Λιβύη
|
Η Λιβύη (Arabic: ليبيا Lībiyā, Amazigh: ⵍⵉⴱⵢⴰ) είναι χώρα της βορείου Αφρικής και βρέχεται βόρεια από τη Μεσόγειο. Η επίσημη ονομασία του κράτους είναι Μεγάλη Σοσιαλιστική Αραβική Λαϊκή Τζαμαχιρίγια της Λιβύης, όπου η λέξη "Τζαμαχιρίγια" μπορεί να μεταφραστεί σαν "κράτος των μαζών". Ανατολικά της βρίσκεται η Αίγυπτος, νοτιοανατολικά της το Σουδάν, ενώ νότια συνορεύει με το Τσαντ και το Νίγηρα και δυτικά με την Αλγερία και την Τυνησία. Το 90% του εδάφους της είναι έρημος και η Λιβύη είναι η τέταρτη μεγαλύτερη αφρικανική χώρα σε έκταση. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Τρίπολη, όπου ζουν 1,7 εκατομμύριο κάτοικοι. Το όνομα της χώρας προέρχεται από τον αιγυπτιακό όρο Λεμπού, ο οποίος αναφέρεται στους Βερβερίνους που ζούσαν δυτικά του Νείλου. Στα ελληνικά έγινε Λιβύη, αν και στην αρχαία Ελλάδα ο όρος είχε ευρύτερη σημασία, υπονοώντας ολόκληρη τη Βόρειο Αφρική δυτικά της Αιγύπτου ή και ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο. H Λιβύη έχει το τρίτο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Αφρική μετά τις Σεϋχέλλες και τη Νότια Αφρική, κάτι που οφείλεται στο χαμηλό πληθυσμό της και τα μεγάλα αποθέματα πετρελαίου. Ηγέτης της χώρας είναι ο Στρατηγός Μουαμάρ αλ-Καντάφι, του οποίου η εξωτερική πολιτική τον έχει φέρει συχνά σε αντιπαράθεση με τη Δύση και με τις κυβερνήσεις άλλων χωρών της Αφρικής. Η σημαία της Λιβύης είναι η μοναδική στον κόσμο σημαία χώρας που αποτελείται από μόνο ένα χρώμα και δε φέρει κανένα άλλο σύμβολο ή άλλες λεπτομέρειες. Ιστορία Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι από την 8η χιλιετία π.Χ. οι παράλιες περιοχές της Λιβύης κατοικούνταν από Νεολιθικές φυλές, οι οποίες είχαν αναπτύξει ιδαίτερες ικανότητες στην εκτροφή βοοειδών και στις καλλιέργειες. [1] Η περιοχή αργότερα καταλήφθηκε από διαδοχικούς λαούς και πολιτισμούς, όπως οι Φοίνικες, οι Καρχηδόνιοι, οι Πτολεμαίοι, οι Ρωμαίοι, οι Βάνδαλοι και οι Βυζαντινοί, αν και μόνο από την περιόδο των Ελλήνων και των Ρωμαίων υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα: στην Κυρήνη, τη Λέπτις Μάγκνα και τη Σαμπράθα. Οι Φοίνικες ήταν οι πρώτοι που εγκατέστησαν εμπορικούς σταθμούς στη Λιβύη, όταν οι έμποροι της Τύρου (στην περιοχή του σημερινού Λιβάνου) ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τις βερβερικές φυλές[2]. Μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., η μεγαλύτερη φοινικική αποικία, η Καρχηδόνα, είχε επεκτείνει την ηγεμονία της σχεδόν σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, όπου ανέπτυξε ξεχωριστό πολιτισμό. Καρχηδονιακοί οικισμοί στις ακτές της Λιβύης υπήρχαν στην Οία (σημερινή Τρίπολη, στη Λέπτις Μάγκνα και τη Σαμπράθα, περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Τρίπολις, από τις τρεις αυτές πόλεις. Οι αρχαίοι Έλληνες κατέλαβαν την ανατολική Λιβύη, σύμφωνα με την παράδοση, όταν άποικοι από τη Σαντορίνη έλαβαν εντολή από το Μαντείο των Δελφών να βρουν νέο τόπο κατοικίας στη Βόρεια Αφρική. Έτσι, το 631 π.Χ., ίδρυσαν την Κυρήνη.[3]. Μέσα σε διάστημα διακοσίων ετών, ιδρύθηκαν άλλες τέσσερις σημαντικές πόλεις στην περιοχή: η Βάρκη (Al Marj), οι Ευσπερίδες (αργότερα Βερενίκη, σημερινή Βεγγάζη), η Ταύχειρα (αργότερα Αρσινόη, σημερινή Τόκρα) και η Απολλωνία (Susah), το λιμάνι της Κυρήνης. Μαζί με την Κυρήνη, ήταν γνωστές ως Πεντάπολις. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένωσε τις δυο επαρχίες της Λιβύης, έμποροι και τεχνίτες από όλα τα μέρη του ρωμαϊκού κόσμου εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Αφρική, ωστόσο οι δυο επαρχίες διατήρησαν το χαρακτήρα τους: η Τρίπολη παρέμεινε καρχηδονιακή και η Κυρηναϊκή ελληνική. Τον 7ο αιώνα, η Λιβύη κατελήφθη από τους Άραβες και κατά τους επόμενους αιώνες, πολλοί ντόπιοι υιοθέτησαν ως θρησκεία το Ισλάμ και την αραβική γλώσσα και πολιτισμό. Στα μέσα του 16ου αιώνα, η χώρα πέρασε στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού Πολέμου (1911-1912), η Ιταλία κατέλαβε την περιοχή και μετέτρεψε σε αποικίες τις τρεις επαρχίες της χώρας (Τρίπολη, Κυρηναϊκή, Φεζάν), ενώ το 1934 υιοθέτησε το όνομα Λιβύη[4] σαν επίσημη ονομασία της αποικίας. Ανάμεσα στους δυο Παγκόσμιους Πολέμους, ο Βασιλιάς Ίντρις ήταν αρχηγός της λιβυϊκής αντίστασης εναντίον της ιταλικής κατοχής. Από το 1943 ως το 1951, το Φεζάν πέρασε υπό τον έλεγχο της Γαλλίας, ενώ οι άλλες δυο επαρχίες υπό βρετανική διοίκηση. Στις 21 Νοεμβρίου 1949, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε ψήφισμα για την ανεξαρτησία της Λιβύης πριν την 1η Ιανουαρίου 1952. Στις 24 Δεκεμβρίου 1951, η Λιβύη ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, έχοντας πολίτευμα συνταγματικής μοναρχίας, υπό το βασιλιά Ίντρις. Η ανακάλυψη σημαντικής ποσότητας κοιτασμάτων πετρελαίου το 1959 μετέτρεψε ένα από τα φτωχότερα έθνη στον κόσμο σε ένα κράτος με μεγάλο πλούτο. Αν και το πετρέλαιο βελτίωσε δραστικά τα οικονομικά της κυβέρνησης, άρχισε να αναπτύσσεται η λαϊκή δυσαρέσκεια για τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια του βασιλιά Ίντρις και της εθνικής ελίτ, η οποία συνέχισε να αυξάνεται με την άνοδο του Νάσερ και του αραβικού εθνικισμού στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Την 1η Σεπτεμβρίου 1969, μια μικρή ομάδα στρατιωτικών με επικεφαλής τον 27χρονο τότε Μουαμάρ αλ Καντάφι οργάνωσαν πραξικόπημα εναντίον του βασιλιά Ίντρις, ο οποίος βρισκόταν για λόγους υγείας στα Καμένα Βούρλα. Βασιλιάς έγινε ο ανιψιός του, Sayyid Hasan ar-Rida al-Mahdi as-Sanussi. Οι πραξικοπηματίες εκθρόνισαν τον Sayyid και τον έθεσαν υπό κατ' οίκον περιορισμό, ενώ κατήργησαν τη μοναρχία και ανακήρυξαν τη Λιβύη ως Νεα Αραβική Δημοκρατία.[5] Πολιτικά Αρχηγός Κράτους Γενικός Γραμματέας του Γενικού Κογκρέσου του Λαού είναι ο Μιφτάχ Μουχάμεντ Κέμπα (Miftah Muhammed K'eba , αραβικά:مفتاح محمد كعيبة ). Ανέλαβε καθήκοντα στις 3 Μαρτίου του 2008. Δημογραφία Σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2008, η χώρα αριθμεί 6.173.579 κατοίκους, μεταξύ των οποίων και μη Λίβυοι (166.510)[6].
1. ↑ Federal Research Division of the Library of Congress, (1987), "Early History of Libya", U.S. Library of Congress, Accessed July 11 2006
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|||||||||||||||||||||||||
|
|