Σαίρεν Κίρκεγκωρ
|
Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, στα Δανικά Søren Aabye Kierkegaard (ΔΦΑ: [ˌsœːɐn ˈkʰiɐ̯g̊əˌg̊ɒːˀ]) (5 Μαΐου 1813 – 11 Νοεμβρίου 1855), ήταν Δανός φιλόσοφος και θεολόγος του 19ου αιώνα. Θεωρείται ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος. Στο έργο του ο Κίρκεγκωρ άσκησε έντονη κριτική τόσο στην Εγελιανή φιλοσοφία της εποχής του όσο και σε πρακτικές της επίσημης Εκκλησίας τις οποίες θεωρούσε ανούσιες και τυπολατρικές. Πολλά από τα έργα του ασχολούνται με θρησκευτικά προβλήματα, όπως με τη φύση της πίστης, τον θεσμό της χριστιανικής Εκκλησίας, τη χριστιανική ηθική και θεολογία και τις απόψεις και τα συναισθήματα των ατόμων όταν αντιμετωπίζουν υπαρξιακές επιλογές. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, το έργο του Κίρκεγκωρ έχει καταταγεί στον χριστιανικό υπαρξισμό και την υπαρξιακή ψυχολογία. Οι ιδέες που έφερε στο φως ο Κίρκεγκωρ έγιναν αιτία έντονων συνειδησιακών διλημμάτων και αυτοκριτικής για τους αναγνώστες του. Στο έργο του Δανού θεολόγου υπογραμμίζεται μια επιτακτική ανάγκη: για να γίνουν γόνιμοι οι καιροί που ζούμε, οφείλουν να απολακτίσουν την πολλή και ποικίλη γνώση προς χάριν της αυτογνωσίας· η εποχή μας πρέπει να σπάσει τα δεσμά της αυθεντίας και του δογματισμού και να γίνει σωκρατική, δηλαδή διαλεκτική. Αυτό μπορεί να συμβεί εφόσον πάψει η αντικειμενικότητα να γίνεται το επίκεντρο στην αναζήτηση της αλήθειας. Η σωκρατική φιλοσοφική σκέψη επηρέασε βαθιά τις ιδέες και τα έργα του[1]. Επίσης, η βασική έννοια της υπαρξιακής αγωνίας για την σωτηρία του ανθρώπου που ανέπτυξε ο Κίρκεγκωρ εμφανίστηκε και ορίστηκε αρχικά από τον Ιωάννη Δαμασκηνό.[2] Τα πρώιμα έργα του τα έγραψε χρησιμοποιώντας διάφορους χαρακτήρες με ψευδώνυμα, οι οποίοι παρουσίαζαν τις διαφορετικές απόψεις τους μέσω πολύπλοκων διαλόγων. Ο Κίρκεγκωρ άφηνε στον κάθε αναγνώστη του να κατανοήσει τη σημασία των έργων του, διότι «το έργο [του αναγνώστη] θα πρέπει να καθίσταται δύσκολο, καθώς μόνο η δυσκολία εμπνέει εκείνον που έχει ευγενή κίνητρα»[3]. Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν εξέφρασε την άποψη ότι ο Κίρκεγκωρ ήταν «με διαφορά, ο πιο εξέχων διανοητής του δέκατου ένατου αιώνα»[4]. Αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα που επηρέασε τη σύγχρονη διανόηση[5][6][7]. Η ζωή του Τα πρώτα χρόνια (1813–1841) Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια της Κοπεγχάγης. Ήταν το έβδομο τέκνο του Μίκαελ Πέντερσεν Κίρκεγκωρ (Michael Pedersen Kierkegaard), συνταξιούχου εμπόρου ειδών ιματισμού και ιδιαίτερα θρησκευόμενου ατόμου. Πεπεισμένος ότι τιμωρείτο από την οργή του Θεού, πίστευε ότι κανένα από τα παιδιά του δε θα κατάφερνε να επιζήσει πέρα από τα 33 χρόνια, που ήταν η ηλικία στην οποία έφτασε ο Ιησούς Χριστός. Πίστευε ότι οι δικές του αμαρτίες, όπως η βλασφημία του ονόματος του Θεού στα νιάτα του και πιθανόν το γεγονός ότι άφησε έγκυο τη μητέρα του Σαίρεν πριν από τον γάμο τους, καθιστούσαν απαραίτητη αυτή την τιμωρία. Αν και πολλά από τα εφτά παιδιά του πέθαναν σε νεαρή ηλικία, η πρόβλεψή του αποδείχτηκε ανεπιτυχής όταν δύο από τα παιδιά του ξεπέρασαν τα 33 χρόνια. Αυτή η αρχική εμφάνιση της έννοιας της αμαρτίας και της μετάδοσής της από πατέρα σε γιο έθεσε το θεμέλιο για πολλά από τα έργα του Κίρκεγκωρ (ιδιαίτερα του έργου Φόβος και Τρόμος). Στα βιβλία του Κίρκεγκωρ δε γίνεται άμεση αναφορά στη μητέρα του, την Άννε Σαίρενσντατερ Λουντ Κίρκεγκωρ (Anne Sørensdatter Lund Kierkegaard), αν και επηρέασε τα μεταγενέστερα έργα του. Παρά την περιοδική θρησκευτική μελαγχολία του πατέρα του, ο Κίρκεγκωρ ήταν στενά δεμένος με αυτόν. Όντας αυτοδίδακτος και δαιμόνιος επιχειρηματίας, και παράλληλα αφοσιωμένο μέλος της Λουθηρανικής Εκκλησίας, είχε βαθιά πίστη στις αρχές του καθήκοντος και της αυτοπειθαρχίας —αρχές που μεταβίβασε στον νεαρό Κίρκεγκωρ. Ο πατέρας του Κίρκεγκωρ πέθανε στις 9 Αυγούστου 1838 σε ηλικία 82 χρονών. Πριν από τον θάνατό του, ζήτησε από τον Σαίρεν να γίνει πάστορας. Ο Σαίρεν είχε επηρεαστεί βαθιά από την θρησκευτική πείρα και ζωή του πατέρα του, και έτσι ένιωθε υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Δύο ημέρες αργότερα, στις 11 Αυγούστου, ο Κίρκεγκωρ έγραψε: «Ο πατέρας μου πέθανε την Πέμπτη. Ήθελα πάρα πολύ να μπορούσε να ζήσει μερικά χρόνια ακόμη, και θεωρούσα τον θάνατό του ως την τελευταία θυσία που έκανε για χάρη της αγάπης του προς εμένα· [...] Πέθανε για εμένα ώστε, αν είναι δυνατόν, να μπορέσω να γίνω κάτι. Από όλα όσα κληρονόμησα από εκείνον, η ανάμνηση από εκείνον, το εξευγενισμένο πορτρέτο του [...] είναι πολύ αγαπητό για εμένα, και θα είμαι προσεκτικός ώστε να διατηρήσω [τη μνήμη του] κρυμμένη με ασφάλεια από τον κόσμο»[8]. Ο Κίρκεγκωρ φοίτησε στο Σχολείο της Πολιτικής Αρετής (Østre Borgerdyd Gymnasium), αριστεύοντας στα Λατινικά και την Ιστορία. Το 1830, σε ηλικία 17 ετών, προχώρησε στις σπουδές θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης αλλά, ενώ βρισκόταν εκεί, στράφηκε περισσότερο προς τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Στο πανεπιστήμιο ο Κίρκεγκωρ έκανε τη διατριβή του με θέμα «Η ιδέα της ειρωνείας με συνεχείς αναφορές στον Σωκράτη»[9]. Αποφοίτησε στις 20 Οκτωβρίου 1841 με τον τίτλο του Magister Artium, που αντιστοιχεί στο σημερινό Διδακτορικό. Με την οικογενειακή κληρονομιά του, ο Κίρκεγκωρ είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την εκπαίδευσή του, τη διαβίωσή του και διάφορες εκδόσεις των πρώτων έργων του. Ρεγκίνε Όλσεν (1837–1841) Μια ακόμη σημαντική πτυχή της ζωής του Κίρκεγκωρ (η οποία θεωρείται ότι άσκησε σημαντική επιρροή στο έργο του) ήταν η διάλυση του αρραβώνα του με τη Ρεγκίνε Όλσεν (1822-1904). Ο Κίρκεγκωρ συνάντησε τη Ρεγκίνε στις 8 Μαΐου 1837 και αμέσως ήρθε σε ύπαρξη μια αμοιβαία έλξη. Στο ημερολόγιό του ο Κίρκεγκωρ έγραψε σχετικά με την αγάπη του για την Ρεγκίνε: Ω της καρδιάς μου δέσποινα, αποθησαυρισμένη στα πιο απρόσιτα κελιά του κάστρου της καρδιάς μου, ο νους μου όλος είν’ εκεί... ω άγνωστη θεά! Ναι, μπορώ να πιστέψω πράγματι στων ποιητών τους μύθους, πως, όταν πρωτοθωρεί κανείς τον έρωτά του, μοιάζει η όψη της να 'ρχεται από παλιά, πως η αγάπη ολάκερη—σαν σύμπασα τη γνώση—είναι στη μνήμη ριζωμένη, πως κι η αγάπη είν' κι αυτή προφήτισσα, του λόγου της [...] Μου φαίνεται πως και να σώρευα όλων των νιων το κάλλος, μόλις που θα κατάφερνα ν’ αγγίξω το δικό σου· και πως, για νά βρω τον χαμένο μου τον τόπο, εκείνον που μου δαχτυλοδειχτεί το πιο βαθύ μυστήριο όλης της ύπαρξής μου, όλο τον κόσμο θα ’πρεπε να τονε περιπλεύσω· και την επόμενη στιγμή είσαι τόσο κοντά μου, πληρώνοντας το πνεύμα μου με τέτοια ισχύ και σθένος, που γίνομαι άλλος άνθρωπος και νιώθω τι όμορφα που ’ναι να ’μαι εδώ. — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[8] (2 Φεβρουαρίου 1839) Στις 8 Σεπτεμβρίου 1840, ο Κίρκεγκωρ έκανε πρόταση γάμου στη Ρεγκίνε. Όμως, σύντομα ένιωσε να προσγειώνεται στην πραγματικότητα και μελαγχόλησε μπροστά την προοπτική του γάμου. Σε λιγότερο από έναν χρόνο, στις 11 Αυγούστου 1841, διέλυσε ο ίδιος τον αρραβώνα. Στο ημερολόγιό του αναφέρει την άποψή του ότι η «μελαγχολία» του τον καθιστούσε ακατάλληλο για γάμο, αλλά τα πραγματικά αίτια της διάλυσης του αρραβώνα παραμένουν ασαφή. Πιστεύεται γενικά ότι οι δυο τους παρέμεναν βαθιά ερωτευμένοι, πιθανώς ακόμη και μετά τον γάμο της με τον Γιόχαν Φρέντερικ Σλέγκελ (1817-1896), έναν εξέχοντα δημόσιο υπάλληλο[10]. Τον περισσότερο καιρό η επαφή τους περιοριζόταν σε τυχαίες συναντήσεις στους δρόμους της Κοπεγχάγης. Λίγα χρόνια αργότερα ο Κίρκεγκωρ έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τον σύζυγο της Ρεγκίνε άδεια για να μιλήσει μαζί της, πράγμα που φυσικά του αρνήθηκε ο Σλέγκελ. Σύντομα μετά από αυτό το ζευγάρι έφυγε από την χώρα, καθώς ο Σλέγκελ είχε διοριστεί Κυβερνήτης στις Δανικές Δυτικές Ινδίες. Όταν επέστρεψε η Ρεγκίνε, ο Κίρκεγκωρ ήταν ήδη νεκρός. Η Ρεγκίνε Σλέγκελ έζησε μέχρι το 1904 και, όταν πέθανε, θάφτηκε κοντά στον Κίρκεγκωρ στα Κοιμητήρια Ασίστενς της Κοπεγχάγης. Πρώτη συγγραφική περίοδος (1841–1846) Αν και ο Κίρκεγκωρ έγραψε κάποια άρθρα σχετικά με την πολιτική, τις γυναίκες και την ψυχαγωγία όταν ήταν νεότερος και φοιτητής, πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι το πρώτο αξιόλογο έργο του ήταν η πανεπιστημιακή διατριβή του Η ιδέα της ειρωνείας με συνεχείς αναφορές στον Σωκράτη, η οποία παρουσιάστηκε το 1841, ενώ άλλοι θεωρούν ότι το αριστουργηματικό και, κατά γενική ομολογία, σπουδαιότερο έργο του, ήταν το Είτε - Είτε, το οποίο εκδόθηκε το 1843. Ό,τι και αν ισχύει, και τα δύο έργα ασκούν κριτική σε μεγάλες μορφές της Δυτικής φιλοσοφικής διανόησης (τον Σωκράτη στο πρώτο και τον Χέγκελ στο δεύτερο), αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του Κίρκεγκωρ και εμφανίζονται ωριμότερα σε σχέση με τα έργα της νεότητάς του. Το Είτε - Είτε γράφτηκε κυρίως κατά τη διαμονή του Κίρκεγκωρ στο Βερολίνο και ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1842. Το ίδιο έτος που εκδόθηκε το έργο Είτε - Είτε, ο Κίρκεγκωρ ανακάλυψε ότι η Ρεγκίνε ήταν αρραβωνιασμένη με τον Γιόχαν Φρέντερικ Σλέγκελ. Το γεγονός αυτό επηρέασε βαθιά τον Κίρκεγκωρ και τα επόμενα έργα του. Στο έργο του Φόβος και Τρόμος, που εκδόθηκε στα τέλη του 1843, ένα τμήμα του έργου του μπορεί να ερμηνευθεί ως προσμονή του Κίρκεγκωρ για μια θεϊκή πράξη που θα έκανε τη Ρεγκίνε να επιστρέψει σε εκείνον. Το έργο του Η Επανάληψη, το οποίο εκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Φόβος και Τρόμος, αναφέρεται σε έναν νεαρό κύριο ο οποίος εγκαταλείπει την αγαπημένη του. Και ορισμένα άλλα ακόμη έργα της περιόδου αυτής αφήνουν κάποιους υπαινιγμούς για τη σχέση του Κίρκεγκωρ με την Όλσεν. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου αυτής εστιάζονται στην κριτική του Χέγκελ και αποτελούν τη βάση για την υπαρξιακή ψυχολογία. Τα έργα του Φιλοσοφικά Ψιχία, Η Έννοια της Αγωνίας και Στάδια της Οδού της Ζωής αφορούν απόψεις και σκέψεις που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος στη ζωή του, υπαρξιακές επιλογές και τις συνέπειές τους, και το αν θα έπρεπε κανείς να αποδεχτεί μια θρησκεία —συγκεκριμένα τον Χριστιανισμό— ή όχι στη διάρκεια της ζωής του. Πιθανώς η πιο γενναία επίθεση κατά του εγελιανισμού είναι το έργο Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία, το οποίο αναλύει τη σπουδαιότητα του ατόμου, την υποκειμενικότητα της αλήθειας και αντιμετωπίζει το Εγελιανό αξίωμα ότι «η Λογική είναι η Πραγματικότητα και η Πραγματικότητα είναι η Λογική»[12]. Το ζήτημα του Κουρσάρου (1845–1846) Στις 22 Δεκεμβρίου 1845, ο Πέντερ Λούντβιχ Μέλερ (Peder Ludvig Møller) δημοσίευσε ένα άρθρο το οποίο ασκούσε κριτική στο έργο του Κίρκεγκωρ Τα Στάδια της Ύπαρξης. Το άρθρο αυτό υποτιμούσε το έργο, αλλά ήταν φανερό ότι δεν στηριζόταν σε επαρκή κατανόηση του έργου. Ο Μέλερ ήταν επίσης συνεργάτης της σατιρικής δανικής εφημερίδας Ο Κουρσάρος, η οποία διακωμωδούσε επιφανή άτομα. Ο Κίρκεγκωρ απάντησε γραπτώς ώστε να υπερασπίσει το έργο του, γελοιοποίησε τον Μέλερ και υποτίμησε την εφημερίδα, πράγμα που προκάλεσε την οργή της εφημερίδας και του εκδότη της, του Μέιρ Άαρον Γκόλντσμιντ (Meïr Aaron Goldschmidt). Απαντώντας στον Μέλερ, ο Κίρκεγκωρ έγραψε τα δύο άρθρα Δραστηριότητα ενός Περιπλανώμενου Αισθητικιστή και Διαλεκτικό Αποτέλεσμα μιας Πράξης Φιλολογικής Αστυνόμευσης. Το πρώτο επικεντρωνόταν στην ακεραιότητα του Μέλερ και αποτελούσε απάντηση στην κριτική του, το δε δεύτερο αποτελούσε επίθεση σε βάρος της εφημερίδας με την οποία ο Κίρκεγκωρ ζητούσε δημόσια τη διακωμώδησή του. Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, η εφημερίδα Ο Κουρσάρος συνέχισε την επίθεση κατά του Κίρκεγκωρ αναφορικά με την εμφάνιση, τη φωνή και τις συνήθειές του. Για μήνες δεχόταν παρενοχλήσεις στους δρόμους. Αυτό φαίνεται ότι τον έκανε να διακόψει την ανώνυμη συγγραφή άρθρων. Δεύτερη συγγραφική περίοδος (1846–1853) Ενώ η πρώτη συγγραφική περίοδος τού Κίρκεγκωρ επικεντρώθηκε στον Χέγκελ, η δεύτερη περίοδος είχε ως επίκεντρο την υποκρισία του Χριστιανικού κόσμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον όρο «Χριστιανικός κόσμος» ο Κίρκεγκωρ δεν αναφερόταν στη Χριστιανοσύνη καθαυτή αλλά στην Εκκλησία και στον τρόπο που εφαρμόστηκε η χριστιανική θρησκεία στην κοινωνία. Μετά το περιστατικό του Κουρσάρου, ο Κίρκεγκωρ άρχισε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινά και την αλληλεπίδραση του ατόμου με αυτά. Το πρώτο έργο αυτής της περιόδου ήταν το Δύο Εποχές: Μια Λογοτεχνική Ανασκόπηση, το οποίο αποτελούσε κριτική στη νουβέλα Δύο Εποχές (σε κάποιες γλώσσες μεταφράστηκε με τον τίτλο Δύο Γενιές) της Τομασίν Κριστίν Γκίλεμπουργκ-Έρενσβαρντ (Thomasine Christine Gyllembourg-Ehrensvärd). Όταν ολοκληρώνει την κριτική του έργου της, ο Κίρκεγκωρ κάνει ορισμένες βαθυστόχαστες παρατηρήσεις όσο αφορά τη φύση της παρούσας εποχής και την απάθεια που επιδεικνύει προς τη ζωή. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τον μοντερνισμό λόγω του ότι προωθεί μια απαθή άποψη για τον κόσμο. Ο Κίρκεγκωρ γράφει ότι «στη σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει η λογική και ότι τα άτομα έχουν αδειάσει από κάθε πάθος [...] Η τάση σήμερα είναι προς την κατεύθυνση της μαθηματικής ισότητας, έτσι ώστε από όλα τα σχολεία να παράγονται ομοιόμορφα άτομα». Με αυτόν τον τρόπο ο Κίρκεγκωρ στρέφεται εναντίον του κομφορμισμού και της πολιτισμικής αφομοίωσης των ατόμων, στοιχεία τα οποία παράγουν ένα αδιάφορο κοινό, που το ονόμασε «όχλο»[13]. Αν και ο Κίρκεγκωρ στρέφεται εναντίον του κοινού, υπερασπίζεται τις κοινότητες όπου τα άτομα διατηρούν την ποικιλομορφία και τη μοναδικότητά τους. Άλλα έργα του συνέχισαν να εστιάζουν στην επιδερμικότητα με την οποία επιχειρεί ο «όχλος» να περιορίσει και να καταπνίξει το άτομο που ξεχωρίζει. Το Βιβλίο σχετικά με τον Άντλερ είναι ένα έργο που ασχολείται με τον ισχυρισμό του Αδόλφου Πίτερ Άντλερ ότι εξοστρακίστηκε και παύθηκε από την ιδιότητα του πάστορα ως συνέπεια μιας βέβηλης αποκάλυψης που είχε βιώσει. Μέρος της ανάλυσης του όχλου αποτελεί η συνειδητοποίηση του Κίρκεγκωρ ότι η χριστιανική εκκλησία, και πιο συγκεκριμένα η Εκκλησία της Δανίας, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής και απαθλίωσης. Ο Κίρκεγκωρ πίστευε ότι ο Χριστιανικός κόσμος «έχει χάσει το δρόμο του» αναφορικά με την χριστιανική πίστη· ότι ο χριστιανικός κόσμος πλέον αγνοεί, διαστρεβλώνει ή υπηρετεί μόνο στα λόγια τις αρχικές χριστιανικές διδασκαλίες. Ο Κίρκεγκωρ θεώρησε καθήκον του σε αυτή την περίοδο της ζωής του να ενημερώσει τους άλλους σχετικά με τη ρηχότητα του αποκαλούμενου «Χριστιανικού τρόπου ζωής». Έγραψε αρκετές κριτικές για τον σύγχρονο Χριστιανισμό σε έργα του, όπως η Χριστιανική Πραγματεία, τα Έργα Αγάπης και οι Πραγματείες Διάπλασης Ποικίλων Πνευμάτων. Το έργο του Κίρκεγκωρ Ασθένεια Προς Θάνατον αποτελεί ένα από τα διασημότερα έργα εκείνης της εποχής. Παρά το ότι αθεϊστές φιλόσοφοι και ψυχολόγοι απορρίπτουν την προτεινόμενη από τον Κίρκεγκωρ λύση της πίστης, η ανάλυση του όσον αφορά τη φύση της απόγνωσης είναι μία από τις καλύτερες προσεγγίσεις του θέματος και την ακολούθησαν μεταγενέστερα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως η αντίληψη περί υπαρξιακής ενοχής του Χάιντεγκερ και της «κακοπιστίας» (ή κακής πίστης) του Ζαν Πολ Σαρτρ. Γύρω στο 1848, ο Κίρκεγκωρ άρχισε μια έντυπη επίθεση ενάντια στην κρατική Εκκλησία της Δανίας με βιβλία όπως οι Πρακτικές του Χριστιανισμού, Περί Αυτοεξέτασης και Κρίνετε οι Ίδιοι!, τα οποία αποτελούσαν μέρος της προσπάθειας να καταδειχθεί η αληθινή φύση της Χριστιανοσύνης, με τον Ιησού ως πρότυπη μορφή. Επίθεση κατά του χριστιανικού κόσμου (1854–1855) Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κίρκεγκωρ αναλώθηκε σε μια διαρκή και απερίφραστη επίθεση κατά της κρατικής Εκκλησίας της Δανίας μέσω άρθρων που δημοσιεύονταν από την εφημερίδα Η Πατρίδα (Fædrelandet) και μιας σειράς φυλλαδίων που εξέδιδε ο ίδιος με τον τίτλο Η Στιγμή (Øjeblikket).[14] Ο Κίρκεγκωρ αρχικά υποκινήθηκε σε δράση από μια ομιλία του Καθηγητή Χανς Λάσεν Μάρτενσεν (Hans Lassen Martensen) ο οποίος αποκάλεσε τον Επίσκοπο Γιάκομπ Π. Μίνστερ (Jakob P. Mynster), που είχε μόλις πρόσφατα πεθάνει, «μάρτυρα της αλήθειας, έναν από τους αυθεντικούς μάρτυρες της αλήθειας»[15]. Ο Κίρκεγκωρ έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Μίνστερ αλλά είχε διακρίνει ότι η άποψη που είχε εκείνος για τον Χριστιανισμό προερχόταν από ανθρώπινα συμφέροντα και όχι από ενδιαφέρον για τον Θεό και ότι η ζωή του Μίνστερ δεν είχε καμία σχέση με τη ζωή ενός «μάρτυρα της αλήθειας». Επίλογος Στις 2 Οκτωβρίου 1855, πριν την έκδοση του δέκατου κεφαλαίου της Στιγμής, ο Κίρκεγκωρ κατέρρευσε στο δρόμο υποφέροντας από παράλυση στα πόδια και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Φρέντερικς. Η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί εξαιτίας του εκτενούς και κοπιαστικού συγγραφικού έργου και της συμμετοχής του σε δημόσιες αντιπαραθέσεις. Ο Κίρκεγκωρ είχε πει στον Εμίλ Μπόεσεν (Emil Boesen), ο οποίος ήταν πάστορας και παιδικός φίλος του και ο οποίος κατέγραφε τις συζητήσεις του με τον Κίρκεγκωρ, ότι η ζωή του περιλάμβανε μεγάλα και άγνωστα βάσανα, τα οποία έμοιαζαν σε άλλους μάταια αλλά δεν ήταν για εκείνον στην πραγματικότητα. Στους ελάχιστους δικούς του ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, δήλωσε: «Επιθυμώ σφόδρα να πεθάνω· δεν έχω τη βεβαιότητα πως πέτυχα να εκπληρώσω την αποστολή μου. Οι άνθρωποι ακούν καλύτερα ό,τι λέγεται από έναν νεκρό παρά από έναν ζωντανό». Στο διάστημα που παρέμεινε στο νοσοκομείο αρνήθηκε να μεταλάβει από ιερέα της Εκκλησίας, καθώς θεωρούσε τους ιερείς δημόσιους υπαλλήλους και όχι υπηρέτες του Θεού. Ο Κίρκεγκωρ πέθανε στο Νοσοκομείο Φρέντερικς μετά από σαράντα μέρες πιθανόν λόγω κάποιας πάθησης στη σπονδυλική στήλη ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, από πνευμονική λοίμωξη[16]. Αποφασίστηκε να γίνει η κηδεία του στον πιο σπουδαίο ναό της Κοπεγχάγης, στον Φρούε Κίρκε (Frue Kirke), την Κυριακή 18 Νοεμβρίου ώστε να διευκολυνθεί η προσέλευση του κόσμου. Ο αδελφός του Κίρκεγκωρ, ο Πίτερ, επρόκειτο να εκφωνήσει την ομιλία κηδείας. Η συμμετοχή του λαού στην κηδεία ήταν μαζική. Ο ναός ήταν ήδη κατάμεστος, όταν ένα πλήθος εξαθλιωμένων ανθρώπων προσέγγισε τη σoρό. Δεν υπήρχε κανένας κληρικός στον ναό εκτός από τον Πίτερ Κίρκεγκωρ και τον Ντιν Τράιντ (Dean Tryde), ο οποίος θα τελούσε τη λειτουργία στο μνήμα. Έμοιαζε σαν να επρόκειτο να ξεσπάσει αναταραχή για τον τρόπο με τον οποίο η Κατεστημένη Εκκλησία είχε πάρει στην κατοχή της το σώμα του νεκρού. Εντούτοις, την τελευταία στιγμή, μια μεγάλη ομάδα φοιτητών προωθήθηκε γύρω από το νεκρικό κρεββάτι για να το περιφρουρήσει. Η ομιλία του Πίτερ εκφωνήθηκε με μεγάλη διακριτικότητα και αποσόβησε με ηρεμία την εκρηκτική διάθεση του πλήθους. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο Ασιστένς Κίρκεγκωρ (Assistens Kirkegård) στην περιοχή Νόρεμπρο της Κοπεγχάγης. Στα κοιμητήρια που επρόκειτο να κηδευτεί ο Κίρκεγκωρ, ο ανεψιός του Χένρικ Λουντ (Henrik Lund) προκάλεσε αναταραχή καθώς πήρε το λόγο και διαμαρτυρήθηκε έντονα για το γεγονός ότι ο Κίρκεγκωρ κηδευόταν από την επίσημη Εκκλησία παρόλο που σε όλη του την ζωή είχε απομακρυνθεί από αυτή και την είχε αποκηρύξει. Ο Τράιντ του υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το νόμο, σε μια κηδεία επιτρεπόταν να έχουν το λόγο μόνο οι διορισμένοι λειτουργοί. Το πλήθος στη συνέχεια διαλύθηκε σταδιακά καθώς το ψύχος ήταν έντονο. Ο Λουντ πλήρωσε πρόστιμο αργότερα για αυτό το περιστατικό. Ο Κίρκεγκωρ τάφηκε στον οικογενειακό τάφο αλλά χωρίς να γίνει γνωστό σε ποιο σημείο ακριβώς[17][18]. Η σκέψη του Κίρκεγκωρ Ο Κίρκεγκωρ έχει χαρακτηριστεί χριστιανός υπαρξιστής, θεολόγος[19], Πατέρας του Υπαρξισμού, φιλολογικός κριτικός[13], ευθυμογράφος[20], ψυχολόγος[21], ποιητής[22] και φιλόσοφος. Δύο από τις διασημότερες ιδέες του Κίρκεγκωρ ήταν η «υποκειμενικότητα» και το «άλμα προς την πίστη», που συνήθως αναφέρεται ως «άλμα πίστης»[23] Το άλμα πίστης είναι η άποψη που διακρατούσε ο Κίρκεγκωρ όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο θα πρέπει να πιστεύει στον Θεό ή να ενεργεί όταν αγαπάει. Δεν αποτελεί τόσο συνειδητή απόφαση όσο υπερβατικότερη εκλογίκευση υπέρ της ανεξιχνίαστης πίστης. Ως εκ τούτου, θεωρούσε ότι το να πιστεύει κανείς σημαίνει ότι ταυτόχρονα αμφιβάλει. Έτσι, για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει πράγματι πίστη στον Θεό, θα πρέπει επίσης να αμφιβάλει για την ύπαρξη του Θεού· η αμφιβολία αποτελεί το έλλογο μέρος της σκέψης του ατόμου, χωρίς την οποία η πίστη δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα. Η αμφιβολία αποτελεί απαραίτητο και θεμελιώδες στοιχείο της πίστης. Με απλά λόγια, το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει ο Θεός, χωρίς να έχει αμφιβάλει ποτέ για την ύπαρξη ή την καλοσύνη του Θεού, δεν αποτελεί αξιόλογο είδος πίστης. Για παράδειγμα, δεν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι υπάρχει το μολύβι ή το τραπέζι εφόσον μπορεί να το δει και να το αγγίξει. Παρόμοια, το να πιστεύει κανείς στον Θεό σημαίνει να έχει την επίγνωση ότι ασκεί πίστη στον Θεό παρόλο που δεν μπορεί να Τον προσεγγίσει μέσω των αισθήσεών του. Ο Κίρκεγκωρ τόνισε επίσης τη σημασία της προσωπικότητας του ατόμου και τη σχέση που έχει η προσωπικότητα του ατόμου με τον κόσμο καθώς στηρίζεται στην αντανάκλαση του ίδιου του εαυτού της και στην ενδοσκόπηση. Στο έργο του Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία υποστηρίζει ότι «η υποκειμενικότητα είναι μια αλήθεια» και ότι «η αλήθεια είναι υποκειμενική». Αυτή η άποψη αφορά τη διάκριση μεταξύ τού τι είναι αντικειμενικά αληθές—για παράδειγμα, το ότι ένα άντρας ονόματι Ιησούς από την Ναζαρέτ έζησε και πέθανε στον σταυρό—και της υποκειμενικής σχέσης του ατόμου (όπως, για παράδειγμα, αδιαφορία ή αφοσίωση) με αυτή την αλήθεια. Άτομα που με οποιοδήποτε τρόπο πιστεύουν τα ίδια πράγματα μπορεί να σχετίζονται με αυτά τα πιστεύω με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Δύο άτομα μπορεί να πιστεύουν αμφότερα ότι πολλοί γύρω τους είναι φτωχοί και χρειάζονται βοήθεια αλλά η επίγνωση αυτού του γεγονότος μπορεί να οδηγήσει μόνο τον ένα να πάρει την απόφαση να βοηθήσει ενεργά τους φτωχούς. Εντούτοις, ο Κίρκεγκωρ κατά κύριο λόγο εξετάζει την υποκειμενικότητα σε σχέση με τα θρησκευτικά ζητήματα. Όπως ήδη σημειώθηκε, υποστηρίζει ότι η αμφιβολία αποτελεί στοιχείο της πίστης και ότι είναι αδύνατο να αποκτηθεί οποιαδήποτε αντικειμενική βεβαιότητα σχετικά με τις θρησκευτικές διδασκαλίες, όπως είναι η ύπαρξη του Θεού και η ζωή του Ιησού Χριστού. Το μέγιστο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αποβλέπει θα ήταν το συμπέρασμα ότι είναι πιθανό οι χριστιανικές διδασκαλίες να είναι αληθείς, αλλά αν ένα άτομο θα πίστευε αυτές τις διδασκαλίες μέχρι του σημείου που φαίνεται πιθανό ότι είναι αληθείς τότε αυτό το άτομο δεν θα ήταν καθόλου γνήσια θρησκευόμενο. Η πίστη συνίσταται στην υποκειμενική σχέση της απόλυτης αφοσίωσης με αυτές τις διδασκαλίες[24]. Οι τρεις σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης Ο Κίρκεγκωρ παρουσιάζει στα έργα του τρεις κοσμοθεωρητικές κινήσεις: την αισθητική, την ηθική και τη θρησκευτική. Με αυτές δηλώνει τρεις αντίστοιχους τρόπους, σφαίρες ή στάδια ύπαρξης που μπορεί να βιώνει ο άνθρωπος. Δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι ο άνθρωπος ανήκει αποκλειστικά σε μία από αυτές τις «σφαίρες ύπαρξης» καθώς σε διάφορες φάσεις ή στάδια της ζωής του μπορεί να μετακινείται από τη μία στην άλλη. Ο αισθητικός τύπος έχει την τάση «να ζει για τη στιγμή», για οτιδήποτε διασκεδαστικό, ενθουσιώδες ή ενδιαφέρον του προκύπτει. Η ζωή του στερείται σταθερότητας και προσήλωσης σε έναν μόνιμο σκοπό και αλλάζει πορεία κατά τη διάθεση ή την περίσταση. Οι εξωτερικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή ενός τέτοιου ατόμου, που πολύ πιθανόν το οδηγούν στη μοιρολατρία. Ο ηθικός τύπος παρουσιάζεται να επικεντρώνεται στην προσωπικότητά του και στην αυτογνωσιακή «επιλογή του εαυτού». Σε αντίθεση με τον αισθητικό τύπο ανθρώπου, η προσοχή του ηθικού τύπου είναι στραμμένη προς την ίδια του τη φύση, την ουσιώδη πραγματικότητά του ως ανθρώπινου όντος, το οποίο διαθέτει συγκεκριμένες ικανότητες, κλίσεις και πάθη. Έχει την τάση να αναλαμβάνει τις ευθύνες του ενσυνείδητα και οικειοθελώς. Θέτει μια «υψηλή μορφή» ως πρότυπο και εργάζεται ώστε να το μιμηθεί. Όσον αφορά τον θρησκευτικό τύπο, αυτός θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί «το υψηλότερο πάθος του ανθρώπου». Αυτό προϋποθέτει ότι το άτομο είναι πλέον ηθικά ευαίσθητο και ώριμο για να βιώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης. Η διάσταση που υφίσταται μεταξύ του ηθικού και θρησκευτικού τύπου γίνεται φανερή στην περίπτωση της απόπειρας να θυσιάσει ο Αβραάμ το γιο του. Για να ανταποκριθεί στη θεϊκή επιταγή θα έπρεπε όχι μόνο να ξεπεράσει τα πατρικά αισθήματα αγάπης αλλά και τη βαθιά ριζωμένη ηθική που απαγορεύει το φόνο ενός αθώου ανθρώπου. Ενώ ο Αγαμέμνων αποφασίζει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για το κοινό καλό και μπορεί να «ευφρανθεί στην ασφάλεια της καθολικότητας», ο «βασιλιάς της πίστης» Αβραάμ έχει υπερβεί το ηθικό στάδιο και την έλλογη σκέψη και συμπεριφορά και έθεσε τον εαυτό του σε «απόλυτη σχέση με το απόλυτο». Σύμφωνα με αυτή την οπτική, τα ηθικά προστάγματα λαμβάνουν «εντελώς διαφορετική έκφραση». Αυτή η θρησκευτική πίστη βρίσκεται πέραν της αιγίδας των ανθρώπινων κριτηρίων περί της λογικής και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι συνέπειές της με αυτούς τους όρους. Ο Κίρκεγκωρ έγραψε τα μισά από τα έργα του με τη «μάσκα» διαφόρων ψευδώνυμων χαρακτήρων που δημιουργούσε ο ίδιος για να αναπαραστήσει διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Αυτή η μέθοδος ήταν μέρος των έμμεσων δημοσιεύσεών του. Σύμφωνα με διάφορα αποσπάσματα από τα έργα και τα ημερολόγιά του, όπως το έργο Η Άποψη για το Έργο μου ως Συγγραφέα, ο Κίρκεγκωρ έγραφε με αυτό τον τρόπο αποσκοπώντας να αποφύγει την αντιμετώπιση των έργων του ως ενιαίου φιλοσοφικού συστήματος με συγκεκριμένη συστηματική δομή. Στο έργο του Η Άποψη, ο Κίρκεγκωρ έγραψε: «Στα ψευδώνυμα έργα, δεν υπάρχει ούτε μία λέξη που να είναι δική μου. Δεν έχω καμία άποψη για αυτά τα έργα παρά μόνο ως τρίτος, καμία κατανόηση της έννοιάς τους παρά μόνο ως αναγνώστης, δεν έχω την παραμικρή προσωπική σχέση με αυτά»[25]. Ο Κίρκεγκωρ χρησιμοποίησε την έμμεση δημοσίευση ώστε να καταστήσει δύσκολη την επιβεβαίωση τού αν ο ίδιος διακρατούσε ή όχι τις απόψεις που παρουσιάζονται στα έργα του. Ήλπιζε ότι οι αναγνώστες του απλά θα διάβαζαν το κάθε έργο με τη δική του αξία, χωρία να αποδίδουν στο έργο κάποια πτυχή της δικής του ζωής. Επίσης, ο Κίρκεγκωρ δεν ήθελε να αντιμετωπίσουν οι αναγνώστες το σύνολο του έργου του ως ένα εξουσιοδοτημένο σύστημα, αλλά μάλλον να αναζητήσουν στον εαυτό τους την ερμηνεία του. Οι πρώιμοι μελετητές του έργου του Κίρκεγκωρ, όπως ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor Ludwig Wiesengrund Adorno), αγνόησαν τις προθέσεις του Κίρκεγκωρ και υποστήριξαν ότι ολόκληρο το συγγραφικό έργο του θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως προσωπικές και θρησκευτικές απόψεις του ίδιου του συγγραφέα[26]. Αυτή, όμως, η άποψη οδηγεί σε σημαντική σύγχυση και πολλές αντιφάσεις οι οποίες καθιστούν το έργο του Κίρκεγκωρ ασυνάρτητο[27]. Όμως, πολλοί μεταγενέστεροι μελετητές όπως οι μεταστρουκτουραλιστές, σεβάστηκαν τις προθέσεις του Κίρκεγκωρ και ερμήνευσαν το έργο του αποδίδοντας τα ψευδώνυμα κείμενα στους αντίστοιχους συγγραφείς. Τα πιο σημαντικά ψευδώνυμα που χρησιμοποίησε ο Κίρκεγκωρ με χρονολογική σειρά είναι τα εξής: * Βίκτορ Ερημίτης (Victor Eremita), εκδότης του Είτε - Είτε
Τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ίδιου του Κίρκεγκωρ και του έργου του[29]. Στα ημερολόγιά του περιλαμβάνονται πάνω από 7.000 χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες στις οποίες περιγράφονται σημαντικά γεγονότα, στοχασμοί, σκέψεις σχετικά με τα έργα του και σχόλια για καθημερινά ζητήματα[30]. Η επιμέλεια και η έκδοση της πλήρους συλλογής των ημερολογίων στη δανική έγινε σε 13 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε 25 βιβλιοδετικές θήκες περιλαμβανομένων και των ευρετηρίων. Η πρώτη έκδοση των ημερολογίων στα αγγλικά έγινε από τον Αλεξάντερ Ντρου (Alexander Dru) το 1938[8]. Τα ημερολόγιά του αποκαλύπτουν πολλές και διαφορετικές πτυχές του Κίρκεγκωρ και του έργου του και συμβάλουν ώστε να αποσαφηνιστούν πολλές από τις ιδέες του. Το καλαίσθητο και ποιητικό ύφος των ημερολογίων του ξεχωρίζει ανάμεσα στα συγγράμματά του. Ο Κίρκεγκωρ έπαιρνε στα σοβαρά τη συγγραφή των ημερολογίων του και μάλιστα έγραψε κάποτε ότι αποτελούσαν τον «πιο αξιόπιστο έμπιστό» του: Δεν έχω εκμυστηρευθεί ποτέ σε κανέναν. Ως συγγραφέας, το κοινό είναι κατά μία έννοια ο έμπιστός μου. Αλλά για να τιμήσω τη σχέση μου με το κοινό θα πρέπει, και πάλι, να θεωρήσω ως έμπιστούς μου τις επερχόμενες γενιές. Οι ίδιοι άνθρωποι που γελάνε με κάποιον τη μια στιγμή δεν θα μπορούσαν να γίνουν ταυτόχρονα και έμπιστοί του. — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[8] (4 Νοεμβρίου 1847) Πολλοί από τους αφορισμούς που αποδίδονται στον Κίρκεγκωρ προέρχονται από τα ημερολόγιά του. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί έναν από τους αφορισμούς που παρατίθενται περισσότερο, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη δήλωση για τις μελέτες του υπαρξισμού: «Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια αλήθεια η οποία είναι αληθινή για εμένα, να βρεθεί η ιδέα για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». Αυτό το απόσπασμα γράφτηκε την 1η Αυγούστου 1835[8]. Αν και τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ φωτίζουν κάποιες πτυχές της ζωής και του έργου του, ο ίδιος προνόησε ώστε να μην αποκαλύψει πολλά πράγματα μέσω αυτών. Απότομες αλλαγές στη σκέψη του, επαναλαμβανόμενες φράσεις και ασυνήθιστες εναλλαγές, περιλαμβάνονται στις τακτικές του Κίρκεγκωρ που αποσκοπούν στην συσκότιση του αναγνώστη. Ως συνέπεια, υπάρχουν πολλές παραλλαγές και ερμηνείες των ημερολογίων του. Εντούτοις, ο Κίρκεγκωρ δεν αμφισβήτησε τη σπουδαιότητα που θα είχαν στο μέλλον τα ημερολόγιά του. Το 1849, ο Κίρκεγκωρ έγραψε: Μόνο ένας νεκρός μπορεί να τα καταφέρει με την κατάσταση της Δανίας. Η ακολασία, ο φθόνος, το κουτσομπολιό και η μετριότητα επικρατούν παντού. Αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα το αποτέλεσμα της ζωής μου θα ήταν εξαιρετικό· πολλά από αυτά που απλά προχειρόγραψα στα ημερολόγιά μου θα γινόταν σημαντικά και θα είχαν μεγάλη επίδραση· διότι τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί μου και να μου εκχωρήσουν αυτό που ήταν, και είναι, δικαίωμά μου. — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[8] (Δεκέμβριος 1849)
Όπως αναφέρθηκε, ο Κίρκεγκωρ διεξήγε μια διαρκή επίθεση ενάντια σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο, δηλαδή τον Χριστιανισμό ως πολιτική οντότητα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής του. Τον 19ο αιώνα, η πλειονότητα των Δανών πολιτών έπρεπε υποχρεωτικά να είναι μέλη της κρατικής Εκκλησίας της Δανίας. Ο Κίρκεγκωρ πίστευε ότι αυτή η ένωση Κράτους-Εκκλησίας ήταν απαράδεκτη και αποτελούσε διαστροφή της αληθινής σημασίας του Χριστιανισμού.[15] Τα κυριότερα σημεία της επίθεσής του αυτής περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τα εξής: * Τα εκκλησιάσματα είναι άνευ ουσίας: Η έννοια του εκκλησιάσματος έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται το κάθε άτομο σαν παιδί καθώς αποθαρρύνονται οι Χριστιανοί να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί για τη σχέση τους με τον Θεό. Ο Κίρκεγκωρ τονίζει ότι «Χριστιανοσύνη είναι το συγκεκριμένο άτομο, το κάθε άτομο»[31]. * Ο Χριστιανικός κόσμος έχει εκκοσμικευθεί και πολιτικοποιηθεί: Εφόσον η Εκκλησία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του Κράτους, ο Κίρκεγκωρ πίστευε ότι η γραφειοκρατική αποστολή του Κράτους είναι να αυξάνει τον αριθμό των μελών της και να επιβλέπει την κατάσταση τους. Περισσότερα μέλη σημαίνει περισσότερη εξουσία στους κληρικούς, δηλαδή ένα φαύλο ιδεώδες. Μια τέτοια αποστολή δεν θα εναρμονιζόταν με τις αληθινές διδασκαλίες της Χριστιανοσύνης, η οποία δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα του ατόμου και όχι του συνόλου[8]. * Ο Χριστιανισμός γίνεται κενή θρησκεία: Συνεπώς, η πολιτική δομή της κρατικής Εκκλησίας είναι προσβλητική και επιζήμια για το άτομο, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει «Χριστιανός» χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει το να είναι κάποιος Χριστιανός. Είναι επίσης επιζήμιο για την ίδια τη θρησκεία καθώς υποβιβάζει τη Χριστιανοσύνη σε παράδοση του συρμού την οποία ενστερνίζονται άπιστοι «πιστοί», με τη «λογική της αγέλης». Αν η Εκκλησία είναι «ανεξάρτητη» από το Κράτος, είναι όλα εντάξει. Θα μπορούσα άμεσα να αποδεχθώ μια τέτοια κατάσταση. Αν όμως η Εκκλησία πρόκειται να χειραφετηθεί, τότε θα πρέπει να ρωτήσω: Με τι μέσα, με ποιον τρόπο; Ένα θρησκευτικό κίνημα θα πρέπει να υπηρετείται θρησκευτικά—διαφορετικά αποτελεί μια φενάκη! Κατά συνέπεια, η χειραφέτηση θα πρέπει να συμβεί μέσω μαρτυρίου—αιματηρά ή αναίμακτα. Το κόστος αυτής της εξαγοράς είναι η πνευματική νοοτροπία. Αλλά εκείνοι που εύχονται να γίνει η χειραφέτηση της Εκκλησίας με πολιτικά ή εγκόσμια μέσα (δηλ. χωρίς μαρτύριο), έχουν εισαγάγει μια αντίληψη της ανοχής τελείως σύμφωνη με εκείνη όλου του κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ανοχή ισοδυναμεί με την αδιαφορία, πράγμα που αποτελεί την πιο τρομερή προσβολή κατά της Χριστιανοσύνης. [...] Το δόγμα της κατεστημένης Εκκλησίας, η οργάνωσή της, είναι και τα δύο πράγματι πολύ καλά. Ω, υπάρχουν όμως και οι ζωές μας: πιστέψτε με, είναι πράγματι αξιολύπητες. — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[8] (Ιανουάριος 1851) Με βολές κατά της ανεπάρκειας και της διαφθοράς των Χριστιανικών εκκλησιών, ο Κίρκεγκωρ φαίνεται να προλαβαίνει φιλοσόφους όπως ο Νίτσε οι οποίοι έμελλε να ασκήσουν κριτική στην Χριστιανική θρησκεία. Ρωτάω: Τι νόημα έχει όταν συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν όλα όπως θα έπρεπε να είναι, αποκαλώντας τους εαυτούς μας Χριστιανούς σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, όταν τα πρότυπα της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχουν στη ζωή μας; Την τρομακτική δυσαναλογία που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση πραγμάτων την έχουν αντιληφτεί πολλοί. Η μορφή που δίνουν στα πράγματα είναι η εξής: Η ανθρώπινη φυλή έχει ξεπεράσει τον Χριστιανισμό. — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[8] (19 Ιουνίου 1852)
Μεταξύ των διάσημων φιλοσοφικών κριτικών του Κίρκεγκωρ του 20ου αιώνα περιλαμβάνονται ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor Adorno) και ο Εμάνουελ Λεβίνας (Emmanuel Lévinas). Αθεϊστές φιλόσοφοι όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ και αγνωστικιστές φιλόσοφοι όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ υποστήριξαν κυρίως τις φιλοσοφικές απόψεις του Κίρκεγκωρ ενώ άσκησαν κριτική ή απέρριψαν τις θρησκευτικές του απόψεις. Αυτό που αντιλαμβάνεται ο Αντόρνο ως φιλοσοφία του Κίρκεγκωρ δεν ανταποκρίνεται στις αρχικές προθέσεις του Κίρκεγκωρ. Τουλάχιστον ένας από τους κριτικούς του Αντόρνο θεωρεί το βιβλίο Κίρκεγκωρ: Η Κατασκευή του Αισθητικού (Kierkegaard: Construction of the Aesthetic) ως «το βιβλίο σχετικά με τον Κίρκεγκωρ με τη λιγότερη δυνατή υπευθυνότητα που γράφτηκε ποτέ» διότι ο Αντόρνο εκλαμβάνει τα ψευδώνυμα του Κίρκεγκωρ κυριολεκτικά και κατασκευάζει το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Κίρκεγκωρ με τρόπο που τον κάνει να εμφανίζεται ασυνάρτητος και ακαταλαβίστικος. Αυτό μοιάζει σαν να συνέχεε κανείς τον Σέξπιρ με τον Οθέλλο και τον Ντοστογιέφσκι με τον Ρασκόλνικωφ[32]. Ένας άλλος κριτικός αναφέρει ότι «ο Αντόρνο βρίσκεται μακριά από τις πιο αξιόπιστες μεταφράσεις και ερμηνείες των Απάντων Έργων του Κίρκεγκωρ που υπάρχουν διαθέσιμα σε εμάς σήμερα»[27]. Η κύρια κριτική του Λεβίνας επικεντρώνεται στα ηθικά και θρησκευτικά στάδια του έργου του Κίρκεγκωρ, ειδικά στο Φόβος και Τρόμος. Ο Λεβίνας ασκεί κριτική στο άλμα της πίστης υποστηρίζοντας ότι η καταστολή του ηθικού και το άλμα στο θρησκευτικό στάδιο αποτελεί μια μορφή βίας. Η Κιρκεγκώρεια βία εμφανίζεται όταν η ύπαρξη [του ατόμου] εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει το ηθικό στάδιο για να οδηγηθεί στο θρησκευτικό στάδιο, στην επικράτεια την πίστης. Αλλά η πίστη δεν χρειάζεται κάποιου είδους εξωτερική δικαίωση. Ακόμη και σε εσωτερικό επίπεδο, συνδυάζει την επικοινωνία με την απομόνωση, και συνεπώς τη βία με το πάθος. Από εκεί έχει προέλθει η υποβάθμιση των ηθικών φαινομένων σε δευτερεύουσα θέση και η περιφρόνηση προς τις ηθικές καταβολές του [ανθρώπινου] όντος που οδήγησαν, μέσω του Νίτσε, στον αμοραλισμό των πρόσφατων φιλοσοφικών ρευμάτων. — Εμάνουελ Λεβίνας, Ύπαρξη και Ηθική, (1963)[33] Ο Λεβίνας υποδεικνύει το γεγονός ότι ο Θεός ήταν που αρχικά έδωσε εντολή στον Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ και ότι ένας άγγελος, κατόπιν, έδωσε εντολή στον Αβραάμ να μην συνεχίσει. Αν πράγματι ο Αβραάμ βρισκόταν στην επικράτεια του θρησκευτικού σταδίου, δεν θα υπάκουε στον άγγελο ώστε να σταματήσει αλλά θα προχωρούσε ώστε να σκοτώσει τον Ισαάκ. Η «υπερβατική ηθική» μοιάζει με παραθυράκι που επιτρέπει τη δικαιολόγηση των εν δυνάμει δολοφόνων από τα εγκλήματά τους και κατά συνέπεια κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο.[34] Αναφορικά με τις θρησκευτικές απόψεις του Κίρκεγκωρ, ο Σαρτρ προβάλλει το σύνηθες επιχείρημα κατά της ύπαρξης του Θεού: Αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, τότε συνάγεται από τη σημασία του όρου αισθητικός[35] ότι ένα ον με αισθήσεις δεν μπορεί να είναι πλήρες ή τέλειο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν, ο Θεός θα ήταν pour-soi [ένα ον με αισθήσεις και συνειδητότητα] ο οποίος θα ήταν ταυτόχρονα και en-soi [ένα ον σε μη συνειδητή κατάσταση πληρότητας], το οποίο αποτελεί αντίφαση. Ο Σαρτρ συμφωνεί με την ανάλυση του Κίρκεγκωρ ότι ο Αβραάμ ένιωσε έντονη ανησυχία (ο Σαρτρ την ονομάζει «αγωνία»), αλλά ο Σαρτρ δεν συμφωνεί με το ότι ο Θεός του είπε να το κάνει. Στη διάλεξή του, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός, αναφέρει: Ο άνθρωπος που ψεύδεται αυτοδικαιούμενος, λέγοντας ότι «κανένας δεν θα το κάνει», θα πρέπει να έχει ανήσυχη τη συνείδησή του, διότι το ψεύδος υπονοεί ότι υφίσταται μια ευρύτερη αξία την οποία αρνείται. Η προσπάθεια απόκρυψής της αποκαλύπτει την αγωνία του. Αυτή την αγωνία αποκάλεσε ο Κίρκεγκωρ «αγωνία του Αβραάμ». Είναι γνωστό το ιστορικό: Ένας άγγελος διέταξε τον Αβραάμ να θυσιάσει το γιο του· η υπακοή ήταν υποχρεωτική, αν πραγματικά ήταν άγγελος αυτός που είχε εμφανιστεί και του είχε πει: «Αβραάμ, θυσίασε το γιο σου». Αλλά οποιοσδήποτε θα βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση θα αναρωτιόταν, πρώτον, αν ήταν εκείνος πράγματι ένας άγγελος και δεύτερον, αν το ίδιο το άτομο είναι ο Αβραάμ. Ποιες είναι οι αποδείξεις; Κάποια γυναίκα που πάσχει από παραισθήσεις λέει ότι την τηλεφωνούν και τις δίνουν εντολές. Ο γιατρός ρωτάει: «Ποιος είναι αυτός που σου μιλάει;» Εκείνη απαντάει: «Λέει ότι είναι ο Θεός». Τι θα αποδείκνυε, στην πραγματικότητα, σε αυτή τη γυναίκα ότι ήταν ο Θεός; Αν ένας άγγελος εμφανιζόταν σε εμένα, τι θα με έπειθε ότι είναι άγγελος; Ή, αν ακούω φωνές, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι προέρχονται από τον ουρανό και όχι από την κόλαση, ή από το δικό μου υποσυνείδητο ή από κάποια παθολογική κατάσταση; Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι φωνές πράγματι απευθύνονται σε εμένα; — Ζαν Πολ Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός [36] Ο Κίρκεγκωρ θα έλεγε ότι αυτή η προϋπόθεση ώστε «να αποδειχτεί ότι υπάρχει ο Θεός» στηρίζεται στη λογική και μόνο, ενώ ο ίδιος θεωρούσε ότι η πίστη στον Θεό υπερβαίνει «τη λογική και μόνο» αναγνωρίζοντας ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν λογική διότι δημιουργήθηκαν από τον Θεό κατά την εικόνα Του. Επίδραση και αποδοχή Τα έργα του Κίρκεγκωρ δεν έγιναν ευρύτερα διαθέσιμα στο κοινό παρά μόνο μερικές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Στα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά το θάνατο του Κίρκεγκωρ, η Εκκλησία της Δανίας —ένας ισχυρός θεσμός της Δανίας εκείνη την εποχή— απέκλεισε την ανάγνωση των έργων του και υποκίνησε και άλλους Δανούς να την ακολουθήσουν. Επιπρόσθετα, η έλλειψη σαφήνειας της δανικής γλώσσας σε σύγκριση με τη γερμανική, τη γαλλική και την αγγλική, κατέστησε ανέφικτη την πρόσβαση στο έργο του από αναγνώστες που δε γνώριζαν τη γλώσσα του πρωτοτύπου. Ο πρώτος ακαδημαϊκός που έστρεψε την προσοχή του στον Κίρκεργκωρ ήταν ο επίσης Δανός Γκέοργκ Μπράντες (Georg Brandes), ο οποίος δημοσίευσε έργα του στη γερμανική και τη δανική γλώσσα. Ο Μπράντες έδωσε τις πρώτες επίσημες διαλέξεις για τον Κίρκεργκωρ και τον έθεσε υπόψιν της υπόλοιπης Ευρώπης.[37] Το 1877, ο Μπράντες δημοσίευσε και το πρώτο βιβλίο για τη φιλοσοφία και το βίο του φιλόσοφου. Ο δραματουργός Ερρίκος Ίψεν (Henrik Ibsen) ενδιαφέρθηκε για τον Κίρκεργκωρ και παρουσίασε το έργο του στην υπόλοιπη Σκανδιναβία. Παρόλο που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1870 ορισμένες αποσπασματικές μεταφράσεις των έργων του φιλοσόφου στα γερμανικά[38], ακαδημαϊκές γερμανικές μεταφράσεις ολοκληρωμένων τμημάτων του έργου του Κίρκεργκωρ εμφανίστηκαν αργότερα, στη δεκαετία 1910. Αυτές οι μεταφράσεις έκαναν δυνατή τη σημαντική επιρροή που άσκησε ο Κίρκεργκωρ στους Γερμανούς, Γάλλους και Άγγλους διανοητές και συγγραφείς του 20ου αιώνα. Το 1938, εμφανίστηκαν οι πρώτες ακαδημαϊκές αγγλικές μεταφράσεις από τους Αλεξάντερ Ντρου, Ντέιβιντ Σβένσον (David F. Swenson), Ντάγκλας Στιρ (Douglas V. Steere) και Ουόλτερ Λόουρι (Walter Lowrie) υπό την εκδοτική επιμέλεια του εκδότη Τσαρλς Ουίλιαμς (Charles Williams) από το τυπογραφείο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Oxford University Press). Οι επόμενες και ευρύτερα διαδεδδομένες ακαδημαϊκές αγγλικές μεταφράσεις εκδόθηκαν από το τυπογραφείο του Πανεπιστημίου του Πρίνστον (Princeton University Press) τις δεκαετίες του 1970-1990 υπό την επίβλεψη του Χάουαρντ Χονγκ (Howard V. Hong) και της Έντνα Χόνγκ (Edna H. Hong). Η τρίτη στη σειρά επίσημη μετάφραση, υπό την αιγίδα του Ερευνητικού Κέντρου Σαίρεν Κίρκεγκωρ (Søren Kierkegaard Research Center) θα εκτείνεται σε 55 τόμους και αναμένεται να ολοκληρωθεί λίγο μετά το 2009[39]. Πολλοί φιλόσοφοι του 20ου αιώνα, τόσο θεϊστές όσο και αθεϊστές, άντλησαν πολλές από τις απόψεις τους από τον Κίρκεγκωρ, περιλαμβανομένων της έννοιας του ανγκστ, της απόγνωσης, και της σπουδαιότητας του ατόμου. Η φήμη του ως φιλοσόφου αυξήθηκε θεαματικά τη δεκαετία του 1930, κυρίως λόγω του ανερχόμενου τότε υπαρξιστικού κινήματος το οποίο τον υπoδείκνυε ως προπομπό του, αν και θεωρείται πλέον αφ' εαυτού ένας ιδιαίτερα σπουδαίος στοχαστής, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση[40]. Η Λουθηρανική Εκκλησία τιμά τη μνήμη του ως διδασκάλου στο Αγιολόγιο της στις 11 Νοεμβρίου. Μεταξύ των θεολόγων και των φιλοσόφων που επιρεάστηκαν από τον Κίρκεγκωρ περιλαμβάνονται οι Καρλ Μπαρθ (Karl Barth), Σιμόν Ντε Μποβουάρ (Simone de Beauvoir), Μάρτιν Μπιούμπερ (Martin Buber), Ρούντολφ Μπούλτμαν, Αλμπέρ Καμύ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Έιμπραχαμ Τζόσουα Χέσελ (Abraham Joshua Heschel), Καρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers), Γκαμπριέλ Μαρσέλ (Gabriel Marcel), Μορίς Μερλό-Ποντί (Maurice Merleau-Ponty), Φραντς Ρόζεντσβαϊγκ (Franz Rosenzweig), Ζαν-Πολ Σαρτρ, Τζόζεφ Σολοβέιτσικ (Joseph Soloveitchik), Πολ Τίλιτς (Paul Tillich), Μιγκέλ Ντε Ουναμόνο (Miguel de Unamuno) και Χανς Ουρς Φον Μπάλταζαρ (Hans Urs von Balthasar). Ο επιστημονικός αναρχισμός του Πολ Φεγεράμπεντ (Paul Feyerabend) αποτέλεσε προϊόν έμπνευσης από την ιδέα του Κίρκεγκωρ περί υποκειμενικότητας ως αλήθειας. Ο Κίρκεγκωρ άσκησε τεράστια επίδραση στον Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του ασήμαντο ενώπιον του Κίρκεγκωρ,[7] ενώ μάλιστα δήλωσε ότι «ο Κίρκεγκωρ είναι κατ' εμέ υπερβολικά βαυστόχαστος, ούτως ή άλλως. Με εντυπωσιάζει χωρίς καν να χρησιμοποιήσει τις καλές τεχνικές του, όπως θα μπορούσε να το κάνει για τις πιο βαθυστόχαστες ψυχές»[7]. Ο Καρλ Πόπερ (Karl Popper) αναφέρθηκε στον Κίρκεγκωρ ως τον «μεγάλο μεταρρυθμιστή της χριστιανικής ηθικής, ο οποίος εξέθεσε τα ήθη του επίσημου Χριστιανισμού των ημερών του ως αντιχριστιανική και αντιανθρωπιστική υποκρισία»[41]. Σύγχρονοι φιλόσοφοι, όπως ο Εμάνουελ Λεβίνας (Emmanuel Lévinas), ο Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ (Hans-Georg Gadamer), ο Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida), ο Γιούργκεν Χάμπερμας (Jürgen Habermas), ο Άλαστερ ΜακΙντάιρ (Alasdair MacIntyre) και ο Pίτσαρντ Pόρτι (Richard Rorty, αν και ασκούν έντονη κριτική κάποιες φορές, έχουν επίσης υιοθετήσει ορισμένα στοιχεία της οξυδερκούς Κιρκεγκώριας σκέψης[42][43][44]. Ο Τζέρι Φοντόρ (Jerry Fodor) έγραψε ότι ο Κίρκεγκωρ ήταν «κυρίαρχος στο [φιλοσοφικο] χώρο μας αλλά και διέξοδος από αυτόν»[45]. Ο Κίρκεγκωρ άσκησε, επίσης, σημαντική επίδραση στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Προσωπικότητες που επηρεάστηκαν βαθιά από το έργο του είναι μεταξύ άλλων ο Ουόλκερ Πέρσι (Walker Percy), ο Γουίσταν Χ. Όντεν (Wystan Auden), ο Φραντς Κάφκα[46], ο Ντέιβιντ Λοτζ (David Lodge) και ο Τζον Άπνταϊκ (John Updike)[47]. Ο Κίρκεγκωρ άσκησε μεγάλη επίδραση στην επιστήμη της ψυχολογίας και είναι ουσιαστικά ο θεμελιωτής της χριστιανικής ψυχολογίας[48] και της υπαρξιακής ψυχολογίας και θεραπείας[21]. Στους υπαρξιστές (ή, αλλιώς, «ανθρωπιστές») ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές περιλαμβάνονται οι Λούντβιχ Μπίνζβανγκερ (Ludwig Binswanger), Βίκτορ Φρανκλ (Victor Frankl), Έριχ Φρομ (Erich Fromm), Καρλ Ρότζερς (Carl Rogers) και Ρόλο Μέι (Rollo May). Ο Μέι βάσισε το έργο του Το Νόημα της Αγωνίας (The Meaning of Anxiety) στο έργο του Κίρκεγκωρ Η Έννοια της Αγωνίας. Το κοινωνιολογικό έργο του Κίρκεγκωρ Δύο Εποχές: Μια Λογοτεχνική Ανασκόπηση παρέχει μια ενδιαφέρουσα κριτική στον μοντερνισμό[13]. Ο Κίρκεγκωρ θεωρείται επίσης σημαντικός προπομπός του μεταμοντερνισμού[42]. Ο Κίρκεγκωρ προέβλεψε την υστεροφημία του και προείδε ότι το έργο του θα γινόταν αντικείμενο έντονης μελέτης και έρευνας. Στα ημερολόγία του είχε γράψει: Η εποχή μας δε χρειάζεται κάποια μεγαλοφυία —έχει αρκετές μεγαλοφυίες, αλλά έναν μάρτυρα, ο οποίος για να διδάξει τους ανθρώπους να υπακούν θα γίνει ο ίδιος υπάκουος μέχρι θανάτου. Η εποχή μας χρειάζεται αφύπνιση. Έτσι, κάποια μέρα, όχι μόνο τα γραπτά μου αλλά όλη η ζωή μου, όλο το περίπλοκο μυστήριο του συστήματος [δηλ. το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Κίρκεγκωρ] θα μελετάται ξανά και ξανά. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που με βοηθάει ο Θεός και έτσι η τελευταία μου ευχή θα είναι όλα να είναι προς δόξαν Του. — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[8] (20 Νοεμβρίου 1847)
* (1841) Η Έννοια της Ειρωνίας (The Concept of Irony) (Om Begrebet Ironi med stadigt Hensyn til Socrates)
1. ↑ Ο Κίρκεγκωρ έχει αποκληθεί «χριστιανός Σωκράτης» λόγω των σωκρατικών επιδράσεων στο έργο του, ενώ ο ίδιος είχε δηλώσει: «Όσον αφορά εμένα, προσκολλούμαι με ηρεμία στον Σωκράτη». (Jacob Howland, Kierkegaard and Socrates: A Study in Philosophy and Faith, 2006, Cambridge University Press, σ. 18)
Έντυπες εκδόσεις των έργων του * Ρεγκίνα, εκδ. Κωνσταντινίδη, 1970.
* Patrick Gardiner, Κίρκεγκωρ: Όλα Όσα Πρέπει να Γνωρίζετε, Oxford University Press/Eλληνικά Γράμματα, 1988/2006, ISBN 960-442-649-4
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> | |
|
|