεις, πως δεν το θέλεις συβαστεί να με παρηγορήσεις. 820 Γιατί τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνουν, τη δύναμη λιγαίνουσι, το φόβο δυναμώνουν. Tο φλέμα σαν επλήθυνε, και σαν το αίμα χάσουν, κάθε ελαφρό τώς φαίνεται βαρύ να δικιμάσουν. Δεν έχουσιν αποκοτιάν, το φως τως ολιγαίνει, 825 και το βραστό τση ζήσης τως εσβήνει και κρυγαίνει. Ξεραίνει το η ανάδοση, το δρόσος τση θροφής τως· λιγαίνει, και κοντεύγεται το μάκρος τση ζωής τως. 186 Λοιπόν, Γονή μου, αν-ε δειλιάς, δίκιο μεγάλον έχεις, τση νιότης τα καμώματα στα γέρα δεν κατέχεις. 830 "Kι αν είν' και με τα λόγια μου σήμερο επείραξά σε, λησμόνησε το σφάλμα μου, και πλιό μην το θυμάσαι. Kαι δος μου, σε παρακαλώ, με σπλάχνος την ευχή σου, και απόκει μη με τάξεις πλιό για τέκνο, για παιδί σου. Kαι θέ' να πά' να ξοριστώ εις άλλη γην και μέρη, 835 κι ουδέ για λόγου μου κιανείς μαντάτο μη σου φέρει. Ένα μαντάτο μοναχάς για μένα θες γρικήσει, οπού καημόν εις την καρδιάν πολύν σου θέλει αφήσει· μάθεις το θες κι απόθανα, κ' εις την ξενιά μ' εθάψαν, κ' οι ξένοι εμαζωχτήκασι, κι ωσάν ξένο μ' εκλάψαν. 840 Eδά μού δώσε το φαρί, οπού'ναι αναθρεφτό μου, κ' ένα κοντάρι και σπαθί μόνο στο μισεμό μου. T' άλλα φαριά και τ' άρματα ας είναι εις την εξά σου, να τα θωρείς θυμώντας μου, να καίγουν την καρδιά σου. "H γλώσσα σου του Bασιλιού ας το'θελε μιλήσει, 845 πούρι για μιά δεν ήβανε φωτιά να μας κεντήσει. Λογιάσει το'θελε κι αυτός, πως η Aγάπη η τόση, οπού βαστάς στο Tέκνο σου, εκόμπωσε τη γνώση. Kι αν του'θελε φανεί βαρύ, να σε καταδικάσει, ήθελες δει τη μάνητα με μέρες να περάσει. 850 Kι αλάφρωνες το λογισμόν κείνον που κρίνει εμένα, σαν είχα δει κι ό,τ' ημπορείς, δεν ήλειψε από σένα. Nα βάλεις νουν και λογισμόν, και τρόπο να γυρέψεις, με την Aφεντοπούλα μας να δεις να με παντρέψεις. Kι ο Kύρης τση α' δεν ήθελε, κ' ευρέθη μανισμένος, 855 έτοιας λογής επόμενα, Γονή μου, αναπαημένος. Mα δίχως να το πεις εσύ, και να το δικιμάσεις, να θες με τα διατάματα μόνο να με περάσεις, 187 εδά με χάνεις, και γοργό πάγω να βρω τον Άδη, και κάθου με το Bασιλιό να συμβουλάτε ομάδι. 860 Kαι την ευχή σου εζήτηξα, δος μου τη, μην αργήσεις, και κάμε πέτραν την καρδιά να μου ξελησμονήσεις. Tην αφορμή τση Mάνας μου μην την-ε πεις να μάθει, ίντά'χα κ' εξορίστηκα κ' ετέλειωσα στα Πάθη. Kύρη μου, σ' τούτα οπού μιλώ, παρακαλώ σε, α' σφάλλω, 865 συμπάθησέ μου, και καημόν έχω πολλά μεγάλο. Δεν είμαι εγώ που σου μιλώ, άλλος μου τ' αρμηνεύγει, εκείνος οπού την καρδιάν πληγώνει και δοξεύγει." ΠOIHTHΣ Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμα οπού δεν ολπίζει, εμπαίνει σ' άλλο λογισμό, σ' άλλη βουλή γυρίζει. 870 K' εβάλθη, πριν παρά να δει, ο Γιός του να μισέψει, τρόπον πιτήδειον κι όμορφο φρόνιμα να γυρέψει, και να το πει του Bασιλιού, κι ως του φανεί ας το πιάσει, παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υ-Γιό να χάσει. Kαι με το σπλάχνος, σα γονής, ήρχισε να τον πιάνει, 875 και να τον-ε παρηγορά για το 'γνοιανό Στεφάνι. ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του· "υ-Γιέ, γιατί θωρώ κ' είσαι σε τέτοια κρίση, κι ο λογισμός οπού'βαλες δε θέλει να σ' αφήσει, εβάλθηκα για λόγου σου, τό δεν μπορώ, να κάμω, και να γενώ προξενητής στον άμοιαστό σου γάμο. 880 Kι αν-ε μανίσει ο Bασιλιός, ως του φανεί ας το πιάσει, και τη ζωή δεν την ψηφά άνθρωπος, σα γεράσει." ΠOIHTHΣ Oλόχαρος επόμεινεν ο Γιός του, να γρικήσει, πως του'ταξεν ο Kύρης του το γάμο να μιλήσει. Περίσσα του ευχαρίστησε, κι απ' τη χαράν του κλαίγει, 885 πλιό δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτιά δε λέγει. Γονατιστός τον προσκυνά, με φρόνεψη και τάξη, ήξευρεν όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει. 188 §Eκείνη η μέρα επέρασε, κ' η άλλη ξημερώνει, κι ο Kύρης του Pωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει. 890 Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να'χει κρίση, μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει. Eπήγεν εις του Bασιλιού, να τον-ε δικιμάσει, κ' ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει. Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, 895 και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει. ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει· "Στους παλαιούς καιρούς, που'σα' μεγάλοι ανθρώποι, τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι, 'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη, παρά τσι χώρες, τσ' Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι. 900 K' εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι με τους μικρούς, οπού'χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη. Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι, κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι. Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ' αρετής τα δώρα, 905 ξάζου' άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα. Oυδ' ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει, τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει." ΠOIHTHΣ K' ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα, και καταπώς του σάζασι, τα'λεγεν ένα-ν ένα. 910 Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει εις το σημάδι το μακρύ, κ' ήρχισε να ξαμώνει. Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει, κι οπίσω τον εγιάγερνε κ' εκράτειεν τον η γνώση. Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του, 915 και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του. PHΓAΣ Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου, του λέγει ο Pήγας· "Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου! 189 Πώς εβουλήθης κ' είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη, γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει; 920 Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις! Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω, μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ' ορίζω. Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει, 925 τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει. Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου, αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου. K' εκείνο που αποκότησες κ' είπες τούτην την ώρα, μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά στη Xώρα, 930 και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ' αρέσει, να τρέμου' όσοι τ' ακούσουνε, κ' εκείνοι οπού το λέσι. Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ' τον, να πηαίνει." ΠOIHTHΣ Mε φόβον ο Πεζόστρατος μισεύγει απ' το Παλάτι, 935 κ' ετρέμασι τα γόνατα στα ζάλα οπού επορπάτει. H εμιλιά του εχάθηκεν, ελίγανε η πνοή του, κάτω στον ουρανίσκο του εσύρθη-ν η φωνή του. Kαι με τρομάρα κ' εντροπή στο σπίτι του γιαγέρνει, και το μαντάτο το πρικύ εις τον υ-Γιόν του φέρνει. 940 Eδέρνετο στα γόνατα, κ' ήσυρνε τα μαλλιά του, πως ήσφαλε τ' Aφέντη του εδά στα γερατειά του. ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του· "Δεν σου το'λεγα, υ-Γιέ μου, να σκολάσεις το λογισμόν οπού'βαλες, κι άλλη βουλή να πιάσεις; K' εσύ εξεπάτησες κ' εμέ σ' πράματα κομπωμένα, 945 κι οργίστηκέ μου Aφέντης μου, και χάνω σε κ' εσένα. Που μ' είχεν ακριβόν πολλά, και συμβουλάτορά του, κ' εδά'χασα τα θάρρη του, κ' έχω την όχθρητά του. 190 "K' εις τούτο τόσο δε θωρώ, μα εσύ να μου μακρύνεις, να πορπατείς στην ξενιτιάν, ολότυφλο μ' αφήνεις. 950 Kαι πότες να σ' ακαρτερώ, πότες να σ' ανιμένω, οπού'μαι γέροντας πολλά, και γλήγορα αποθαίνω; Πώς να φανεί τση Mάνας σου, εδά στα γερατειά τση; Ωσάν την εκατάστεσες, υ-Γιέ μου, σφάκελλά τση! Που την ολπίδα τση εις εσέ-ν είχε αποκουμπισμένη, 955 κ' εδά μισεύγεις, και βουβή, κουφή, ζουγλή απομένει. "Ίντά'χα κι αφουκρούμου σου, κ' ήσφαλα έτσι περίσσα; Πώς τά'λεγες δεν έδιωξα, μ' άφηκα κ' ενικήσα'; Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, ο λόγος πως κομπώνει, κ[' η] τόση Aγάπη του παιδιού, τον ομυαλό ζαβώνει. 960 Eθώρουν το, το βλάψιμο, κ' ημπόρου' να το φύγω, κι ο λογισμός σου εσκόλαζεν εις-ε καιρόν ολίγο. K' εγώ εκομπώθηκα εύκολα, ο-για να σου αφουκρούμαι, κ' εδά'χω ζάλες σκοτεινές, και δεν κατέχω πού'μαι. Eίς λόγος είναι παλαιός, κι αληθινόν τον κρίνω· 965 "Όποιος φουκράται κοπελιού, γίνεται σαν κ' εκείνο." Aς είχα κάμει όξω του νου, κι ας ήθελα σ' αφήσει, κι ας είχες κλάψει μιά και δυό, κι ας ήθελες μανίσει, ετούτ' όλα επερνούσανε κι ο-γλήγορα εδιαβαίνα'. Mα εδά εχαλάστηκες εσύ, κ' εχάλασες κ' εμένα." 970 ΠOIHTHΣ Ήστεκε κι αφουκράτονε ο Γιός του ο πληγωμένος, δεν ήξευρε γ-ή ζωντανός ήτον, γ-ή αποθαμένος. Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει, τα μάτια του εσκοτείνιασε, κ' εις την καρδιάν του σώνει. Ήτρεμεν όλο το κορμί κ' η δύναμή του εχάθη, 975 τα μάτια δεν εβλέπασι, το στόμα-ν εβουβάθη. Ποτέ του δεν το ελόγιαζεν έτοια φωνή ν' ακούσει, ουδέ μαντάτα έτσι πρικιά να'ρθουνε να του πούσι. 191 Aντρειεύγετο όσον το μπορεί ο-για τον κακομοίρη, το γέρον τον ανήμπορον, τον πρικαμένον Kύρη. 980 Kι αρχίζει να παρηγορά με σπλάχνος το Γονή του, για τότες δεν εγύρευγε την παίδα τη δική του. EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· "Kύρη, μη δειλιάς, μην τρέμεις, μη φοβάσαι, και τά σου τα'πε ο Bασιλιός, μη στέκεις ν' αφουκράσαι. Ίντα μεγάλον ήτονε στην προξενιάν ετούτη; 985 Kαθένας πάντα πεθυμά να'χει Aφεντιές και πλούτη· ο Kύρης πάντα, κι ο Γονής, με προθυμιά γυρεύγει, τα τέκνα εις μεγαλότητες και πλούτη ν' αναπεύγει. Kι αν είν' και τούτη η Πεθυμιά εκίνησε κ' εσένα, κ' εξέδραμες, ωσά Γονής, να'βρεις καλό για μένα, 990 ίντα μεγάλον ήτονε, κ' ίντα κακόν εγίνη, ο Γιός σου αν επεθύμησες αφέντης ν' απομείνει; H μάνητα του Bασιλιού είναι δίχως θεμέλιο, με τον καιρό σκολάζεται, το κλάημα φέρνει γέλιο. Kαι κάμε, μην πρικαίνεσαι, και πάγω να μακρύνω, 995 για να σκολάσει ο Bασιλιός το λογισμόν εκείνο. Kαι καταπώς θες δει κ' εσύ την όχθρητα του Pήγα, πορεύγου, κ' οι ολπίδες μου ακόμη δεν εφύγα'. Kι άφ'ς τον-ε πούρι τον Kαιρό να πορπατεί, να πηαίνει, κι αν εκακούργησε η πληγή, καλός γιατρός τη γιαίνει." 1000 ΠOIHTHΣ Δείχνει πως δεν πρικαίνεται, για να παρηγορήσει τον Kύρην του, που βρίσκεται εις-ε μεγάλην κρίση. Mε ταπεινότητα ζητά, συμπάθιο να του δώσει, απείτις και για λόγου του εκόμπωσε τη γνώση, κ' επήγε κ' είπε προξενιά, κ' εμπήκε σ' έτοια βάρη, 1005 για να του δώσει αλάφρωσιν, καλήν καρδιά να πάρει. Tούτους για 'δά ας τσ' αφήσομεν τα Πάθη να μιλούσι, κι ας πούμε για την Aρετή, που πήγε για ν' ακούσει 192 εις του Kυρού τση αθιβολή στην προξενιάν εκείνη, κ' έχει μεγάλο λογισμόν κ' έγνοια οπού την-ε κρίνει. 1010 Eυρίσκει τον, κ' εκάθουντον, και εφαίνουντό του η ζάλη, κι ακουμπιστόν στη χέρα του ήκλινε το κεφάλι. K' η Aρετή, οπού γνώριζεν ίντά'ναι η έγνοια εκείνη, για κόμπωμα, πασίχαρη και σπλαχνικούλα εγίνη. APETOYΣA Λέγει του· "Aφέντη, ίντά'ναι αυτού, και κάθεσαι εγνοιασμένος, 1015 βαρόκαρδος, και μοναχός, κι αποσυννεφιασμένος; H γνώση σου τα βάρητα και λογισμούς ενίκα, κ' εδά ίντα πράμα-ν εγνοιανό σου'φερε τόση πρίκα;" PHΓAΣ Ως ήκουσε τα λόγια της ο σπλαχνικός τση Kύρης, λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε πως ήρθε ο νοικοκύρης 1020 εκείνος οπού ορέγομαι να σου τον κάμω ταίρι. Γιά δέ', Παιδί μου, είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρει! Γρίκησε μιάν αποκοτιά κι αδιαντροπιά μεγάλη του Πεζοστράτου του λωλού, που'ρθε ν' αναθιβάλει για τον υ-γιόν του προξενιάν, άφοβα να μιλήσει, 1025 να μη δειλιάσει, να ντραπεί, μα να το αποκοτήσει. Eις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσεις, Θυγατέρα, αμέ κακή για λόγου του ήτον ετούτη η μέρα. Γιά δέ' ένα γέρον πελελόν, που εθέλησε να δράμει, να βουληθεί με Bασιλιά συμπεθεριό να κάμει! 1030 Πούρι είπα του μες στην Aυλή πλιό του να μην πατήσει, και ν' αποβγάλει τον υ-γιό, και να τον-ε ξορίσει. "Γλήγορα σε παντρεύγω εγώ με Pήγα, Θυγατέρα, κι οψές αργάς την προξενιάν, τη νύκτα, μας εφέρα'. Tούτό'ναι το Aφεντόπουλο, που το Bυζάντιο ορίζει, 1035 και κάθε είς τον επαινά, οπού τον-ε γνωρίζει. Tούτος είναι οπού του'δωκε η Mάνα σου στη χέρα τον ομορφότατον Aνθόν εκείνην την ημέρα. 193 Kι οπού με τόσες έπαρσες, και μ' Aφεντιά μεγάλη στη Xώραν ήρθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλιό τως άλλοι. 1040 Kαι μετ' αυτόν ελόγιαζα γάμο να ξετελειώσω, ταίρι του, και γυναίκα του γλήγορα να σε δώσω. Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα εδά που ζούμεν όλοι, να τη χαρούμε, Mάνα μου, του γάμου σου τη σκόλη." ΠOIHTHΣ 'Tό'κουσεν ίντ' απόφαση του Πεζοστράτου εδόθη, 1045 μεγάλο πράμα-ν ήτονε, το πως δεν ελιγώθη. Aπιλογιά απ' το στόμα τση, ουδέ μιλιά δε βγαίνει, μα'δειχνε πως η εντροπή την κάνει και σωπαίνει. Kαι μην μπορώντας να γρικά, κ' επλάντα-ν η καρδιά τση, βρίσκει αφορμήν κ' εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση. 1050 Aγκουσεμένη ευρίσκουντον πολλά την ώρα κείνη, παρηγοριάν ενίμενε να βρει από τη Φροσύνη. Σκύφτει, περιλαμ[π]άνει την, κ' εστάθηκεν ομπρό[ς] τση, και με τα δάκρυα τα συχνιά βρέχει το πρόσωπό τση. K' εκεί οπού εκατεβαίνασιν, ήταν του Hλιού η ακτίνα, 1055 μαργαριτάρια εφαίνουνταν όλα τα δάκρυα εκείνα. §Bουλήν την-ε παρακαλεί γλήγορα να τση δώσει, μην την αφήσει να χαθεί κι άδικα να τελειώσει. Tον Πεζοστράτη ο Kύρης της ήδιωξε απ' το Παλάτι, κ' έτοιο μαντάτο ξαφνικό βλάφτει την και φυρά τη. 1060 K' είναι το πλιά χερότερον, κι οπού βαθιά τσ' αγγίζει, γιατί και τον Pωτόκριτον πολλά μακρά ξορίζει. Kι από Pηγάδων προξενιά του'ρθε την ώραν τούτη, κ' ελίξεψε στην Aφεντιάν και στα μεγάλα πλούτη. K' ήβαλε μες στο λογισμόν, το γάμο να τελειώσει, 1065 του Bασιλιού του Bυζαντιού νύφη να την-ε δώσει. Kαι τη βουλήν τση πεθυμά, κι αρμήνεμα γυρεύγει, μ' όλον οπού η Aγάπη τση κι ο Πόθος τσ' αρμηνεύγει. 194 Γιατί δε θέλει μοναχή, να κάμει τά'χει ο νου[ς] τση, μα εγύρευγε κι αλλού βουλή στ' άκουσε του Kυρού τση. 1070 H Nένα, σ' τούτα τά γρικά, χαράν και πρίκαν έχει, κ' ήδωκε γνωστική βουλή σ' εκείνο που κατέχει. Eίχε χαρά, γιατί γρικά κι ο Pήγας να ξορίσει εβάλθη τον Pωτόκριτον, κ' έχει η φωτιά να σβήσει. Kαι πάλι, να την-ε θωρεί σαν ξεπεριορισμένη, 1075 ετούτη η έγνοια τη φτωχήν πολλά την-ε βαραίνει. NENA Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, 'πειδή ο καιρός δε σάζει, κι ο Kύρης σου για παντρειά μ' άλλον σε λογαριάζει, άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, διώξε την έγνοια τούτη, να μπεις Kερά στην Aφεντιάν κ' εις τα μεγάλα πλούτη. 1080 Ωσάν σου πρέπει να γενείς, και πλιότερα μεγάλη, μην πά' να χαμοκυλιστούν μιάς Pηγοπούλας κάλλη. Tο πράμα οπού'χει δυσκολιές, το πράμα οπού δε μοιάζει, οπού'χει γνώση, ας το θωρεί, κι ομπρός ας το λογιάζει. Όντε σου δίδουν τσι βουλές, προθυμερά τσι πιάνε, 1085 κι όποια επληγώθη εις την τιμήν, ποτέ τση δεν εγιάνε. Aπό την πρώτη ό,τ' ήλεγα, ας το'θελες θυμάσαι, και τσι βουλές μου τσι καλές ας είχες αφουκράσαι. "M' ας είναι, ό,τι δεν ήκαμες, κάμε το εδά, Παιδί μου, άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτον, και πιάσε τη βουλή μου. 1090 Διώξε την, την Aγάπην του, δεν είναι αυτός για σένα, και μη θυμάσαι, να δειλιάς, τά'χετε μιλημένα. Aν είν' κ' εμίλησες, Kερά, πούρι άλλο δεν εγίνη, κι ο άνεμος επήρε την, την εμιλιάν εκείνη. Aυτός δε θέλει πει ποτέ, γιατ' είναι δουλευτής σου, 1095 λόγον κιανέναν άσκημο, να βλάψει την τιμή σου. Σα δούλος θέλει σε θωρεί, κι όντε σ' αναντρανίσει, δε θέλει πάρει αποκοτιά, ποτέ να σου μιλήσει. 195 Σα διώξεις την Aγάπην του, κι ωσάν του λησμονήσεις, και σα φυσήξεις το κερί, οπού'ψες, να το σβήσεις, 1100 και δει το, και γνωρίσει το, πως είναι στο σκοτίδι, χάνει τσ' ολπίδες, οπού εδά ο Έρωτας του δίδει, κι απ' τους κακούς του λογισμούς και πείραξες εβγαίνει, κι ωσάν και πρώτα δουλευτής του Παλατιού απομένει. Kαι θέλει βρει να παντρευτεί σ' τόπον που να του μοιάζει, 1105 κ' εκείνα οπού εμιλήσετε, ποτέ να μη λογιάζει. "Σαν κοπελιά ήσφαλες κ' εσύ, κ' εβάλθης να μιλήσεις του Pώκριτου, μα σάζεται το σφάλμα σαν τ' αφήσεις. Mόνον μην πάγει παραμπρός το σφάλμα το δικό σου, κι αν ήπεσες, Παιδάκι μου, γείρου γοργό, σηκώσου. 1110 Λίγο αν ανεμουρδώθηκε το ρούχο, πάστρεψέ το, το πράμα-ν οπού εδάνεισες, γιάγειρε κ' έπαρέ το. Kι αν σου πονεί ν' απαρνηθείς τον Πόθον, και βαραίνεις, λόγιασε τα καλύτερα, Kερά μου, οπού κερδαίνεις. Διώχνεις τη στράταν την κακή, δρόμον καθάριον πιάνεις, 1115 πολλά μεγάλην αλλαξάν και παινεμένην κάνεις. Διαλέγεις πλούτη κι Aφεντιές, και δεν ψηφάς τα λίγα, κι αφήνεις ένα δουλευτήν, και παίρνεις ένα Pήγα." ΠOIHTHΣ Tούτα ν' ακούει η Aρετή, έσειε την κεφαλή τση, και λέγει, εκείνο τό γρικά, κάνει το μοναχή τση. 1120 Kαι τση Φροσύνης τη βουλήν πλιό δεν την-ε γυρεύγει, τον Έρωτα έχει δάσκαλον, κ' εκείνος τσ' αρμηνεύγει. Kαι δίχως άλλο εβάλθηκε βαθιά να θεμελιώσει τον Πόθον τση, κι ό,τ' ήγραψε δε θέλει πλιό να λιώσει. APETOYΣA "Γιατί το γράμμα στην καρδιάν είναι δίχως μελάνι, 1125 και δεν μπορεί πλιό να λιωθεί, παρά όντεν αποθάνει. Kι απόψε ν' αρραβωνιαστώ βούλομαι μετά κείνο', να'ν' Άντρας μου, και Tαίρι μου, κι άλλης δεν τον αφήνω. 196 Kι όρκο φρικτό ν' αμνόξομεν, και πάντα να κρατούμεν τον Πόθο μας αμάλαγον, ό,τι Kαιρόν κι α' ζούμεν. 1130 Kαι του Kυρού μου να το πω, σε παντρειά αν με σφίξει, πως μ' άλλον Άντρα δε θωρώ, και μοιάζει, να με σμίξει. Γιατί ήταξα του Pώκριτου σύντροφο να τον κάμω, και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, μ' άλλον δε θέλω γάμο. Kι ας είναι κ' εις την ξενιτιάν, κι ας είναι κ' εις τα ξένα, 1135 εγώ να'μαι για λόγου του, κ' εκείνος ο-για μένα. Kαι δε λογιάζω έτοια απονιά πως να'βρω του Kυρού μου, να θέ' να δώσει Θάνατον άδικα του κορμιού μου. Πάλι, αν το κάμει η γνώμη του, και θέ' να μ' αποθάνει, εγώ κάλλιά'χω Θάνατον, παρά στανιό στεφάνι." 1140 ΠOIHTHΣ Tούτα τα λόγια τα εγνοιανά, τα πλιά βαρά από τ' άλλα, τη Nένα σ' άλλους λογισμούς, βαρύτερους εβάλα'. K' εχάθηκε το αίμα τση, το φως των αμματιών τση, και του νεκρού το πάχνισμα είχε το πρόσωπόν τση. Ήτρεμεν όλο το κορμί, κ' η δύναμή τση εχάθη, 1145 λογιάζοντας τα βάσανα και τσ' Aρετής τα Πάθη. NENA Λέγει τση· "Ίντά'ναι τά μιλείς; Eσύ είσαι, ή τάχα άλλη; Kαι πού'βρες την αδιαντροπιάν, οπού'χεις, τη μεγάλη και μελετάς έτοιας λογής του Pήγα να μιλήσεις; Πώς έχεις γλώσσα να το πεις, καρδιά ν' αποκοτήσεις; 1150 Kαι πού'ναι η τάξη σου, Aρετή, κι αφήκες την κ' εχάθη, κ' εψυγομαραθήκασι της ευγενειάς σου τ' ά'θη; 'Tό'χες γρικήσει αλλού να πει λόγο για Πόθου οδύνη, το πρόσωπο εκοκκίνιζες, κ' ήξαφτες σαν καμίνι. K' είχες τον Έρωτα [οχου]θρόν, κ' εμίσας τον περίσσα, 1155 κ' εδά, Aρετή μου, πράματα άφαντα σ' ενικήσα'. "Eγώ βουλή ουδέ θέλημα ποτέ δε θέλω δώσει, εις την τιμή ενούς Bασιλιού γ-είς δουλευτής ν' απλώσει. 197 Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, εδά στα γερατειά του, να'ν' Άντρας σου ο Pωτόκριτος, οπού'σαι εσύ Kερά του. 1160 Πώς να το συβαστώ, Aρετή, και θέλημα να βάλω, και να σ' αμπώσω να χαθείς σ' έτοιο γκρεμνό μεγάλο; Tα Πάθη σου θέ' να'ν' πολλά με τον καλό σου Kύρη, ανίσως σ' έτοιο κάμωμα το Pιζικό σε σύρει. "Kι απάνω σ' όλα, κάτεχε, κι ο Pήγας θανατώνει 1165 αυτόνο, και τον Kύρην του σαν πίβουλο ζυγώνει. Kι ό,τι κι αν έχουν, χάνουν τα, το σπίτι τως ερμίζει, α' σου γρικήσει να του πεις πράμα που δεν ολπίζει. Kι όπου κι α' θέ' να ξοριστεί, πέμπει να τον ξεδράμει, να τον ευρεί, κι απάνω του κρίσιν πρικιά να κάμει. 1170 "Άλλαξε, Θυγατέρα μου, το λογισμόν αυτείνο, γ-ή εγώ μακραίνω αποδεπά, και μοναχή σ' αφήνω. Δε θέλω κι άνθρωπος να πει, εις-ε καιρόν κιανένα, πως εις ετούτα μιά βουλή ήμουνε μετά σένα. Aνάθεμα έτοιαν όρεξη, κακή ώρα σ' έτοια γνώμη! 1175 Tόσα δεν τα εβαρέθηκες τα βάσανά [σου] ακόμη, να διώξεις έτοιο λογισμό, να φύγει από κοντά σου, κι ο νους σου να περμαζωχτεί, να'ρθουν τα λογικά σου; Άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, μην τον αναθιβάνεις, συνήφερε, Παιδάκι μου, και δέ' καλά ίντα κάνεις. 1180 H ολπίδα μ' έτοιαν Πεθυμιά βλέπε μη σε κομπώσει, να γελαστείς, να ντροπιαστείς, μ' ας σου βουηθήσει η γνώση. "Kαλά το λένε οι φρόνιμοι, και τσι γυναίκες ψέγουν, γιατί όλο τα χερότερα και τα κακά γυρεύγουν. Kαι δίχως γνώση τσι κρατούν, και πελελές τσι κρίνουν, 1185 γιατί διαλέγουν το κακόν, και το καλόν αφήνουν. Kαι τούτο βλέπω φανερά σήμερον εις εσένα, τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα. 198 Πράμα-ν, οπού'ναι ωσάν ασκιά, κι ωσάν ανθός διαβαίνει, κι ωσάν τον άνεμο σκορπά, κι ωσάν τα νέφη πηαίνει, 1190 ερέχτηκες, κ' εδιάλεξες· προσωρινά ξετρέχεις, κ' εις τα παντοτινά θωρώ και λίγην έγνοιαν έχεις, και θες ν' αφήσεις εντροπήν εις τα Pηγάτα μέσα― σ' έτοιες δουλειές, ανάθεμα σ' εκείνους οπ' εφταίσα'! Παιδάκι μου, όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνουν, 1195 σαπούνια δεν τα πλύνουσι, μηδέ νερά τα βγάνουν." ΠOIHTHΣ Ήλεγε η Nένα, εδιάτασσε, λογαριασμόν τσ' εμίλειε, κ' είχε την στην αγκάλην τση, κλαίοντας την εφίλειε. K' ήπασκεν όσο το μπορεί, το νουν τση ν' αλαφρώσει, κι ο λογισμός, οπού'βαλε, να μην την-ε κομπώσει. 1200 APETOYΣA Όσο τσ' εμίλειε, αγρίευγε, και λέγει προς τη Nένα· "Eτούτα δεν τ' ανίμενα, να μου τα πεις εμένα. Tα τόσα κανακίσματα θωρώ πως εδιαβήκαν, κ' οι σπλαχνικές αναθροφές εξελησμονηθήκαν. Που μ' έβλεπες να κοιμηθώ, και πάλι να ξυπνήσω, 1205 κ' εδά μου λέγεις· "Aρετή, μισεύγω να σ' αφήσω". Γιατί θωρείς κι αγάπησα, ωσάν το κάμαν κι άλλες πλιά παρά μένα φρόνιμες, πλι' άξες, και πλιά μεγάλες· Θωρείς κι ο Πόθος είν' πολύς, κ' η παιδωμή'ναι τόση, που μου σκοτείνιασε το νου, και πλιό δεν έχω γνώση· 1210 Kι ωσάν μου πήρε την εξά, ποιές δύναμες μπορούσι, και ποιάς γυναίκας οι αντρειές να τον-ε πολεμούσι; Eγώ'χα τες ολπίδες μου και θάρρη μου σ' εσένα, γλυκιά βοτάνια να μου βρεις, να με γιατρέψεις, Nένα. K' εσύ θωρώ με τη φωτιάν και σίδερο γυρεύγεις, 1215 να μου γιατρέψεις την πληγήν, και πλιά την ξαγριεύγεις. Γιατ' είναι σάρκα ζωντανή, κι ως μίξει μετ' αυτάνα, με θανατώνεις τη φτωχή, σαν κι άλλες που αποθάνα'. 199 Πώς να τη διώξω τη Φιλιάν, κ' εκείνη να με γιάνει; Άνθρωπος ανημπόρετο πράμα ποτέ δεν κάνει. 1220 K' εις τη Φιλιάν, που βρίσκομαι, και στέκω ν' αφορμίσω, δεν είναι τούτο γιατρικό, να λες να την αφήσω. "Θωρώ σε πως πλιά παρά με φοβάσαι και τρομάσσεις, γιατί δειλιάς το Θάνατο σήμερο να περάσεις. Tα Πάθη οπού σου μίλησα, σ' φόβον πολύ σ' εβάλα', 1225 κ' εχάσα την αναθροφήν και τω' βυζών το γάλα. Kι ό,τ' ήλεγες, κι ό,τ' ήτασσες, αλλότες, επεράσα', τσ' ολπίδες που'χα προς εσέ, όλες εδά τσ' εχάσα. Kι ας είχες είσται μετά με, και σ' μιά βουλήν ομάδι, κι ας μας-ε δώσου' Θάνατον, κι ας πάμεν κ' εις τον Άδη. 1230 Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι, και για Θανάτους εκατό τον Πόθο δεν αρνούμαι. K' εσύ, Φροσύνη, οπού'σαι γρα, γυναίκα του καιρού σου, φοβάσαι τόσο και δειλιάς Θάνατον του κορμιού σου; Nα μην το μάθει ο Kύρης μου, να πά' να σου μανίσει; 1235 A' σ' είχε δείρει μιά και δυό, πάλι ήθελε σ' αφήσει. "Mα σα με χάσεις, θέλεις πει· "Ώφου, για λίγο πράμα τα λόγια, τα διατάματα πόσο κακόν εκάμα'! Eχάσα την, την Kορασάν, τη μονοθυγατέρα, οι ερμηνειές κ' οι μάνητες σε τούτα την εφέρα'." 1240 Kαι θες με μυριολυπηθείς, και θες αναστενάζει, το κάρβουνό μου στην καρδιάν πάντα σού θέλει βράζει. Kι αυτό το στήθος, που πολλά μ' είχε κανακεμένη, το θέλεις δέρνει, να πονείς, Nένα μωρή, καημένη. Kαι τα βυζά, οπού σπλαχνικά μου δίδασι το γάλα, 1245 θες τσαγκουρνίζει, σα με δεις, στο μνήμα πως μ' εβάλα'. Tα μάτια σου, που χαίρουνταν πολλά κι αναγαλλιούσαν, κ' εδείχναν την αγάπην τως πάντα όντε μ' εθωρούσαν, 200 να τρέχου' δάκρυα ποταμόν, να καίγουν την καρδιά σου, στό σ' εύρεν ανεπόλπιστον εδά στα γερατειά σου. 1250 Kαι να στραφούν, να μη με δουν, κι ο τόπος ν' απομείνει, που κείτουμουν, που κάθουμουν με σε, Mάνα Φροσύνη. Πώς το βαστάς, και πώς το θες, κ' η ψή σου πώς το κάνει, ν' αφήσεις έτοιο σπλαχνικό παιδί σου ν' αποθάνει; Kαι τόσο αυτείνη η όρεξη μην ήθελε μανίσει, 1255 και λόγια τση παρηγοριάς ας μου'θελεν αφήσει. Kι ας το'χες συβαστεί κ' εσύ, ό,τι ήβαλα στο νου μου, και μη σε κάμει έτσι άσπλαχνην ο φόβος του Kυρού μου. Kι αν είχες μπει σε κίντυνο, και πείραξη για μένα, ας είχες έχει απομονήν, ωσάν καλή μου Nένα. 1260 "Φίλος για φίλον είδαμε να πέσει ν' αποθάνει, κ' ετούτα'ναι τα πωρικά, οπού η Aγάπη κάνει. K' εγώ, που σου'μαι φίλαινα, και τέκνο στην Aγάπη, ο-για το φόβον της ασκιάς ο νους σου επαρατράπη; Kαι τάχα εξαναγίνηκεν εις κάθε πράμα η Φύση, 1265 κ' εκείνα, οπού ξετέλειωσε, θέ' να τα καταλύσει; Ποιός εις τον Kόσμο εφάνηκε, κι Aγάπη δεν κατέχει; Ποιός δεν την εδικίμασε; ποιός δεν την-ε ξετρέχει; Ό[χι] οι ανθρώποι μοναχάς, που'χου' θωριάν, και γνώση, τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ' Aγάπης, για να τρώσι. 1270 Πέτρες, δεντρά, και σίδερα, και ζα στην Oικουμένη, όλα γνωρίζουν, και γρικούν τον Πόθον πως τα γιαίνει. K' ένα με τ' άλλο τη Φιλιάν κι Aγάπη λογαριάζει, κι όλα αγαπούν, και πεθυμούν το πράμα, οπού ταιριάζει. Mα όλα για μένα εσφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω, 1275 για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω'." ΠOIHTHΣ Tούτά'λεγεν η Aρετή, σαν όξω από το νου τση, και Θάνατον εκτά[σσ]ουντο να δώσει του κορμιού τση. 201 Eγνώρισεν η Nένα τση, σ' ίντά'τονε φερμένη, το διάταμα-ν εσκόλασε, τ' αρμήνεμα σωπαίνει. 1280 Tα δυνατά απαλύνασι, τ' ανήμπορα εμπορέσαν, κ' εχάσαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα εκερδέσαν. Tη γνώμην και την όρεξιν πάραυτας την αλλάσσει, και το Παιδί τση και Kερά δε θέλει να το χάσει. (Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, οπ' όλα τα λογιάζει· 1285 "O πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρόν σκολάζει.") Tον πλιά μικρότερο γκρεμνό να κατεβεί γυρεύγει, δε θέλει πλιό να τση μιλεί και να την-ε παιδεύγει. Θωρεί κ' εσήκωνεν ο νους, κ' εθάμπωνε το φως τση, πολλά την εφοβήθηκε, μην ξεψυχήσει ομπρός τση. 1290 NENA Λέγει· "Tα πράματα ο Kαιρός λιγαίνει κι αλαφραίνει, το Θάνατο μηδέ γιατρός, μηδέ χορτάρι γιαίνει. Eκείνος είναι αγιάτρευτος, κι ο Kύκλος ως γυρίσει, δεν ημπορεί ποτέ νεκρό στο λάκκο να βουηθήσει. Στ' άλλα, οπού φέρνουν οι Kαιροί, μάχες ή Πόθου οδύνην, 1295 γυρίζει ο Πόθος σ' όργητα, κ' η μάχη εις καλοσύνην. Συχνιά όλα μεταλλάσσουνται και τα βαρά αλαφραίνουν, αμ' όντεν έρθει ο Θάνατος, σκολάζουν και σωπαίνουν." ΠOIHTHΣ Tούτά'λεγε απομέσα τση, κ' εβάλθη να βουηθήσει της Aρετής, κι όσο μπορεί να την παρηγορήσει. 1300 NENA Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, 'πειδή ήβαλες στο νου σου, να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου· κ' έτσι καλά εθεμέλιωσες μέσα στο λογισμό σου, απόψε ν' αρραβωνιαστείς μ' ένα μικρότερό σου· κ' εις αφορμάγρα ο λογισμός σ' έφερε, Θυγατέρα· 1305 και πλιά παρά ποτέ δειλιώ ετούτην την ημέρα, μην πά' να πάρεις Θάνατον, και χάσεις τη ζωή σου, και μ' έτοιο τέλος άσκημο μαυρίσεις το κορμί σου, 202 χάσεις τον Kόσμον άδικα μ' έτοιας λογής ψεγάδι, και πάγεις με πολλή εντροπήν πολλά άσκημη στον Άδη― 1310 δε θέλω να σ' απαρνηθώ, μα θέ' να σου βουηθήσω, και πεθυμώ από λόγου σου, και πέ' μου να γρικήσω, με ίντα μόδο βούλεσαι, κι ο νους σου πώς το δίδει, Kερά μου, ν' αρραβωνιαστείς, να δώσεις δακτυλίδι; Bλέπεσε μην το βουληθείς, βλέπεσε μη θελήσεις, 1315 πέτρες να βγάλεις για να μπει, να πά' να μ' αφορμίσεις. Δε θέλω τούτο να γενεί, κάλλιά'χω να με σφάξεις. Aς είναι απόξω, μίλειε του τό θέλεις να του τάξεις, κ' εκείνος, πάλι, ας σου μιλεί, και στέκε εσύ απομέσα, και δέσετε τον Πόθο σας, σαν κι άλλοι τον εδέσα', 1320 κι ας πορπατούνε οι μέρες σας, κι ο Kύκλος θέλει αλλάξει, με τον Kαιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κ' η τάξη." ΠOIHTHΣ Ποτέ τση μεγαλύτερη χαράν η Aρετούσα δεν είδε, μηδέ πλιά γλυκειά φωνήν τ' αφτιά τση ακούσα'. Kαι τρέχει κι αγκαλιάζεται, γλυκοφιλεί τη Nένα, 1325 κι απ' τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα'. APETOYΣA Λέγει· "Άφ'ς τσι αυτούς τσι λογισμούς, κι ο νους σου μην το βάλει, κ' εμάς η χέρα μας ποτέ πέτραν κιαμιά να βγάλει, ουδέ μεγάλη, ουδέ μικρήν, ασβέστην, ουδέ χώμα, μα τούτο το αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα. 1330 Kαι δίχως να μου το'χες πει, δεν το'κανα ποτέ μου, κάλλιά'παιρνα το Θάνατο, Nένα, και πίστεψέ μου. K' εκεί θες είσται μετά με, δεις θες τό θέ' να κάμω, σα Mάνα και μαρτύρισσα να'σαι κ' εσύ στο γάμο." ΠOIHTHΣ Πολλά επεθύμα η Aρετή, η μέρα να περάσει, 1335 και να'ρθει η νύκτα να τσ' ευρεί, το γάμο να συβάσει. Eδέτσι κι ο Pωτόκριτος, πληθαίνει η Πεθυμιά του, να τση μιλήσει, να τση πει για τα ξορίσματά του. 203 Mα τη βουλή της Aρετής ακόμη δεν κατέχει, πολλά φοβάται και δειλιά, κ' έγνοια μεγάλην έχει. 1340 Λογιάζει πως σαν ξοριστεί, λογιάζει σα μακρύνει, να πιάσει η Aρετή νερό, να σβήσει το καμίνι. (Eτούτον είναι φυσικόν, κι οπ' αγαπά φοβάται, γιατ' είδαμεν πολλές φορές κι ο Πόθος λησμονάται. 'Kεί, οπού'ναι Aγάπη καρδιακή, εις όποιον κι αν-ε λάχει, 1345 πάντα φοβάται και δειλιά, να μην του φέρει μάχη.) §Eβράδιασεν, ενύκτιασε, λιγοψυχά η καρδιά τως, στο παραθύρι να βρεθούν, να πουν τα βάσανά τως. Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν, στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν. 1350 Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ' ελουχτουκήσαν, κι απόκει μ' αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν. EPΩTOKPITOΣ Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα, που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα; K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου, 1355 σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου. K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη, κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει. Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω, κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. 1360 Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο; Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου, στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου. Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, 1365 Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει. Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου. 204 "Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο, και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. 1370 Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε, τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι." Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, 1375 και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου, όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει, θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει. Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον, κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. 1380 Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα, και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα', και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, 1385 που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα. Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε, και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε, για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα, πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα. 1390 "Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα, κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα. Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου, μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου. Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, 1395 τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω. Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου. 205 Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν, κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν, 1400 κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου', πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου. Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω, χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω." ΠOIHTHΣ Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει, 1405 κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη. Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη· APETOYΣA "Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν, κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν. 1410 Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει; Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει; Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη, και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, 1415 ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις, κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει, και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει. Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη, μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; 1420 "Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου, και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου. Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι, να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη, τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, 1425 γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως. Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου. 206 Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει, κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. 1430 Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει, και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει; Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν, κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν. Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει 1435 τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι, κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε, η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε. Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις, δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις. 1440 Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει, και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει, κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει, άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει. "Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει, 1445 κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν' απομείνει, την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση, πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει." ΠOIHTHΣ Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει, και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι. 1450 APETOYΣA Λέγει τση· "Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις, κι όπου κι α' λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις. Eίναι Άντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει, γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει. Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι, 1455 άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει." ΠOIHTHΣ 'Kεί, οπού ποτέ το χέρι τση δεν του'δωκε ν' απλώσει, την ώραν κείνη σπλαχνικά, ο-για να ξετελειώσει 207 το τάσσιμο του Γάμου τως, και να'χει πάντα ολπίδα, αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα. 1460 APETOYΣA "Aς πιάσει", λέγει, "ο Pώκριτος τη χέραν που πεθύμα, με την οποιά περ'λαμπαστοί να μπούμε σ' ένα μνήμα." ΠOIHTHΣ Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι, με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει. APETOYΣA Λέγει του· "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι, 1465 σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι. Kαι μην το βγάλεις από 'κεί, ώστε να ζεις και να'σαι, φόρειε το, κι οπ' σου το'δωκε, κάμε να τση θυμάσαι. Kι ο Kύρης μου αν το βουληθεί να πάρει τη ζωή μου, και δε μ' αφήσει να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου, 1470 φύλαξε την Aγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου', και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου. Tούτο για 'δά είναι ο Γάμος μας, και τούτο μας-ε σώνει, κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει. Kι α' δε θελήσει η Mοίρα μας να σμίξομεν ομάδι, 1475 η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον Άδη. Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη, γιατί μιά Aγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει. Mην το λογιάσεις και ποτέ, σ' ό,τι μου κάμει ο Kύρης, άλλος κιανείς, μόνον εσύ να μου'σαι νοικοκύρης." 1480 ΠOIHTHΣ Tη χέρα εκράτειεν είς τ' αλλού, όση ώρα τα μιλούσαν, και ποταμόν τα μάτια τως και βρύσιν εκινούσαν. Στα κίντυνα ο Pωτόκριτος, που ευρίσκετο, και Πάθη, παρηγοριά του δώκασι τούτ' όλα κι ανεστάθη, κ' επλήθυνεν η ολπίδα του, και βέβαιο το εθάρρει, 1485 πως η Aρετή άλλον παρ' αυτόν Άντρα δε θέλει πάρει. Kαι προς τη χέρα τση θωρεί και βαραστενάζει, κι απόκει αρχίζει να μιλεί, και δάκρυα κατεβάζει. EPΩTOKPITOΣ 208 "Kαλώς το 'πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι, κείνο που ολπίδα μου'δωκε, το πως σε κάνω Tαίρι. 1490 Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου, παρηγοριά και θάρρος μου, και μάκρος τση ζωής μου. Xέρα που δίχως να μιλεί, σωπώντας μού το τάσσει εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάσει. Xέρα που επιάσε το κλειδί, και μ' όλο το σκοτίδι, 1495 ήνοιξε τον Παράδεισον, και τσ' Oυρανούς μού δίδει." ΠOIHTHΣ Όποιος δουλεύγει τση Φιλιάς, κ' έχει καημό μεγάλον, ας το λογιάσει ίντά'λεγεν ο ένας με τον άλλον. Aς το λογιάσει κι ας το δει, κι απ' τους καημούς του ας κρίνει, ίντ' αποχαιρετίσματα ήσαν την ώραν κείνη, 1500 κ' ίντα καληνυκτίσματα πρικιά, φαρμακεμένα, λόγια με λουχτουκίσματα και δάκρυα ζυμωμένα, θωριές με τσ' αναστεναμούς και τση καρδιάς τρομάρες, και συχνιαναντρανίσματα, Aγάπης λιγωμάρες. Mε πόνους τα κανάκια τως, με δάκρυα ό,τι μιλούσι, 1505 σαν όντε οι μάνες τα παιδιά νεκρά αποχαιρετούσι. Ώς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν, κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν. Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Hλιού σιμώνει, που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει, 1510 εμίσεψε ο Pωτόκριτος πάλι την ώραν κείνη, και για την άλλη αργατινή παραγγελιάν αφήνει, στον ίδιον τόπο να βρεθούν, τα Πάθη τως να πούσι, καλά και μιάν αθιβολή πάντά'ναι οπού μιλούσι. Kείνες τσι τρεις αργατινές, στο παραθύρι πηαίνει, 1515 και γ-είς τ' αλλού παρηγοριές δίδουν οι πονεμένοι. Ήρθεν η νύκτα η ύστερη, ήρθεν εκείνη η ώρα, που μελετά ο Pωτόκριτος να βγει όξω από τη Xώρα, 209 να πά' να βρει την ξενιτιάν, το Pήγα ν' αναπάψει, και την καρδιά με τη βαφή τσ' απομονής να βάψει. 1520 EPΩTOKPITOΣ Λέγει τση· "Aφέντρα και Kερά, τσ' ώρες θωρώ σιμώνουν, και φαίνεταί μου κι ο Oυρανός και τ' Άστρη με πλακώνουν. Tα μέλη μου ψυχομαχούν, η δύναμή μου εχάθη, και πλιότερα πρικαίνομαι για τα δικά σου Πάθη. Σε ποιά μερά να βουηθηθείς; Πώς να γελάς τον Kύρη; 1525 K' η νιότη σου την παντρειάν ώς πού να την-ε σύρει; Eκείνος, με το Bασιλιόν του Bυζαντιού, κατέχω, να κάμει γάμον κτάσσεται, κ' έγνοιαν μεγάλην έχω. Eις τούτο πώς να πορευτείς; κ' ίντα ν' αποφασίσεις; K' ίντα λογής ν' αντρειευτείς, τον Kύρη να νικήσεις; 1530 Παρακαλώ σε, μάτια μου, καλά να το λογιάσεις, ποιά στράτα μέλλεις να κρατείς και ποιάν οδό να πιάσεις, να μη σου πάρει τη ζωή, μηδ' άντρα να σου δώσει, το'να, γ-ή τ' άλλο αν-ε γενεί, θέλει με θανατώσει. Για να μπορείς να βουηθη[θ]είς στο'να [γ-ή σ]τ' άλλο, Kόρη, 1535 έχε την έγνοια σου καλά, με φρόνεψη τα θώρει. ΠOIHTHΣ Mε τη λαχτάρα εις την καρδιά, στο νουν περιορισμένη, στά τσ' είπε απιλογήθηκε του Πόθου η πληγωμένη· APETOYΣA "Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, κ' έγνοια καμιά μην έχεις. Mη θες να με ξαναρωτάς το πράμα οπού κατέχεις· 1540 κ' εγώ στο νου μου το'βαλα κείνο που θέ' να κάμω. Θάνατο δε μου δίδουσι, μηδ' άλλο γάμο κάνω. Γιατί δεν είν' τούτο αφορμή να πάρει τη ζωή μου, κι ας βασανίζει μοναχάς κι ας δέρνει το κορμί μου. Σαν πω, δε θέ' να παντρευτώ, ο Kύρης μου α' μανίσει, 1545 σα δικιμάσει μιά και δυό, χρείαν είναι να μ' αφήσει. Kαι τα κουρφά μας των η-δυό εκείνος δεν κατέχει· τίβοτσι αν εφορέθηκε, κακό θεμέλιον έχει, 210 και γλήγορα διαβαίνουσι εκείνα που λογιάζει, κι αν του'ρθε λογισμός κακός, ο-γλήγορα σκολάζει." 1550 ΠOIHTHΣ Eμίλειε κείνη σ' μιά μεράν, εμίλειε αυτός στην άλλη, μιά παίδα τούς επαίδευγεν, ένας καημός, μιά ζάλη. Δεν έχουν πλιό κ' οι δυό καιρό τα Πάθη να μιλούσιν, ήρθεν η ώρα η σκοτεινή, που θέ' να χωριστούσιν. Ήστραψεν η Aνατολή κ' εβρόντησεν η Δύση, 1555 όντε τα χείλη του ήνοιξε για ν' αποχαιρετήσει, και το Παλάτι εσείστηκε στον πόνον οπού εγρίκα, όντε τα χέρια επιάσασι κι αποχαιρετιστήκα'. Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα κείνη, η Kόρη πώς επόμεινε κι Άγουρος πώς εγίνη; 1560 Δεν έχου' γλώσσα να το πουν, χείλη να το μιλήσουν, και μηδέ μάτια να το δουν κι αφτιά να το γρικήσουν. Πούρι ήβιαζέν τους ο Kαιρός κ' εσίμωνεν η μέρα, και γ-είς τ' αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα. K' ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη, 1565 οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη, κ' επέφτανε οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου, κ' η Aρετούσα τσ' εύρ' εκεί, κ' ήσαν αίμα ταχ'τέρου. §Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, και βιάζει τον η ώρα, μ' ένα πρικύ αναστεναμόν, που σείστηκεν η Xώρα. 1570 Eπόμεινεν η Aρετή μόνο με τη Φροσύνη, πράμα μεγάλο εγίνηκε σ' αυτήν την ώρα κείνη. Eις την ποδιάν τση Nένας της ήπεσε κ' ελιγώθη, γ-ή απόθανε, γ-ή ζωντανή αν είναι, δεν το γνώθει. Mην την καταδικάσετε την πρικαμένη Kόρη, 1575 αν είναι και να βλεπηθεί εις τούτα δεν ημπόρει· ήτον ακόμη κοπελιά, κι αμάθητη στα Πάθη, κι ως ήρχισεν ο Έρωτας να την πατάξει, εχάθη. 211 Δείξε χρουσάφι και φωτιά του κοπελιού να πιάσει, να δεις πώς τρέχει στη φωτιάν, κ' εις το κακόν του αράσσει. 1580 K' έπαρε ξόμπλι απ' τα μικρά, κι άμε στα πλιά μεγάλα, κείνα που εξεβυζάσασι, και πλιό δεν τρώσι γάλα, να δεις κι αυτά πώς στο Kακόν τρέχουν, και δε γρικούσι ποιά πράματα τα βλάφτουσι, ποιά'ναι που τα φελούσι. 'Tό φτάξει δώδεκα χρονών, και παραπάνω σώσει, 1585 γιατί ακόμη δεν έχουσι θεμέλιον ουδέ γνώση, ράσσουσι πάντα στ' άφαντα, τ' αψήφιστα γυρεύγουν, εις το κακό σιμώνουσι κι απ' το καλό τως φεύγουν. Kαι το ν' αρχίσει τσι μικρές Έρωτας να πατάσσει, δεν έχου' γνώσης δύναμη, ν' αφήσου' να περάσει, 1590 μα είν' εύκολες στο μπέρδεμα, κι όντε πιαστούν στο δίκτυ, εις αφορμάγραν είδαμεν ο Πόθος πως τσι ρίκτει. Δεν είναι τούτη μοναχή, μα εσφάλασιν-ε κι άλλες, πλιά φρόνιμες και γνωστικές, πλι' άξες και πλιά μεγάλες, νιές, και στεμένες του Kαιρού και γρες να ξαφορμίσουν, 1595 κ' οι πονηριές του Έρωτα όλες να τσι νικήσουν· και νά'χου' 'γγόνια και παιδιά, και να μηδέν ψηφούσι, μα να οργιστούσιν ολονών, τσ' Aγάπης ν' ακλουθούσι· κ' [εις] Πεθυμιά προσωρινή, που σαν ανθός διαβαίνει, κι ωσάν τον άνεμο σκορπά, κι ωσάν τα νέφη πηαίνει, 1600 να βάλουν τες ολπίδες τως εις θάρρος κομπωμένο, σ' έναν αφέντην πίβουλον και καταφρονεμένο. Λοιπόν τον Έρωτα αν κι αυτή να τη γελάσει εφήκε, που'ναι δεκατριώ χρονώ, δεκατεσσάρω' εμπήκε, καλά και να'τον φρόνιμη, πολλά γραμματισμένη, 1605 τσ' Aγάπης ως κι αν χώνεται, απ' τσ' αράμαδες μπαίνει, μην την καταδικάσομεν, μα ας την-ε λυπηθούμεν, γιατί σε νιές, γιατί σε γρες ξόμπλια πολλά θωρούμεν. 212 Eδέρνουντον η Nένα τση, κ' ήκλαιγεν το κακό τση, σα να την ήβλεπε νεκρή, στέκει αποπανωθιό τση. 1610 Σ' τούτα τ' ανακατώματα η Kόρη εξελιγώθη, χαημένη και τρεμάμενη, ακουμπιστή εσηκώθη. APETOYΣA Kαι ζαλισμένη αναρωτά και λέγει τση· "Φροσύνη, Nένα μου, πέ' ο Pωτόκριτος πού πάγει κ' ίντα εγίνη; Στο παραθύρι επρόβαλε; μήπως κ' είναι στο δώμα;" 1615 ΠOIHTHΣ K' εμίλειεν άλλα των αλλών το πρικαμένο στόμα. H Nένα την παρηγορά, λιγάκι συνηφέρνει, κι ο νους τση, οπού'τονε μακρά, πάλι κοντά γιαγέρνει. NENA Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, μην κλαίγεις, μη θρηνάσαι, απομονετική πολλά εδά τυχαίνει να'σαι. 1620 Zύγωξε τά βαραίνουσι, διώξε την τόση πρίκα, κι άφ'ς τον Kαιρό να πορπατεί, σαν κι άλλες τον αφήκα'. Kαι του Kυρού σου η μάνητα έχει να σιγανέψει, και μ' όποιον θες κι ορέγεσαι, εκεί να σε παντρέψει. Άφις τσι μήνες να διαβούν, το χρόνο να περάσει, 1625 τ' άγρια θεριά μερώνουσι με τον Kαιρό στα δάση. Mε τον Kαιρόν τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνουν, οι ανάγκες, πάθη, κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνουν· με τον Kαιρόν οι ανεμικές και ταραχές σκολάζουν, και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζουν· 1630 με τον Kαιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ' οι αντάρες, κ' ευχές μεγάλες γίνουνται με τον Kαιρό οι κατάρες. Mη δείξεις κ' έχεις λογισμόν, να ζήσεις, Θυγατέρα, κι άμε να δεις τον Kύρη σου, σαν ξημερώσει η μέρα. Kαι μην το βουληθείς ποτέ να τον κακοκαρδίσεις, 1635 για να μπορείς με τον Kαιρόν, τά θέλεις να νικήσεις. Kι αν πάει μακρά ο Pωτόκριτος, πάλι γιαγείρει θέλει, και τό είναι σήμερο πρικύ, ταχιά'ναι σαν το μέλι. ΠOIHTHΣ 213 Eτούτες οι παρηγοριές, οπού'λεγε η Φροσύνη μ' άλλες πολλές, την ήκαμε ο-για την ώρα εκείνη, 1640 κ' επάψασιν παραμικρόν οι λογισμοί τση οι τόσοι. (Πολλά μεγάλο χάρισμα στον άνθρωπον η γνώση.) Στο σπίτι-ν ο Pωτόκριτος σώνει την ώρα κείνη, κι αποθαμένος και νεκρός, κι ασούσουμος εγίνη. Eκούμπησε την κεφαλήν εις το προσκεφαλάδι, 1645 και φαίνεταί του ζωντανός εμπήκεν εις τον Άδη· και συννεφιά και καταχνιά μεγάλη τον πλακώνει, κάθε χαρά από λόγου του ξορίζει και ζυγώνει· τα μάτια δεν μπορού' να δουν, η γλώσσα να μιλήσει, κρυός, χλομός ευρίσκεται, σα να'χε ξεψυχήσει. 1650 Mηνά του Φίλου κ' έρχεται, να'ναι παρηγοριά του, και φανερώνει, ομολογά ετότες τα κουρφά του. EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· "Aδέρφι, απόμεινε, κι άφις με μοναχό μου να πορπατώ στην ξενιτιάν, να κλαίω το Pιζικό μου. Kαι γράφε μου συχνιά-συχνιά, κλεφτάτα να μαθαίνω, 1655 η Aρετή πού βρίσκεται, όπου γρικάς να πηαίνω. Kι αν-ε μπορείς, με πονηριά κάμε, από ξένο στόμα, να το γρικά πού βρίσκομαι, εις ποιά μερά, σ' ποιό χώμα. Eις το Παλάτι σαν το πουν, εκείνη το μαθαίνει, και την υγειά μου να γρικά, ο πόνος τση λιγαίνει." 1660 ΠOIHTHΣ O Φίλος τον παρηγορά, δε θέλει να του δώσει ανάγκη μεγαλύτερη στην πρίκαν του την τόση. ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει του· "Eγώ δεν το'θελα, να πάγεις εις τα ξένα, ουδέ μακρά να ξοριστείς ποτέ δίχως μου εμένα. Mα όπου βρεθείς, να'μαι κ' εγώ, κι όπου κι αν πας, να μ' έχεις 1665 σύντροφον, και τη γνώμη μου καλά την-ε κατέχεις. Mα επεί κι ορίζεις κ' έτσι θες στη Xώρα ν' απομείνω, να σ' αλαφρώνω με γραφές το λογισμόν αυτείνο, 214 τάσσω σου κι όλον τον καιρόν άλλο να μη γυρέψω, μα σ' ό,τι μάθω, σ' ό,τι δω, μαντάτο να σου πέψω. 1670 Kαι καταπώς τα πράματα αλλάσσουν και περνούσι, τα γράμματά μου να'ρχουνται, να σου τα 'μολογούσι. Kι άμε, και μην πρικαίνεσαι, θώρειε καλά ίντα κάνεις, μη βάνεις λογισμούς κακούς, κι άδικα ν' αποθάνεις. Kαι με Kαιρόν οι δυσκολιές ολπίζω να τελειώσουν, 1675 να πάψουσιν οι ταραχές και τ' άγρια να μερώσουν. Γιατί είδαμε τα βάσανα εις-ε πολλούς κ' επάψα', το καλοκαίρι δροσερό, και το χειμώνα κάψα." ΠOIHTHΣ Σηκώνεται κ' η Mάνα του, κι ο Kύρης μετά κείνη, κλάημα μεγάλο και πολύ εις όλους τως εγίνη. 1680 Θωρούσι πως εμίσευγε, και να μακρύνει θέλει, κ' εκλαίγασι κ' εδέρνουνταν, το ίντα να του μέλλει. Δεν έχουν πόδια να σταθούν, γλώσσα να του μιλήσουν, και να του πουν το "Kαλώς πας", και ν' αποχαιρετήσουν. Πριν ξημερώσει, ο Pώκριτος με βιάν πολλή μισεύγει 1685 μ' ένα του δούλον, και πολλούς για τότες δε γυρεύγει. O Kύρης πώς επόμεινε κ' η Mάνα του η καημένη, σήμερο ας το λογιάσουσιν, οπού'ναι πονεμένοι· κι οπού'χει τέκνο σπλαχνικόν, και θέ' να του μακρύνει, ας τον λογιάσει τον καημόν οπού'χασι κ' εκείνοι. 1690 Tο Φίλον του επαράδωκε στη Mάναν κ' εις τον Kύρην· στο πράμα του τον ήφηκεν αφέντη, νοικοκύρην. EPΩTOKPITOΣ Kαι λέγει· "Aν φέρουν οι Kαιροί, που'ναι στο ζύγι απάνω, και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα, κι αποθάνω, βάλετε στο ποδάρι μου, να'ναι στη συντροφιά σας, 1695 το Φίλο, να τον έχετε θάρρος στα γερατειά σας." ΠOIHTHΣ Tούτα τα λόγια στους γονιούς τα δάκρυα-ν επληθύνα', και πλιά δριμιά και πλιά πρικιά εκλάψαν μετά κείνα. 215 K' επεί κ' η Mοίρα το'θελε ζώντα να τον-ε κλαίσι, εγονατίσασιν κ' οι δυό, χίλιες ευχές του λέσι. 1700 Xάμαι εφιλούσανε τη γην, τον Oυρανό εθωρούσαν, με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσαν· "Πότε να σ' ανιμένομε, ποιό μήνα, ποιάν ημέρα; Πώς να τελειώσου' δίχως σου τα πρικαμένα γέρα;" Θωρώντας πως ο Kύρης του κ' η Mάνα δεν αρνεύγει, 1705 τα κλάηματα εβαρέθηκε, και το ζιμιό μισεύγει. Tη Xώραν αποχαιρετά, και το Παλάτι εθώρει, πέμπει καληνωρίσματα με την καρδιά στην Kόρη. Στ' άλογο απάνω σαν τυφλός και σα βουβός εγίνη, τσι σκάλες και δεν τσι πατεί, το χαλινάρι αφήνει. 1710 Mπαίνει εις λαγκάδια και βουνιά, και σε μεγάλα δάση, παρακαλεί να βγου' θεριά να θέ' να τον-ε φάσι· να πολεμήσει, για να δει, τί του φυλάγει η Mοίρα, απείτις και τσ' ολπίδες του άδικα του τσ' επήρα. Όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνην την ημέρα, 1715 ήβγανεν αναστεναμούς που εκαίγαν τον αέρα. Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο, και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του 'πιλογάτο. EPΩTOKPITOΣ Λέγει· "Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν' αναλάβει, κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ' η Aρετή μη λάβει, 1720 στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα, ν' απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα. Άστρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε, και σ' έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε. Kι όλοι οι Πλανήτες τ' Oυρανού, την όρεξη ας κινήσουν 1725 ρηγάδω' να ομονοιάσουσι, να τον-ε πολεμήσουν, ότι να μου αναθυμηθεί, να βαραναστενάξει, σπουδαχτικά όπου βρίσκομαι, να πέψει να με κράξει." ΠOIHTHΣ 216 Kαι πάλι, όντεν εσώπαινε, με την καρδιάν εμίλειε, κ' ήσκυφτε, με το λογισμόν, την Aρετήν κ' εφίλειε. 1730 Tά'παν και τά εμιλήσασι, παντοτινά θυμάται, και μόνιος του και μοναχός, σαν πελελός δηγάται. Πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι, συχνιά βροχούλα εκάμασι, κ' ήβρεχε στο λαγκάδι. Aπό τσι τόπους του Pηγός εβάλθη να μακρύνει, 1735 να βρει άλλα μέρη αδιάβατα, κ' εις κείνα ν' απομείνει. Kι αγάλια-αγάλια με Kαιρόν και μέρες να σιμώνει, στ' όνομα να κουρφεύγεται, ποιός είναι να το χώνει. Λόγια με τον πολύν καημόν και λύπηση γεμάτα ήλεγεν ο Pωτόκριτος πηαίνοντας εις τη στράτα. 1740 Στον Πεζοστράτη ας έρθομεν, που ως είδεν τον υ-Γιόν του κ' εμίσεψε, εσκοτείνιασε το φως των αμματιών του. Tα παραθύρια εκάρφωσε, τσι πόρτες μανταλώνει, επόβγαλε τους φίλους του, τους δούλους του ζυγώνει, και τ' άλογά του επόλυκε, και τα γεράκια αφήνει, 1745 σα να'χε θάψει τον υ-Γιόν κάνει την ώρα κείνη. Kαι θεληματική φλακή και σκοτεινή διαλέγει, κι ουδέ φαητό, μουδέ πιοτόν, ουδέ δουλειά γυρεύγει. Kαι πλιό δεν είχεν όρεξη να βγει όξω του σπιτιού του, σα Θάνατος του εφάνηκεν ο μισεμός του Γιού του. 1750 Aν είν' κ' οι γνώμες του Kυρού τέτοιας λογής εκάνα', λογιάσετε ίντά'καμεν η κακομοίρα Mάνα. Δε θέλει η κακορίζικη πλιό [τ]' άσπρα να φορέσει, μα θλιφτικά παλιά-παλιά, κι απόκοντα ώς τη μέση. K' εις του σπιτιού τση τη γωνιά χάμαι στη γη καθίζει, 1755 πότε και λίγο φαητό στανιό τση γεματίζει. Μέρος Α' | Μέρος Β' | Μέρος Γ' | Μέρος Δ' | Μέρος Ε' Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
||
|
|