Νάπολη
|
Η Νάπολη (ιταλικά: Napoli) είναι πόλη και σημαντικό λιμάνι της Νότιας Ιταλίας, στην περιφέρεια της Καμπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ιταλίας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο με πληθυσμό 963.522 κατοίκους. Η μητροπολιτική περιοχή, ωστόσο, υπολογίζεται σύμφωνα με διάφορες μετρήσεις ότι κινείται μεταξύ 3.000.000 και 5.000.000 κατοίκων. Βρίσκεται στις ακτές του ομώνυμου κόλπου με φόντο το Βεζούβιο. Η Νάπολη είναι από τις πιο όμορφες και αναπτυγμένες οικονομικά πόλεις της Ιταλίας. Αρχικά, σαν λιμάνι, έχει πολύ μεγάλη κίνηση, εμπορική και επιβατική. Εξαιρετική ανάπτυξη παρουσιάζει στο βιομηχανικό τομέα η πόλη. Παρόλο που καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ολοκληρωτικά, σε σύντομο διάστημα κατόρθωσε να αναδιοργανωθεί και να αναγερθεί. Έχει όλες τις βασικές βιομηχανίες. Παράλληλα, σε περίοπτη θέση βρίσκονται τα συγκοινωνιακά της μέσα. Έχει σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, αερολιμένες, ναυπηγεία. Από την αγροτική πλευρά παράγει πολλά λαχανικά και φρούτα που εξάγει. Γεωγραφία Η Νάπολη βρίσκεται στο μύχο του ομώνυμου κόλπου, που ορίζεται από το τεράστιο ηφαίστειο του Βεζούβιου, ενώ στα ανατολικά της βρίσκεται η χερσόνησος του Σορέντο, δυτικά ο κόλπος του Ποτσουόλι ενώ βόρεια φτάνει ως τους πρόποδες των Απεννίνων. Αρχικά η πόλη, αναπτυσσόταν παραλιακά: ο πρώτος πυρήνας της πόλης βρισκόταν στην νησίδα Μεγαρίδα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Καστέλ ντελ Όβο, όπου Έλληνες αποικιοκράτες έδωσαν το έναυσμα για την ανάπτυξη του εμπορίου [1], το οποίο ως σήμερα χαρακτηρίζει την πόλη. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από πολυάριθμους λόφους, πολλοί εκ των οποίων ξεπερνούν τα 150μ. με τον ψηλότερο να φτάνει τα 452μ. (Λόφος των Καμαλντόλι), όπου αναπτύχθηκαν πολλοί ιστορικοί οικισμοί. Επίσης, στον κόλπο της Νάπολης υπάρχουν πολλά νησιά και σκόπελοι. Η περιοχή έχει ιδιαίτερα σημαντικό γεωλογικό ενδιαφέρον κυρίως λόγω του ενεργού ηφαιστείου του Βεζούβιου, το οποίο έχει, εξάλλου, προσδώσει και ξεχωριστά φυσικά χαρακτηριστικά. Κλίμα Το κλίμα της Νάπολης είνα τυπικό μεσογειακό με ήπιους και βροχερούς χειμώνες και ζεστά και ξηρά καλοκαίρια. Ωστόσο, πολλές φορές η θαλασσινή αύρα που παρατηρείται συχνότατα προσφέρει μεγάλη αίσθηση δροσιάς. Η πόλη απολαμβάνει 250 μέρες ηλιοφάνειας τον χρόνο[2]. Ωστόσο, η γεωμορφολογική ανομοιομορφία της πόλης, έχει ως αποτέλεσμα την υπάρξη επιμέρους μικροκλιμάτων μέσα στην πόλη, με σημαντικές διαφοροποιήσεις ακόμα και σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Η περιοχή γύρω από το λόφο Καμαλντόλι, εξαιτίας του μεγάλου υψομέτρου, χαρακτηρίζεται από ελαφρώς πιο χαμηλές θερμοκρασίες κατά τους χειμερινούς μήνες και μικρότερη αποπνικτική αίσθηση τους θερινούς. Εκεί έχουν παρατηρηθεί και περιπτώσεις παγετού. Οι περιπτώσεις χιονόπτωσης είναι ελάχιστες και γι'αυτό ιστορικές: Φεβρουάριος 1956, Ιανουάριος 1963, Μάρτιος 1971, 25 Φεβρουαρίου και 10 Μαρτίου και 1 Δεκεμβρίου 1973, 26 και 27 Φεβρουαρίου 1975, 2 και 9 Ιανουαρίου 1985, Φεβρουάριος 1986, 16 Δεκεμβρίου 1988, 26 Ιανουαρίου και 1 Μαρτίου 2005, οπότε και παρατηρήθηκε χιονόστρωση ύψους 10 εκατοστών ακόμα και στην παραλία της πόλης. Ιστορία Προϊστορική περίοδος Η ιστορία της Νάπολης ξεκινά ήδη από την προϊστορική περίοδο, και ειδικότερα στην 3η χιλιετία π.Χ. (χαλκολιθική περίοδος), στην οποία ανάγονται ορισμένοι τάφοι που έχουν ανακαλυφθεί. Αρχαία χρόνια Η πόλη ιδρύθηκε πιθανότητα από κατοίκους της Κύμης, αποικίας της ομώνυμης πόλης της Εύβοιας, γύρω στον 9ο και 8ο αι. π.Χ., με το όνομα Παρθενόπη. Η αποικία αυτή ονομάστηκε Παλαιόπολις, όταν, κατά τον 5ο αι. π.Χ., ιδρύθηκε σε μια κοντινή περιοχή η σημερινή Νάπολη (Νεάπολις=Νέα πόλις). Το 326 π.Χ. η πόλη κατακτάται από τους Ρωμαίους, διατηρώντας, ωστόσο, τα ελληνικά στοιχεία του πολιτισμού της και τη γλώσσα της. Κατά τους επόμενους αιώνες, η Νάπολη υπήρξε καταφύγιο πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων σε διαστήματα εξορίας τους. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος θέσπισε στην Νάπολη τους Ιταλικούς Ολυμπιακούς Αγώνες, κατ'αντιστοιχία με τους ελληνικούς Ολυμπιακούς Αγώνες, θεωρώντας την Νάπολη "ως την πιο ελληνική πόλη της Ιταλίας". Μεσαίωνας Το 536, κατακτήθηκε από τους Βυζαντινούς, ενώ στην συνέχεια πολιορκήθηκε και από τους Λογγοβάρδους και τους Σαρακηνούς πειρατές, ενώ στο μεσοδιάστημα ανακηρύχθηκε αυτόνομο Δουκάτο από τους ευγενείς της πόλης. Γύρω στα 990, με απόφαση του Λέοντα Γ' Ίσαυρου και εξαιτίας της Εικονομαχίας, η πόλη υπάχθηκε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, μετά από ένα διάστημα πνευματικής υπαγωγής της επισκοπής της Καπούα (στην οποία ανήκε η Νάπολη) στον Πάπα. Το 1137 η πόλη κατελήφθη από τους Νορμανδούς, οπότε και αποτέλεσε μέρος του νεοσύστατου Βασιλείου της Σικελίας, με πρωτεύουσα το Παλέρμο. Μετά την επικράτηση των Σουέβων, οι Ανγιοβίνοι όρισαν τη Νάπολη πρωτεύουσά τους, καθιστώντας την από μια ακόμα ναυτική πόλη της Τυρρηνικής θάλασσας (Αμάλφι, Σορέντο) σε μια από τις ισχυρότερες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου. Σύγχρονα χρόνια Το 1442, η πόλη πέφτει στα χέρια του Βασιλείου της Αραγωνίας, γνώριζοντας μέγαλη σταθερότητα και ανάπτυξη, ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του Αλφόνσου Ε‘ της Αραγωνίας. Το 1501, εν μέσω πολλών πολέμων στην Ιταλία, το Βασίλειο της Νάπολης κατακτήθηκε από τους Ισπανούς της Μαδρίτης, στους οποίους και ανήκε για περισσότερους από δύο αιώνες. Τον 17ο αί., ύστερα από μια εξέγερση υποκινούμενη από τον Μασανιέλο, στην πόλη εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία. Το 1707 κατακτήθηκε από τους Αυστριακούς και το 1734 από τον Κάρολο Γ' της Ισπανίας, ιδρύοντας το βασίλειο της Νεάπολης και της Σικελίας. Υπό τη βασιλεία των Βουρβόνων η πόλη εξελίχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις ολόκληρης της Ευρώπης μαζί με το Παρίσι και το Λονδίνο. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους, στην Νάπολη εγκαθιδρύθηκε η Παρθενόπεια Δημοκρατία από τους Ιακωβίνους και να ακολουθήσει στη συνέχεια η παλινόρθωση των Βουρβόνων. Το 1806 κατακτήθηκε και πάλι από τους Γάλλους υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Το 1815 μετά την ήττα του Ναπολέοντα και με απόφαση του Συνεδρίου της Βιέννης η πόλη επανήλθε στους Βουρβόνους. Το 1860 το Βασίλειο των δύο Σικελιών κατακτήθηκε από τον Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Ιταλίας υπό τον Κάμιλλο Μπέντσο ντε Καβούρ. Μεταπολεμική περίοδος Κατά τον Β‘ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη γνώρισε μια εφήμερη ανεξαρτησία τεσσάρων ημερών από τους Γερμανούς μετά την επανάσταση της 8ης Σεπτεμβρίου 1943. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώρισε μεγάλη οικιστική ανάπτυξη πέρα από τον χώρο του ιστορικού της κέντρου. Στις 23 Νοεμβρίου 1980, η πόλη συγκλονίστηκε από ένα σεισμό που προκάλεσε σοβαρές ζημιές αλλά και αξιόλογες μεταβολές κατά την ανοικοδόμησή της: οπότε και άρχισε να αναπτύσσεται προς τα νότια και ανατολικά τμήματα ως τους πρόποδες του Βεζούβιου και βόρεια προς την Καζέρτα, παράλληλα προς τη θάλασσα. Από το 1994, οπότε και η Νάπολη φιλοξένησε την σύνοδο των G-8 είχε ήδη εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς ανοικοδόμησης που άλλαζε ριζικά το προφίλ της. Δημογραφική εξέλιξη Πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, αλλά και της περιφέρειας της Καμπανίας, η πόλη της Νάπολης περιλαμβάνει το 1/6 του συνολικού πληθυσμού της Καμπανίας και το 1/3 της επαρχίας της Νάπολης. Βρίσκεται στη 18η θέση της λίστας των ευρωπαϊκών χωρών με βάση τον πληθυσμό τους. Ο πόλη εκτείνεται κατά πολύ πέραν των ορίων του δήμου. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το 2005, ο συνολικός πλυθησμός του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης έφτανε τα 2.200.000 κατοίκους[3]. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μέτρηση δεν είναι συγκεκριμένη ως προς τα όρια τα οποία περικλείει η πόλη. Κατά τον ΟΟΣΑ, η μητροπολιτική περιοχή της Νάπολης αριθμεί περίπου 3.100.000 κατοίκους, πίσω μόνο από το Μιλάνο και τη Ρώμη[4]. Σύμφωνα, πάλι, με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), η Νάπολη πλησιάζει τα 4.000.000 κατοίκους[5]. Σε κάθε περίπτωση, η περιοχή της Νάπολης αποτελεί μια από τις πολυπληθέστερες και πυκνοκατοικημένες περιοχές ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το 2007 βρισκόταν στην 8η θέση στην Ευρώπη και στην 86η στον κόσμο). Προβλέπεται στο μέλλον να θεσμοθετηθεί η μητροπολιτική περιοχή της Νάπολης, η οποία θα περιλαμβάνει τη σημερινή επαρχία της Νάπολης, καθώς επίσης και ορισμένους δήμους από τις επαρχίες της Καζέρτας και του Σαλέρνο. Ο πληθυσμός της πόλης χαρακτηρίζεται από το υψηλό ποσοστό νέων σε ηλικία ατόμων, το οποίο αυξάνει αν προσμετρηθούν και οι πληθυσμοί ολόκληρης της επαρχίας· ειδικότερα, το 19% του πληθυσμού αποτελούν ηλικίες ως 14 έτη και το 13% ηλικίες άνω των 65. Σε εθνικό επίπεδο, τα αντίστοιχα ποσοστά διαφοροποιούνται αντιστρόφως ανάλογα σε 14% και 19% αντίστοιχα[6]. Το ποσοστό των γυναικών φτάνει το 52,4% του πληθυσμού ενώ εκείνο των ανδρών το 47,6%. Επιπλέον, το ποσοστό των γεννήσεων ειναι μεγαλύτερο σε σχέση με το συνολικό ποσοστό ολόκληρης της Ιταλίας (10,46 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους έναντι 9,45 γεννήσεις σε εθνικό επίπεδο)[6]. Σε αντίθεση με πολλές πόλεις του ιταλικού βορρά, το ποσοστό της Νάπολης είναι ιδιαίτερα σημαντικό ως προς τους μετανάστες· 98,5% του πληθυσμού είναι Ιταλοί. Το 2006, οι ξένοι υπήκοοι στην πόλη έφταναν μόλις του 19.188: οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονταν από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως την Ουκρανία και την Πολωνία. Υπάρχει μια μικρή μειονότητα μεταναστών από την Σρι Λάνκα και άλλες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών είναι γυναίκες, κύριως λόγω του ότι οι άνδρες τείνουν να απασχολούνται στον βιομηχανικό Βορρά[7]. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή του ιταλικού κράτους (1861), η Νάπολη ήταν ο μεγαλύτερος δήμος της ιταλικής επικράτειας. Έχασε την πρώτη θέση από το Μιλάνο κατά την περίοδο του φασισμού, ενώ λίγο αργότερα και η Ρώμη την ξεπέρασε. Εκπαίδευση - Πολιτισμός Πανεπιστήμια Η Νάπολη διαθέτει αρκετά δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια, καθώς επίσης και πολυάριθμα ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα. Στην πόλη βρίσκεται το αρχαιότερο δημόσιο Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Νάπολης - Φρειδερίκος Β΄ που ιδρύθηκε το 1224 από τον Φρειδερίκο Β΄[8], το οποίο είναι το σημαντικότερο πανεπιστήμιο της νότιας Ιταλίας, με περισσότερους από 100.000 φοιτητές και 3.00 καθηγητές. Ακόμη, υπάρχει και το Δεύτερο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, δεύτερο σημαντικότερο της πόλης. Ιδρύθηκε μόλις το 1989 και έχει στενούς δεσμούς με την όμορη επαρχία της Καζέρτας. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην πόλη παίζει το Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών, που ειδικεύεται στους ανατολικούς πολιτισμούς και το οποίο ιδρύθηκε το 1732 από τον Ιησουίτη ιεραπόστολο Ματτέο Ρίπα, ύστερα από την επιστροφή του από την αυλή του Κινέζου αυτοκράτορα[9]. Υπάρχουν και άλλα έξεχοντα πανεπιστήμια όπως το Παρθενόπειο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Σουόρ Όρσολα Μπενινκάζα και η ιησουιτική Θεολογική Σχολή της Νοτίου Ιταλίας[10][11]. Βοτανικός Κήπος - Μουσεία Μέρος του «Πανεπιστημίου - Φρειδερίκος Β΄» αποτελεί και ο Βοτανικός Κήπος της Νάπολης, που δημιουργήθηκε από τον Τζοζέφ Βοναπάρτη το 1807 (ο οποίος χρησιμοποίησε σχέδια του Φερδινάνδου Α') και υλοποιήθηκε από τους αρχιτέκτονες Ντε Φάτσιο και Παολέττι (De Fazio e Paoletti). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιέπεσε σε αποδιοργάνωση αλλά κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980 εμπλουτίστηκε και πάλι. Στα 15 εκτάρια του Κήπου υπάρχουν περίπου 25.000 δείγματα χλωρίδας που καλύπτου σχεδόν 10.000 είδη φυτών[12], που εκτίθενται είτε σε ανοικτό περιβάλλον είτε σε θερμοκήπια. Η Νάπολη διαθέτει πολυάριθμα Μουσεία, τα κυριότερα εκ των οποίων τα επιμελήθηκε ο Φρειδερίκος Β'. * Το Μουσείο Ζωολογίας, με συλλογές από πουλιά, θηλαστικά και όστρακα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος από όλο τον κόσμο.
Το 1804 άνοιξε για το κοινό η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Νάπολης στο Παλάτσο ντέλι Στούντι, το σημερινό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Το 1816 μετονομάστηκε σε Βασιλική Βιβλιοθήκη των Βουρβόνων και το 1860 με την ένωση της Ιταλίας σε Εθνική Βιβλιοθήκη. Το 1910 εμπλουστήκε με πάπυρους που βρέθηκαν μετά από ανασκαφές στο Ερκολάνο, αρχαία πόλη κοντά στον Βεζούβιο. Το 1922 μετά από πολλές διενέξεις για το χώρο που θα στέγαζε την Εθνική Βιβλιοθήκη και ύστερα από παρέμβαση του Μπενεντέτο Κρότσε, επιφανούς πολιτικού και φιλοσόφου της Ιταλίας, η Βιβλιοθήκη στεγάστηκε στο σημερινό της κτίριο το Παλάτσο Ρεάλε στην Πιάτσα ντελ Πλεμπισίτο. Το κτίριο υπέστη πολλά ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου, τόσο από τους ναζιστές όσο και από τους Συμμάχους, αλλά τα σημαντικότερα κείμενα μεταφέρθηκαν σε ασφαλή σημεία ως το 1945, οπότε και η Βιβλιοθήκη άνοιξε και πάλι για το κοινό. Σήμερα, η Εθνική Βιβλιοθήκη Βιττόριο Εμανουέλε Γ', όπως είναι το πλήρες όνομά της, διαθέτει σχεδόν 2.000.000 τόμους βιβλίων, 20.000 χειρόγραφα κείμενα, πάνω από 4.000 περιοδικά, 4.500 πρωτυπογραφημένα κείμενα και 1.800 πάπυρους από το Ερκολάνο. Είναι η τρίτη μεγαλύτερη της Ιταλίας μετά από εκείνες της Φλωρεντίας και της Ρώμης[13]. Διαθέτει επίσης πλούσια συλλογή από ανατολιτίκα κείμενα. Εδώ, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι πήρε πολύτιμες πληροφορίες για να μπορέσει να γυρίσει το έργο του "Ο τελευταίος αυτοκράτορας" το 1987. Ωδεία Τέλος, διατηρώντας τους στενούς δεσμούς με την μουσική της παράδοση, η Νάπολη φιλοξενεί το Μουσικό Ωδείο του Αγίου Πετρου της Μαϊέλλα: εξάλλου, το πρώτο ωδείο στην πόλη αναφέρεται ήδη από το 1500, όταν η πόλη βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή[14]. Οικονομία Η οικονομία της Νάπολης, από την ένωση της Ιταλίας έως και σήμερα, πέρασε από πολλές περιόδους ανάπτυξης αλλά και ύφεσης, χωρίς, ωστόσο, να βρεθεί ποτέ σε πραγματική απογείωση. Βιομηχανία Ήδη πριν από την ένωση της Νάπολης στο Βασίλειο της Ιταλίας, γύρω στα 1850, υπήρχε το βιομηχανικό πάρκο της Πιετράρσα στον τομέα της σιδηρουργίας, το οποίο όμως αργότερα εγκαταλείφθηκε. Μεγάλη ώθηση στην βιομηχανική ανάπτυξη της πόλης έδωσς ένας ειδικός νόμος του 1904, οπότε και δημιουργήθηκαν δύο βιομηχανικές ζώνες, μία στα ανατολικά και μία στα δυτικά της πόλης. Το γεγονός αυτό συνέπεσε χρονικά με την ενίσχυση του εμπορίου, ύστερα από την αύξηση της λιμενικής δραστηριότητας που προήλθε από τα πολλαπλά κύματα μεταναστών στην πόλη κατα τις δεκαετίες του 1890 και 1900. Το εμπόριο στην πορεία έχασε κάποια από τα πλεονεκτήματά του από τις αποικιακές φιλοδοξίες, που εκδηλώθηκαν κυρίως μέσω του Μουσολίνι. Ουσιαστικά, απαρχή της βιομηχανοποίησης της Νάπολης θεωρείται το δεύτερο μισό του 1950 και το πρώτο μισό του 1960. Η ανάπτυξη αυτή, διακόπηκε εκ νέου κατά την οικονομική κρίση που έπληξε την Ιταλία, όταν μόλις είχαν αρχίσει να διαφαίνονται θετικά αποτελέσματα από την εκβιομηχάνιση της περιοχής. Στην κρίση αποδίδονται και οι δυσκολίες για τη δημιουργία νέων βιομηχανικών μονάδων αλλά και την εξέλιξη των ήδη υπαρχουσών από τον νόμο του 1904 (σιδηρουργία Μπανιόλι και υφαντουργία Καζόρια). Τα πολύ θετικά αποτελέσματα του τριτογενούς τομέα και η αλματώδης εκβιομηχάνιση της εγγύτερης περιοχής της Νάπολης και της Καμπανίας είχαν ως συνέπεια να δοθεί δικαίως στην Νάπολη ο όρος μητρόπολη στις αρχές του 1970. Η πόλη, όπως και ολόκληρος ο ιταλικός Νότος, δεν βίωσε ποτέ μια πλήρη βιομηχανική φάση σε αντίθεση με τον Βορρά, παρά τις προσπάθειες που έγιναν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, χωρίς όμως αξιόλογα αποτελέσματα. Κατά την μεταπολεμική περίοδο και κατά την περίοδο του "οικονομικού μπουμ" (όρος που αναφέρεται στην ραγδαία ανάπτυξη που βίωσε η Ιταλία μεταπολεμικά), κυρίως λόγω και των χρημάτων που δαπανήθηκαν από το ιταλικό κράτος μέσω του Ταμείου για τον Ιταλικό Νότο, ενισχύθηκε σημαντικά η σιδηρουργία, η μεταλλουργία και η πετροχημεία, τόσο που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η βιομηχανία αποτελούσε έναν από τους κύριους οικονομικούς παράγοντες της πόλης. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ωστόσο, η μη αναστρέψιμη κρίση της κρατικής βιομηχανίας και η σχετική αποβιομηχανοποίηση αλλά και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των νέων οικονομιών παγκοσμίως, είχαν ως αποτελέσμα το κλείσιμο ή την συγχώνευση πολλών εταιριών, με χαρακτηριστικότερο το κλείσιμο της σιδηρουργίας Ιταλσίντερ (Italsider) και την αναδιάρθρωση της Ολιβέττι (Olivetti). Το Πομιλιάνο ντ΄Άρκο, μια βιομηχανική ζώνη στην ενδοχώρα, είναι η μόνη περιοχή που κατάφερε να αντέξει λόγω των εργοστασίων της Φίατ που υπήρχαν εκεί. Παραμένουν, ωστόσο, αρκετές μονάδες στους κλάδους της βαριάς βιομηχανίας (σιδηρουργία, μεταλλουργία) και των πετροχημικών, ώστε να ευνοηθεί και η δημιουργία μικρών και δυναμικών εταιρειών υπηρεσιών και συμβουλευτικής που λειτουργούν τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Επίσης, σημαντικοί είναι και οι κλάδοι των τροφίμων, των κατασκευών και της ηλεκτρολογίας. Παρά τις σύντομες περιόδους ανάπτυξης, η απασχόληση δεν κατάφερε ποτέ να προσεγγίσει ικανοποιητικά επίπεδα σε σχέση με τις τοπικές ανάγκες. Σοβαρή αιτία αυτού είναι και η ύπαρξη και διείσδυση της Καμόρας που καθιστά δύσκολη τη δημιουργία νέων επενδύσεων. Έτσι, οι παράνομες δραστηριότητες έχουν τεράστια επίπτωση στην εθνική οικονομία, λόγω των συναλλαγών με την Κίνα (κυρίως με την Σανγκάη)[15]. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, γίνονται προσπάθειες ελέγχων, κυρίως στο χώρο του λιμανιού της Νάπολης[16]. Υπηρεσίες - Τουρισμός Η έλλειψη βιομηχανίας οδήγησε στην ανάπτηυξη του τριτογενούς τομέα της οικονομίας και ιδιαίτερα στο εμπόριο, τη διοίκηση, τις χρηματιστηριακής υπηρεσίες αλλά και στις εκδόσεις και τον πολιτισμό. Επιπλέον, το λιμάνι της πόλης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σε ολόκληρη την Ιταλία, τόσο σε εμπορική όσο και σε επιβατική κίνηση (2ο στον κόσμο μετά το λιμάνι του Χονγκ Κονγκ με περισσότερους από 9.000.000 επιβάτες ετησίως[17]). Η πόλη αποτελεί εξάλλου σημαντικό οδικό και σιδηροδρομικό κόμβο (από την Νάπολη ξεκινά και ο αυτοκινητόδρομος Α1 που διασχίζει κάθετα ολόκληρη την Ιταλία, ενώνοντας Βορρά και Νότο). Την τελευταία δεκαετία επενδύθηκαν κεφάλαια σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων, θέτοντας τις βάσεις για ουσιαστική ανάπτυξη σε μητροπολιτικό και περιφερειακό επίπεδο μέσω δικτύου μετρό. Η τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της πόλης θα έπρεπε να αποτελεί σημαντική πηγή οικονομικών πόρων για την πόλη. Η πλούσια μνημειακή και μουσειακή προσφορά που διαθέτει η πόλη δεν τυγχάνει ανάλογης οικονομικής αξιοποίησης. Έτσι, τα προβλήματα της εικόνας της πόλης που σχετίζονται έντονα με το οργανωμένο έγκλημα, αλλά και η έλλειψη υποδομών αποτελούν τα σημαντικότερα εμπόδια για την επένδυση σε ξενοδοχειακές μονάδες. Ο τουρισμός εντοπίζεται κυρίως στην Πομπηία (την οποία επισκέπτονται περίπου 3.000.000 επισκέπτες τον χρόνο[18]), στα νησιά του κόλπου της Νάπολης (Κάπρι και Ίσκια), στις ακτές του Σορέντο και του Αμάλφι, σημεία διεθνούς περιβαλλοντολογικού και τουριστικού ενδιαφέροντος. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται αξιόλογη κίνηση και στη βιομηχανία των κρουαζιέρων μέσω του λιμανιού της Νάπολης[19]. Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ
Ιστορικό εγγραφής a Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων της ΠΠΚ Από το 1995, το ιστορικό κέντρο της Νάπολης έχει συμπεριληφθεί στη λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, που έχει ως στόχο την καταλογογράφηση, την ονοματοδοσία και τη συντήρηση πεδίων ιδιάζουσας πολιτιστικής ή φυσικής σημασίας για την κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Η επιτροπή της ΟΥΝΕΣΚΟ έκρινε το κέντρο της Νάπολης ως "ιδιαίτερης αξίας", προσθέτωντας ότι ο Κόλπος της Νάπολης διαθέτει εκπληκτική πολιτιστική αξία με διεθνή απήχηση"[20]. Αδελφοποιημένες Πόλεις Η Νάπολη έχει αδελφοποιηθεί με τις παρακάτω πόλεις: * Καγκοσίμα - Ιαπωνία, η οποία είναι η δίδυμη πόλη της Νάπολης. Μάλιστα, υπάρχει και δρόμος της πόλης με το όνομα της δίδυμης ιαπωνικής της πόλης.
* Στην πόλη έχουν έδρα αρκετές προξενεία ξένων χωρών. Ιδιαίτερα, το προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής εξυπηρετεί κατ'ουσίαν ανάγκες πολιτικής και στρατιωτικής πρεσβείας.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
||
|
|