Ντιέγο Βελάθκεθ
|
O Ντιέγο Βελάθκεθ (Diego Rodríguez de Silva y Velázquez, Ντιέγο Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα ι Βελάθκεθ, 6 Ιουνίου 1599 - 6 Αυγούστου 1660) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους της περιόδου του μπαρόκ, γνωστός κυρίως για τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε ως καλλιτέχνης της αυλής του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Δ'. Αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες στην ιστορία της τέχνης, με σημαντική επίδραση στη ζωγραφική του 19ου αιώνα, ειδικότερα στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Αρκετοί καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, όπως ο Πάμπλο Πικάσσο ή ο Σαλβαδόρ Νταλί, απέδωσαν επίσης φόρο τιμής στον ισπανό ζωγράφο, αναπαράγοντας ορισμένους από τους διασημότερους πίνακές του.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Ι', Juan Pareja ,
Τα κορίτσια της τιμής, Pablo de Valladolid , Πωλητής νερού της Σεβίλλης ,
Νεανικά χρόνια Ο Ντιέγο Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα ι Βελάθκεθ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη Σεβίλλη στις 6 Ιουνίου του 1599, γόνος οικογένειας που ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία. Ο πατέρας του, Χουάν Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα, ήταν ευγενούς πορτογαλικής καταγωγής και δικηγόρος στο επάγγελμα, ενώ η μητέρα του, Χερόνιμα Βελάσκεθ[1], ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Σεβίλλης. Είχε επίσης πέντε αδελφούς και μία αδελφή, αν και λίγα είναι γνωστά για την εξέλιξη τους. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική και σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εκπαιδεύεται πιθανότατα δίπλα στον Φρανθίσκο ντε Ερέρα τον Πρεσβύτερο (περ. 1590-1654). Παρέμεινε κοντά του μόλις για ένα χρόνο αποκτώντας τις πρώτες του βασικές γνώσεις γύρω από την τέχνη της ζωγραφικής και αργότερα μαθήτευσε στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο (1564-1644), ο οποίος αν και υπήρξε μέτριος ζωγράφος της σχολής του μανιερισμού, ήταν καλός δάσκαλος, με κατάρτιση σε καλλιτεχνικά θέματα αλλά και γνωριμίες με καλλιτέχνες και λόγιους της Σεβίλλης. Ο Βελάσκεθ εκπαιδεύτηκε κοντά στον Πατσέκο για πέντε χρόνια, σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία η Σεβίλλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της Ισπανίας. Πριν γίνει δεκαοκτώ ετών, έγινε δεκτός στη συντεχνία ζωγράφων του Αγίου Λουκά και επιχειρώντας τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στη Σεβίλλη, ακολούθησε τα θεματολογικά πρότυπα της εποχής του, φιλοτεχνώντας ένα είδος ρωπογραφίας, κοινό για την εποχή εκείνη, αποκαλούμενο bodegon. Το είδος αυτό απεικόνιζε συνήθως καθημερινές σκηνές, με επίκεντρο το φαγητό και το ποτό μίας παρέας ανθρώπων. Από το 1617 έως το 1622, ολοκλήρωσε εννέα bodegons, με χαρακτηριστικά δείγματα τους πίνακες Γριά που τηγανίζει αβγά (1618), Τρεις άντρες στο τραπέζι (π. 1618) και Ο νεροκουβαλητής (π. 1620). Μαδρίτη Το 1618, παντρεύτηκε την κόρη του δασκάλου του, έπειτα από σχετική έγκρισή του. Την ίδια περίπου περίοδο, ο Πατσέκο τον παρότρυνε να στραφεί σε θρησκευτικά θέματα. Ο Βελάσκεθ ολοκλήρωσε ορισμένες εικόνες μικρών διαστάσεων καθώς και μια σειρά από ρετάμπλ, ωστόσο στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας συνέχισαν να βρίσκονται οι προσωπογραφίες. Στις αρχές του 1620, η φήμη του είχε αρχίσει να εδραιώνεται στη Σεβίλλη και το 1622 αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Μαδρίτη, η οποία αποτελούσε πολιτικό κέντρο της χώρας, καθώς δύο χρόνια νωρίτερα είχε μεταφερθεί εκεί η βασιλική αυλή του Φίλιππου Δ'. Την άνοιξη του 1623, ευνοημένος από τις διασυνδέσεις του Πατσέκο, κατάφερε να γίνει αυλικός ζωγράφος. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε σημειωθεί ο θάνατος του Ροντρίγκο ντε Βιγιαντράντο, ενός εκ των τεσσάρων ζωγράφων της βασιλικής αυλής και τότε ο κόμης-δούκας του Ολιβάρες κάλεσε τον Βελάσκεθ, για τον οποίο η επόμενη περίοδος υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή του. Ως ζωγράφος της αυλής παρέμεινε πιστός στην παράδοση του bodegon και διακρίθηκε κυρίως ως δεξιοτέχνης προσωπογράφος. Η πρώτη παραγγελία που του ανατέθηκε ήταν μία προσωπογραφία του ίδιου του Φίλλιπου Δ', το οποίο του εξασφάλισε και το προνόμιο να είναι ο αποκλειστικός προσωπογράφος του βασιλιά. Το Σεπτέμβριο του 1628, ο Πίτερ Πωλ Ρούμπενς επισκέφτηκε τη Μαδρίτη με διπλωματική αποστολή και ο Βελάσκεθ ήταν ο μοναδικός Ισπανός ζωγράφος με το προνόμιο να τον επισκέπτεται στο εργαστήριο που του είχε παραχωρηθεί στο Αλκάθαρ. Ο Ρούμπενς είχε σε εκτίμηση τις ικανότητες του Βελάσκεθ, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάστηκε σημαντικά από εκείνον, στο διάστημα των επτά μηνών που παρέμεινε στη Μαδρίτη. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς πίνακες του Βελάσκεθ αυτής της περιόδου είναι ο Βάκχος (1629), ο οποίος φανερώνει παράλληλα την επιρροή του Καραβάτζιο, τόσο ως προς το θέμα του Βάκχου, όσο και ως προς τους ανθρώπινους τύπους που επιχειρεί να απεικονίσει. Ιταλία Ο βασιλιάς της Ισπανίας χρηματοδότησε το 1629 το ταξίδι του Βελάσκεθ στην Ιταλία, στα πλαίσια μίας ευρύτερης καλλιτεχνικής αναζήτησης του ζωγράφου. Έφθασε με πλοίο στη Γένοβα και λίγες ημέρες αργότερα αναχώρησε για τη Βενετία. Εκεί είχε την ευκαιρία να δει και πιθανόν να αντιγράψει έργα του Τιντορέτο, του Βερονέζε και του Τιτσιάνο. Στη συνέχεια επισκέφτηκε τη Ρώμη, όπου έμεινε επί ένα χρόνο μελετώντας τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ. Στην Ιταλία, ο Βελάσκεθ φιλοτέχνησε τον πίνακα Ο Απόλλων στο εργαστήριο του Ήφαιστου (1630) που απεικονίζει το θεό Απόλλων, έτοιμο να αναγγείλει στον Ήφαιστο πως η Αφροδίτη τον απατά με τον θεό Άρη. Ολοκλήρωσε επίσης δύο τοπία – θεματολογία ασυνήθιστη για την ισπανική ζωγραφική – τα οποία απεικονίζουν τη Βίλα Μέντιτσι στη Ρώμη, όπου αποσύρθηκε το καλοκαίρι του 1630 και πιθανόν μελέτησε έργα της αρχαιότητας. Μετά από μία σύντομη διαμονή στη Νάπολη όπου επισκέφτηκε το ζωγράφο Χοζέ Ριμπέρα, ο Βελάσκεθ επέστρεψε στη Μαδρίτη το 1631. Επιστροφή στη Μαδρίτη Μετά την επιστροφή του στην αυλή του Φίλιππου Δ', ανέλαβε να ζωγραφίσει το πορτρέτο του νεαρού πρίγκιπα Μπαλτάσαρ Κάρλος και διαδόχου του βασιλικού θρόνου. Όταν το 1630 ξεκίνησε η ανέγερση των νέων βασιλικών ανακτόρων, ο Βελάσκεθ φιλοτέχνησε μία σειρά από έφιππες προσωπογραφίες, με σημαντικότερες ίσως αυτές του Φίλιππου Δ' και του κόμη ντε Ολιβάρες, οι οποίες θα διακοσμούσαν την Αίθουσα των Βασιλείων του ανακτόρου. Ολοκλήρωσε επίσης τον πίνακα Παράδοση της Μπρέντα (1634-35) που απεικονίζει την παράδοση της ολλανδικής πόλης στους Ισπανούς, που έλαβε χώρα στις 5 Ιουνίου 1625. Το έργο αυτό αποτέλεσε έναν από τους πρώτους αμιγώς ιστορικούς πίνακες στη σύγρονη ευρωπαϊκή ζωγραφική, όπου απουσιάζουν άλλου είδους αλληγορικές αναφορές. Το 1638, ο Φίλιππος Δ' αποφάσισε να επεκτείνει τον κυνηγετικό πυργίσκο (Τόρε δε λα Παράδα) που χρησιμοποιούσε, και ο Βελάσκεθ ανέλαβε να φιλοτεχνήσει μία σειρά από προσωπογραφίες με θέμα το κυνήγι. Σήμερα διασώζονται τρεις από αυτές, όλες σε φυσικό μέγεθος. Το 1643, ο βασιλιάς της Ισπανίας όρισε τον Βελάσκεθ αρχιθαλαμηπόλο, με αρμοδιότητα να επιτηρεί τα βασιλικά διαμερίσματα, ενώ αργότερα έγινε παράλληλα βοηθός γενικού επιθεωρητή γύρω από τις οικοδομικές εργασίες της αυλής. Την ίδια περίπου περίοδο, η τέχνη του έφθασε στο απόγειό της με χαρακτηριστικά δείγματα γραφής, πίνακες όπως Η Αφροδίτη στον καθρέφτη της και Ο μύθος της Αράχνης ή Οι υφάντρες (Las Hilanderas) (π. 1644-48). Ο μύθος της Αράχνης αποτέλεσε παραγγελία ενός ιδιώτη και βασίζεται στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου όπου περιγράφεται ο ανταγωνισμός μεταξύ της Παλλάδας Αθηνάς και της Αράχνης. Ο Βελάσκεθ μετέφερε ένα αμιγώς μυθολογικό θέμα στο επίπεδο μίας καθημερινής σκηνής. Ο πίνακας της Αφροδίτης, γνωστό παλαιότερα ως Αφροδίτη Rokeby από το όνομα της οικογένειας των ιδιοκτητών του, είναι το μοναδικό γυναικείο γυμνό που φιλοτέχνησε ο Βελάσκεθ. Δεύτερη επίσκεψη στην Ιταλία Τον Ιανουάριο του 1649, ο Βελάσκεθ αναχώρησε από τη Μάλαγα με προορισμό την Ιταλία, συνοδευόμενος από τον Μαυριτανό σκλάβο του Pareja. Οι λόγοι της δεύτερης επίσκεψής του στην Ιταλία ήταν εν μέρει προσωπικοί, αλλά του ανατέθηκε επίσης η αγορά πινάκων και αντίγραφων αγαλμάτων για λογαριασμό του βασιλιά Φίλιππου Δ'. Μεταξύ άλλων, ο Βελάσκεθ προέβη στη αγορά έργων του Τιτσιάνο, του Τιντορέτο και του Βερονέζε, ενώ παράλληλα φιλοτέχνησε αρκετές προσωπογραφίες. Κατά την παραμονή του στη Ρώμη, ολοκλήρωσε μία ημίσωμη προσωπογραφία του Pareja, η οποία εκτέθηκε αργότερα στο Πάνθεον της Ρώμης στις 19 Μαρτίου 1650, στα πλαίσια του εορτασμού του Αγίου Ιωσήφ. Το έργο αυτό έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και πιθανόν είχε καταλυτικό ρόλο στην μετέπειτα είσοδο του Βελάσκεθ στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά (Accademia di San Luca'). Ένας από τους σημαντικότερους πίνακες που φιλοτέχνησε ήταν και η προσωπογραφία του Πάπα Ινοκέντιου Ι'. Το έργο ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1650 και αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα παπικής προσωπογραφίας που πραγματοποίησαν καλλιτέχνες από την εποχή της αναγέννησης. Το έργο έγινε αποδεκτό από τον πάπα, ο οποίος δώρισε στο δημιουργό του ένα μετάλιο και μία πολύτιμη χρυσή αλυσίδα. Ο ίδιος ο Βελάσκεθ πήρε μαζί του στην Ισπανία ένα αντίγραφο του πίνακα, πιθανόν διότι ήταν και ο ίδιος απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, ενώ και άλλοι ομότεχνοί του το αναπαρήγαγαν με τον δικό τους τρόπο. Τελευταία χρόνια Την ίδια περίοδο που ο Βελάσκεθ γνώριζε μεγάλη αποδοχή στην Ιταλία, ο Φίλιππος Δ' επιθυμούσε την επιστροφή του στην Ισπανία προκειμένου να φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία της βασίλισσας Μαριάννας και να συνεισφέρει στην ανακαίνιση του Αλκάθαρ. Ο Βελάσκεθ επέστρεψε τελικά στη Μαδρίτη το 1651. Τον ίδιο χρόνο, διορίστηκε από τον βασιλιά στη θέση του μεγάλου αυλάρχη των ανακτόρων, ανερχόμενος σε ακόμα υψηλότερα αξιώματα. Αν και οι ασχολίες του άφηναν λίγο χρόνο για την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, τα έργα που ολοκλήρωσε αυτή την περίοδο θεωρείται πως ανήκουν στα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του. Περίπου το 1656 ολοκλήρωσε ένα από τα πιο δημοφιλή σήμερα και σημαντικότερα έργα του, τον πίνακα με τίτλο Οι δεσποινίδες των τιμών (Las Meninas). Το έργο απεικονίζει την ινφάντα Μαργαρίτα με την ακολουθία της σε μία αίθουσα του Αλκάθαρ που ο Βελάσκεθ είχε μετατρέψει σε εργαστήριο. Ο ζωγράφος Λούκα Τζορντάνο (1634-1705) χαρακτήρισε τον πίνακα ως τη «θεολογία της ζωγραφικής» ενώ μέχρι σήμερα έχουν προταθεί αρκετές ερμηνείες και υποθέσεις σχετικά με αυτόν[2]. Ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ, αφιέρωσε ένα μέρος του βιβλίου του Les mots et les choses σε εκτεταμένη ανάλυση του πίνακα και του νοηματικού του περιεχομένου. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Βελάσκεθ βρισκόταν στο απόγειο της σταδιοδρομίας του ως αυλικός ζωγράφος και αξιωματούχος. Το 1659, ο βασιλιάς αποφάσισε να του απονείμει τον τίτλο του ιππότη. Σύμφωνα με το βιογράφο του, Αντόνιο Παλομίνο (1655-1726), ο Βελάσκεθ επέλεξε ανάμεσα σε τρεις στρατιωτικούς τίτλους, εκείνον του ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιακώβου (Orden militar de la Caballeria de Santiago), ο οποίος δινόταν μόνο σε όσους είχαν παλαιές χριστιανικές ρίζες (Limpieza de sangre) και τα μέλη της οικογένειάς του ανήκαν στην ευγενή τάξη των hidalgos. Ανάμεσα στα τελευταία έργα του ανήκει η Προσωπογραφία του πρίγκιπα Φίλιππου Πρόσπερου (1660), έργο το οποίο εκθείασε ο Παλομίνο χαρακτηρίζοντάς το ως ένα από τα καλύτερα πορτρέτα του Βελάσκεθ. Πέθανε στις 6 Αυγούστου 1660. Η ταφή του έγινε στην εκκλησία του Σαν Χουάν Μπαουτίστα, παρουσία ευγενών και αυλικών, ενώ οκτώ ημέρες αργότερα πέθανε και η σύζυγός του Χουάνα, την οποία έθαψαν δίπλα του. Σχεδόν έναν αιώνα μετά το θάνατό του, αρκετά έργα του καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές φθορές από πυρκαγιά που ξέσπασε το 1734 στα βασιλικά ανάκτορα της Μαδρίτης, ενώ το 1811, η εκκλησία και ο τάφος του καταστράφηκαν από τους Γάλλους. Έργο Ο Βελάσκεθ κατέχει μία θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους ζωγράφους στην ιστορία της τέχνης, ενώ η δεξιοτεχνία και η τεχνική του, τον έκαναν να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες του «χρυσού αιώνα» της ισπανικής ζωγραφικής, θεωρούμενος ένας από τους πατέρες της ισπανικής σχολής. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του περιλαμβάνει προσωπογραφίες, ατομικές ή και ομαδικές, τις οποίες όφειλε να φιλοτεχνεί ως αυλικός ζωγράφος. Σε πολύ μικρότερο βαθμό, επιδόθηκε στο είδος των θρησκευτικών συνθέσεων, με σημαντικότερα ίσως έργα την Στέψη της Παναγίας (π. 1645) και τον Άγιο Ιερώνυμο με τον Άγιο Παύλο τον ερημίτη (π. 1635-1638), πίνακας βασισμένος στο ομώνυμο χαρακτικό του Ντύρερ. Ο Βελάσκεθ κατάφερε να γνωρίσει εν ζωή μεγάλη αποδοχή ως ζωγράφος, αλλά και κύρος στην αυλή του Φίλιππου Δ', καταλαμβάνοντας ανώτερα αξιώματα. Σε αντίθεση όμως με την περίπτωση του Ρούμπενς, που καταξιώθηκε την ίδια περίπου περίοδο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το έργο του Βελάσκεθ παρέμεινε ελάχιστα γνωστό εκτός των ισπανικών συνόρων. Τόσο ο Ρούμπενς όσο και ο Βελάσκεθ, υπήρξαν σημαντικοί δεξιοτέχνες του χρώματος, ωστόσο ενώ ο φλαμανδός ζωγράφος διακρίθηκε για τον έντονο δυναμισμό των έργων του, ο Βελάσκεθ προσέγγιζε τα θέματά του με έναν απλούστερο, πιο άμεσο και απέριττο τρόπο. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το έργο του αποτέλεσε πρότυπο για τα κινήματα του ρεαλισμού και του ιμπρεσιονισμού. Ο Εντουάρ Μανέ τον αποκάλεσε «ζωγράφο των ζωγράφων» και από τότε αρκετοί καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, όπως ο Πάμπλο Πικάσσο ή ο Σαλβαδόρ Νταλί, συνέχισαν να του αποδίδουν φόρο τιμής, αναπαράγοντας ορισμένους από τους δημοφιλέστερους πίνακές του. Ο Πικάσο ζωγράφισε τη δική του εκδοχή του πίνακα Las Meninas το 1957, ενώ και άλλοι ζωγράφοι όπως ο Ντεγκά, ο Γκόγια ή ο Μανέ φιλοτέχνησαν τις δικές του εκδοχές ή σχετικές με το έργο σπουδές. O θαυμασμός του Νταλί για τον Βελάσκεθ είναι επίσης γνωστός και εκφράστηκε μέσα από αρκετούς πίνακές του, όπως για παράδειγμα στο έργο του Ο Βελάσκεθ πεθαίνει πίσω από το παράθυρο, απ' όπου προβάλλει ένα κουτάλι (1982) – για το οποίο βασίστηκε στην προσωπογραφία του Βελάσκεθ που απεικονίζει τον νάνο Δον Σεμπαστιάν δε Μόρα (έργο περίπου του 1645) – ή στο Πορτρέτο του Χουάν ντε Παρέγια, βοηθού του Βελάσκεθ (1960) όπου αναπαράγει ένα μικρό τμήμα από τις Δεσποινίδες των τιμών. Ο Βρετανός ζωγράφος Φράνσις Μπέικον, εμπνεύστηκε με τη σειρά του από την προσωπογραφία του πάπα Ινοκέντιου Ι', ολοκληρώνοντας μία σειρά από ανάλογες σπουδές[3] κατά τη δεκαετία του 1950, βασισμένες στο έργο του Βελάσκεθ. Σημειώσεις 1. ↑ Ο Βελάσκεθ έλαβε το επώνυμο της μητέρας του σύμφωνα με ισπανικό έθιμο της εποχής.
* Jonathan Brown, Velázquez: Painter and Courtier, Yale University Press 1988, ISBN 0-300-03894-1
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|