Μπαϊράκι


Η λέξη Μπαϊράκι είναι τουρκική λέξη εκ της περσικής: Μπαϊράκ (= Σημαία) που σημαίνει μικρό λάβαρο, ή σημαία μικρή, εξ ου και Μπαϊρακτάρης (= ο Σημαιοφόρος).

Χρησιμοποιήθηκε έντονα από τα αντάρτικα σώματα κυρίως ως διακριτικό ελληνικών ομάδων κλεφτουριάς αλλά και στα αρματολίκια στην περίοδο της Εθνεγερσίας του 21. Οι σημαντικότεροι οπλαρχηγοί και αγωνιστές όπως ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Ζαχαριάς, ο Βλαχάβας κ.ά. είχαν ο καθένας χαρακτηριστικό μπαϊράκι με ιδιαίτερα χρώματα ή γράμματα πτοκειμένου ν΄ αναγνωρίζονται μεταξύ τους τα υπ΄ αυτών ένοπλα σώματα. Το μπαϊράκι αυτό, ή και φλάμπουρο λεγόμενο, σήκωνε ο ανδρειότερος της ομάδας που ονομάζονταν μπαϊρακτάρης. Με τον καιρό ο χαρακτηρισμός αυτός έγινε πατρωνυμικό επίθετο, (π.χ. Δημήτριος Μπαϊρακτάρης)

Σήμερα ο όρος αυτός στη νεοελληνική χρησιμοποιείται προς χαρακτηρισμό οποιασδήποτε εκδηλούμενης αντίδρασης ανεξαρτητοποίησης επί οργανωμένης δράσης ή κατεύθυνσης π.χ. "σήκωσε μπαϊράκι" ή "σήκωσε δικό του μπαϊράκι", (ως απόηχος του 21, επειδή τα μπαϊράκια τα κατείχαν οργανωμένες μεν, αλλά ανεξάρτητες μεταξύ τους ένοπλες ομάδες, το δε ρήμα "σήκωσε" λέγονταν με την έννοια της δημιουργίας νέας αντάρτικής ομάδας από κάποιον οπλαρχηγό, "καπετάνιο" τότε.)

Συνώνυμη επίσης είναι και η έκφραση: "κάνει του κεφαλιού του".

* Σήμερα μια μικρή τουρκική νησίδα στο δίαυλο Σάμου και έναντι ακτών Τουρκίας ναι μεν στην ελληνική ονομάζεται νησίδα Αγ. Γεωργίου πλην όμως στους τουρκικούς χάρτες αναφέρεται ως BayraK adasi (=νησίδα σημαίας), [ada = νήσος, adasi = νησίδα].

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de