Ρουμανία
|
Η Ρουμανία (ρουμανικά: România) είναι μια πρώην κομμουνιστική δημοκρατία στα βορειοανατολικά Βαλκάνια. Ο πληθυσμός της χώρας ειναι περίπου 21 εκατομμύρια. Η οικονομία της χώρας δεν εχει συνέλθει ακόμα πλήρως από την πτώση του τείχους και την διάλυση του ανατολικού μπλοκ. Το ΑΕΠ κατα κεφαλήν προσεγγίζει τα 3000 ευρώ και η αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρονια κυμαινόταν στο 4 με 5%. Οι Ρουμάνοι θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους Ρωμαίων στρατιωτών στην ρωμαϊκή επαρχία της Δακίας. Η γλώσσα της χώρας ειναι τα ρουμανικά, λατινογενής γλώσσα με κάποιες σλάβικες επιρροές. Ιστορία Η σημερινή Ρουμανία βρίσκεται στο έδαφος της αρχαίας Δακίας, κάτοικοι της οποίας ήταν σκυθικά φύλα, όπως οι Γέτες και οι Δάκες. Οι τελευταίοι δημιούργησαν και το πρώτο κράτος της Δακίας, που υποτάχθηκε στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (107 μ.Χ.). Η χώρα αποτέλεσε ρωμαϊκή επαρχία και χιλιάδες Ρωμαίοι μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Οι άποικοι έλαβαν κλήρους γης και με τη μαζική μετοίκηση Ρωμαίων η εθνογραφική σύσταση του πληθυσμού μεταβλήθηκε. Η ρωμαϊκή περίοδος άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην ιδιοσυγκρασία των Ρουμάνων. Η λατινικότητα αυτή διατηρήθηκε ανέπαφη σε όλο το μεσαίωνα, αν και από τη Ρουμανία πέρασε πλήθος λαών, όπως ήταν οι Ούννοι, οι Γότθοι, οι Άβαροι, οι Βούλγαροι και οι Μαγυάροι. Οι επιδρομές των Σλάβων και των Πετσενέγων ήταν οι τελευταίες από χρονική άποψη, πριν τους Μογγόλους που πραγματοποίησαν μια σύντομη επιδρομή, αλλά γρήγορα ξαναγύρισαν στις εστίες τους (13ος αι.). Το 14ο αι. στην περιοχή διαμορφώθηκαν δύο ηγεμονίες, η Βλαχία και η Μολδαβία, και η Τρανσυλβανία, που στο μεγαλύτερο διάστημα βρισκόταν υπό ουγγρική κηδεμονία. Η Βλαχία (1417) και η Μολδαβία (μέσα του 15ου αι.) μεταβλήθηκαν σε υποτελείς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατηρώντας σημαντική αυτονομία στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Η μοναδική εποχή που η Ρουμανία στο σύνολό της κέρδισε την ανεξαρτησία της ήταν την περίοδο της βασιλείας του Μιχαήλ του Γενναίου της Βλαχίας (1593-1601). Ο Μιχαήλ επαναστάτησε κατά του σουλτάνου και νίκησε τους Οθωμανούς επανειλημμένα, αλλά μετά το θάνατό του το βασίλειό του διαλύθηκε και οι Τούρκοι απεκατέστησαν την εξουσία τους. Στην κορυφή των πριγκιπάτων αυτών βρίσκονταν οσποδάροι, τοπικοί ηγεμόνες που τους διόριζε ο σουλτάνος, συνήθως επί πληρωμή. Στη διάρκεια της υποτέλειας στους Τούρκους σημειώθηκαν επαναστατικά κινήματα, όπως του Δημητρίου Καντεμίρ (1711), ηγεμόνα της Μολδαβίας, με την υποστήριξη της Ρωσίας, και του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Άνθιμου (1716), με την υποστήριξη της Αυστρίας. Η αποτυχία των κινημάτων οδήγησε στην αλλαγή του καθεστώτος με την πλήρη και ολοκληρωτική υποταγή των αποκαλούμενων παραδουνάβιων ηγεμονιών στους Τούρκους και την επιλογή των οσποδάρων από τους κόλπους των ελληνικών οικογενειών του Φαναρίου. Σχεδόν όλοι οι οσποδάροι από τις αρχές του 18ου αι. μέχρι την επανάσταση του 1821 ήταν ελληνικής καταγωγής (κυρίως Μαυροκορδάτοι και Υψηλάντηδες). Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες το ελληνικό στοιχείο κυριάρχησε πολιτιστικά και οικονομικά. Σε πολλές πόλεις κατά μήκος του Δούναβη αναπτύχθηκαν πλούσιες ελληνικές παροικίες και αυτή η ελληνική υπεροχή διατηρήθηκε ως την εποχή που η Ρουμανία κέρδισε την ανεξαρτησία της. Σε αντίθεση όμως με λίγους πλούσιους γαιοκτήμονες, ο υπόλοιπος ρουμανικός λαός ζούσε σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και πλήρους ανέχειας. Όταν η δράση της Φιλικής Εταιρείας εξαπλώθηκε στις ηγεμονίες, πολλοί Ρουμάνοι των ανώτερων κοινωνικών τάξεων έγιναν μέλη της, όπως ο ρουμανικής καταγωγής μητροπολίτης Βενιαμίν Κοστάκι, ο βογιάρος (γαιοκτήμονας) Ιορδάνης Ροζνοβάνου, ο Γρηγόρης Μπραγκοβεάνου, ο Μπάρμπαν Βακαρέσκου, ο Γραδιστεάνου, ο Φιλιπέσκου κ.ά. Επιφανές μέλος της Φιλικής ήταν ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ο οποίος ανέλαβε τη στρατιωτική ηγεσία των Ρουμάνων και στην ορκωμοσία του οποίου παραβρέθηκαν οι δύο στρατιωτικοί αρχηγοί της Φιλικής Εταιρείας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Γιάννης Φαρμάκης. Ο Βλαδιμηρέσκου υποσχέθηκε να ξεσηκώσει το ρουμανικό λαό, αλλά όταν ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο ποταμό κηρύσσοντας την επανάσταση, αθέτησε τις υποσχέσεις του. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το γεγονός της επικήρυξής του από τη ρωσική κυβέρνηση και την Ιερή Συμμαχία (κάτι που είχε συμβεί με όλους σχεδόν τους άλλους αρχηγούς της επανάστασης), άλλαξε την πολιτική του θέση και άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό του. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί από τη Φιλική Εταιρεία και να εκτελεστεί σε άγνωστη τοποθεσία. Οι Ρουμάνοι όμως τον θεωρούν αρχηγό και εθνικό ήρωα. Αν και ο αγώνας των Ελλήνων για ελευθερία το 1821 ξεκίνησε από τη Μολδοβλαχία, ο απλός ρουμανικός λαός δεν ακολούθησε και μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος του συντάχθηκε με τους Τούρκους, ίσως γιατί η κυβέρνησή του από τους Φαναριώτες τού είχε αφήσει πικρή γεύση. Κάποιοι Ρουμάνοι ποιητές της εποχής εκείνης, συνεπαρμένοι από το ρομαντικό κλίμα της εθνικής αφύπνισης, συγκινήθηκαν από το ολοκαύτωμα των Ελλήνων στο Δραγατσάνι και αφιέρωσαν σελίδες τους στον ηρωικό αγώνα και το θάνατό τους. Το 1847 ο ποιητής Αλεξαντρέσκου έγραφε το «Πένθιμο τραγούδι του Δραγατσανίου». Οι Τούρκοι πάντως είχαν συμφωνήσει να ορίζουν οσποδάρους Ρουμάνους στην καταγωγή, αλλά δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις βλέψεις Ρώσων και Αυστριακών στη χώρα. Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829), οι Ρώσοι κατέλαβαν τη Βλαχία και τη Μολδαβία, αλλά μετά αποχώρησαν. Οι οσποδάροι έγιναν ισόβιοι άρχοντες και στο διορισμό τους είχαν πλέον ουσιαστική και βαρύνουσα γνώμη και οι Ρώσοι. Η χώρα ήταν ακόμα χωρισμένη σε δύο ηγεμονίες, βρισκόταν στο οθωμανικό έδαφος, αλλά υπό ρωσική προστασία. Την περίοδο αυτή οι βογιάροι απέκτησαν σημαντικό μερίδιο στη νομή της εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα η εθνική συνείδηση των Ρουμάνων που είχε αφυπνιστεί ζητούσε την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, από τους Ρώσους και από τους Τούρκους. Το 1848 σημειώθηκαν ταραχές όπως και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ταραχές κατεστάλησαν με συνδυασμένη στρατιωτική δράση Ρώσων και Τούρκων, αλλά ο ρόλος των Ρώσων τερματίστηκε με τον Κριμαϊκό πόλεμο (1856), όταν τα στρατεύματά τους στη χώρα αντικαταστάθηκαν από αυστριακό στρατό. Στο Συνέδριο των Παρισίων (1856) η Βλαχία και η Μολδαβία (στην οποία προσαρτήθηκε η περιοχή της Βεσαραβίας) αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομα πριγκιπάτα, υπό την υψηλή κηδεμονία της Τουρκίας. Τα εθνικά συμβούλια των ηγεμονιών είχαν όμως διαφορετική άποψη και αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ένωση των ηγεμονιών. Έτσι, το 1859 εκλέχτηκε ηγεμόνας της Βλαχίας και της Μολδαβίας ο Αλέξανδρος Ιωάννης Κούζα, με το όνομα Ιωάννης Α', ενώ το 1862 τα δύο πριγκιπάτα ενώθηκαν σε ένα κράτος με το όνομα Ρουμανία. Το 1866 ο Ιωάννης Α’ εκθρονίστηκε και ηγεμόνας έγινε ο Κάρολος της γερμανικής οικογένειας των Χοεντζόλερν, ιδρυτής της ρουμανικής δυναστείας. Το 1878, μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878, η ανεξαρτησία της χώρας αναγνωρίστηκε, ο Κάρολος πήρε τον τίτλο του βασιλιά και το 1881 η Ρουμανία αναγορεύτηκε επίσημα σε βασίλειο. Μοναδικός όρος υπήρξε η παραχώρηση της νότιας Βεσαραβίας στη Ρωσία, αλλά σε αντάλλαγμα η Ρουμανία πήρε τη βόρεια Δοβρουτσά από τη Βουλγαρία. Η Ρουμανία παρέμεινε ουδέτερη στον α’ βαλκανικό πόλεμο, ενώ κήρυξε τελευταία τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας στο β’ βαλκανικό και προσάρτησε τη νότια Δοβρουτσά. Το 1914 ο Φερδινάνδος διαδέχτηκε τον Κάρολο στο θρόνο, και στη διάρκεια του α’ παγκόσμιου πολέμου τάχτηκε στο πλευρό των Συμμάχων εναντίον της Γερμανίας, διατηρώντας πάντως αρχικά ουδέτερη στάση στις πολεμικές αναμετρήσεις. Το 1916 όμως κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας και την ίδια χρονιά καταλήφτηκε από τους Γερμανούς. Το Φεβρουάριο του 1918 η Ρουμανία υποχρεώθηκε να συνυπογράψει τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου με τη Γερμανία και την Αυστρουγγαρία, οι όροι της οποίας ήταν ταπεινωτικοί για τη Ρουμανία. Όμως, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, η Ρουμανία κήρυξε ξανά τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Αυστρουγγαρίας και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου ακυρώθηκε. Μετά την ανακωχή η Ρουμανία προσάρτησε τη Βεσαραβία από τη Ρωσία και από την Αυστρουγγαρία, που διαλύθηκε, την Τρανσυλβανία, την Μπουκοβίνα και το Βανάτο. Οι εδαφικές προσαρτήσεις αναγνωρίστηκαν από τις συνθήκες του Αγίου Γερμανού και του Τριανόν, αλλά η Ρωσία δεν αναγνώρισε την ενσωμάτωση της Βεσαραβίας στη Ρουμανία. Η Ρουμανία είχε γίνει σημαντικός παράγοντας των γεωπολιτικών ισορροπιών στην κεντρική Ευρώπη και το 1919 εισέβαλε στην Ουγγαρία για να ανατρέψει το κομουνιστικό καθεστώς του Μπέλα Κουν. Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις ομαλοποίησαν κάπως τις εσωτερικές ταραχές, αλλά η ισχυρή ουγγρική μειονότητα προκαλούσε συνεχείς τριβές στις σχέσεις της Ρουμανίας με την Ουγγαρία. Στο εσωτερικό μέτωπο οι πολιτικές δολοφονίες ήταν το συνηθέστερο μέσο για την επίλυση των πολιτικών διαφωνιών, ενώ ο θάνατος του Φερδινάνδου (1927) όξυνε ακόμα περισσότερο την πολιτική σύγχυση. Ο Κάρολος, γιος του Φερδινάνδου, αρνήθηκε το θρόνο και έτσι ο Μιχαήλ, εγγονός του Φερδινάνδου, ανέβηκε στο θρόνο. Όμως, το 1930, ο Κάρολος μετάνιωσε και επανήλθε στη χώρα, ανέτρεψε το γιο του και ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο με το όνομα Κάρολος Β’. Ο Κάρολος και η ερωμένη του Μάγδα Λουπέσκου δεν ήταν καθόλου αγαπητοί στο λαό, και η αντιπολίτευση στο πρόσωπό του ήταν βαθιά διχασμένη. Τη δεκαετία του ’30 σημειώθηκε αύξηση της επιρροής των φασιστικών ιδεών. Το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα βρισκόταν σε μυστική σύνδεση με την οργάνωση Σιδηρά Φρουρά, μια τρομοκρατική οργάνωση που εμπνεόταν από τις ναζιστικές ιδέες και δολοφονούσε τους αντιπάλους της. Μοναδικός αντίπαλος των φασιστών ήταν ο υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 1927-1936 Νικολάε Τιτουλέσκου, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από επανειλημμένες συστάσεις της Σιδηράς Φρουράς. Το 1938 ο Κάρολος αποφάσισε να αναλάβει δράση: αφού κάλεσε σε δημοψήφισμα το λαό για να υπερψηφίσει το Σύνταγμά του, οργάνωσε τη δολοφονία του αρχηγού της Σιδηράς Φρουράς Κορνίλιου Κοντρεάνου και άλλων 13 ηγετικών στελεχών της και αναγνώρισε ως μοναδικό νόμιμο κόμμα το Μέτωπο Εθνικής Αναγέννησης. Ο Κάρολος Β’ φαινόταν λοιπόν να κυριαρχεί στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Το 1939 η Ρουμανία αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Βεσαραβία στη Σοβιετική Ένωση. Στην αρχή της παγκόσμιας σύρραξης η Ρουμανία διατήρησε την ουδετερότητά της, αν και τάχθηκε στο στρατόπεδο του Άξονα. Η Ρουμανία αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Σοβιετικής Ένωσης και συναίνεσε στην παραχώρηση της βόρειας Μπουκοβίνα, ενώ το ίδιο έγινε και με τις απαιτήσεις της Βουλγαρίας για τη νότια Δοβρουτσά και της Ουγγαρίας για το Βανάτο, που υποστηρίχτηκαν από τη Γερμανία. Οι συνεχείς υποχωρήσεις προκάλεσαν την εξέγερση της Σιδηράς Φρουράς που υποστήριξε το πραξικόπημα του στρατηγού Ίον Αντονέσκου (1940) που έγινε δικτάτορας, εκθρόνισε το βασιλιά Κάρολο Β' και επανάφερε το γιο του Μιχαήλ. Ο Αντονέσκου, στη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου, οδήγησε τη χώρα στο γερμανικό στρατόπεδο. Η Ρουμανία συμμετείχε στη ρωσική εκστρατεία, αλλά το τέλος της εκστρατείας υπήρξε καταστροφικό για τη χώρα, αφού εκτός από τις βαριές απώλειες στις μάχες του Στάλιγκραντ, η Ρουμανία είδε να κατακλύζεται το έδαφός της από δύο ρωσικές στρατιές, που εισήλθαν από διαφορετικές διευθύνσεις. Έτσι ο Μιχαήλ προχώρησε στην ανατροπή του Αντονέσκου και τον Αύγουστο του 1944 η Ρουμανία άλλαξε στρατόπεδο και συμμάχησε με τη Σοβιετική Ένωση. Με τη συνθήκη ειρήνης (Παρίσι, 17 Ιανουαρίου 1947) η Ρουμανία απώλεσε τη Βεσαραβία και τη βόρεια Μπουκοβίνα που προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση και τη νότια Δοβρουτσά που ενσωματώθηκε στη Βουλγαρία, ενώ σε αντάλλαγμα ανέκτησε τη βόρεια Τρανσυλβανία από την Ουγγαρία. Πρώτος μεταπολεμικός πρωθυπουργός της Ρουμανίας ήταν ο Πετρ Γκρόζα, επικεφαλής ενός συνασπισμού με το κομουνιστικό κόμμα ως σημαντικότερο. Το κόμμα αυτό σταδιακά κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της χώρας, επωφελούμενο και από την ολοκληρωτική εξάρτηση της Ρουμανίας από τη Σοβιετική Ένωση. Το Δεκέμβριο του 1947 ο Μιχαήλ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και η μοναρχία καταλύθηκε. Το πολίτευμα της χώρας έγινε Λαϊκή Δημοκρατία. Το Σύνταγμα του 1945 ανεστάλη και το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1952 προέβλεπε το σοβιετικό πρότυπο στην οργάνωση της κοινωνίας. Η Ρουμανία έγινε μέλος της ΚΟΜΕΚΟΝ (1949), του Συμφώνου της Βαρσοβίας και του ΟΗΕ (1955). Ουσιαστικός κυβερνήτης της Ρουμανίας την περίοδο 1945-1965 υπήρξε ο γενικός γραμματέας του Κομουνιστικού Κόμματος Γκεόργκι Γκεοργκίου Ντεζ. Το 1965 ο Νικολάε Τσαουσέσκου διαδέχτηκε τον Γκεοργκίου Ντεζ και μετονόμασε τη χώρα Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας, θέλοντας να δείξει ότι η Ρουμανία εισήλθε σε μια ανώτερη φάση υλοποίησης του σοσιαλισμού. Η διακυβέρνηση της Ρουμανίας από τον Τσαουσέσκου υπήρξε προβληματική. Τελικά η αγανάκτηση του λαού, αλλά και η δυσαρέσκεια των ανώτερων στελεχών του κόμματος και του στρατού προκάλεσαν την ανατροπή του.
<===---+---===>
Το Δεκέμβριο του 1989 από την Τιμισοάρα ξεκίνησαν μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Ο Τσαουσέσκου διέταξε το στρατό να χτυπήσει τους διαδηλωτές, αλλά οι στρατηγοί αρνήθηκαν και ο Τσαουσέσκου στηρίχτηκε στη μυστική αστυνομία, τη διαβόητη Σεκουριτάτε. Όμως, όταν και η αστυνομία αντιλήφθηκε το μάταιο της αντίστασης παρέδωσε τα όπλα και το αποτέλεσμα των μυστικών διαβουλεύσεων ήταν η σύλληψη του Τσαουσέσκου και της συζύγου του Έλενας και η άμεση εκτέλεσή τους. Προσωρινός πρόεδρος ανέλαβε ο παλιός συνεργάτης του Τσαουσέσκου Ίον Ιλιέσκου, που επανέφερε το πολυκομματικό, δημοκρατικό σύστημα, αναδείχτηκε νικητής στις πρώτες εκλογές το Μάιο του 1990 και ξεκίνησε μαζικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις φέρνοντας τη χώρα πιο κοντά στο δυτικό καπιταλιστικό σύστημα. Στις εκλογές του 1992 ο πρόεδρος Ιλιέσκου επανεξελέγη στο αξίωμά του. Στις αρχές του επόμενου χρόνου (1993) χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στο Βουκουρέστι για την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας, την υψηλή ανεργία και τους χαμηλούς μισθούς. Το 1993 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αποτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και το κλείσιμο πολλών ορυχείων οδήγησε και πάλι τους εργάτες και άλλα λαϊκά στρώματα σε γενική απεργία το 1994. Το 1995 ανακοινώθηκε η ιδιωτικοποίηση χιλιάδων κρατικών επιχειρήσεων. Στις εκλογές του 1996 νικητής αναδείχτηκε ο Εμίλ Κονσταντινέσκου. Το 1997 η χώρα έθεσε υποψηφιότητα για την είσοδό της στο ΝΑΤΟ. Το 1998, ύστερα από μαζικές λαϊκές διαμαρτυρίες για την αδυναμία της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της, παραιτείται ο πρωθυπουργός Βίκτορ Τσορμπέα. Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Ράντου Βασίλιε. Η οικονομική κρίση στη χώρα συνεχίζεται. Το 1999 ανακοινώνει την υποψηφιότητά της για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και αυτή τοποθετείται χρονικά το 2007. Στις εκλογές του 2000 πρόεδρος εκλέχτηκε και πάλι ο Ίον Ιλιέσκου, ο οποίος έτσι επανήλθε στην εξουσία. Το Μάρτιο του 2004, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, η Ρουμανία γίνεται δεκτή ως πλήρες μέλος και ο Ρουμάνος υπουργός Άμυνας δηλώνει ότι η χώρα του είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε νατοϊκές επιχειρήσεις. Το Δεκέμβριο του 2004 στις προεδρικές εκλογές νικητής αναδείχτηκε ο Τραϊάν Μπασέσκου, υποψήφιος της κεντροδεξιάς παράταξης, που υπερίσχυσε του αντιπάλου του Αντριάν Ναστάζε. Στις αρχές του 2005 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την αίτηση ένταξης της χώρας στην ΕΕ το 2007. Την 1η Ιανουαρίου 2007 η Ρουμανία έγινε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσική Εξέταση Η Ρουμανία βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου και ανήκει στις παραδουνάβιες χώρες. Συνορεύει βόρεια με την Ουγγαρίακαι την Ουκρανία, νότια με τη Βουλγαρία, δυτικά με την Ουγγαρία και τη Σερβία και ανατολικά με τη Μολδαβία, ενώ νοτιοανατολικά βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο. Μορφολογικά η Ρουμανία χωρίζεται σε τρεις περιοχές: στην ορεινή Τρανσυλβανία, στις πεδιάδες του Κάτω Δούναβη και της Μολδαβίας και την ενδιάμεση περιοχή των Καρπαθίων. Η Τρανσυλβανία, που καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της Ρουμανίας, αποτελείται από σειρά οροπεδίων και βουνών, που σχηματίστηκαν από αρχαϊκούς γρανίτες και υπερβαίνουν το ύψος των 2.500 μ. Οι Τρανσυλβανικές Άλπεις με τις κορυφές Νεγκόιου (2.535 μ.) και Μολντοβεάνουλ (2.544 μ.) ενώνονται στο κέντρο της χώρας με τα Καρπάθια. Στα δυτικά φτάνουν ως τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη, στα σύνορα με τη Σερβία. Βόρεια του οροπεδίου βρίσκεται η λοφώδης περιοχή των αριστερών παραποτάμων του Δούναβη, χαρακτηριστικό της οποίας είναι οι πολλές κοιλάδες. Το τόξο των Καρπαθίων αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Ρουμανίας. Είναι συνέχεια των Άλπεων, διαφέρει όμως από τις οροσειρές της κεντρικής Ευρώπης και ως προς το ύψος και από άποψη εδαφολογικής διαμόρφωσης. Τα Καρπάθια της Μολδαβίας είναι συνέχεια των Καρπαθίων της Ουκρανικής Γαλικίας και από βορειοδυτική διεύθυνση καταλήγουν νοτιοανατολικά. Οι σπουδαιότερες κορυφές είναι οι Πιετρόσου (2.305 μ.) και Πιετρόσουλ (2.103 μ.). Στο κέντρο περίπου της βορειοδυτικής Ρουμανίας υψώνεται ο ορεινός όγκος Μπίχορ (1.840 μ.), που πλαισιώνεται από πεδιάδες και κοιλάδες. Το δυτικό τμήμα της χώρας, στα σύνορα με τη Σερβία και την Ουγγαρία, καταλαμβάνεται από την πεδιάδα του Τίσα. Στα ανατολικά και στα νότια των Καρπαθίων απλώνονται οι ρουμανικές πεδινές εκτάσεις που αποτελούν συνέχεια της νοτιορωσικής στέπας. Η πεδιάδα της Βλαχίας, που βρίσκεται ανάμεσα στις Τρανσυλβανικές Άλπεις και τον Αίμο, διαρρέεται από το Δούναβη και είναι άδεντρη. Στην περιοχή της Δοβρουτσάς, ανάμεσα στα βουλγαρικά και τα μολδαβικά σύνορα, στο Δούναβη και τον Εύξεινο Πόντο, απλώνεται ένα χαμηλό οροπέδιο με γρανιτώδες έδαφος και λιμνάζοντα νερά. Με διάφορα τεχνικά έργα έχει αποξηρανθεί και παραδοθεί στην καλλιέργεια. Στα βορειοανατολικά της πεδιάδας της Δοβρουτσάς απλώνεται το δέλτα του Δούναβη με συνολική έκταση 4.300.000 στρεμμάτων. Σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού. Στη Βεσαραβία οι πεδιάδες διακόπτονται από χαμηλούς λοφίσκους και αρδεύονται από τους παραποτάμους του Δούναβη Προύθο και Σιρέτ. Η υδρογραφία της Ρουμανίας κυριαρχείται από τον ποταμό Δούναβη (οι Ρουμάνοι τον ονομάζουν «Ντουναρέα») και τους παραποτάμους του. Ο ποταμός σχηματίζει τα σύνορα με τη Σερβία και τη Βουλγαρία και μέσα στη χώρα διανύει σχετικά λίγα χιλιόμετρα. Μετά τη βουλγαρική Σιλίστρα στρέφεται βόρεια, μπαίνει στη Ρουμανία, στο ύψος του Γαλατσίου, στρέφεται πάλι ανατολικά και χύνεται, με πλατύ δέλτα, στον Εύξεινο Πόντο. Τα νερά των Καρπαθίων συλλέγονται από τον Τίσα ή Σόμες, που μπαίνει σε Ουγγαρία και Σερβία, όπου και χύνεται στο Δούναβη. Ο Τίμες και ο Μούρες, παραπόταμοι του Τίσα, συγκεντρώνουν τα νερά του τρανσυλβανικού οροπεδίου. Άλλος μεγάλος ποταμός της περιοχής είναι ο Ολτ (700 χλμ. μήκος), που χύνεται επίσης στο Δούναβη. Κοντά στο Γαλάτσι χύνονται ο Προύθος (704 χλμ.), φυσικό σύνορο της Ρουμανίας με τη Μολδαβία, και ο Σιρέτ (592 χλμ.), που ρέουν από το βόρεια προς τα νότια. Λίμνες υπάρχουν πολλές στις όχθες και στο δέλτα του Δούναβη, αλλά δεν είναι μεγάλες ούτε αξιόλογες από φυσική ή οικονομική άποψη. Πολλές μάλιστα έχουν αποξηραθεί, ώστε οι κοίτες τους να αποδοθούν στην καλλιέργεια. Το κλίμα της Ρουμανίας γενικά είναι ηπειρωτικό. Στα βουνά και τα οροπέδια είναι ψυχρό ορεινό. Στα δυτικά είναι ηπειρωτικό. Στις πεδιάδες ο χειμώνας είναι ψυχρότατος και το καλοκαίρι θερμό και υγρό. Η βλάστηση παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής. Οι δυτικές και νότιες πεδιάδες καλύπτονται με χορτάρια και αποτελούν χειμερινούς βοσκότοπους για τα κοπάδια, που το καλοκαίρι ανεβαίνουν στα Καρπάθια. Τα βουνά καλύπτονται με δάση βελανιδιάς, οξιάς και κωνοφόρων, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα η βλάστηση είναι αλπική. Κοντά στους ποταμούς αναπτύσσονται λεύκες, ιτιές και άλλα δέντρα από μαλακό ξύλο. Πολλά είδη άγριων ζώων ζουν στα δάση και στα Καρπάθια συναντώνται αρκούδες, λύγκες, λύκοι, αλεπούδες. Στο δέλτα του Δούναβη, που είναι σημαντικός υδροβιότοπος, παρατηρούνται εκατοντάδες είδη πουλιών. Εδώ σταματούν για λίγο πολλά είδη μεταναστευτικών πουλιών. Οικονομία Στη χώρα καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά, αλλά και καλαμπόκι, ζαχαροκάλαμο, πατάτες. Το σιτάρι καλλιεργείται στη δυτική πεδιάδα του Τίσα και στις πεδιάδες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Το καλαμπόκι ευδοκιμεί σε πιο ορεινά μέρη. Το κριθάρι καλλιεργείται στη στέπα του Μαραγκάνουλ, στη δυτική Μολδαβία, στη Δοβρουτσά. Στη Μολδαβία υπάρχουν αμπέλια. Η κτηνοτροφία είναι αναπτυγμένη κυρίως στην Τρανσυλβανία, όπου υπάρχουν απέραντα λιβάδια. Εκτρέφονται βοοειδή, χοίροι και αιγοπρόβατα Τα βουνά της Ρουμανίας, που καλύπτονται από διάφορα δέντρα, αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους φυσικούς πόρους της χώρας. Η άφθονη ξυλεία επιτρέπει τη λειτουργία βιομηχανιών επίπλων. Το ρουμανικό υπέδαφος δεν είναι πλούσιο σε ορυκτά. Οι διαθέσιμες ορυκτές πρώτες ύλες είναι λίγες και έτσι οι ανάγκες καλύπτονται με εισαγωγές. Όμως η χώρα έχει σημαντικά αποθέματα πετρελαίου. Αποθέματα υπάρχουν στη λοφώδη εξωτερική προκαρπαθιακή ζώνη και σε όλο το μήκος του τόξου. Ιδιαίτερα πετρελαιοφόρες περιοχές είναι αυτές του Πλοέστι, της Ολτένια και του Νταρμανέστι. Υπάρχουν επίσης λιθανθρακοφόρα στρώματα σε όλη τη χώρα και εξάγεται λιγνίτης στα νότια Καρπάθια και σιδηρομεταλλεύματα στο Βανάτο και πιο βόρεια. Αξιόλογη είναι η ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας. Μεγάλα εργοστασιακά συγκροτήματα δημιουργήθηκαν στην Κραϊόβα και στο Τίργκου Μούρες. Επίσης η χαλυβουργία, με κεντρικό κορμό το συγκρότημα της Χουνεντοάρα, κατέχει σημαντική θέση στη βιομηχανική παραγωγή. Λειτουργούν ακόμα βιομηχανίες ηλεκτρονικών, μηχανοκατασκευών, ναυπηγεία, αυτοκινητοβιομηχανίες, ναυπηγεία κ.ά. Στις εξαγωγές της χώρας συμπεριλαμβάνονται μηχανήματα και εργαλεία, χημικά προϊόντα, βιομηχανικά προϊόντα άμεσης κατανάλωσης, βιομηχανικά προϊόντα διατροφής και προϊόντα από πετρέλαιο, πλαστικά και ελαστικά. Εισάγονται βιομηχανικά προϊόντα, τρόφιμα, βαμβάκι κ.ά. Πολιτική Εξέταση Οι Ρουμάνοι αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας και είναι απόγονοι των αρχαίων κατοίκων της Δακίας, της περιοχής που αποτέλεσε ρωμαϊκή επαρχία μετά την κατάκτησή της το 2ο μ.Χ. αι. Εδώ εκτός από τους Δάκες ζούσαν Σαρμάτες και Σκύθες, που διασταυρώθηκαν με τους Ρωμαίους και αργότερα με τους Σλάβους. Στη χώρα και κυρίως στην Τρανσυλβανία ζει μια σημαντική ουγγρική μειονότητα. Ο υπόλοιπος πληθυσμός αποτελείται από Γερμανούς, Εβραίους, Τσιγγάνους και ολιγάριθμες κοινότητες όλων σχεδόν των γειτονικών κρατών. Επίσημη γλώσσα είναι η ρουμανική, νεολατινική γλώσσα με λίγα σλαβικά στοιχεία και με ελληνικές, γερμανικές και γαλλικές επιρροές στο λεξικό της. Οι μειονότητες ομιλούν τις δικές τους γλώσσες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των Ρουμάνων είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, με επικεφαλής το Ρουμάνο πατριάρχη. Η ελληνοκαθολική Εκκλησία (ουνίτες), που αναγνωρίζει ως αρχηγό της τον πάπα, υποχρεώθηκε το 1968 να αναγνωρίσει τον πατριάρχη. Πρωτεύουσα της Ρουμανίας είναι το Βουκουρέστι, ιστορική πόλη, παλιά πρωτεύουσα της Βλαχίας. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Ιάσιο (349.000 κάτ.), ιστορική πρωτεύουσα της Μολδαβίας και σημαντικό ιστορικό κέντρο, η Κωνστάντσα (344.876 κάτ.), το λιμάνι της Ρουμανίας στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, το Κλουζ (332.350 κάτ.), ιστορική πόλη με ωραία κτίρια που παλιότερα ανήκε στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, η Κραϊόβα (306.825 κάτ.), υφαντουργικό και πετροχημικό κέντρο, το Μπρασόβ (319.908 κάτ.), βιομηχανικό κέντρο, η Τιμισοάρα (334.098 κάτ.), η Βράιλα (242.000 κάτ.), το Πλοέστι (253.600 κάτ.), η Σιμπίου (170.000 κάτ.) κ.άααααααααα. Πολιτισμός Στο ρουμανικό πολιτισμό ανιχνεύονται αρκετές και σημαντικές επιρροές από γειτονικούς πληθυσμούς και από άλλους πολιτισμούς, που ευρισκόμενοι σε υψηλότερο βαθμό ανάπτυξης άσκησαν έλξη και γοητεία στους Ρουμάνους. Οι Έλληνες, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι είναι αυτοί που επηρέασαν τους Ρουμάνους χάρη στη δύναμη του πολιτισμού τους, ενώ στη μακροχρόνια συμβίωση και στις επιμειξίες με τους Σλάβους και τους Ούγγρους οφείλονται οι επιδράσεις του σλαβικού και του μαγιάρικου πολιτισμού. Τέλος, η υποταγή στον τουρκικό ζυγό επέδρασε και στον πολιτισμικό τομέα. Εξέχουσα θέση κατέχουν στη λαϊκή ρουμανική παράδοση οι λαϊκοί μύθοι και δοξασίες, τα παραμύθια και τα τραγούδια που αναφέρονται σε σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, που διαμόρφωσαν την εθνική συνείδηση και την πολιτιστική ταυτότητα των Ρουμάνων. Σε πολλές από αυτές τις φολκλοριστικές εκδηλώσεις εντοπίζονται στοιχεία που είναι κοινά σε όλους σχεδόν τους βαλκανικούς λαούς, απόδειξη του ενιαίου πολιτισμικού χώρου της Βαλκανικής χερσονήσου, στον οποίο διαμορφώθηκαν οι επιμέρους ιστορικές συνειδήσεις. Σημαντικό ρόλο στη λαϊκή ψυχή κατέχει η μουσική, που ως κύριο όργανο έχει το βιολί και τους αυλούς. Οι απαρχές της γραπτής ρουμανικής παράδοσης και λογοτεχνίας βρίσκονται στους βίους αγίων, στους οποίους οι σκλαβωμένοι Ρουμάνοι ανακάλυπταν την ιδιαιτερότητά τους και ένα λόγο ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον. Με τις ιδέες του διαφωτισμού και την ανακάλυψη της εθνικής συνείδησης, οι Ρουμάνοι αγωνίστηκαν να διαφυλάξουν την ιδέα της αρχαίας καταγωγής τους από τους Δάκες και της νεολατινικής προέλευσης της γλώσσας τους. Με τα δύο αυτά στοιχεία ήθελαν να αποδείξουν ότι αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας, στους κόλπους της οποίας θα έπρεπε να επιστρέψουν. Βαθμιαία οι ιδέες αυτές απόκτησαν όλο και μεγαλύτερη ωριμότητα, με ποιητές όπως ο Βασίλε Αλεξάντρι, στο έργο του οποίου αντανακλάται ο πόθος για την εθνική χειραφέτηση των Ρουμάνων. Εξίσου σημαντικός είναι και ο Μιχάι Εμινέσκου, ρομαντικός ποιητής που αναγνωρίζεται ως ο εθνικός ποιητής των Ρουμάνων. Ο Μιχάιλ Σαντοβεάνου είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μεσοπολέμου, ενώ τη μεταπολεμική περίοδο ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και ο κρατικός έλεγχος κυριάρχησαν στη ρουμανική λογοτεχνία. Ο μεγαλύτερος συγγραφέας της περιόδου αυτής είναι ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο οποίος βέβαια είναι Ρουμάνος μόνο στην καταγωγή, αφού το έργο του είναι γραμμένο στα γαλλικά και έζησε στο Παρίσι. Το ίδιο είχε γίνει και στο μεσοπόλεμο, με τον Τριστάν Τζαρά, από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του γαλλικού σουρεαλισμού, που ήταν ρουμανικής καταγωγής. Η μεσαιωνική ζωγραφική της Ρουμανίας έχει θρησκευτικό περιεχόμενο και είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή τέχνη. Απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι οι εκκλησίες και τα μοναστήρια της Ρουμανίας, ενώ στα κάστρα και στα ανάκτορα αντανακλάται η πολυτάραχη ιστορία της χώρας. Στις μονές της Μπουκοβίνα οι τοιχογραφίες και οι αγιογραφίες αντανακλούν έντονες βυζαντινές επιρροές. Τα μοναστήρια αυτά είναι τα πρώτα που φέρουν ζωγραφιές και στις εξωτερικές τους προσόψεις. Όπως και η λογοτεχνία, έτσι και οι εικαστικές τέχνες έφτασαν στο απόγειό τους το 19ο αι. και ωρίμασαν τον 20ό αι., με ζωγράφους όπως ο Τεοντόρ Αμάν, ο Νικολάε Γκριγκορέσκου και ο Γκαμπριέλ Πόπα. Οι Ρουμάνοι συμβάδισαν με τις τάσεις του 20ού αιώνα και ο γλύπτης Κονσταντίν Μπρανκούζι είναι αυθεντικός εκπρόσωπος της σύγχρονης τέχνης. Στο Τάργκου Τζίου, το χωριό που γεννήθηκε, σε ένα καλλιτεχνικό πάρκο εκτίθενται διάφορα έργα του. Όμως, η τέχνη που κυρίως χαρακτηρίζει τους Ρουμάνους είναι η μουσική, η οποία καλλιεργείται ιδιαίτερα στη χώρα, τόσο η λαϊκή όσο και η κλασική και η σύγχρονη. Ο βιολονίστας Γκιόργκε Ενέσκου, οι πιανίστες Ράντου Λούπου και Ντίνου Λιπάτι, αλλά και ο διάσημος Γκιόργκι Ζαμφίρ με τους αυλούς του Πανός είναι γνωστοί εκπρόσωποι της ρουμανικής μουσικής. Στη Ρουμανία υπάρχουν πολλά μουσεία, τα οποία εκθέτουν κάθε μορφή ρουμανικής τέχνης. Εκτός από τα μεγαλύτερα μουσεία, όπως το Εθνικό Μουσείο Τέχνης, το Μουσείο Συλλογών Τέχνης, το Μουσείο Σατουλούι (στη μεγάλη ανοικτή έκταση του οποίου παρουσιάζονται περισσότερα από 300 σπίτια με τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά τους), το Μουσείο του Ρουμάνου Αγρότη και το Μουσείο Μπρούκενταλ στο Σιμπίου, υπάρχουν και πολλά μικρότερα. Εξωτερικές Συνδέσεις * Επίσημη ιστοσελίδα της ρουμανικής κυβέρνησης
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|