Ρυτό


Ρυτό

ρυτό το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :από το ουδ. του επίθετο ρυτός*] (αρχαιολ.) ποτήρι που το σχήμα του μοιάζει με κέρατοJump to: navigation, search

Αγγεία

Αλφαβητικός κατάλογος

Από την Live-Pedia.gr

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License


www.hellenica.de