Σιδώνα
|
Η Σιδώνα (αραβικά صيدا Ṣaydā; Εβραϊκά צִידוֹן) είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Λιβάνου. Παλαιότατη φοινικική πόλη στην πεδιάδα που εκτείνεται ανάμεσα στο βουνό Λίβανος και τη Μεσόγειο, κτισμένη σε σχετικά μικρή απόσταση από την Τύρο και τη Βηρυτό. Το όνομά της προέρχεται σύμφωνα με τον Ιώσηπο από το μεγαλύτερο γιο του Χαναάν, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι τα πολλά ψάρια της, της έδωσαν το όνομα. Η Σιδώνα αναφέρεται από τον Όμηρο. Μέχρι το 1250 π.Χ. η πόλη είχε μεγάλη δύναμη, τότε περίπου όμως οι Φιλισταίοι απέσπασαν ένα μεγάλο μέρος από τα εδάφη της. Αργότερα έγινε φόρου υποτελής στους Ασσυρίους στα χρόνια του Σαλμανάσαρ Β' και Δ' και γύρω στο 701 π.Χ. υποτάχτηκε σ' αυτούς. Το 676 π.Χ. κυριεύτηκε από τον Ασαρχαδών, οι περισσότεροι από τους κατοίκους σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και πήρε το όνομα Ιρ - Ασαρχαδών, δηλαδή πόλη του Ασαρχαδών. Αργότερα απόκτησε μέρος από τη δύναμή της, αλλά το 351 π.Χ. επαναστάτησε εναντίον του Αρταξέρξη του Ώχου και έπαθε μεγάλη καταστροφή για παραδειγματική τιμωρία. Λέγεται ότι 40.000 από τους κατοίκους της Σιδώνας κάηκαν τότε σε μεγάλη φωτιά που άναψαν οι ίδιοι. Λίγο αργότερα υποτάχτηκε στη στρατιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για να γνωρίσει στα επόμενα χρόνια μεγάλη ακμή πρώτα από τους Πτολεμαίους και στη συνέχεια από τους Σελευκίδες. Εκείνη την εποχή απέκτησε και φιλοσοφική σχολή. Οι Ρωμαίοι την υπέταξαν, αλλά η Σιδώνα μπόρεσε να επιζήσει και να γνωρίσει και στο μεσαίωνα ακμή. Σήμερα ανήκει στο Λίβανο και η Βηρυτός έχει αποσπάσει τη δύναμή της. Αξιοσημείωτα μνημεία είναι δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι, οι οποίες φέρουν σαφή τα χαρακτηριστικά της ελληνικής εργασίας. Η μια από τις σαρκοφάγους αυτές χρονολογείται στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και μιμείται μονόπτερο ιωνικό οικοδόμημα, που ανάμεσα στους κίονές του φαίνονται δεκαοκτώ γυναικείες μορφές που πενθούν. Η δεύτερη σαρκοφάγος ανήκει στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και μιμείται το σχήμα κατοικίας ή ναού πιθανότερα. Το μνημείο αυτό ονομάζεται συνήθως "σαρκοφάγος του Μ. Αλεξάνδρου" γιατί σε μια από τις πλευρές του έχει απεικονιστεί η μάχη της Ισσού και υπέθεσαν ότι είχε προοριστεί για το νεκρό του Μ. Αλεξάνδρου. Κατακτήθηκε κατά την Α' Σταυροφορία στις 4 Δεκεμβρίου 1110. Κατά την διάρκεια των Σταυροφοριών κατακτήθηκε πολλές φορές, και τελικά καταστράφηκε από του Σαρακηνούς το 1249. Έγινε κέντρο της Κομητείας της Σιδώνας, ένα σημαντικό φέουδο του Βασίλειου της Ιερουσαλήμ. Το 1260 ξανακαταστράφηκε από τους Μογγόλους. Μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς τον 17ο αιώνα, απόκτησε ξανά την προηγούμενη εμπορική της σπουδαιότητα. Οι Αιγύπτιοι, βοηθούμενοι από την Αγγλία και την Γαλλία, κατέκτησαν κα κράτησαν την πόλη μέχρι τον 19ο αιώνα. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βρετανοί πήραν την Σιδώνα, και μετά τον πόλεμο έγινε μέρος του Γαλλικού Προτεκτοράτου της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1943 ο Λίβανος έγινε ανεξάρτητο κράτος. Το 1900 ήταν μια πόλη 10.000 κατοίκων· το 2000 ο πληθυσμός ήταν περίπου 200.000. Παρόλο ότι δεν υπάρχουν επίπεδες περιοχές γύρω από την πόλη, καλλιεργούνται λίγο σιτάρι, λαχανικά και φρούτα ενώ υπάρχει και μερική αλιεία. Επίσης στην περιοχή υπάρχει ένα διυλιστήριο.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|
|