Ρώμος Φιλύρας


Ο Ρώμος Φιλύρας (1898-1942) ήταν ενας Έλληνας ποιητής.

Βιογραφικό

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης η Γιάγκος Β. Οικονομόπουλος. Γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας το 1898 και πέθανε στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1942.


Μορφώθηκε κατ' οίκον από τον πατέρα του, που ήταν εκπαιδευτικός.


Στα 14 του εγκατασταθήκανε στην Αθήνα όπου εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα («Το Δερβένι μας») αλλά και μερικά πεζογραφήματα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο. Το 1920, συνεπεία αφροδισιακού νοσήματος, πέρασε τα σύνορα της ουτοπίας και του δράματος, για να υποκύψει στη τρέλα. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, για να μη κατορθώσει να βγει ποτέ από 'κει.

Δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία συνέγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες.


Πέθανε το 1942, στις 9 Σεπτεμβρίου, στο "Δρομοκαΐτειο" Θεραπευτήριο.


Χαρακτηριστικά του έργου του

Στην ποίηση του, διαφαίνεται η πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ δεν λείπει η μουσικότητα και ο ρομαντισμός.


[Επεξεργασία] Εργογραφια

Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Ακρίτας", "Ηγησώ", "Οικογένεια", "Μπουκέτο", "Νουμάς", "Νέα Εστία", "Παναθήναια" κ.α.

Ρώμου Φιλύρα: Πορτραίτα και Κειμήλεια - Ανέκδοτα ποιήματα. Με την φροντίδα του Ναπ. Παπαγιωργίου, Αθηνα 1981.

Δείγμα γραφής

ΤΟ ΔΕΡΒΕΝΙ ΜΑΣ

Στα χλωρολείβαδα έδυσεν η ολόστερνη αχτίδα,
κι ερήμωσε το λόφο μας η, υγρή, στερνή νοτιά,
τα κυπαρίσσια τα ψηλά, τριγύρω κι η γλυσίνα,
σαν λαμερό τεφρό θρονί μ΄αλλέα την πυροστιά.
Τρίψηλα ο βράχος στο βουνό κι ορθά τα κυπαρίσσια,
σαν δυό φρουροί επιβλητικοί στων θάμνων το σωρό,
τα παλαιά ονειρεύονται κι ορθόπλωρα πρυμνήσα ,
που λύνανε σ΄ αλίμονο γιαλό έναν καιρό.
Κάποτε ο μώλος έφερνεν αρμύρα του πελάγου
κι άλλοτ’ η πρύμνη βύθαγε σε τρόπαια παληά,
στο Τρίκροτο της άνθισης του Βυζαντίου του μάγου,
στου Νέστου την παλίρροια ως τον κάβο Μαλιά.
Αναπαμένοι οι γίγαντες κοιμούνται στα Τιτάνες
κι η δικουκική δευτέρωσε λεβέντικη γενιά
ανάκουστη σαν ξεχαστοί πανάρχαιοι παιάνες
στα μαγικά κι ολόλευκα που καρτερούν πανιά.
Μα εσύ, χωριό, κοιμήθηκες στο κράσπεδο του λόφου
σαν υψωτό στους θρύλους μας κι άτρομο στο σεισμό
και στα στενά που σύρθηκες σ’ έναν αιώνα ζόφου
μήτε γαλήνη προμηνάς μηδέ το χαλασμό.



Νεοελληνική λογοτεχνία

Έλληνες ποιητές


Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de