Ιούλιος Τυπάλδος


Επτανήσιος ποιητής (1814-1883). Ανήκει στους λεγόμενους σολωμικούς ποιητές της Επτανησιακής Σχολής.

Βίος

Γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1814. Οι οικογένειες των γονέων του ήταν δύο παλιές αριστοκρατικές οικογένειες με μεγάλη μόρφωση και ο ποιητής από μικρός ήρθε σε επαφή με τα γράμματα κυρίως μέσω της μητέρας του που του μετέδωσε αυτήν την αγάπη.


Σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπως όλοι οι νέοι του κύκλου του, και μετά την επιστροφή του το 1839 εντάχθηκε στον δικαστικό κλάδο. Υπηρέτησε ως ανακριτής, πρωτοδίκης και πρόεδρος των πρωτοδικών στην Κεφαλλονιά, την Κέρκυρα και την Ζάκυνθο.


Στη Ζάκυνθο γνώρισε την μέλλουσα σύζυγό του Λουΐζα δε Ρώσση, αδερφή του ποιητή Γεώργιου Κανδιάνου Ρώμα, η οποία έγινε η μούσα του και πηγή έμπνευσης για τα ποιήματά του.


Αγωνίστηκε για την ελευθέρωση της Επτανήσου, θεωρούσε όμως πρόωρη την ένωση με την Ελλάδα και γι' αυτό ήταν υπέρ μέσων λύσεων. Αυτό είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί από πολλούς.


Του προσφέρθηκαν οι θέσεις Αρεοπαγίτη στην Αθήνα και πρεσβευτή στη Ρώμη, τις οποίες δεν αποδέχθηκε. Το 1867 παραιτήθηκε από το δικαστικό αξίωμα και πήγε για λόγους υγείας στην Φλωρεντία. Εκεί αφοσιώθηκε στο λογοτεχνικό του έργο.


Το 1881, με την υγεία του σε πολύ άσχημη κατάσταση, επέστρεψε στην Κέρκυρα. Πέθανε εκεί το 1883, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει την συγκέντρωση και έκδοση του ποιητικού του έργου.


Το έργο

Η παραγωγή του είναι κυρίως ποιητική, πρωτότυπη και μεταφράσεις. Τα μόνα πεζά του είναι ο "Λόγος" στο μνημόσυνο του Σολωμού, το δοκίμιο για τη γλώσσα, η φιλολογική επίστολή προς τον Σπυρίδωνα δε Βιάζη και άλλες επιστολές.


Πρωτότυπο ποιητικό έργο

  • Η μόνη συλλογή που εξέδωσε είναι τα Ποιήματα διάφορα, το 1856. Έγραψε έκτοτε και άλλα ποιήματα τα οποία όμως δεν πρόλαβε να συγκεντρώσει και να εκδώσει.

Μεταφράσεις

  • Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ του Τορκουάτο Τάσσο
  • 2 από τις Νύχτες του Όσσιαν


Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ


- Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τες δροσιές, νύκτες με το φεγγάρι,
και σεις μαύρα Κλεφτόπουλα, που την Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δεν με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι η ψυχή απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
ναλθώ το γλυκοχάραμα, να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σκολάσει ο πόλεμος κι έβγει τ' αχνό φεγγάρι
πάλι θε νάλθω να σταθώ σ' ένα κυπαρισσάκι,
τα λίγα τα κλεφτόπουλα που βρω στην γην να κλάψω,
μέσα στης νύκτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμώνται
ν' ακούσουν οι μονάδες τους να τα μοιρολοήσουν.
- Για ιδές η θύρα του Πασά και πάψε το τραγούδι!
Έχετε γειά, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν' ακούω τ' αηδόνια πούρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.
Κι όταν απ' την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
έβγουν τα μοσκολίβανα με το Χριστός Ανέστη,
λευκό πουλάκι θα γενώ στην Πόλη να πετάξω
και σαν παράδεισος πουλί γλυκά να κιλαϊδήσω.
Το λόγο δεν απόσωσε κι έπεσε σκοτωμένος.
Στον τόπο που τον έθαψαν εβγήκε κυπαρίσσι
και κάθε γλυκοχάραμα με του Μαγιού τες αύρες
έρμο πουλάκι κάθεται στο έρμο κυπαρίσσι,
κοιτάζει την ανατολή, κοιτάει κατά την Πόλη
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.


Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΙ Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ


- Για πάμε Ελένη στο βουνό, στην κρουσταλλένιαα βρύση,
όπου ευωδιάζουν λεϊμονιές και κελαϊδούν αηδόνια.
- Πάμε κι ας είν' λυπητερά τα κελαϊδήματά τους.
Σιμά στη βρύση κάθουνται κι ο Λάμπρος τη ρωτάει:
- Τ' έχεις και κλαις, Ελένη μου, και βαριαναστενάζεις;
Θυμάσαι τη μανούλα μας, πούδες νεκρή ομπροστά σου
και δίνοντάς σου το φιλί σου μάτωσε τ' αχείλι;
- Τ' αέρι, που σφυρίζοντας, ξεπλέκει τα μαλλιά μου,
μ' αναθυμάει δυο κορασιές πούδα εδεπά γερμένες
και τα μαλλιά τους ήτανε στο χώμα ματωμένο.
- Είδες τες δύο τες κορασιές και συ θέλ' εισαι η τρίτη,
τον ποθητό που αγάπουνες σύρε να βρεις στον Άδη.
Χρυσό μαχαίρι επέταξε απ' τ' αργυρό ζωνάρι.
- Προτού με σφάξεις τρεις φορές άσε με να φωνάξω.
Φωνάζει μια τον Κωνσταντή, τον αδελφό της κράζει,
οπού 'ταν ο μικρότερος κι ο συνομήλικός της.
Φωνάζει δυο λυπητερά και κράζει τη Θεοτόκο.
Τρίτη φωνή επετάχτηκε μέσ' απ' τα φυλλοκάρδια:
- Πρόσμενε Γιάννη κι έρχουμαι μ' εσέ στον κάτου κόσμο
εκεί οι ψυχές μας να σμιχτούν σαν ήταν τα κορμιά μας.
Ο Κωνσταντής καθότανε μονάχος στο τραπέζι,
χρυσό ποτήρι εβάστουνε με κόκκινο κρασάκι.
- Αδέλφια την Ελένη μας άκουσα που με κράζει.
Ε! Λάμπρο πούθεν έρχεσαι; μην είδες την Ελένη;
Τι αίμα είν' κειο που σου θωρώ στην άσπρη φουστανέλα;
- Μια περιστέρα εσκότωσα κι εράντισε το αίμα.
- Α! τη γνωρίζω, αλύπητε, την μαύρη περιστέρα,
τα στήθια της μανούλας μας εβύζασαν κι εκείνη.


Νεοελληνική λογοτεχνία

Κατάλογος Ελλήνων λογοτεχνών

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org + LivePedia.gr http://www.livepedia.gr/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de