Μανιτόμπα
|
Η Μανιτόμπα (Manitoba) είναι επαρχία του Καναδά. Η συνολική της έκταση είναι 647.797 km2· είναι δηλαδή πέντε φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα και τόσο μεγάλη όσο η Ουκρανία. Ωστόσο, ο πληθυσμός της Μανιτόμπας ανέρχεται μόλις σε 1.180.000 κατοίκους (εκτίμηση 2006), η πλειονότητα των οποίων ζει στα νότια, κοντά στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Πρωτεύουσα της Μανιτόμπας είναι η Γουίνιπεγκ (Winnipeg), με πληθυσμό περισσότερο από το 50% του συνολικού πληθυσμού της επαρχίας (620.000 κάτοικοι, απογραφή 2001). Άλλες σημαντικές πόλεις είναι το Μπράντον (Brandon, 40.000 κάτοικοι), το Τόμπσον (Thompson, 13.250 κάτοικοι), το Ντωφέν (Dauphin) και το Πορτάζ λα Πρερί (Portage la Prairie, 13.000 κάτοικοι). Το Τσώρτσιλ (Churchill, 960 κάτοικοι) είναι το κύριο λιμάνι της Μανιτόμπας στις ακτές του κόλπου Χάντσον. Γεωγραφία Η Μανιτόμπα βρίσκεται στο μέσο περίπου του Καναδά, αν και κατατάσσεται στις δυτικές επαρχίες της χώρας. Ανατολικά συνορεύει με το Οντάριο, νότια με τις ΗΠΑ, δυτικά με το Σασκάτσουαν και βόρεια με την Νούναβουτ. Βορειοανατολικά βρέχεται από τα νερά του κόλπου Χάντσον. Το 15% περίπου της επαρχίας καλύπτεται από ποταμούς και λίμνες. Στο μέσο περίπου της επαρχίας βρίσκονται τρεις μεγάλες λίμνες: η λίμνη Γουίνιπεγκ (Winnipeg), η λίμνη Μανιτόμπα (Manitoba) και η λίμνη Γουινιπεγκόσις (Winnipegosis). Η πρώτη από αυτές τις λίμνες είναι η μεγαλύτερη λίμνη εντός των συνόρων του νοτίου Καναδά. Την επαρχία διασχίζουν πολλοί ποταμοί, μεταξύ των οποίων και οι ποταμοί Τσώρτσιλ και Νέλσον που χύνονται στον κόλπο Χάντσον. Η Μανιτόμπα είναι πλούσια σε πεδιάδες με χαμηλούς λόφους που καλύπτονται από χωράφια, λιβάδια και δάση — πολλά εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί εθνικοί δρυμοί του Καναδά — καθώς και τούνδρες. Το υψηλότερο σημείο της επαρχίας είναι το όρος Μπάλντυ (Baldy Mountain, δηλ. Φαλακρό όρος) με υψόμετρο μόλις 832 m. Το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Μανιτόμπας, το οποίο ανήκει στην Καναδική Γεωτεκτονική Πλάκα ή Ασπίδα (Canadian Shield), δεν καλλιεργείται. Στην βόρεια Μανιτόμπα, η παγωνιά δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλων δέντρων, γι' αυτό και η περιοχή καλύπτεται από χαμηλή βλάστηση (τούνδρα). Κλίμα Το κλίμα της Μανιτόμπας είναι ηπειρωτικό. Τα καλοκαίρια είναι συνήθως ζεστά και υγρά, ενώ ο χειμώνας είναι βαρύς με πολλές χιονοπτώσεις και παγωνιά που φτάνει και τους –40°C. Η άνοιξη και το φθινόπωρο δεν διαρκούν πολύ. Η Μανιτόμπα είναι η επαρχία με τις πιο πολλές ημέρες ηλιοφάνειας σε όλον τον Καναδά, αλλά οι καταιγίδες είναι συχνές τα καλοκαίρια. Ιστορία Αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν δείξει ότι η σημερινή Μανιτόμπα κατοικήθηκε για πρώτη φορά με το τέλος της εποχής των παγετώνων. Οι πρώτοι κάτοικοι εξελίχθηκαν στις αυτόχθονες φυλές των Οτζίμπουα (Ojibwa), Κρη (Cree), Ντένε (Dene), Σιου (Sioux), Μαντάν (Mandan) και Ασσινιμπουάν (Assiniboine). Κατά μία εκδοχή, το όνομα Μανιτόμπα προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων των αυτοχθόνων Ασσινιμπουάν mini (λίμνη) και tobow (πεδιάδα). Κατά μία άλλη εκδοχή, η λέξη Μανιτόμπα προέρχεται από την λέξη των αυτοχθόνων Κρη maniotwapow, η οποία σημαίνει το στενό του πνεύματος (manitou σημαίνει πνεύμα). Ο βρετανός εξερευνητής Χένρυ Χάντσον ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που εξερεύνησαν την περιοχή το 1611. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1669, ιδρύθηκε η βρετανική Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον (Hudson's Bay Company) που έλαβε τα αποκλειστικά δικαιώματα εμπορίου γούνας στην περιοχή γύρω από τον κόλπο Χάντσον. Στις αρχές του 18ου αι., στην περιοχή άρχισαν να καταφθάνουν και γάλλοι εξερευνητές και έποικοι, οι οποίοι αναμείχθηκαν εν μέρει με αυτόχθονες της περιοχής. Από την ανάμειξη Γάλλων και αυτοχθόνων προέκυψε η φυλή Μετί (Métis σημαίνει μιγάς). Απόγονοι των πρώτων γάλλων εποίκων είναι επίσης οι σημερινοί Γαλλομανιτομπιανοί (Franco-Manitobains), που κατοικούν κυρίως στην περιοχή Σαιν Μπονιφάς (Saint-Boniface) λίγο πιο ανατολικά από την Γουίνιπεγκ. Η περιοχή έπεσε οριστικά στα χέρια των Βρετανών το 1763, οι οποίοι την ενσωμάτωσαν στην Γη του Ρούπερτ (Rupert's Land), μια τεράστια έκταση γης γύρω από τον κόλπο Χάντσον, όπου τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης είχε η Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον. Το 1812 στην περιοχή της Μανιτόμπας άρχισαν να εγκαθίστανται και βρετανοί αγρότες έποικοι. Η παρουσία των νέων εποίκων εξόργισε τους Μετί, οι οποίοι το 1816 ξεσηκώθηκαν, επιτέθηκαν στις μικρές φρουρές των εποίκων και κατέστρεψαν τα αγροκτήματά τους. Τα σύνορα της επαρχίας άρχισαν να επεκτείνονται για να φτάσουν τα σημερινά όρια το 1912. Προς το τέλος του 19ου αι., η κυβέρνηση της Μανιτόμπας και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Καναδά υπέγραψαν με τους αυτόχθονες πολλές συμφωνίες για την εξαγορά των εδαφών τους. Με τις συμφωνίες αυτές δημιουργήθηκαν οι καταυλισμοί (αγγλ.: reserves) αυτοχθόνων, οι οποίοι ήταν και είναι στην αποκλειστική δικαιοδοσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Καναδά. Το σύστημα των καταυλισμών κατηγορήθηκε ότι δημιούργησε ένα είδος απαρτχάιντ εντός του Καναδά. Πολλές από τις συμφωνίες του 19ου αι. εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, επειδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Καναδά δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα Στα πρώτα χρόνια του 20ού αι., η Γουίνιπεγκ ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του Καναδά. Η ανάπτυξη της καλλιέργειας των δημητριακών, ο σιδηρόδρομος και η άφιξη νέων μεταναστών ήταν μερικά από τα στοιχεία που οδήγησαν στην ανάπτυξη της πόλης. Όμως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άλλες πόλεις, όπως το Κάλγκαρυ ξεπέρασαν σε ανάπτυξη την Γουίνιπεγκ. Το 1917, οι εργάτες της πόλης και οι αγρότες από τις παρακείμενες περιοχές κήρυξαν γενική απεργία που διήρκεσε έξι εβδομάδες. Ήταν η πρώτη γενική απεργία που γνώρισε η Γουίνιπεγκ και πολλοί έκαναν λόγο για «κομμουνιστική επανάσταση». Οι ηγέτες της απεργίας δικάστηκαν και οι περισσότεροι κρίθηκαν ένοχοι συνωμοσίας και καταδικάστηκαν ή απελάθηκαν. Το εργατικό κίνημα δέχθηκε ένα γερό χτύπημα. Όμως, οι αγρότες δημιούργησαν το κόμμα «Ενωμένοι Αγρότες της Μανιτόμπας» (United Farmers of Manitoba), το οποίο κέρδισε τις επαρχιακές εκλογές του 1922. Δημογραφικά στοιχεία Ο πληθυσμός της Μανιτόμπας είναι στην πλειονότητα βρετανικής και γερμανικής καταγωγής. Στην επαρχία πάντως υπάρχουν 14% άτομα ουκρανικής καταγωγής, 13% άτομα γαλλικής καταγωγής, 10% αυτόχθονες διαφόρων φυλών και 5,1% Μετί (μιγάδες). Το 43% των κατοίκων είναι χριστιανοί διαμαρτυρόμενοι, το 29% καθολικοί και μόλις το 1,4% ορθόδοξοι. Τα τελευταία χρόνια, ο πληθυσμός της Μανιτόμπας παρουσίασε ελαφρά μείωση εξαιτίας της κρίσης στην γεωργία και της εγκατάλειψης των χωριών. Οικονομία Μόνον κατά το β΄ μισό του 19ου αι., άρχισε να αναπτύσσεται η γεωργία στην Μανιτόμπα. Η γεωργία αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο στις αρχές του 20ού αι., όταν δημιουργήθηκε εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο για την μεταφορά των γεωργικών προϊόντων. Η εγκατάσταση ουκρανών μεταναστών στα νότια της επαρχίας έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην καλλιέργεια δημητριακών.[1] Ακόμα και σήμερα, η οικονομία της Μανιτόμπας είναι κυρίως αγροτική, αν και στην περιοχή γύρω από την Γουίνιπεγκ υπάρχουν πολλές βιομηχανίες, στρατιωτικές βάσεις, υπηρεσίες, κ.λπ. Η πόλη Τσώρτσιλ στις ακτές του κόλπου Χάντσον αποτελεί σημαντικό λιμάνι, από όπου γίνονται σημαντικές εξαγωγές δημητριακών.[2] Γουίνιπεγκ Σημειώσεις 1. ↑ Τα δημητριακά και ειδικά το σιτάρι της Μανιτόμπας είναι παγκοσμίως γνωστά. Στην Βόρειο Ελλάδα, οι γεωργοί αποκαλούν «μανιτόμπα» μία συγκεκριμένη ποικιλία σιταριού. Εξωτερικές συνδέσεις
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
||
|
|