Καρλ Ντένιτς
|
Καρλ Ντένιτς (*) Ο Μέγας Ναύαρχος (Grossadmiral) Καρλ Ντένιτς (Karl Dönitz, 16 Σεπτεμβρίου 1891 - 24 Δεκεμβρίου 1980) ήταν ο ηγέτης του στόλου υποβρυχίων (Befehlshaber der Unterseeboote) της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την παραίτηση του Αρχιναυάρχου Έριχ Ρέντερ (Erich Röder) από την ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού (Kriegsmarine) ανέλαβε την αρχηγία του και, ύστερα από την αυτοκτονία του Χίτλερ, στις 30 Απριλίου 1945, ανέλαβε τα καθήκοντά του για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Σταδιοδρομία Ο Ντένιτς γεννήθηκε στο Γκρύναου (Grünau) του Βερολίνου, μικρότερος γιος του μηχανικού Εμίλ Ντένιτς και της Άννα Μπέγερ (Anna Beyer). Μεγαλύτερος αδελφός του ήταν ο Φρίντριχ. Στις 4 Απριλίου 1910 κατατάχθηκε στη Ναυτική Ακαδημία του Αυτοκρατορικού Ναυτικού (Kaiserliche Marine) ως ναυτικός δόκιμος (Seekadett) και ένα χρόνο αργότερα έλαβε το βαθμό του σημαιοφόρου (Fähnrich zur See). Το 1913 προάχθηκε σε ανθυποπλοίαρχο (Leutnant zur See) και, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετήθηκε στο ελαφρύ καταδρομικό Μπρέσλαου (SMS Breslau), το οποίο βρισκόταν τότε στη Μεσόγειο. Το 1914 το πλοίο του, μαζί με το "Γκέμπεν" (SMS Goeben) πωλήθηκαν στο Ναυτικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενεπλάκη σε ναυμαχίες στην Μαύρη Θάλασσα με το Ναυτικό του Τσάρου. Τον Μάρτιο του 1916 νέα προαγωγή του δίνει τον βαθμό του υποπλοιάρχου ((Oberleutnant zur See)[1]. Λίγο καιρό αργότερα το πλοίο του (μετονομασμένο πλέον σε "Midilli") επανέρχεται για επισκευές και ο Ντένιτς τοποθετείται προσωρινά ως Διοικητής στο μικρό αεροδρόμιο των Δαρδανελλίων. Από εκεί κάνει αίτηση για να μετατεθεί στις υποβρύχιες ναυτικές δυνάμεις και η αίτησή του ικανοποιείται τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Τοποθετείται ως αξιωματικός παρατήρησης στο υποβρύχιο U-39 και τον Φεβρουάριο του 1918 αναλαμβάνει, ως Κυβερνήτης, το υποβρύχιο UC-25. Σε αυτό παραμένει ως τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε και μετατίθεται στο UB-68. Το σκάφος του βυθίζεται στις 4 Οκτωβρίου από βρετανικές δυνάμεις, παρασύροντας 6 μέλη του πληρώματός του, ο Ντένιτς όμως γλιτώνει και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος των Βρετανών. Η λήξη του Πολέμου επέρχεται το 1918, αλλά ο Ντένιτς απελευθερώνεται και επιστρέφει στην Γερμανία το 1919[2]. Κατά το Μεσοπόλεμο Ο Ντένιτς παραμένει στο Ναυτικό και, το 1921, ονομάζεται υποπλοίαρχος του αναδιοργανωμένου Ναυτικού (Vorläufige Reichsmarine), το οποίο υπόκειται, και αυτό, στους όρους που υπαγορεύει η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Τα υποβρύχια, φυσικά, απαγορεύονται και ο Ντένιτς τοποθετείται Κυβερνήτης σε τορπιλοβόλα μέχρι το 1928, οπότε και προάγεται σε Πλωτάρχη (Korvettenkapitän). Το 1933 προάγεται σε Αντιπλοίαρχο (Fregattenkapitän) και του ανατίθεται η διοίκηση του καταδρομικού "Έμντεν" (Emden), το οποίο είχε ως αποστολή την εκπαίδευση χαμηλόβαθμων αξιωματικών του Ναυτικού. Την 1η Σεπτεμβρίου ονομάζεται Πλοίαρχος (Kapitän zur See) και τοποθετείται επικεφαλής του 1ου υποβρυχιακού στόλου (ο οποίος, τότε, διέθετε μόνο τρία πολύ μικρά σκάφη, τα U-7, U-8 και U-9). Το 1935 το Ναυτικό μετονομάζεται από Reichsmarine σε Kriegsmarine και το Ναζιστικό καθεστώς αγνοεί όλες τις απαγορεύσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αρχίζοντας από τα υποβρύχια. Το 1936 ο Ντένιτς τοποθετείται επικεφαλής ολόκληρου του Στόλου Υποβρυχίων (Führer der Unterseeboote (FdU)). Σύντομα έρχεται σε αντίθεση με τον Αρχιναύαρχο Έριχ Ρέντερ, ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερος υποστηρικτής του υποβρύχιου όπλου. Έρχεται, απο κοινού με τον Ρέντερ, σε σύγκρουση και με τον Χέρμαν Γκέρινγκ, ο οποίος, ως υπεύθυνος του τετραετούς σχεδίου ανάπτυξης του Ράιχ, αρνείται να διαθέσει πόρους για την ανάπτυξη ισχυρού Ναυτικού και, φυσικά, και του στόλου των υποβρυχίων. Ο ίδιος ο Ντένιτς υποστήριξε ότι, αν επρόκειτο να αντιπαρατεθεί με τον Βρετανικό Στόλο, θα χρειαζόταν περίπου 1.000 υποβρύχια. Ο σχεδιασμός του Γερμανικού Ναυτικού, ωστόσο, δεν επέτρεψε στην Γερμανία να διαθέτει, το 1939, περισσότερα από 57, τα οποία ήσαν ολοσχερώς ακατάλληλα για δράση στον Ατλαντικό Ωκεανό (ήταν εκτοπίσματος μόνον 250 τόνων)[1] και, αρχικά, λόγω έλλειψης επαρκούς οργάνωσης, δεν ήταν δυνατή η ταυτόχρονη παρουσία 5 - 6 σκαφών στη θάλασσα. Παράλληλα, ωστόσο, πρότεινε, ήδη από το 1936, μια στρατηγική για την εξουδετέρωση της Βρετανίας σε περίπτωση πολέμου: Να υπάρξει ένας υποβρυχιακός στόλος αρκετά ισχυρός, ώστε να κτυπήσει τα εμπορικά σκάφη της Βρετανίας και, κυρίως, τα μεταφορικά καυσίμων (τάνκερ). Έτσι, με σχετικά μικρότερο κίνδυνο, θα μπορούσε να στερήσει από την Βρετανία τους απαραίτητους πόρους για να κινήσει τα πολεμικά σκάφη της. Ζήτησε, λοιπόν, την κατασκευή 300 υποβρυχίων του νεότερου (και μεγαλύτερου) τύπου "Type VIIB". Η κατασκευή πράγματι ξεκίνησε, αλλά ελάχιστα σκάφη ήταν έτοιμα όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος με την Βρετανία, ενώ ποτέ δεν έφθασε τον προβλεπόμενο αριθμό παραγωγής (25 σκάφη ανά μήνα).[3] Η σύρραξη βρίσκει τον Ντένιτς επικεφαλής του υποβρυχιακού στόλου. Βλέποντας ότι δεν διαθέτει μεγάλο αριθμό των απαραίτητων σκαφών (πράγματι, δεν μπορούσε να διαθέσει ταυτόχρονα πάνω από 7-8 σκάφη στον Ατλαντικό), αποφασίζει την υιοθέτηση μιας νέας τακτικής, της "τακτικής των λύκων" (Rudeltaktik): Ειδοποιημένα από ένα σκάφος, τρία ή τέσσερα άλλα υποβρύχια επιτηρούν μια νηοπομπή, στην οποία επιτίθενται, όλα μαζί, όποτε βρουν την κατάλληλη ευκαιρία, συνήθως την νύκτα και πλέοντας στην επιφάνεια. Παρά τις ελλείψεις σε σκάφη, η τακτική αυτή αποδίδει και επιφέρει στον Βρετανικό (και στη συνέχεια στον Συμμαχικό) εμπορικό Στόλο τρομακτικές ζημιές. Ο Ντένιτς στηρίζεται σε δύο παράγοντες: Στην αρχική - σχεδόν ολοσχερή - έλλειψη οργάνωσης ανθυποβρυχιακού πολέμου από πλευράς Βρετανών και στην τόλμη των Κυβερνητών των σκαφών του. Το πρώτο Βρετανικό σκάφος που βύθισαν τα υποβρύχια του Ντένιτς ήταν, στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, το υπερωκεάνειο "Αθίνια" (Athenia), 13.500 τόνων. Θύματα συνολικά 112 επιβάτες, από τους οποίους 28 Αμερικανοί. Το Ναζιστικό καθεστώς προβάλλει με περίεργο τρόπο το γεγονός: Αρνείται την καταβύθιση του σκάφους από γερμανικό υποβρύχιο και, μέσω της εφημερίδας "Völkischer Beobachter" (Λαϊκός Παρατηρητής), οργάνου του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος υποστηρίζει ότι ο Ουίνστων Τσώρτσιλ, τότε επικεφαλής του Βρετανικού Ναυαρχείου, έβαλε μια "καταχθόνια συσκευή" στο σκάφος, χωρίς να λάβει υπόψη του τους 1500 επιβάτες του, για να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Γερμανίας - ΗΠΑ[4]. Η εφημερίδα, ως όργανο προπαγάνδας, ψεύδεται: Το "Αθίνια" βυθίστηκε από το γερμανικό U-30 , με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Φριτς - Γιούλιους Λεμπ (Fritz-Julius Lemp)[5] . Το "Αθίνια" είναι το πρώτο από συνολικά 2.603 πλοία κάθε εθνικότητας που θα βυθίσουν τα υποβρύχια του Ντένιτς κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ακολούθησε, δύο μέρες αργότερα, το ατμόπλοιο "Ρόγιαλ Σεπτρ" (Royal Sceptre)[6] από το υποβρύχιο U-48 με κυβερνήτη τον Χέρμπερτ Σούλτσε (Herbert Schultze), ο οποίος, μάλιστα, έστειλε τηλεγράφημα στο Βρετανικό Ναυαρχείο (υπόψιν κ. Τσώρτσιλ προσωπικώς), ανακοινώνοντας την θέση βύθισης του σκάφους (300 μίλια νότια του ακρωτ. Φινιστέρου) και ζητώντας να ληφθεί μέριμνα για την περισυλλογή των επιζώντων (εννέα μέλη του πληρώματος και ο Πλοίαρχος είχαν φονευθεί από τα πυρά του υποβρυχίου)[4]. Ο υποβρυχιακός πόλεμος προκάλεσε σημαντικά προβλήματα στους Άγγλους, ακόμη και όταν αυτοί οργάνωσαν ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Η τόλμη των Γερμανών κυβερνητών ήταν τέτοια, που έφθασαν να τορπιλίσουν σκάφη μέχρι και στο εσωτερικό αγγλικών ναυτικών βάσεων [7] και στον Κόλπο της Νέας Υόρκης. Η πλήρης χρεωκοπία, ωστόσο, του πολέμου των υποβρυχίων επήλθε όταν Αμερικανοί και Βρετανοί εφοδίασαν σκάφη συνοδείας με ραντάρ μεγάλης ακτίνας: Τα γερμανικά υποβρύχια, ως τότε, αναδύονταν μόλις νύχτωνε, για να ανανεώσουν τον αέρα στο εσωτερικό τους, να φορτίσουν τους συσσωρευτές τους και να αντισταθμίσουν την βραδύτητα της εν καταδύσει πορείας (η οποία έφθανε μόλις τους 7 έως 8 κόμβους). Με τη βοήθεια του ραντάρ οι Σύμμαχοι τα εντόπιζαν και εξαπέλυαν συντονισμένες επιθέσεις εναντίον τους, συχνά με αεροσκάφη. Ο Ντένιτς, ο οποίος είχε πρόσφατα θέσει σε υπηρεσία υποβρύχια - ανεφοδιαστικά υποβρυχίων (μετέφεραν μέχρι 600 τόνους μαζούτ), όταν πληροφορήθηκε τις συνθήκες καταβύθισης των σκαφών του πρότεινε στον Χίτλερ τον περιορισμό των εξόδων και την κατασκευή άλλου τύπου υποβρυχίων. Ο Φύρερ εξεμάνη, λέγοντάς του ότι αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας του και οι Αγγλοαμερικανοί δεν μπορούν να εποπτεύουν ολόκληρο ωκεανό. Ο Ντένιτς υποχρεώνεται να εντείνει ξανά τις περιπολίες των σκαφών του, αλλά η απώλεια 25 σκαφών μέσα σε λιγότερο από μήνα τον δικαιώνει. Υιοθετεί το "σνόρχελ", ένα σωλήνα με βαλβίδα που επιτρέπει στα υποβρύχια να πλέουν με τους πετρελαιοκινητήρες σε κατάδυση, αλλά η κατάσταση δεν βελτιώνεται ούτε ύστερα από αυτό. Παρά τις κραυγές του Χίτλερ "αν εγκαταλείψω τον υποβρυχιακό πόλεμο, η τάφρος ασφαλείας μας, που είναι ο Ατλαντικός, δεν θα υπάρχει πλέον", ο Ντένιτς περιορίζει τις υποβρύχιες περιπολίες, για έναν ακόμη λόγο: Αν και τα γερμανικά ναυπηγεία καταφέρνουν να παραδίδουν ικανοποιητικό αριθμό υποβρυχίων, αυτά που δεν είναι με κανένα τρόπο δυνατό να αντικατασταθούν, είναι τα έμπειρα πληρώματα που χάνονται με την απώλεια κάθε υποβρυχίου. Ο Ντένιτς έχει έναν ακόμη λόγο να χαλαρώνει τον υποβρυχιακό πόλεμο: Από τις 30 Ιανουαρίου 1943, οπότε και ο Αρχιναύαρχος Ρέντερ παραιτείται, ακούγοντας τον Χίτλερ να προτίθεται να διαλύσει ολόκληρο τον Στόλο επιφανείας, ο Ντένιτς αναλαμβάνει Αρχηγός του Ναυτικού (Oberbefehlshaber der Kriegsmarine). Αυτός καταφέρνει να μεταπείσει τον Χίτλερ να διατηρήσει τα σκάφη επιφανείας, τα οποία, ωστόσο, είναι ολοσχερώς ανεπαρκή για σοβαρές ναυτικές αποστολές. Η ανεπάρκεια του Γερμανικού Ναυτικού θα καταδειχθεί με τον πλέον σαφή τρόπο, κατά την Απόβαση της Νορμανδίας, στις αρχές του Ιουνίου του 1944: απέναντι στον επιβλητικό Συμμαχικό στόλο εμφανίζεται ένα και μοναδικό αντιτορπιλικό, το οποίο ρίχνει συνολικά μία οβίδα, πριν εξαφανιστεί από καταιγισμό οβίδων μεγάλου διαμετρήματος. Τα υποβρύχια, παρεμποδιζόμενα από υποβρύχια δίκτυα και αποτελεσματικά ναρκοπέδια, δεν βυθίζουν παρά μόνο ένα αντιτορπιλικό και ένα εμπορικό βοηθητικό σκάφος. Το Kriegsmarine είναι ολοσχερώς ανίσχυρο να προβάλει έστω και την παραμικρή αντίσταση κατά του Στόλου απόβασης[4]. Στις 30 Απριλίου 1945 ο Χίτλερ αυτοκτονεί. Στην διαθήκη του ονομάζει Αρχηγό του Κράτους (Staatsoberhaupt) - και όχι Φύρερ - τον Καρλ Ντένιτς. Η ενέργεια αυτή αρχικά προκάλεσε κατάπληξη, ωστόσο είναι σχετικά εύκολα εξηγήσιμη: Πιστεύοντας ότι οι Γκέρινγκ και Χίμλερ τον είχαν προδώσει, όπως και οι αρχηγοί της Βέρμαχτ, ο Αρχηγός του Ναυτικού, επειδή διέθετε απελπιστικά μικρή ισχύ, θα ήταν αυτός που, εξ ορισμού, θα μπορούσε να τον διαδεχτεί.[8] Την 1η Μαΐου 1945 ο Ντένιτς προσπάθησε να σχηματίσει Κυβέρνηση. Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, τον οποίο ο Χίτλερ είχε ορίσει Καγκελάριο, είχε αυτοκτονήσει και την θέση ζήτησε ο Χίμλερ. Ο Ντένιτς αρνήθηκε, διόρισε τον Λουτς Γκραφ Σβερίν φον Κρόσιγκ (Lutz Graf Schwerin von Krosigk) ως Καγκελάριο, διόρισε τον Χίμλερ Υπουργό Εσωτερικών και τον απέπεμψε στις 6 του μηνός. Ωστόσο, η περιοχή που παρέμενε ακόμη στον έλεγχο των Γερμανών ήταν μια μικρή έκταση γύρω από την πόλη Φλένσμπουργκ (Flensburg) κοντά στα σύνορα με την Δανία. Έτσι, ο Ναύαρχος βλέποντας ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, έδωσε εντολή, στις 4 Μαΐου, στις Γερμανικές δυνάμεις της Δύσης (Ολλανδία) να παραδοθούν στον Στρατάρχη Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ. Κύριο μέλημα του Ντένιτς ήταν να εξασφαλίσει την παράδοση των γερμανικών δυνάμεων στους Συμμάχους και όχι στους Ρώσους. Στις 7 του ίδιου μήνα εξουσιοδότησε τον Άλφρεντ Γιοντλ να υπογράψει το σύμφωνο της άνευ όρων παράδοσης στη Ρεμς της Γαλλίας, ενώ στις 8 ο Βίλχελμ Κάιτελ εξουσιοδοτήθηκε και υπέγραψε ανάλογο σύμφωνο με τις Ρωσικές δυνάμεις του Στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκοφ. Η υπογραφή αυτή σήμανε την λήξη του Πολέμου στην Ευρώπη. Η Κυβέρνηση του Φλένσμπουργκ εξακολούθησε να υπάρχει μέχρι τις 23 Μαΐου, οπότε διαλύθηκε και τα μέλη της συνελήφθησαν από τους Βρετανούς. Μετά τον Πόλεμο Ο Ντένιτς παραπέμφθηκε ως κατηγορούμενος στην Δίκη της Νυρεμβέργης. Δεν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι δεν είχε καμία συμμετοχή στο Ολοκαύτωμα, αν και, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ήταν συμπαθών τόσο του Ναζιστικού Κόμματος όσο και της ιδεολογίας του. Κατηγορήθηκε, όμως, ότι είχε δώσει διαταγή "ολοκληρωτικού πολέμου" στα υποβρύχιά του, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρονται για τους επιζώντες των καταβυθιζόμενων πλοίων. Ο Ντένιτς, όμως, προσκόμισε διαταγή του Ναυάρχου του Ειρηνικού Τσέστερ Νίμιτς, στην οποία αυτός συνιστούσε στα πληρώματα των υποβρυχίων να μη προβαίνουν σε διασώσεις, αν διαπίστωναν τον παραμικρό κίνδυνο. Το Δικαστήριο, κατά πολλούς εξαντλώντας την αυστηρότητά του, καταδίκασε τον Ντένιτς σε 10ετή κάθειρξη για "εγκλήματα κατά της ειρήνης", ποινή που εξέτισε στη φυλακή του Σπάνταου στο Βερολίνο. Αφέθηκε ελεύθερος την 1η Οκτωβρίου 1956 και αποσύρθηκε στο χωριό Αουμίλε (Aumühle) του Σλέσβιχ-Χολστάιν στη βορειοδυτική Γερμανία. Το 1958 παρουσίασε το βιβλίο του "Memoirs: Zehn Jahre, Zwanzig Tage" (Απομνημονεύματα: Δέκα χρόνια, είκοσι ημέρες), στο οποίο εκθέτει τις εμπειρίες του στα υποβρύχια (δέκα χρόνια) και στην Κυβέρνηση (είκοσι ημέρες). Αναφέρει σε αυτό ότι το Ναζιστικό καθεστώς ήταν προϊόν της εποχής του, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν πολιτικός για να μπορεί να παρέμβει στα εγκλήματα του καθεστώτος ή να έχει ηθική ευθύνη γι' αυτά, ενώ κατηγορεί την δικτατορία, ως πολίτευμα, αποδίδοντας σε αυτήν πολλές από τις Ναζιστικές αποτυχίες. Το 1968 εξέδωσε δεύτερο βιβλίο, με τίτλο "Mein wechselvolles Leben" (Η πολυτάραχη ζωή μου), το οποίο δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό, καθώς πραγματεύεται γεγονότα προ του 1934. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στο Αουμίλε στις 24 Δεκεμβρίου 1980. Δείτε επίσης Kriegsmarine
↑ 1,0 1,1 U-boat Net
Peter Padfield, Dönitz: The Last Führer, Cassell & Co, UK, 2001 Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|