Έριχ Ρέντερ
|
Έριχ Ρέντερ (*) Ο Έριχ Χανς Άλμπερτ Ρέντερ (Erich Hans Albert Raeder)[1] ήταν Γερμανός Μέγας Ναύαρχος (Großadmiral), επικεφαλής του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού (Kriegsmarine) πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Από την ηγεσία του Ναυτικού παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1943. Δικάσθηκε στην Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου βρέθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε ισόβια, για να αφεθεί αργότερα ελεύθερος.
Ο Ρέντερ γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1876 στην κωμόπολη Βάντσμπεκ (Wandsbek) κοντά στο Αμβούργο. Ήταν ο πρώτος από τους τρεις γιους που απέκτησαν ο Χανς Ρέντερ, Καθηγητής Αγγλικών και Γαλλικών στο Matthias Claudius Gymnasium και της Γκέρτραουντ (πατρ. Χάρτμαν (Hartmann)). Ο μικρός Έριχ ήταν λαμπρός μαθητής, που ενδιαφερόταν ζωηρά για την Ιστορία, την Γεωγραφία, την σύγχρονη πολιτική και τις ξένες γλώσσες (ο πατέρας του του δίδασκε ήδη δύο, αν και η πολιτική του προκαλούσε απέχθεια, γι' αυτό και απαγόρευε τις πολιτικές συζητήσεις μπροστά του). Η αρχική απόφασή του ήταν να σπουδάσει στρατιωτικός ιατρός χειρουργός, αλλά, δύο εβδομάδες πριν τις απολυτήριες εξετάσεις του, ανήγγειλε στον πατέρα του ότι είχε αποφασίσει να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού. Παρά το γεγονός ότι η προθεσμία υποβολής αιτήσεων είχε λήξει, η αίτησή του εξετάστηκε και τον Απρίλιο του 1894 εισήλθε στην Σχολή του Ναυτικού (Marineschule) στο Κίελο.[2] Ολοκλήρωσε την Σχολή Ναυτικού και τοποθετήθηκε σε διάφορα πολεμικά πλοία σε θέσεις ανάλογες του βαθμού του. Η πρώτη σημαντική τοποθέτησή του ήταν, το 1901, ως αξιωματικός διοίκησης στη Ναυαρχίδα του (τότε) Πρίγκιπα Χάινριχ "Kaiser Wilhelm der Grosse", διοικητή της 1ης Γερμανικής Ναυτικής Μοίρας. Παράλληλα, επηρεάζεται σημαντικά από την ναυτική στρατηγική τακτική του Ναυάρχου Άλφρεντ φον Τίρπιτς (Alfred von Tirpitz). Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Οι εξαίρετες ικανότητές του του εξασφαλίζουν, εκτός από γρήγορες προαγωγές, την θέση του Αρχηγού του Επιτελείου του σημαντικού ηγέτη του Ναυτικού Φραντς φον Χίππερ (Franz von Hipper) (1912). Από αυτή τη θέση έλαβε μέρος σε όλες τις σημαντικές ναυτικές συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Ναυμαχία της Γιουτλάνδης (1916). Οι προαγωγές του συνεχίζονται και μετά τον Πόλεμο και, το 1922 προάγεται σε Υποναύαρχο, το 1925 σε Αντιναύαρχο και, το 1928, σε Ναύαρχο και τοποθετείται επικεφαλής του Πολεμικού Ναυτικού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Oberbefehlshaber der Reichsmarine). Περίοδος του Γ' Ράιχ Το 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα καταλαμβάνει την εξουσία στην Γερμανία. Ο Ρέντερ δεν είναι ιδιαίτερα ένθερμος υποστηρικτής του Εθνικοσοσιαλισμού. Είναι όμως Ναυτικός ηγέτης και υποστηρίζει πολύ θερμά τις προσπάθειες του Χίτλερ για την ανασυγκρότηση του Πολεμικού Ναυτικού (που, στο μεταξύ, έχει μετονομαστεί σε Kriegsmarine). Το Ναυτικό κατασκευάζει δύο πραγματικά αριστουργήματα της ναυπηγικής τέχνης, τα θωρηκτά "Γκραφ Σπέε" και "Ντόιτσλαντ" (ύστερα από την βύθιση του "Γκραφ Σπέε" θα μετονομαστεί σε "Λύτσοβ"), επιτρεπόμενα από την Συνθήκη των Βερσαλλιών, καθώς έχουν εκτόπισμα μόνον 10.000 τόνων[3]. Κατασκευάζονται, επίσης, δύο βαριά καταδρομικά, ενώ υπάρχουν ακόμη "στα σκαριά" δύο βαρέα θωρηκτά (τα οποία δεν θα είναι έτοιμα παρά μόνο προς το μέσον του Πολέμου). Το 1935 ο Πλοίαρχος Καρλ Ντένιτς ξεκινά την δημιουργία του πρώτου στολίσκου υποβρυχίων. Ο Ρέντερ δεν τον βλέπει με ιδιαίτερα ευνοϊκό μάτι, καθώς είναι (και θα παραμείνει μέχρι τέλους) κλασικός αξιωματικός σκαφών επιφανείας. Γνωρίζοντας, όμως, την σημασία του υποβρύχιου όπλου, δεν αποτρέπει ούτε τον σχηματισμό ούτε την επέκτασή του. Το 1936 ο Χίτλερ ονομάζει τον Ρέντερ Αρχιναύαρχο (Generaladmiral). Ο Ρέντερ, ωστόσο, ποτέ δεν θα σταματήσει να συγκρούεται με τον Χέρμαν Γκέρινγκ, επικεφαλής του "τετραετούς σχεδίου" ανάπτυξης της Οικονομίας, για την απορρόφηση πόρων για την ανασυγκρότηση του Ναυτικού (ο Γκέρινγκ απορροφούσε πόρους αναδιοργανώνοντας την Πολεμική Αεροπορία και αδικούσε το Πολεμικό Ναυτικό στο θέμα αυτό). Ως συνέπεια, ούτε ο υποβρυχιακός στόλος αναπτύσσεται όπως θα ήθελε ο δημιουργός του, ούτε ο Στόλος επιφανείας ανασυγκροτείται στον επιθυμητό βαθμό.[4] Αυτό δεν εμποδίζει τον Χίτλερ να ονομάσει, το 1939, τον Ρέντερ Μέγα Ναύαρχο (Großadmiral), αξίωμα στο οποίο μόνον ο Τίρπιτς είχε ανέλθει. Ο Ρέντερ, ωστόσο, δεν "πετά στα σύννεφα": Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, με την κήρυξη του Πολέμου, γράφει: "...Σήμερα ξέσπασε ο Πόλεμος με την Αγγλία και την Γαλλία.(...) Είναι εμφανές ότι το Ναυτικό μας δεν είναι επαρκές για να ξεκινήσει έναν αγώνα με το Βρετανικό Ναυτικό. (...) Οι δυνάμεις επιφανείας είναι τόσο μικρές σε αριθμό και εξοπλισμό σε σύγκριση με τις βρετανικές που, το μόνο το οποίο μπορούν να κάνουν, είναι να δείξουν ότι γνωρίζουν πώς να πεθάνουν με έντιμο τρόπο".[5] Τον Οκτώβριο του 1939 ο Χίτλερ διαβλέπει ότι η σύγκρουση με τη Βρετανία στη θάλασσα δεν θα μπορέσει να αποβεί υπέρ της Γερμανίας, αν αυτή δεν διαθέτει τους λιμένες της Δανίας και της Νορβηγίας. Η κατάκτηση της πρώτης επιτυγχάνεται αναίμακτα, όταν η Δανική Κυβέρνηση παραδίδει, υπό την απειλή βομβαρδισμού της Κοπεγχάγης, την χώρα αμαχητί. Η Νορβηγία αρνείται να κάνει το ίδιο, δεν διαθέτει όμως παρά ελάχιστα στρατεύματα. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στέλνουν εκστρατευτικά σώματα, ωστόσο ο Ρέντερ τους έχει προλάβει και, δημιουργώντας δέκα μικρές νηοπομπές, που περνούν απαρατήρητες από το Βρετανικό Ναυτικό, στέλνει πρώτος στρατεύματα στην Νορβηγία (Απρίλιος 1940). Οι Άγγλοι αιφνιδιάζονται και επιδεικνύοντας ατολμία, αφήνουν να χαθεί η Νορβηγία. Ωστόσο, η εκστρατεία αυτή στοιχίζει ακριβά στον Γερμανικό Στόλο, ο οποίος χάνει 10 από τα 22 αντιτορπιλικά που διαθέτει.[3] Για τις απώλειες αυτές ο Χίτλερ μέμφεται τον Ρέντερ. Το καλοκαίρι του 1940 ο Χίτλερ, έχοντας μόλις κατακτήσει την Γαλλία, αρχίζει να σκέπτεται το σχέδιο απόβασης στην Βρετανία (σχέδιο "Θαλάσσιος Λέων" (Seelowe). Οι Στρατηγοί του την εγκρίνουν και υπερθεματίζουν: Έχουν δίκιο, καθώς οι βρετανικές χερσαίες δυνάμεις είναι ολοσχερώς ανεπαρκείς για να καλύψουν τα "τρωτά σημεία" μιας ενδεχόμενης απόβασης. Το βάρος της απόβασης πέφτει στο Ναυτικό, που πρέπει να μεταφέρει, σε μικρό χρονικό διάστημα, μεγάλο αριθμό μεραρχιών σε δύο κύματα, μέσω της Μάγχης και σε εποχή που δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για κάτι τέτοιο. Ο Ρέντερ υποστηρίζει ότι το Ναυτικό δεν έχει ούτε τον χρόνο να το προετοιμάσει, ούτε μέσα να το φέρει σε πέρας και να το υποστηρίξει όπως πρέπει. Το δεύτερο κύμα μπορεί να ακολουθήσει μόνο μετά από δεκαπέντε ημέρες και όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι τα σκάφη του δεν θα δέχονται επιθέσεις από εχθρικά πλοία και αεροσκάφη: πρέπει, κατά συνέπεια, η Γερμανία να εξασφαλίσει την κυριαρχία του ουρανού, για να μπορέσει το Ναυτικό να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή. Ο Γκέρινγκ και ο Χίτλερ δέχονται την πρόκληση, ξεκινώντας την Μάχη της Αγγλίας. Η Λουφτβάφφε αποτυγχάνει να εξουδετερώσει την RAF και το σχέδιο απόβασης εγκαταλείπεται, όχι όμως χωρίς να προκαλέσει την δυσαρέσκεια του Χίτλερ απέναντι στον Ναύαρχό του, που τον θεωρεί άτολμο. Ο Ρέντερ δεν είναι άτολμος: γνωρίζει πολύ καλά τόσο την ανεπάρκεια των Ναυτικών δυνάμεων, στην οποία είχε συμβάλει ο Γκέρινγκ, όσο και την αδυναμία των σκαφών επιφανείας απέναντι στα σύγχρονα βομβαρδιστικά. Η αντίδρασή του μπορεί να χαρακτηρισθεί "σώφρων". Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1942 Γερμανική μοίρα με το θωρηκτό τσέπης "Λύτσοβ", δύο βαριά καταδρομικά και τρία αντιτορπιλικά, συνεπικουρούμενη από τρία υποβρύχια, επιτίθεται κατά της νηοπομπής JW 51B, η οποία μεταφέρει πολεμικό υλικό στην ΕΣΣΔ. Την νηοπομπή αυτή, που την αποτελούν 14 εμπορικά σκάφη, δεν συνοδεύουν παρά μερικά αντιτορπιλικά και λίγα βοηθητικά πλοία. Η εποχή και οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για ναυμαχία, η οποία, ωστόσο, διεξάγεται υπό συνθήκες που δεν επιτρέπουν ούτε τον εντοπισμό των φίλιων και εχθρικών σκαφών (Ναυμαχία της Θάλασσας Μπάρεντς [6]). Τα προπετάσματα καπνού και οι τορπίλες των μικρών αντιτορπιλικών, τα οποία προς το τέλος ενισχύονται από δύο βρετανικά καταδρομικά, προκαλούν βαριές ζημιές σε γερμανικά σκάφη, τα οποία αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την μάχη με το πενιχρό επίτευγμα της βύθισης δύο αντιτορπιλικών. Κανένα εμπορικό σκάφος δεν βυθίζεται και όλα φθάνουν ανέπαφα στον Αρχάγγελο. Η αποτυχία αυτή προκαλεί πραγματική μανία στον Χίτλερ, ο οποίος καλεί τον Ρέντερ και σε έξαλλο ύφος του δηλώνει ότι το Ναυτικό επιφάνειας είναι άχρηστο και το μόνο που κάνει είναι να απορροφά πόρους χωρίς αντίκρισμα. Γι' αυτό και θα διαταχθεί άμεσα η διάλυση όλων των σκαφών επιφανείας. Ο Ρέντερ, αν και είναι ακόμη από τους λίγους αξιωματικούς, των οποίων τη γνώμη ακούει ο Χίτλερ, προσπαθεί να δικαιολογήσει το γεγονός και να σώσει τον Στόλο επιφανείας. Ο Χίτλερ είναι ανένδοτος και ο Ναύαρχος, μη βλέποντας ποιο ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίζει χωρίς να διαθέτει στόλο, υποβάλλει παραίτηση. Ο Χίτλερ την αποδέχεται και του ζητεί να υποδείξει διάδοχο. Ο Ρέντερ υποδεικνύει έναν, άσημο κατά τον Χίτλερ, Ναύαρχο και τον Ντένιτς. Προς μεγάλη απογοήτευση του Ρέντερ, διάδοχός του ορίζεται ο Ντένιτς (30 Ιανουαρίου 1943)[3], ο οποίος ωστόσο καταφέρνει να διασώσει από την διάλυση τον Στόλο Επιφανείας. Αυτός είναι όμως πλέον τόσο μικρός, ώστε δεν θα διαδραματίσει κανένα ρόλο στα επερχόμενα γεγονότα του Πολέμου. Ο Ρέντερ παραμένει "σε εφεδρεία" ως "Αρχιεπιθεωρητής του Στόλου". Μετά τον Πόλεμο Ο Ρέντερ παραμένει σε αποστρατεία μέχρι την λήξη του Πολέμου, οπότε και συλλαμβάνεται και παραπέμπεται να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Λόγω της επίθεσης εναντίον της Νορβηγίας το Δικαστήριο τον κρίνει ένοχο και τον καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη. Εγκλείεται στην φυλακή του Σπάνταου. Η ποινή του μετριάζεται και για λόγους υγείας αποφυλακίζεται στις 26 Σεπτεμβρίου 1955. Εγκαθίσταται στο Λίπσταντ (Lippstadt) της Βεστφαλίας, όπου και συγγράφει την αυτοβιογραφία του, που εκδίδεται, υπό τον τίτλο "Mein Leben" (Η ζωή μου), το 1957. Ο Ρέντερ απεβίωσε στο Κίελο στις 6 Νοεμβρίου 1960. Βιβλιογραφία Gordon Williamson, Malcolm McGregor , German Commanders of World War II (2): Waffen-SS, Luftwaffe and Navy, Osprey Publishing, 2006 ISBN 1-84176-597-X
↑ Σε άλλες πηγές, όπως στο NNDB αναφέρεται ως "Erich Johann Albert Raeder" Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|