Αδόλφος Χίτλερ
|
Αδόλφος Χίτλερ (*) Ο Αδόλφος Χίτλερ (γερμ. Adolf Hitler, προσωνυμία Φύρερ Führer [Ηγέτης] 20 Απριλίου 1889 - 30 Απριλίου 1945) ήταν Γερμανός πολιτικός, ηγέτης του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) και δικτάτορας της Ναζιστικής Γερμανίας. Από το 1933 έως το 1945 ήταν επίσης Καγκελάριος της Γερμανίας, επικεφαλής της κυβέρνησης και του κράτους. Με την ηγεσία του Χίτλερ οι εθνικοσοσιαλιστές εγκαθίδρυσαν στη Γερμανία τη δικτατορία του αποκαλούμενου Τρίτου Ράιχ. Τα κόμματα της Αντιπολίτευσης κηρύχθηκαν εκτός νόμου, οι πολιτικοί αντίπαλοι καταδιώκονταν και δολοφονούνταν. Ο Χίτλερ και οι οπαδοί του εφάρμοσαν τη συστηματική στέρηση δικαιωμάτων και τη εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης, καθώς και άλλων θρησκευτικών, εθνικών, ή κοινωνικών ομάδων και εξαπέλυσαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σαν συνέπεια αυτής της πολιτικής, μόνο στο ευρωπαϊκό θέατρο του πολέμου έχασαν τη ζωή τους 30 εκατομμύρια άνθρωποι, μεταξύ αυτών 6 εκατομμύρια Εβραίοι. Η Γερμανία και η Ευρώπη κατά μεγάλο μέρος έγιναν ερείπια και διαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την απόρριψη από την Πολωνία των γερμανικών προτάσεων σχετικά με την Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ και τον Πολωνικό Διάδρομο ο Χίτλερ διέταξε επίθεση, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, πυροδοτώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, βασισμένων κυρίως στην τακτική του «αστραπιαίου πολέμου» (blitzkrieg), η ναζιστική Γερμανία είχε υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Το 1942 όμως, μετά την αποτυχία στο Ανατολικό Μέτωπο και τη μάχη του Ελ Αλαμέιν στη Βόρεια Αφρική, ο πόλεμος πήρε νέα τροπή και η Γερμανία του Χίτλερ βρέθηκε να αμύνεται ενάντια στους προελαύνοντες Συμμάχους. Αντιμέτωπος με την ολοκληρωτική ήττα, ο Χίτλερ αυτοκτόνησε στο Βερολίνο τον Απρίλιο του 1945 λίγο πριν από την κατάληψη του υπογείου καταφυγίου της Καγκελαρίας από τον Ερυθρό Στρατό. Το τέλος του σήμανε και το τέλος του καθεστώτος το οποίο άφησε τη Γερμανία σε ερείπια.
Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι του Χίτλερ σημειώνουν την τεράστια απόκλιση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μισού της ζωής του. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ήταν, σύμφωνα με τα αστικά μέτρα της εποχής του, ένας άνθρωπος χωρίς επαγγελματική καριέρα, χωρίς αξιόλογες σχέσεις και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου είχε ηττηθεί η Γερμανία, ήταν επίσης και ένας στρατιωτικός χωρίς προοπτικές και, κυρίως, χωρίς αναγνωρίσιμες ικανότητες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν εύλογα την άνοδο που επακολούθησε. Παρ' όλα αυτά, αυτός ο άνθρωπος αναρριχήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, στην Καγκελαρία του Γερμανικού Ράιχ και τελικά έγινε δικτάτορας-κυρίαρχος του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης, εξασκώντας μια καταστροφική επίδραση που μόνο λίγοι, πριν ή μετά από αυτόν, εξάσκησαν. Τα πρώτα χρόνια Καταγωγή Ο Χίτλερ φρόντισε να μείνουν μέχρι σήμερα πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή και τη ζωή του πριν την ανάμιξή του στην πολιτική. Το 1930 είπε για τους πολιτικούς του αντίπαλους: «Ποτέ δεν κάνει να μάθουν για τις ρίζες μου και για την οικογένειά μου.» (Κρόκοβ) Για αυτόν τον λόγο, το καλοκαίρι του 1938, αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss), εκκένωσε και κατέστρεψε τα χωριά των γονέων και των παππούδων του (Ντόλερσχαϊμ και Στρόνες) στην βορειοδυτική Αυστρία και τα μετέβαλε σε πεδία ασκήσεων του στρατού. Οι Κέρσοου, Κρόκοβ και άλλοι βιογράφοι του πιστεύουν ότι ο λόγος γι’ αυτά τα μέτρα θα πρέπει να αναζητηθεί στην ασαφή και μη απαλλαγμένη από αιμομιξία καταγωγή του. Οι ισχυρισμοί του ίδιου του Χίτλερ στο βιβλίο του Ο Αγών μου ("Mein Kampf"), εξυπηρετούν πάνω από όλα το προσωπικό του στιλ που θέλει να παρουσιάσει και γι' αυτό δεν είναι και πολύ αξιόπιστοι. Ο κατοπινός δικτάτορας γεννήθηκε το 1889 στο Μπράουναου αμ Ινν (Braunau am Inn), στα βόρεια σύνορα της Αυστρίας. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του τελωνειακού υπάλληλου Αλοΐσιου Χίτλερ και της τρίτης του γυναίκας Κλάρας Χίτλερ, μιας ανιψιάς του. Από τα έξι αυτά παιδιά μόνον ο Αδόλφος και η αδερφή του Πάουλα έφτασαν ως την εφηβεία. Ο Αλοΐσιος Χίτλερ είχε εκτός από αυτά και άλλα δύο παιδιά, τον εξώγαμο Αλοΐσιο τον νεότερο και την Ανγκέλα, που ήταν κόρη της δεύτερης γυναίκας του. Στο «Mein Kampf» ο Χίτλερ περιγράφει τον πατέρα του ως αυστηρό, αυταρχικό και, καμιά φορά, ακόμα και οξύθυμο και βίαιο. Είναι, όμως, αμφισβητήσιμο αν η ανατροφή του Χίτλερ υπήρξε πιο αυστηρή από την καθιερωμένη εκείνο τον καιρό. Ο Χίτλερ ποτέ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον πατέρα του. Το 1876 (όταν ο Αλοΐσιος ήταν πλέον 40 ετών και η μητέρα του είχε πεθάνει πριν από 30 χρόνια) και λόγω μιας αναμενόμενης κληρονομιάς από τον υποτιθέμενο θείο του, Γιόχαν Νέπομουκ Χίντλερ άλλαξε το οικογενειακό επώνυμο από Σίκλγκρουμπερ (Schicklgruber) σε Χίτλερ. Ο Αλοΐσιος, που ήταν εξώγαμο παιδί της αγροτικής υπηρέτριας Άννας Μαρίας Σίκλγκρουμπερ, πήρε έτσι το όνομα του άνδρα, που πίστευε ότι ήταν ο πατέρας του. Αυτός όμως, ο μυλωνάς Γιόχαν Γκέοργκ Χίντλερ (Johann Georg Hiedler) δεν τον είχε αποδεχτεί ποτέ, επίσημα, ως γιο του. Η τροποποίηση του ονόματος Χίντλερ στο γνωστό Χίτλερ οφείλεται απλά και μόνο σε ένα ορθογραφικό λάθος του αρμόδιου υπαλλήλου στην καταγραφή του νέου επωνύμου του Αλοΐσιου. Όπως φαίνεται, ο Αδόλφος Χίτλερ δεν ήξερε με απόλυτη βεβαιότητα ποιος ήταν ο παππούς του. Το γεγονός αυτό πρέπει να ήταν πολιτικά εκρηκτικό για τον προπαγανδιστή μιας ρατσιστικής ιδεολογίας, ο οποίος από την αρχή της δεκαετίας του 1920, γινόταν όλο και περισσότερο γνωστός. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, ήδη από τότε, προσπαθούσαν συνεχώς να αποδείξουν ότι ο ηγέτης του αντισημιτικού και εξτρεμιστικά εθνικιστικού Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) είχε ο ίδιος Εβραίους ή Τσέχους προγόνους. Για τις φήμες αυτές δεν βρέθηκαν αποδείξεις. Για τον Χίτλερ, όμως, αυτές οι φήμες, καθώς και οι κατά ένα μέρος αιμομικτικές σχέσεις στην οικογένειά του, ήταν αρκετός λόγος για να συσκοτίζει, όσο μπορούσε, την καταγωγή του. Τα παιδικά χρόνια Ο Χίτλερ σε βρεφική ηλικία (*) Λόγω της εργασίας του Αλοΐσιου, η οικογένεια Χίτλερ μετακόμιζε συνεχώς, από το Μπράουναου στο Πάσαου, στο Λάμπαχ και τελικά στο Λέοντιγκ του Λιντς. Οι επιδόσεις του Αδόλφου στα διάφορα δημοτικά σχολεία ήταν καλές. Στο γυμνάσιο, όμως, του Λιντς απέτυχε τελείως. Ήδη, από την πρώτη σχολική χρονιά, 1900/1901, ο Αδόλφος έμεινε στην ίδια τάξη, λόγω «έλλειψης φιλοπονίας», όπως σημείωσαν οι καθηγητές του. Στην τρίτη σχολική χρονιά, οι βαθμοί του ήταν τόσο κακοί, που φαινόταν πως θα απορριφθεί ξανά. Επειδή, όμως, είχε πεθάνει ο πατέρας του, κατόπιν παράκλησης της μητέρας του, το σχολείο δέχτηκε να τον προβιβάσει, αλλά με τον όρο ότι θα άλλαζε σχολείο. Ο Χίτλερ γράφτηκε στο σχολείο του Στέιρ, που ήταν λιγότερο απαιτητικό, αλλά ούτε εκεί οι επιδόσεις του βελτιώθηκαν. Τελικά, το φθινόπωρο του 1905, εγκατέλειψε το σχολείο, σε ηλικία 16 ετών, χωρίς να πάρει απολυτήριο. Αργότερα (στο «Mein Kampf») o Χίτλερ παρουσιάζει τις αποτυχίες αυτές σαν ένα είδος «μαθησιακής απεργίας» εναντίον του πατέρα του, ο οποίος επέμενε να τον κάνει δημόσιο υπάλληλο, ενώ ο ίδιος ήθελε να γίνει ζωγράφος. Σ' αυτό υπάρχει μια δόση αλήθειας, γιατί ο Χίτλερ σε ολόκληρη τη ζωή του θεωρούσε τον εαυτό του ως παραγνωρισμένο καλλιτέχνη. Όσον αφορά όμως τη «μαθησιακή απεργία εναντίον του πατέρα του», ο οποίος ήθελε να τον κάνει οπωσδήποτε υπάλληλο, αυτό δεν αληθεύει: Ο πατέρας του πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1903, σε ηλικία 65 ετών. Ο Αδόλφος ήταν τότε 13 ετών. Παρόλο που κανείς δεν τον «πίεζε» πλέον να ακολουθήσει σταδιοδρομία υπαλλήλου, οι επιδόσεις του δεν καλυτέρευσαν. Οι γνώσεις του από εκεί και πέρα, στην ουσία, δεν ήταν παρά οι γνώσεις ενός ημιμαθούς, ο οποίος μελετούσε τυχαίες πηγές δίχως ιδιαίτερη επιλογή. Στη Βιέννη και στο Μόναχο Από το 1905 και μετά ο Χίτλερ είναι πλέον σε θέση να ζήσει μια ανεξάρτητη μποέμικη ζωή. Εκτός από την οικονομική βοήθεια που έχει από την μητέρα του, παίρνει και κάποιο επίδομα επειδή έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Σκοπεύει να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης. Η Ακαδημία απορρίπτει δύο φορές την αίτηση του (1907 και 1908), λόγω έλλειψης ταλέντου. Από τότε, ο Χίτλερ δεν ξαναπροσπαθεί να βρει δουλειά, ή έστω να μάθει μια τέχνη. Μένει αρχικά στη Βιέννη, αλλά ξαναγυρίζει στο Λιντς, μετά το θάνατο της μητέρας του, από καρκίνο του στήθους, στις 21 Δεκεμβρίου 1907. Ενώ στο Mein Kampf παρουσιάζει τα χρόνια εκείνα σαν γεμάτα από οικονομικές δυσκολίες και στερήσεις, στην πραγματικότητα, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, δεν ζούσε και άσχημα: το επίδομα που έπαιρνε, μαζί με τα χρήματα που κέρδιζε από τις πωλήσεις των καλλιτεχνικών δημιουργιών του, ξεπερνούσε τον αρχικό μισθό ενός δασκάλου. Ωστόσο, ποτέ δεν θα λησμονήσει την απόρριψή του από την Ακαδημία της Βιέννης: Όταν ανήλθε στην εξουσία, εκδικήθηκε τους καθηγητές της, που τον είχαν απορρίψει, διώκοντάς τους. Το 1909, σε ηλικία 20 ετών, εγκαθίσταται τελικά στην Βιέννη. Εκεί γνωρίζει τις ψευδοεπιστημονικές και νεοθρησκευτικές θεωρίες του ρατσιστή και αντισημίτη ιδεολόγου Γιεργκ Λαντζ φον Λίμπενφελς (Jörg Lanz von Liebenfels). Επίσης αφομοιώνει τον αντισημιτισμό διάφορων πολιτικών, όπως του Γκέοργκ Ρίτερ φον Σένερερ (Georg Ritter von Schönerer) που ήταν «Führer» (ηγέτης) του Παγγερμανικού Κινήματος, καθώς και του δήμαρχου της Βιέννης, Δρα Καρλ Λύγκερ (Karl Lüger). Η ιδέα του Χίτλερ για μια ανώτερη, άρια φυλή, την αποκαλούμενη «φυλή κυρίων» ('Herrenrasse'), πρέπει να σχηματίστηκε εκείνη την περίοδο. Ο ίδιος δεν αναφέρθηκε ποτέ στα πολιτικά του πρότυπα και είδωλα. Όπως αναφέρει, όμως, ο Άουγκουστ Κούμπιτσεκ (August Kubizek), ένας φίλος του Χίτλερ εκείνου του καιρού, σε αυτά τα χρόνια υπάρχει και κάτι άλλο, που ενθουσιάζει τον Χίτλερ ακόμη περισσότερο απ' όσο η πολιτική: η όπερα. Ιδιαίτερα, οι όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Όταν η Επιτροπή της Ακαδημίας τον απορρίπτει για δεύτερη φορά, τα οικονομικά περιθώρια του Χίτλερ αρχίζουν να στενεύουν. Το 1909 καταλήγει τελικά σε ένα ίδρυμα άστεγων στην οδό Μέλντεμαν (Meldemannstraße). Κερδίζει λίγα χρήματα πουλώντας τις ζωγραφιές του με τα αξιοθέατα της Βιέννης. Στο Mein Kampf γράφει ότι εκείνο τον καιρό εξελίσσεται ο αντισημιτισμός του, πράγμα που είναι αμφίβολο. Στο ίδρυμα που ζούσε διατηρούσε σχέσεις με έναν Εβραίο, τον Γιόζεφ Νόιμαν (Josef Neumann), ο οποίος τον βοηθούσε στην πώληση των έργων του. Αφού τον Μάιο του 1913 εκταμίευσε την κληρονομιά του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Στο Μein Kampf γράφει ότι νοσταλγούσε μια «γερμανική πόλη». Εδώ, στο Μόναχο, μελετά τα έργα του ρατσιστή συγγραφέα Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain). Επίσης, με τη μετακόμισή του, ο Χίτλερ αποφεύγει τη στρατιωτική θητεία στην Αυστρία. Πρόκειται για την πρώτη του ξεκάθαρη πολιτική απόφαση: υπέρ του γερμανικού έθνους και κατά του αυστροουγγρικού πολυεθνικού κράτους. Το ότι δεν είναι ενάντια στη στρατιωτική θητεία για λόγους αρχής αποδεικνύεται και αργότερα, το 1914: με την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου κατατάσσεται αμέσως ως εθελοντής στον Γερμανικό Στρατό. Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Χίτλερ είναι υποδεκανέας του 16ου Βαυαρικού Συντάγματος Εφέδρων Πεζικού, Λιστ, στο δυτικό μέτωπο. Στις 16 Αυγούστου 1914 κατατάσσεται ως εθελοντής στον Πρωσικό Στρατό. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου παίρνει το παράσημο του Σιδηρού Σταυρού Δεύτερης Τάξης. Το 1916 ο Χίτλερ τραυματίζεται στο πόδι σε μια μάχη στη βόρεια Γαλλία. Στις αρχές Μαρτίου του 1917 έχοντας αναρρώσει επιστρέφει στο μέτωπο, όπου το 1918 παρασημοφορείται με το Σιδηρό Σταυρό Πρώτης Τάξης. Ο Χίτλερ εθεωρείτο σωστός στρατιώτης, επειδή όμως η στάση του δεν ήταν κριτική απέναντι στους αξιωματικούς, ήταν μάλλον αντιπαθής στους συναδέλφους του. Ένας από αυτούς, ο Κόνραντ Χάιντεν (Konrad Heiden, πρώτος βιογράφος του Χίτλερ) θα γράψει αργότερα: «Όλοι τον βρίζαμε. Το βρίσκαμε ανυπόφορο να έχουμε ένα άσπρο πρόβατο ανάμεσά μας.» Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, στις 15 Οκτωβρίου 1918, μετά από μια επίθεση με αέρια (συγκεκριμένα με αέριο μουστάρδας) στη Φλάνδρα , ο Χίτλερ εισάγεται στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης Πάζεβαλκ της Πομερανίας. Την παροδική τύφλωσή του την απέδιδε ο ίδιος σε βλάβη των ματιών του εξαιτίας της επίδρασης των αερίων. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό, καθώς θύματα του αερίου της μουστάρδας συχνά έχαναν την όρασή τους. Νεότερες μελέτες, οι οποίες βασίζονται στο αρχείο του στρατιωτικού νοσοκομείου, αποδεικνύουν ότι η αιτία για την ανωμαλία αυτή ήταν μια καθυστερημένη υστερική αντίδραση του Χίτλερ, για τη διαφαινόμενη, πλέον, ήττα της Γερμανίας. Επιπλέον, κατά τη διάγνωση του ψυχίατρου του στρατιωτικού νοσοκομείου, ο Χίτλερ χαρακτηριζόταν ψυχοπαθής και τελείως ακατάλληλος για να αναλάβει ηγετικά καθήκοντα. Επίσης και ο Χάιντεν αναφέρει ότι ο διοικητής του λόχου είπε κάποτε για τον Χίτλερ: «Αυτόν τον υστερικό, ποτέ δε θα τον κάνω υπαξιωματικό!» Όντως, παρόλο που τραυματίστηκε πολλές φορές και πήρε δύο παράσημα, ο Χίτλερ δεν πήρε ποτέ προαγωγή από το βαθμό του υποδεκανέα στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Και αυτό, από ό,τι φαίνεται, δεν οφειλόταν μονάχα στο γεγονός ότι ήταν Αυστριακός υπήκοος. Παρόλα αυτά, ο Σεμπάστιαν Χάφνερ χαρακτηρίζει αυτή την εμπειρία του Χίτλερ στο μέτωπο ως «μοναδικό εκπαιδευτικό βίωμα», επειδή στα επόμενα χρόνια της ζωής του θα φανεί ότι είχε αποκτήσει σημαντική αντίληψη σε στρατιωτικά ζητήματα. Η άνοδος του Χίτλερ Γίνεται πολιτικός Ο Χίτλερ ισχυρίστηκε αργότερα ότι η αγανάκτησή του για το χαμένο πόλεμο και η «προδοσία των εγκληματιών του Νοέμβρη» ωρίμασαν μέσα του την απόφαση να γίνει πολιτικός («Εγκληματίες του Νοέμβρη» ήταν οι πολιτικοί, που υπέγραψαν την παράδοση της Γερμανίας, ενώ ακόμα ο γερμανικός στρατός κατείχε εχθρικό έδαφος) . Οι γερμανοί εθνικιστές δεν παραδέχονται την στρατιωτική ήττα τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για αυτό τον λόγο διαμορφώνουν την (φυσικά ψεύτικη) συνωμοτική θεωρία της προδοσίας, βάσει της οποίας η γερμανική πατρίδα προδόθηκε από τους πολιτικούς και τους μαρξιστές με τη λεγόμενη «μαχαιριά στην πλάτη» (Dolchstoßlegende). Αυτή την προδοσία παρουσιάζει ο Χίτλερ εκ των υστέρων ως κίνητρο για την απόφασή του να γίνει πολιτικός. Εδώ ο Χίτλερ δεν λέει την αλήθεια. Πολιτικές φιλοδοξίες, αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Χίτλερ δεν είχε. Γύρισε στο στρατώνα του Συντάγματός του, στο Μόναχο, και η μόνη του προσπάθεια ήταν να μην απολυθεί από το στρατό. Εκλέχτηκε ως ένας από τους αντιπροσώπους του Συντάγματος και με βάση αυτή την εκλογή έγινε ένα είδος συνδέσμου με την επαναστατική Σοβιετική Κυβέρνηση του Μονάχου του σοσιαλιστή βαυαρού πρωθυπουργού Κουρτ Άισνερ (Kurt Eisner). Στις ταραχές που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία του Άισνερ (1919), ο Χίτλερ δεν φαίνεται να είναι ούτε με το μέρος του Κόμματος της Σοβιετικής Δημοκρατίας, αλλά ούτε και με το μέρος των αντιπάλων τους, των ακραία εθνικιστικών και αντιδημοκρατικών Εθελοντικών Σωμάτων (όπως θα περίμενε κανείς, με βάση τη μετέπειτα εξέλιξή του). Φαίνεται να περιμένει επιφυλακτικά τις εξελίξεις. Ένα φιλμ της εποχής (1919), μάλιστα, δείχνει τον Χίτλερ στη νεκρική πομπή του δολοφονημένου Άισνερ, ο οποίος ήταν Εβραίος. Γι’ αυτούς τους λόγους, σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές απόψεις του Χίτλερ, δεν είχαν φτάσει ακόμα το 1918 στην εξέλιξη που κατέγραψε το 1924 στο πρώτο μέρος του Mein Kampf. Μετά την αιματηρή συντριβή της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ο Χίτλερ προσλαμβάνεται από την διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων (Ράιχσβερ, Reichswehr) του Μονάχου, που τότε ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας εξουσίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι εξαγόρασε την εύνοια των ισχυρών προδίδοντας παλιούς συντρόφους του, που ήταν με την πλευρά της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Σημαντικές προσωπικότητες της αποκαλούμενης μαύρης Ράιχσβερ, όπως ο λοχαγός Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), διέκριναν σύντομα στον υποδεκανέα Χίτλερ έναν ενδεχόμενο προπαγανδιστή για να κάνει ζύμωση μέσα στους εργάτες με σκοπό την εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Γι' αυτό το λόγο τον στέλνουν να παρακολουθήσει μαθήματα προπαγανδιστικής ρητορικής. Παράλληλα κατασκοπεύει και τις δραστηριότητες πολιτικών κομμάτων και πολιτικών κύκλων, που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στο μετεπαναστατικό Μόναχο. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1919 παίρνει μέρος για πρώτη φορά σε συνέλευση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (DAP, το οποίο αργότερα θα μετονομαστεί σε NSDAP). Το κόμμα αυτό το είχαν ιδρύσει ο κλειδαράς Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler) και ο δημοσιογράφος Καρλ Χάρερ (Karl Harrer) και προπαγάνδιζε ιδέες ξενοφοβικές, αντισημιτικές και ψευδοσοσιαλιστικές. Ο Χίτλερ παίρνει μέρος στην πολιτική συζήτηση και διακρίνεται για το ρητορικό του ταλέντο. Για πρώτη φορά ανακαλύπτει ένα ταλέντο στον εαυτό του, το οποίο αναγνωρίζουν και άλλοι: Το να συναρπάζει τους ακροατές του και να διεγείρει συναισθήματα. Ο Ντρέξλερ του πρότεινε την ίδια μέρα να γίνει μέλος του κόμματος. Στις 19 Οκτωβρίου ο Χίτλερ γίνεται (με εντολή των προϊσταμένων του) 55ο μέλος του DAP, όχι 7ο όπως ισχυρίζεται αργότερα. Εκείνο τον καιρό γνωρίζει και τον αντισημίτη συγγραφέα Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckart), o οποίος συνειδητοποιεί ότι ο Χίτλερ είναι ικανός να κερδίσει τους εργάτες και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπέρ της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Είναι ένας από τους πρώτους που το συνειδητοποίησε και γι' αυτό υποστήριξε το Χίτλερ με λόγια και έργα. Το 1920 γίνεται εκδότης της κομματικής εφημερίδας του NSDAP "Λαϊκός Παρατηρητής" Völkischer Beobachter. Επειδή ο Χίτλερ με τους φλογερούς του λόγους προσελκύει όλο και περισσότερους ακροατές και μέλη του κόμματος, αποκτά μεγάλη δύναμη μέσα στο κόμμα, το οποίο εξαρτάται όλο και περισσότερο από αυτόν. Την άνοιξη του 1920 συμβάλλει και αυτός στο νέο πρόγραμμα του κόμματος. Επίσης, με πρωτοβουλία του αλλάζει η ονομασία του κόμματος: το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) λέγεται πλέον Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών (NSDAP). Τελικά, απολύεται από τον στρατό στις 31 Μαρτίου 1920. Ήδη εκείνο το διάστημα ζει άνετα με τα χρήματα που κερδίζει ως πολιτικός ρήτορας. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το NSDAP εξαρτάται πλέον απόλυτα από αυτόν και το εκμεταλλεύεται: τον Ιούλιο του 1921 αναγκάζει με ένα τελεσίγραφο το παλιό προεδρείο να παραιτηθεί και ψηφίζεται νέος πρόεδρος του κόμματος. Ο Χίτλερ είναι πλέον τοπική πολιτική φυσιογνωμία. Εκτός της Βαυαρίας, όμως, προκαλεί μάλλον θυμηδία παρά φόβο. Πραξικόπημα και φυλάκιση Κύριο άρθρο: Πραξικόπημα της μπιραρίας Μετά τη συντριβή της "Σοβιετικής Δημοκρατίας" στην Βαυαρία κυβερνά, ουσιαστικά, ο εθνικιστής και μοναρχικός Γκούσταβ Ρίτερ[1] φον Καρ (Gustav Ritter von Kahr), ο οποίος δεν έκρυβε καθόλου την αντιπάθειά του για την δημοκρατία και τη λεγόμενη «κόκκινη Κυβέρνηση» (δηλαδή τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, που, το 1918, μετά την πτώση της μοναρχίας, εγκαθίδρυσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης). Ο Χίτλερ και ο πρώην Επικεφαλής Επισταθμίας του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorf), που ανήκε στους συμπαθούντες του NSDAP είδαν στον Καρ ένα σύμμαχο για το σχέδιό τους: Την βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης του Βερολίνου, κατά το πρότυπο της Πορείας στη Ρώμη του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1922. Λόγω της κατοχής του Ρουρ από τη Γαλλία, του τεράστιου πληθωρισμού και των σοβαρών ταραχών που είχαν ξεσπάσει στη Γερμανία, ο Χίτλερ πίστευε ότι θα έβρισκε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 ο Χίτλερ με μερικούς ένοπλους έκανε έφοδο σε μια μπυραρία, έξω από το Μόναχο, όπου εκφωνούσε λόγο ο Καρ. Αλλά μόνο με την απειλή των όπλων δέχτηκε αυτός, για τα μάτια του κόσμου, την πρόταση του Χίτλερ να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Βερολίνου. Το επόμενο πρωί, ο Χίτλερ με έναν αριθμό υποστηρικτών του επιτέθηκε στο Βαυαρικό Υπουργείο Στρατιωτικών, ως αρχή της ανατροπής της βαυαρικής κυβέρνησης. Η αστυνομία, όμως, έκανε χρήση όπλων και οι επιτιθέμενοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 16 νεκρούς, μέλη του NSDAP. Ο Λούντεντορφ συνελήφθη στις 9 Νοεμβρίου, ο Χίτλερ μερικές μέρες αργότερα. Η δίκη για αυτούς που συμμετείχαν στο Πραξικόπημα Λούντεντορφ-Χίτλερ άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1924. Με βάση τη νομοθεσία της εποχής, θα έπρεπε να καταδικαστεί ο Χίτλερ, για εσχάτη προδοσία, σε μακροχρόνια φυλάκιση, ή τουλάχιστον να απελαθεί από τη Γερμανία, γιατί είχε ακόμα την αυστριακή υπηκοότητα. Αλλά, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης φερόταν με εξαιρετική επιείκεια στους ακροδεξιούς παραβάτες του νόμου. Ενώ οι άλλοι «πρωτομάστορες» του πραξικοπήματος αποστασιοποιούνται και δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για το πραξικόπημα, με αποτέλεσμα πολλοί να αθωωθούν, (όπως πχ. ο Λούντεντορφ, Ludendorff), ο Χίτλερ, που ξέρει ότι δεν ρισκάρει πολλά πράγματα, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να προβάλλει τον εαυτόν του ως μόνο εμπνευστή του πραξικοπήματος. Έτσι το πραξικόπημα περνά στην ιστορία με το όνομά του (Hitlerputsch ή, κατ' άλλους «Πραξικόπημα της μπιραρίας», Beer hall putsch). Τελικά ο Χίτλερ καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση, ποινή η οποία είναι, στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαίτερα επιεικής. Επίσης το NSDAP διαλύεται και κηρύσσεται εκτός νόμου. Αργότερα, όμως, θα επανιδρυθεί με όλες τις νόμιμες διαδικασίες. Από τα πέντε χρόνια της φυλάκισής του, ο Χίτλερ δε θα εκτίσει ούτε το ένα πέμπτο. Απολύεται τον ίδιο χρόνο κιόλας, στις 20 Δεκεμβρίου 1924, λόγω της αμνηστίας που δόθηκε στους πολιτικούς κρατούμενους. Την παραμονή του στη φυλακή θα τη χρησιμοποιήσει ως συγγραφέας. Μαζί με τον γραμματέα του, Ρούντολφ Ες (Rudolf Hess), γράφει το πρώτο, αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου του, Ο Αγών μου (Mein Kampf), στο οποίο εξηγεί με σαφήνεια τους πολιτικούς του στόχους και την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού (Nationalsozialismus). (Αρχικά ο Χίτλερ προόριζε για τίτλο του βιβλίου: Τεσσεράμισι χρόνια αγώνα ενάντια στο ψέμα, τη βλακεία και τη δειλία.) Το βιβλίο θα πουλήσει, μεταξύ 1925 και 1934, 240.000 αντίτυπα. Μέχρι το τέλος του πολέμου θα πουληθούν ή θα διανεμηθούν δωρεάν (σε νεόνυμφους και στρατιώτες) 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Χίτλερ, λόγω συστηματικής φοροδιαφυγής για τα συγγραφικά του δικαιώματα, θα φτάσει να οφείλει στην Εφορία 405.500 μάρκα (σημερινά 6 εκατομμύρια ευρώ), τα οποία και παραγράφηκαν όταν έγινε Καγκελάριος. Χάρη στα ρεπορτάζ για τη δίκη, γίνεται γνωστός και στη βόρειο Γερμανία ως ο πλέον ριζοσπάστης εθνικιστής πολιτικός της Γερμανίας. Έτσι, γίνεται διάσημος και αποκτά επιρροή και σε πολλά άλλα εθνικιστικά κινήματα εκτός του NSDAP. Ενώ μέχρι τότε βλέπει τον εαυτό του ως βοηθό («τυμπανιστή») του κινήματος, του οποίου η δουλειά είναι να ανοίξει το δρόμο για το «Σωτήρα της Γερμανίας» (για το ρόλο του οποίου προοριζόταν ο Λούντεντορφ), αρχίζει από εδώ και πέρα να βλέπει οριστικά τον εαυτό του στον ρόλο του μεγάλου ηγέτη (Führer). Όμως, η ώρα του δεν έχει έρθει ακόμα. Το NSDAP επανιδρύεται, αλλά η οικονομία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σταθεροποιείται σιγά-σιγά (μέχρι το 1929) και τα ριζοσπαστικά κόμματα και κινήματα δεν έχουν και πολύ υλικό για να κάνουν ζύμωση. Αυτό καθυστερεί –προς το παρόν– την πορεία του Χίτλερ, ο οποίος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και τη φυλάκισή του αποφασίζει να εφαρμόσει τη «στρατηγική της νομιμότητας» δηλαδή να κερδίσει, πρώτα, την εξουσία με νόμιμα μέσα και ύστερα να εγκαθιδρύσει τη ναζιστική δικτατορία, την οποία οραματιζόταν. Ο δρόμος προς την Καγκελαρία Το 1925 χάνει την αυστριακή υπηκοότητα (ο ίδιος κάνει την αίτηση και εγκρίνεται). Στα επόμενα εφτά χρόνια θα ζει χωρίς υπηκοότητα. Προς το παρόν αφοσιώνεται απόλυτα στην επανίδρυση και αναδιοργάνωση του NSDAP. Το κόμμα αυτό αποτελεί την βάση της νέας του στρατηγικής, να αποκτήσει την κυβερνητική εξουσία με «νόμιμα μέσα». Παρά τις περί αντιθέτου απόψεις στην αρχή το κόμμα στηρίζεται στις συνδρομές των μελών του και κάποιων λίγων πλούσιων υποστηρικτών. Η αριστοκρατία και η πλειοψηφία των μεγαλοαστών προτιμούν τα κόμματα της δεξιάς και του κέντρου. Με τον καιρό φυσικά η κατάσταση αλλάζει και το NSDAP αρχίζει να αποκτά όλο και πιο μεγάλα ερείσματα στο στρώμα των βιομήχανων και στο στρατό . Ο στρατός ελπίζει ότι με τον Χίτλερ στην Καγκελαρία θα πετύχει την εθνική ανόρθωση της Γερμανίας, την ακύρωση της συνθήκης των Βερσαλλιών, και τον επανεξοπλισμό της Ράιχσβερ. Εθνικιστικά και συντηρητικά στελέχη της οικονομίας και της πολιτικής αρχίζουν να τον υποστηρίζουν επειδή νομίζουν ότι με την άνοδό του στην εξουσία η Γερμανία θα αποκτήσει πολιτική σταθερότητα και θα αναπροσανατολίσει τον πολιτικό της πολιτισμό στην κατεύθυνση μιας αυταρχικής μοναρχίας. Εξάλλου, φοβούνται την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Γερμανία και έτσι υποστηρίζουν το Χίτλερ, ο οποίος θέλει να εξαφανίσει τον μπολσεβικισμό. Ένας άλλος σημαντικός ευνοϊκός παράγοντας για τον Χίτλερ θα αποδειχτεί η νέα οικονομική κρίση. Αυτή τον βοηθά οριστικά στην αποσταθεροποίηση της ούτως η άλλως πολιτικά αδύναμης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Τέλη Φεβρουαρίου 1932 εγκρίνεται επιτέλους η αίτησή του για απόκτηση της γερμανικής υπηκοότητας και αποκτά έτσι το δικαίωμα να κατέβει υποψήφιος στις εθνικές εκλογές του 1932. Το NSDAP αναδεικνύεται ως το ισχυρότερο κόμμα και κερδίζει τις περισσότερες έδρες στη νέα Βουλή. Ο 85χρονος πρόεδρος Χίντενμπουργκ, επηρεασμένος από την εθνικιστική κλίκα που έχει συγκεντρωθεί γύρω του, πιστεύει ότι μπορεί να ελέγξει τους εθνικοσοσιαλιστές και καλεί το Χίτλερ να αναλάβει την καγκελαρία. Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ διορίζεται καγκελάριος της Γερμανίας. Η διαδικασία αναρρίχησης των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία ονομάζεται και Machtergreifung. Ο δικτάτορας Καθιέρωση της δικτατορίας - Το Τρίτο Ράιχ Κύριο άρθρο: Gleichschaltung Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 πυρπολείται το Ράιχσταγκ (Κοινοβούλιο). Ως δράστης συνελήφθη ο ολλανδός Κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe) που κατηγορήθηκε από τους ναζιστές ότι ήθελε έτσι να διαμαρτυρηθεί για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Στον αντιφασιστικό, όμως, κόσμο υπήρχε η πεποίθηση ότι ο εμπρησμός ήταν μια προβοκάτσια της χιτλερικής κυβέρνησης. Χαρακτηριστικά η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα αναφέρει: "Πιστεύεται ευρύτατα ότι ο εμπρησμός στήθηκε από την ίδια τη νεοσχηματισμένη ναζιστική κυβέρνηση για να στρέψει την κοινή γνώμη ενάντια στους αντιπάλους της και να περιβληθεί με έκτακτες εξουσίες... Ο Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, φέρεται να είχε καταστρώσει το σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο δέκα πράκτορες του NSDAP με επικεφαλής τον Καρλ Ερνστ μπήκαν στο Ράιχσταγκ από μια υπόγεια σήραγγα, η οποία συνέδεε το Ράιχσταγκ με την επίσημη κατοικία του Γκέρινγκ". Ο Ερνστ δολοφονείται το 1934, κατά την εκκαθάριση των SA. Στη διαθήκη του ομολογεί την ενοχή του για τον εμπρησμό, που είχε γίνει με διαταγή του Χίτλερ. Με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ δίνεται η ευκαιρία στον Χίτλερ να πείσει τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ να εκδώσει αναγκαστικό διάταγμα βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Με αυτό ο Χίντενμπουργκ, εξουσιοδοτεί, στην ουσία, τον Χίτλερ να καταργήσει τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα των Γερμανών για ένα διάστημα, και να αρχίσει διωγμούς και συλλήψεις κομμουνιστών και αριστερών. Καθώς η εξουσιοδότηση που είχε πάρει από τον Χίντεμπουργκ είχε περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, ο Χίτλερ συγκαλεί τη Βουλή και ζητεί να του δοθούν έκτακτες εξουσίες βάσει του «Εξουσιοδοτικού νόμου» (Ermächtigungsgesetz, ο οποίος λέγεται επίσημα και "Νόμος αποτροπής κινδύνου για τον λαό και το Ράιχ"), και να παραχωρηθεί όλη η νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το Ράιχσταγκ. Για ενεργοποίηση του νόμου αυτού ο Χίτλερ χρειάζεται, όμως, την υποστήριξη τουλάχιστον των δύο τρίτων της Βουλής. Για να το επιτύχει εκμεταλλεύεται την εξουσία του και τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ: οι βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD, 81 άτομα) καταζητούνται ή συλλαμβάνονται (και φυσικά δεν εμφανίζονται στη Βουλή) και οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD, σημερινό κυβερνητικό κόμμα που τότε όμως επικαλούνταν το μαρξισμό) τρομοκρατούνται από ομάδες των SA, (Sturmabteilung, Τάγματα Εφόδου). Οι βουλευτές του SPD θα ψηφίσουν, παρ' όλ' αυτά, κατά του Χίτλερ. Όλοι οι άλλοι βουλευτές, όμως, (όπως κεντρώοι και φιλελεύθεροι) θα τον υποστηρίξουν. Έτσι, στις 24 Μαρτίου 1933 το Ράιχσταγκ αποφασίζει με βάση τον Εξουσιοδοτικό νόμο (Ermächtigungsgesetz) την παραχώρηση όλης της νομοθετικής εξουσίας στη χιτλερική κυβέρνηση. Με την απόφαση αυτή αρχίζει στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, που προπαγανδιστικά ονομάζεται από τους εθνικοσοσιαλιστές "Τρίτο Ράιχ". Στις 1 Ιουλίου 1933 καθιερώνεται η "Δωρεά-για-τον-Αδόλφο-Χίτλερ της γερμανικής οικονομίας" (Adolf-Hitler-Spende der deutschen Wirtschaft), με την οποία υποχρεώνονται οι επιχειρήσεις να καταβάλλουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό των κερδών τους στο NSDAP. Μέχρι το 1945 συγκεντρώνονται με αυτόν τον τρόπο περίπου 700 εκατομμύρια μάρκα (Reichsmark) (1 δισ. ευρώ, σημερινά χρήματα) στους λογαριασμούς του κόμματος. Το NSDAP και ο Χίτλερ δεν θα αντιμετωπίσουν ξανά οικονομικά προβλήματα. Με διαταγή του Χίτλερ δολοφονείται στις 30 Ιουνίου με 1 Ιουλίου 1934 (Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, στην γλώσσα των εθνικοσοσιαλιστών προπαγανδιστών και Πραξικόπημα του Ρεμ, Röhmputsch) η ηγεσία των SA, αλλά και στρατιωτικοί και πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ γενικώς, όπως ο πρώην στρατηγός και καγκελάριος φον Σλάιχερ και η σύζυγός του. Συνολικά, περίπου 200 άτομα βρίσκουν τον θάνατο αυτές τις μέρες. Η ενέργεια αυτή αμνηστεύεται με νόμο του Χίτλερ, λίγες μέρες αργότερα, γιατί θεωρείται σαν προληπτικό μέτρο κατά του δήθεν αναμενόμενου πραξικοπήματος του αρχηγού των SA και παλιού φίλου του Χίτλερ (μιλούσαν μεταξύ τους στον ενικό) Ερνστ Ρεμ. Στην πρώτη αυτή μαζική δολοφονία ο Χίτλερ επηρεάζεται κυρίως από των αρχηγό των SS Χάινριχ Χίμλερ και τον Χέρμαν Γκαίριγκ, οι οποίοι θέλουν να εξουδετερώσουν έτσι τον αντίζηλό τους Ρεμ. Η γερμανοαμερικανίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου Χάνα Άρεντ θα πει, το 1964, ότι η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών και τα άλλα φοβερά συμβάντα που έχουν αρχίσει ήδη από το 1933 ωχριούν μπροστά στα φρικαλέα γεγονότα, που θα ακολουθήσουν. Μετά το θάνατο του Προέδρου Χίντενμπουργκ στις 2 Αυγούστου 1934 ο γερμανικός στρατός (Ράιχσβερ, Reichswehr, που με την καθιέρωση της υποχρεωτικής θητείας το 1935 μετονομάζεται σε Βέρμαχτ, Wehrmacht) ορκίζεται στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο οποίος από εδώ και εμπρός είναι και Πρόεδρος του Κράτους και θα έχει τον τίτλο «Ηγέτης και Καγκελάριος» (Führer und Reichskanzler). Τέλος, τον Ιανουάριο του 1938, ο Χίτλερ αναλαμβάνει την αρχηγία της Βέρμαχτ. Ο μέχρι τότε αρχηγός της Βέρνερ φον Φριτς (Werner von Fritsch), όπως και ο υπουργός Άμυνας Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg) αναγκάζονται να παραιτηθούν, επειδή, σύμφωνα με σκευωρία των SS του Χίμλερ, είναι ομοφυλόφιλοι. Ρατσιστική και εξοντωτική πολιτική του Χίτλερ Κύριο άρθρο: Ολοκαύτωμα Τα βασικά κίνητρα της πολιτικής του Χίτλερ ήταν ο αντισημιτισμός του, που στόχο είχε την εξολόθρευση των Εβραίων, και ο ριζοσπαστικός κοινωνικός δαρβινισμός του. Από την αρχή των δημόσιων εμφανίσεών του μέχρι το θάνατό του, επιτίθεται συνεχώς στους Εβραίους αλλά και σε άλλες αποκαλούμενες "κατώτερες φυλές", στις οποίες συγκαταλέγει και τους Τσιγγάνους (Ρομά), τους Πολωνούς και τους Ρώσους. Όσον αφορά τον κοινωνικό δαρβινισμό είναι ολοφάνερος, αν εξετάσει κανείς τις αντιλήψεις του σχετικά με τους ασθενείς και τους σωματικά ή πνευματικά ανάπηρους. Κατά τη γνώμη του, οι άνθρωποι αυτοί δεν αξίζει καν να ζουν (lebensunwert). Η παγκόσμια ιστορία, κατά την άποψή του, είναι μια συνεχής μάχη στην οποία οι "δυνατές" φυλές θα εξαλείψουν τις «αδύναμες», οι «ισχυροτέρες» φυλές τις «ασθενέστερες». Έτσι, λέγει, π.χ. το 1929, στο συνέδριο του NSDAP στη Νυρεμβέργη: «Εάν στην Γερμανία γεννιόνταν κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο παιδιά και εξολοθρεύαμε από αυτά 700.000-800.000, τα πιο αδύναμα, το αποτέλεσμα θα ήταν ίσως η αναβάθμιση της δύναμης.». Η ρήση αυτή περιέχει, εν σπέρματι, το πρόγραμμα ευγονικής (Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4), που θα υιοθετηθεί ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα, όταν θα έχει πλέον αναλάβει την εξουσία. Αυτό και άλλα πολλά από αυτά που λέγει αποδεικνύουν ότι η πραγματοποίηση των ρατσιστικών του αντιλήψεων και του κοινωνικού δαρβινισμού ήταν βασικός του στόχος και όχι απλά ένα «δευτερεύον στοιχείο» του προγράμματος των εθνικοσοσιαλιστών, όπως πίστευαν πολλοί ψηφοφόροι του μέχρι το 1933. Παρόλο που στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο σκοτώνονται περίπου 12.000 γερμανοεβραίοι στρατιώτες για την πατρίδα τους, ο Χίτλερ τους επιτίθεται στο Mein Kampf (1924/25) ως εξής: «Εάν πριν από τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του είχαμε βάλει δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες κεφάλια αυτών των εβραίων διαφθορέων του λαού μέσα σε δηλητηριώδες αέριο, όπως συνέβη στο πεδίο της μάχης σε εκατοντάδες χιλιάδες των καλύτερών μας Γερμανών εργατών, η θυσία εκατομμυρίων στρατιωτών ίσως να μην είχε πάει χαμένη.» Η καταδίωξη των Εβραίων Ο αντισημιτισμός του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών έγινε για πρώτη φορά εμφανής στις διακρίσεις και στην στέρηση των δικαιωμάτων των Εβραίων και οδήγησε, κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου στο Ολοκαύτωμα. Η αποκαλούμενη «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος» (Endlösung), την οποία είχε υποδείξει ο Χίτλερ ήδη στο Mein Kampf, δηλαδή η εξόντωση όλων των Εβραίων, είχε ως θύματα περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίους, σε όλη την Ευρώπη. Τα πραγματικά αίτια του αντισημιτισμού του δεν προέκυψαν, όμως, μόνο και μόνο από τα προσωπικά του πάθη. Ο Χίτλερ είχε πρόβλημα να ενώσει πολλές αντικρουόμενες μερίδες του γερμανικού λαού κάτω από την επιρροή του και οι Εβραίοι έπαιξαν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, ο οποίος ευθυνόταν για όλα ανεξαιρέτως τα δεινά της Γερμανίας, αν και οι Εβραίοι αποτελούσαν μόνο το 2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Έτσι, ο Χίτλερ απέδωσε στους Εβραίους τόσο την κακή στάση των πολιτικών ηγετών της μεσοπολεμικής Γερμανίας, και κατά συνέπεια την ήττα της στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και την οικονομική κρίση της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Την όλη υπόθεση χειρίστηκε με μεγάλη επιμέλεια ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς καταφέρνοντας έτσι να ξεπεραστούν τα εμπόδια συνένωσης ασυμβίβαστων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν η Πρωσική Αριστοκρατία και οι εύποροι βιομήχανοι από τη μια και η πτωχή Εργατική Τάξη και οι Κομμουνιστές από την άλλη, τάξεις οι οποίες εμισούντο θανάσιμα. Ο Γκέμπελς κατηγορούσε τους Εβραίους ότι βρίσκονταν πίσω από την κάθε μια από αυτές τις κοινωνικές ομάδες αποφεύγοντας, έτσι, να πάρει το μέρος της μιας ή της άλλης. Ο αντισημιτισμός εκείνος υπήρξε για τους Ναζί ο μοχλός της πολιτικής χειραγώγησης μιας χώρας, η οποία επρόκειτο να υποταχθεί στο δόγμα: Ένα έθνος, ένας λαός, ένας φύρερ (Ein Nation, ein Volk, ein Führer). Η τακτική αυτή του «εσωτερικού εχθρού» ευδοκιμεί πάντοτε στις χώρες, στις οποίες οι αρχές σκοπεύουν να στρέψουν την προσοχή του λαού από τα πραγματικά προβλήματα εν όψει ενός προσχεδιασμένου πολέμου, στον οποίον απαιτούν την απόλυτη σύμπνοια όλων των κοινωνικών στρωμάτων τους. Ιστορικά δεν είναι η πρώτη φορά που ο αντισημιτισμός θα παίξει αυτόν τον ρόλο σε χώρες της Ευρώπης, όπως στα τελευταία χρόνια της Τσαρικής Ρωσίας και στην Γαλλία μετά την ταπεινωτική ήττα στον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο (Υπόθεση Ντρέυφους). Οι διακρίσεις στην Γερμανία αρχίζουν να υλοποιούνται λίγες μέρες μετά την έκδοση του Εξουσιοδοτικού νόμου (Ermächtigungsgesetz) από το Γερμανικό Κοινοβούλιο, στις 24 Μαρτίου 1933. Τον Απρίλιο του 1933 η νέα κυβέρνηση συνιστά το μποϊκοτάρισμα των εβραϊκών καταστημάτων για μια μέρα, σαν απάντηση στην «απαίσια εβραϊκή προπαγάνδα» του εξωτερικού. Ακολουθούν διατάξεις και νόμοι που περιορίζουν όλο και περισσότερο τα δικαιώματα των Εβραίων και τους υποβιβάζουν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Βάσει, π.χ., του «Νόμου για την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών», από τις 7 Απριλίου δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να προσλαμβάνονται στο δημόσιο. Όσοι Εβραίοι εργάζονταν μέχρι τότε στο δημόσιο απολύονται. Με την πάροδο του χρόνου αποκλείονται και από άλλους τομείς: Απαγορεύεται σε Εβραίους γιατρούς και δικηγόρους να έχουν πελάτες μη Εβραίους. Άλλα επαγγέλματα είναι εντελώς κλειστά για τους Εβραίους. Με τους φανερά ρατσιστικούς "νόμους της Νυρεμβέργης" του 1935, οι Εβραίοι χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Μεταξύ άλλων, αυτοί οι νόμοι απαγορεύουν το γάμο μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων και οι σεξουαλικές σχέσεις με Εβραίους, που ονομάζονται «φυλετική ντροπή» (Rassenschande), τιμωρούνται. Το κράτος και το Κόμμα υποστηρίζουν την λεγόμενη αρειοποίηση, δηλαδή την ανάληψη εβραϊκών επιχειρήσεων από μη Εβραίους. Εννοείται ότι οι νέοι ιδιοκτήτες πληρώνουν μηδαμινές αποζημιώσεις στους παλαιούς. Στους Εβραίους που θέλουν να μεταναστεύσουν, επιβάλλεται ο «φόρος φυγής από το Ράιχ». Με τον φόρο αυτό εξασφαλίζεται να μην τους απομείνει αξιόλογη περιουσία, όταν εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Η προπολεμική καταδίωξη των Εβραίων αποκορυφώνεται με το νυχτερινό πογκρόμ της 9 Νοεμβρίου 1938, που αποκαλείται Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht) και διαρκεί μέχρι τα ξημερώματα της 10ης Νοεμβρίου. Τότε ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς οργανώνει, με διαταγή του Χίτλερ, βίαια επεισόδια, με στόχο τις εβραϊκές κοινότητες και συναγωγές, οι οποίες και πυρπολούνται σε ολόκληρο το Ράιχ. Επίσημα, τα επεισόδια αυτά θα παρουσιαστούν ως «αυθόρμητο ξέσπασμα της λαϊκής οργής» κατά των Εβραίων. Μετά την έναρξη του πολέμου, το καθεστώς του Χίτλερ περνάει από την εκτόπιση και την απέλαση των Εβραίων στην εξόντωσή τους. Η μετανάστευση των Εβραίων, που ως τότε ευνοείται, απαγορεύεται. Στόχος των αντισημιτικών μέτρων δεν είναι πλέον μόνον οι Εβραίοι της Γερμανίας, αλλά όλοι οι Εβραίοι των περιοχών που ελέγχονται από τη Γερμανία. Από την 1 Σεπτεμβρίου 1941 ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους Εβραίους άνω των 6 ετών να φέρουν στα ρούχα ένα κίτρινο αστέρι, το οποίο πρέπει να είναι αρκετά ευδιάκριτο. Τους επιβάλλονται, επίσης, αναρίθμητες διακρίσεις και περιορισμοί. Τους απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς καθώς και αυτοκινήτων, ραδιοφώνων ή ακόμη και η κατοχή κατοικίδιων ζώων. Βαθμιαία, οι Εβραίοι μεταφέρονται στα γκέτο των γερμανικών «περιοχών ελέγχου», ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τέλος, το 1942 κατασκευάζονται στην κατεχόμενη Πολωνία στρατόπεδα εξόντωσης, όπως το Άουσβιτς και το Μαϊντάνεκ. Αυτά θα εξυπηρετήσουν αποκλειστικά την επιστημονικά οργανωμένη μαζική δολοφονία Ρώσων, Πολωνών, Ρομά, αντιστασιακών κάθε εθνικότητας, Εβραίων, Γερμανών της αντιπολίτευσης και άλλων. Η προσωπική ευθύνη του Χίτλερ για τις πράξεις αυτές αμφισβητείται, μετά τον πόλεμο, από τους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιούν την έλλειψη εγγράφου υπογεγραμμένου από τον ίδιο τον Χίτλερ με τη διαταγή της εξόντωσης των Εβραίων. Το ότι η φυλετική πολιτική της κυβέρνησής του, όμως, αντιστοιχεί τόσο στους προσωπικούς του στόχους όσο και στις αντιλήψεις του, το αποδεικνύει ο ίδιος με πολλά από αυτά που συνεχώς δηλώνει δημοσίως και τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Οι εκφράσεις του στο Mein Kampf δεν είναι η αρχή, ούτε ο λόγος του στο Ράιχσταγκ στις 30 Ιανουαρίου 1939 το τέλος, όταν απείλησε, σε περίπτωση πολέμου, με την «εξολόθρευση της εβραϊκής φυλής στην Ευρώπη». Το γεγονός, εξάλλου, ότι δεν υπογράφει ο ίδιος τις σχετικές διαταγές, δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη, εφόσον αυτός καθόριζε την πολιτική της κυβέρνησής του, όντας επικεφαλής της, και ανέθετε την εκτέλεση των εντολών του στους καθ' ύλην αρμόδιους υφισταμένους του. Το πρόγραμμα ευθανασίας Κύριο άρθρο: Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 Διαφορετικά από ότι στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος, η προσωπική ευθύνη του Χίτλερ για τα εγκλήματα των εθνικοσοσιαλιστών, σε μια άλλη περίπτωση, αποδεικνύεται με έγγραφα: Τον Οκτώβριο του 1939 υπογράφει ιδιόχειρα τη διαταγή για την πραγματοποίηση του «Προγράμματος Τ-4»[2]. Έτσι, γίνεται δυνατό να εφαρμοστεί η «Ευθανασία», δηλαδή η δολοφονία σωματικά ή πνευματικά ανάπηρων, των οποίων η ύπαρξη ήταν, κατά την ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ, «ζωές που δεν άξιζε να ζουν». Νευρολογικές κλινικές, νοσοκομεία και θεραπευτήρια μετατρέπονται σε ιδρύματα εξόντωσης, τα αποκαλούμενα «Κέντρα Ευθανασίας», όπως το Κάστρο Χάρτχαϊμ και το Χάνταμαρ). Μόνο στην Γερμανία, μέσα στα σύνορά της του 1939, δολοφονούνται 190.000 άνθρωποι σε παρόμοια κέντρα και με διάφορους τρόπους: με δηλητηριώδη αέρια, με δηλητηρίαση, με φαρμακευτική αγωγή, με πυροβόλο όπλο, ή αφήνονται να πεθάνουν από την πείνα. Μεταξύ άλλων, οι δολοφόνοι τους χρησιμοποιούν μικρά κλειστά φορτηγά, των οποίων τα καυσαέρια διοχετεύονται στο, ερμητικά κλειστό, εσωτερικό τους. Αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων εκκλησιών της Γερμανίας, όπως ο Επίσκοπος του Μίνστερ Κλέμενς Άουγκουστ Γκραφ φον Γκάλεν[3] (Clemens August Graf von Galen), εναντιώνονται στις δολοφονίες αυτές, με αποτέλεσμα το «Πρόγραμμα Τ-4» να ανασταλεί επίσημα. Ωστόσο, εξακολουθεί να εκτελείται στα κρυφά. Μέχρι το τέλος του πολέμου, οι μισοί περίπου από τους τροφίμους των Ιδρυμάτων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα είχαν θανατωθεί. Η δολοφονία των ανάπηρων χρησίμευσε στα «Αποσπάσματα Δράσης» των SS ως πεδίο πειραματισμού για την μαζική θανάτωση των Εβραίων, που θα επακολουθήσει. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Κύριο άρθρο: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Εκτός από την εξόντωση των Εβραίων και τη διατήρηση της κυριαρχίας των εθνικοσοσιαλιστών με τη μορφή μιας μόνιμης δικτατορίας, ο Χίτλερ έχει μόνο ένα ακόμα πολιτικό στόχο, που τον είχε ήδη καθορίσει στο Mein Kampf: Να κάνει τη Γερμανία παγκόσμια δύναμη, ακυρώνοντας την Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1918, αλλά και κατακτώντας μια απέραντη αποικιακή αυτοκρατορία, που την ονόμαζε «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) στην Ανατολή. Επειδή, όμως, όλα αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν δίχως βία, ο Χίτλερ προετοιμάζει από την αρχή της πολιτικής του καριέρας τον επόμενο πόλεμο. Οι σχεδιαζόμενες κατακτήσεις στόχευαν, στην ουσία, την Σοβιετική Ένωση. Επειδή την πολιτική αυτή την παρουσίαζε ως «αγώνα ενάντια στον μπολσεβικισμό», πολλοί δυτικοί πολιτικοί θεωρούσαν τη ναζιστική Γερμανία ως «φρούριο» ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και άφησαν επι μεγάλο χρονικό διάστημα τον Χίτλερ ανενόχλητο. Αντίκτυπο των απόψεων αυτών ήταν η «Πολιτική Κατευνασμού» που ακολούθησαν οι πρωθυπουργοί της Αγγλίας Νέβιλ Τσάμπερλεν και της Γαλλίας Εντουάρ Νταλαντιέ. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε και η πίεση που εξασκούσε ο πληθυσμός των δύο χωρών –ιδιαίτερα της Γαλλίας–, που ήθελε να αποφύγει, σε κάθε περίπτωση, ένα νέο πόλεμο. Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα «Daily Mail» είχε γράψει, πριν την έναρξη του πολέμου: «Οι λεβέντες νεαροί ναζήδες αποτελούν το προπύργιό μας κατά του κομμουνισμού».[4] Μετά την εισβολή του γερμανικού στρατού στην Πράγα, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο βλέπουν ότι ο πόλεμος κατά της Γερμανίας είναι πλέον αναπόφευκτος. Αυξάνουν τις δαπάνες για τους εξοπλισμούς και στρέφονται προς τη Σοβιετική Ένωση ως φυσικό τους σύμμαχο. Από εδώ και εμπρός επιδιώκουν την συμμαχία με τον Ιωσήφ Στάλιν. Ο Στάλιν, θεωρώντας ότι ματαιοπονεί επιδιώκοντας συνεννόηση κατά του Χίτλερ με τους Άγγλους και τους Γάλλους, που επί δύο χρόνια κωλυσιεργούν στις διαπραγματεύσεις, και πιστεύοντας ακράδαντα ότι, τελικά, η ναζιστική Γερμανία θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, θέλει να κερδίσει χρόνο για να αναδιοργανώσει τον Κόκκινο Στρατό, που πρόσφατα (1934) είχε εκκαθαριστεί από τους πλέον ικανούς και έμπειρους αξιωματικούς του. Από την άλλη πλευρά ο Χίτλερ θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο σε δυο μέτωπα, όπως συνέβη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914 με ολέθριες για τη Γερμανία συνέπειες. Επομένως, τα συμφέροντα Γερμανίας - ΕΣΣΔ, στην πράξη έχουν ένα κοινό σημείο. Έτσι, υπογράφεται στις 23 Αυγούστου 1939 Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας, το αποκαλούμενο και σύμφωνο «Μολότωφ - Ρίμπεντροπ»). Το σύμφωνο αυτό, σε μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο, προβλέπει το χωρισμό της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνίας, Ρουμανίας) σε μια γερμανική και μια σοβιετική «σφαίρα συμφερόντων». Τώρα ο Χίτλερ μπορεί να ασχοληθεί με την Πολωνία, δίχως τον κίνδυνο να τον εμποδίσει η Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Στάλιν, ο οποίος γνωρίζει καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» στην ανατολική Ευρώπη και στην Ρωσία, κερδίζει χρόνο για να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό, όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε στην ραδιοφωνική του ομιλία δέκα ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης του Χίτλερ στην ΕΣΣΔ. Έναρξη του πολέμου Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θεωρούν τη συνομολόγηση του Συμφώνου μη Επίθεσης μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν ως ασφαλές σημείο ενός άμεσα επικείμενου πολέμου. Ο Χίτλερ ζητά την παραχώρηση του Πολωνικού Διάδρομου μεταξύ της Πομερανίας και της Ανατολικής Πρωσίας και την προσάρτηση της ελεύθερης πόλης του Ντάντσιχ (Danzig, το σημερινό Γκντανσκ ή Gdansk) στο Ράιχ. Το Ντάντσιχ είχε παραχωρηθεί στην Πολωνία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τη νύχτα μεταξύ 31 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου, μία ομάδα SS, φορώντας στολές του πολωνικού στρατού, σκηνοθετούν επίθεση κατά του γερμανικού ραδιοφωνικού σταθμού Γκλάιβιτς, της ομώνυμης πόλης στην Σιλεσία (σημερινό Γκλίβιτσε της Πολωνίας). Αργότερα παρουσιάζονται στον Τύπο πτώματα αιχμάλωτων από στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ντυμένα και αυτά με πολωνικές στολές, ως πτώματα των Πολωνών «επιτιθέμενων». Κατά τη διάρκεια του πολέμου Η Πολωνία καταρρέει στρατιωτικά και κατακτάται μέσα σε 18 μέρες. Βάσει του μυστικού συμπληρωματικού πρωτοκόλλου του Σύμφωνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, ο Κόκκινος Στρατός καταλαμβάνει την ανατολική Πολωνία στις 17 Σεπτεμβρίου 1939. Λίγο αργότερα ο Στάλιν διατάσσει επίθεση κατά της Φινλανδίας, όπου το χειμώνα του 1939/40 υφίσταται αρχικά βαριές ήττες. Οι ήττες αυτές ενισχύουν περαιτέρω την εκτίμηση του Χίτλερ, ότι ο Κόκκινος Στρατός θα είναι εύκολος αντίπαλος. Ο Στάλιν, τελικά, έρχεται σε συμφωνία ανακωχής με τη Φινλανδία. Ο Χίτλερ έχει τις μεγαλύτερες στρατιωτικές του επιτυχίες την άνοιξη του 1940. Τότε η οι γερμανικές δυνάμεις υποτάσσουν με μια σειρά «αστραπιαίων πολέμων» (Blitzkrieg), οι οποίοι δεν διαρκούν ούτε δυο μήνες, την Δανία, την Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και την Γαλλία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους η Βασιλική Αεροπορία της Αγγλίας (RAF) προξενεί στην γερμανική Luftwaffe την πρώτη της σημαντική ήττα στην Μάχη της Αγγλίας. Στο μεταξύ ο Νέβιλ Τσάμπερλεν έχει αντικατασταθεί από τον Ουίνστων Τσώρτσιλ, ο οποίος ήδη από το 1933 είναι αντίθετος σε κάθε είδους συμβιβασμό με τον Χίτλερ, ενώ ο Χίτλερ θεωρεί τη Μεγάλη Βρετανία ως πιθανό σύμμαχο. Έτσι κάνει την πρόταση, να μην ενοχλήσει τη Βρετανία στην αποικιακή της πολιτική, εφόσον αυτή αναγνωρίσει τη γερμανική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Τσώρτσιλ, όμως, παρά τη δυσμενή θέση της Αγγλίας, αρνείται κάθε συνεννόηση με τον Χίτλερ[5]. Αφού οι γερμανικές δυνάμεις δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν την κυριαρχία στον εναέριο χώρο της Βρετανίας, ο Χίτλερ σχεδιάζει τώρα την απόβαση στη Νότια Αγγλία από τη θάλασσα, με βάση τη λεγόμενη Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων (Seelöwe). Την άνοιξη του 1941, όμως, εγκαταλείπει οριστικά αυτό το σχέδιο, επειδή, κατά τη γνώμη του, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί πλέον σοβαρή στρατιωτική απειλή. Θεωρεί ότι η βρετανική αποφασιστικότητα στηρίζεται στην ΕΣΣΔ. Συντρίβοντάς την θα καταρρεύσει μαζί της και η Βρετανία. Αφιερώνεται πλέον ολοκληρωτικά (και με πάθος) στον πραγματικό του στόχο, στην επέκταση στην Ανατολή (βλ. και Mein Kampf, 1924). Αφού η φασιστική Ιταλία αποτυγχάνει τελείως στην κατάληψη της Ελλάδας και οι Έλληνες με αντεπίθεση αναγκάζουν τους Ιταλούς να υποχωρήσουν βαθιά μέσα στην Αλβανία, ο Χίτλερ στέλνει στις 6 Απριλίου 1941 στρατιωτική βοήθεια στο σύμμαχό του, τον Μουσολίνι. Εκτός αυτού, θέλει με την κατάκτηση των Βαλκανίων να εξασφαλίσει το νότιο πλευρό του γερμανικού στρατού, για τη σχεδιασμένη εισβολή στην ΕΣΣΔ και, κυρίως, τα πετρέλαια της Ρουμανίας. Η επίθεση κατά της ΕΣΣΔ γίνεται – πάλι χωρίς να κηρυχτεί πόλεμος - στις 22 Ιουνίου 1941 (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα). Η καθυστέρηση αυτή (η επιχείρηση είχε αρχικά προγραμματισθεί για τις αρχές Μαΐου) οφείλεται στην επέμβαση της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια και θα αποδειχθεί μοιραία για την έκβαση του πολέμου. Η ναζιστική προπαγάνδα παρουσιάζει τον πόλεμο ως αγώνα μεταξύ του αντικομμουνισμoύ, του αντιμπολσεβικισμού και του «πολιτισμού της Εσπερίας» ενάντια στην «ασιατική βαρβαρότητα» και τον «εβραϊκό μπολσεβικισμό». Στην πραγματικότητα, επρόκειτο - και κατά την προσωπική αντίληψη του Χίτλερ - για ένα ληστρικό και εξολοθρευτικό πόλεμο. Εξυπηρετούσε μόνο το σκοπό της κατάκτησης «ζωτικού χώρου» (lebensraum) για την «άρια φυλή», όσο δε για τους πληθυσμούς των κατακτημένων περιοχών, επιφυλασσόταν η υποδούλωση ή η εξόντωση, όπως γινόταν για τους Εβραίους. Ήδη στο Mein Kampf, ο Χίτλερ είχε εξισώσει το «Τέλος της εβραϊκής κυριαρχίας» στη Ρωσία με την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά από τις αρχικές επιτυχίες, η επίθεση της Βέρμαχτ αναχαιτίζεται τον Δεκέμβριο του 1941, λίγο έξω από τη Μόσχα (22 μόλις χιλιόμετρα). Τον ίδιο μήνα η σύμμαχος της Γερμανίας Ιαπωνία επιτίθεται στην αμερικανική ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ στην (Χαβάη). Οι ΗΠΑ κηρύσσουν τον πόλεμο στην Ιαπωνία και μπαίνουν πλέον επισήμως στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Χίτλερ κηρύσσει στις 7 Δεκεμβρίου του 1941 τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Η Βέρμαχτ περνάει ξανά στην επίθεση το 1942, αλλά, στις αρχές του 1943 θα υποστεί, στην Mάχη του Στάλιγκραντ, την μέχρι τότε μεγαλύτερή της ήττα. Η μάχη του Στάλιγκραντ θεωρείται, γενικώς, το σημείο καμπής του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Υπεύθυνος γι' αυτή τη βαριά ήττα ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ, που είχε απαγορεύσει την υποχώρηση από το Στάλινγκραντ, με αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό της 6ης Στρατιάς της Βέρμαχτ. Το ίδιο έτος οι εναέριες συμμαχικές δυνάμεις κερδίζουν την υπεροχή στον εναέριο χώρο της Γερμανίας και αρχίζουν οι βομβαρδισμοί πολλών γερμανικών πόλεων. Πολλές γερμανικές πόλεις έγιναν ερείπια και στάχτη. Μια από τις αιτίες ήταν ότι η γερμανική αεροπορική βιομηχανία, με διαταγή του Χίτλερ, κατασκεύαζε περισσότερα βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, παρά ελαφρά καταδιωκτικά, που θα μπορούσαν να αποτρέψουν, ή, τουλάχιστον, να μειώσουν τις επιθέσεις στις γερμανικές πόλεις. Μια επιπλέον αιτία ήταν ότι ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο επικεφαλής της Λουφτβάφφε δεν ασχολείται με αυτήν παρά ελάχιστα, παραμελώντας τόσο τις τεχνολογικές βελτιώσεις όσο και την εκπαίδευση των ιπτάμενων πληρωμάτων. Στις 6 Ιουνίου του 1944 οι δυτικοί Σύμμαχοι ανοίγουν και δεύτερο μέτωπο με την απόβαση τους στη Νορμανδία. Και αυτό επίσης οφείλεται σε στρατηγικές αποφάσεις του Χίτλερ, που περιείχαν σοβαρά λάθη, την ώρα που η ναζιστική προπαγάνδα τον υμνούσε ως το «μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων των εποχών». Παρ' όλες τις ήττες, τις τεράστιες απώλειες του άμαχου πληθυσμού και τις φοβερές καταστροφές, και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει, από το 1943, ότι δεν ήταν πλέον εφικτή μια στρατιωτική νίκη, συνέχισε τον πόλεμο δύο ολόκληρα χρόνια. Η προσωπική του ανάμειξη στη διεξαγωγή του πολέμου, με το να απαγορεύει την έγκαιρη υποχώρηση σε τμήματα του Στρατού που κινδύνευαν, είχε σαν αποτέλεσμα να υποστεί η Βέρμαχτ μαζικές απώλειες. Έτσι, περνούν δύο χρόνια στα οποία οι Γερμανοί χάνουν συνεχώς μάχες και δυνάμεις. Μόνον όταν, την άνοιξη του 1945, οι δυτικοί Σύμμαχοι φτάνουν στον ποταμό Έλβα και ο Κόκκινος Στρατός βρίσκεται στο κέντρο του Βερολίνου, ο Χίτλερ φοβούμενος ότι θα κληθεί να απολογηθεί προσωπικά για τα εγκλήματά του, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Για να πραγματοποιήσει τις ιδέες του, ο Αδόλφος Χίτλερ ξεκίνησε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε 55 εκατομμύρια ανθρώπους, από τους οποίους τα 20 εκατομμύρια ήταν Σοβιετικοί. Ακόμα περισσότεροι στρατιώτες και πολίτες, εξαιτίας της πολιτικής του, τραυματίστηκαν, έμειναν άστεγοι, απελάθηκαν, εξορίστηκαν, ή φυλακίστηκαν. Συνέπειες του πολέμου ήταν η διάλυση του γερμανικού κράτους, η καταστροφή ενός μεγάλου τμήματος της Ευρώπης, η ηγεμονία για 40 χρόνια της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη και η διαίρεση της Γερμανίας και της Ευρώπης σε δύο αντίθετα, εχθρικά στρατόπεδα, μέχρι το 1989/90. Το τέλος του Χίτλερ στο καταφύγιο Η κατάσταση της υγείας του Χίτλερ όλο και χειροτερεύει με την εξέλιξη του πολέμου. Σύμφωνα με την επικρατούσα σήμερα αντίληψη, υπέφερε από πάρκινσον σε προχωρημένο στάδιο και από προϊούσα παραφροσύνη, διατηρούσε, όμως, την από πολλούς συγχρόνους του παρατηρημένη αυθυποβολή του. Στις 19 Μαρτίου του 1945 δίνει τη διαταγή "Νέρων" για την καταστροφή των υποδομών του γερμανικού κράτους, κατά την υποχώρηση των μονάδων της Βέρμαχτ. Η διαταγή, όμως, αυτή δεν εφαρμόστηκε στην πράξη από τον Υπουργό Εξοπλισμού Άλμπερτ Σπέερ. Αυτή η διαταγή είναι απόλυτα σύμφωνη με τον τρόπο σκέψης του Χίτλερ, που εκφράζεται με την επιλογή «νίκη ή καταστροφή». Στον εχθρό δεν έπρεπε να αφεθεί παρά μόνο «καμμένη γη». Κατά τη γνώμη του, το μέλλον ανήκει πλέον στον λαό της ανατολής, ο οποίος αποδείχτηκε ισχυρότερος, ενώ οι Γερμανοί, λόγω της ήττας τους, έχασαν το δικαίωμα ύπαρξης. Στις 22 Απριλίου 1945 ο Χίτλερ παθαίνει νευρική κατάρρευση όταν πληροφορείται, κατά τη διάρκεια του καθημερινού σχολιασμού της κατάστασης, στο υπόγειο καταφύγιο, κάτω από την Καγκελαρία στο Βερολίνο, ότι η επίθεση που είχε διατάξει για την άρση της πολιορκίας του Βερολίνου δεν είχε εκτελεστεί από τον Αρχηγό των μονάδων των Ες-Ες Στάινερ, γιατί την θεώρησε ανεφάρμοστη λόγω του συσχετισμού δυνάμεων. Ο Χίτλερ είπε ότι όλα πλέον χάθηκαν και ότι όλοι τον έχουν προδώσει, ακόμα και τα Ες-Ες. Άφησε ελεύθερο ένα μέρος του προσωπικού του και αρνήθηκε, παρά τις παρακλήσεις του Μπόρμαν, του Κάιτελ και του Γκαίριγκ, να εγκαταλείψει το Βερολίνο. Διέταξε τον αρχιϋπασπιστή του, Γιούλιους Σάουμπ, να κάψει όλα τα προσωπικά του στοιχεία και έγγραφα, που βρίσκονταν στην Καγκελαρία και στο Καταφύγιο, καθώς και όσα βρίσκονταν στο Μόναχο. Δύο θέματα κυριαρχούν στο καταφύγιο τις τελευταίες μέρες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου: Πόσο κοντά είναι ο Κόκκινος Στρατός και ποιος είναι ο πιο σίγουρος τρόπος αυτοκτονίας. Επανειλημμένα ο Χίτλερ (56) μοιράζει δηλητήριο σε αυτούς που παρέμειναν μαζί του στο Καταφύγιο και δεν τον εγκατέλειψαν. Στις 29 Απριλίου παντρεύεται τη σύντροφο της ζωής του Εύα Μπράουν (33). Την επόμενη μέρα, κατά τις 3.30, αυτοκτονούν με υδροκυάνιο. Συγχρόνως ο Χίτλερ βάζει και το πιστόλι στο στόμα του[6] και πυροβολεί. Ο Μάρτιν Μπόρμαν, μαζί με τον οδηγό του Χίτλερ Έριχ Κέμπκα, τον υπηρέτη του Χάιντς Λίγκε, τον επιλοχία των SS Ότο Γκίνσε και μερικούς στρατιώτες της προσωπικής του φρουράς καίνε τα πτώματα, τα οποία θάβονται αργότερα έξω από το καταφύγιο μέσα σε κρατήρα από βόμβα. Από εκεί θα τα πάρουν, λίγο αργότερα, οι Σοβιετικοί, οι οποίοι θα τα κρατήσουν σε μυστικό μέρος στην Ανατολική Γερμανία, κοντά στο Μαγδεμβούργο, μέχρι την δεκαετία του '70. Τότε, με διαταγή του αρχηγού του KGB Γιούρι Αντρόποφ, καταστρέφονται τελείως και απορρίπτονται στον ποταμό Έλβα. Παρόλ' αυτά διασώθηκαν το κρανίο και η οδοντοστοιχία του πτώματος, απ' όπου ο οδοντίατρος του Χίτλερ, μέσω προηγούμενης ακτινογραφίας, αναγνώρισε αργότερα την ταυτότητα του νεκρού (αποκαλύψεις από έρευνα περί το 1990) Σχόλια για τον Χίτλερ από την δεκαετία του τριάντα Το TIME Magazine τον κάνει «Άντρα του έτους 1938». Δεν τιμάται όμως εκεί. (βλ. εξωτερική σύνδεση). http://www.time.com/time/personoftheyear/archive/covers/1938.html
Ο Σεμπάστιαν Χάφνερ γράφει έξι χρόνια πριν από τον θάνατο του Χίτλερ: Ο Χίτλερ είναι ο ιδανικός υποψήφιος αυτόχειρας. Δεν νιώθει υποχρεωμένος απέναντι σε κανέναν εκτός από τον εαυτό του. Επομένως με την εξολόθρευση του εαυτού του ξεφορτώνεται κάθε ευθύνη και κάθε στενοχώρια. Είναι στην προνομιούχα θέση του άντρα, ο οποίος δεν αγαπά τίποτε εκτός από τον εαυτό του. Οι μοίρες των κρατών και των ανθρώπων, με τις οποίες παίζει, δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου. (από το 1939 στο «Germany: Jekyll & Hyde. Deutschland von innen betrachtet», München 1998, σελ. 24)
↑ Ritter δεν είναι όνομα αλλά τίτλος. Αποδίδεται στα Ελληνικά ως "Ιππότης"
Ο Αγών μου
William L. Shirer, The Rise and Fall of the Third Reich, (1960). Gramercy. (ISBN 0-517-10294-3) Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|